Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ποίηση σε χαλεπούς καιρούς

Το δάκρυ

Ούτε ποτάμι είναι το δάκρυ

ούτε και βροχή.

Φορές είναι μια γέφυρα,

φορές τηλέφωνο παρηγοριάς

για να μιλάς με τους νεκρούς,

φορές γραμμή κινδύνου.

Μιλάς, μα οι νεκροί αρνούνται

ν' απαντήσουν...

Μ.Σ.

Διερωτώμαι ειλικρινά για ποιο λόγο γράφτηκε το κείμενο « Η ποίηση του χρέους και το χρέος της ποίησης» του Τάκη Θεοδωρόπουλου (Journal of Books, τχ 9, σελ. 22). Υποστηρίζει ο συντάκτης του: «Εκείνο που περιμένω από τους ποιητές και μη είναι εκείνο το ξεροκόμματο της κυριολεξίας που τόσα χρόνια μου στέρησαν τα ποιήματα και τα τραγούδια του εθνικού μας λυρισμού{…} Γιατί ζούμε και γράφουμε σε μια έρημο ακυριολεξίας».

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ότι η ποίηση και η τέχνη γενικότερα είναι άκαιρη σε χαλεπούς καιρούς; Ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση στο Μέγαρο με τους τρεις ποιητές – βεντέτες ήκιστα ανακούφισε με τον ακυριολεκτικό της λόγο τους πολυπληθείς προστρέξαντες; Ή ότι, συλλήβδην ως λαός, το παραρίξαμε στον λυρισμό- ήγουν στην ακυριολεξία και ήρθε η ώρα να κυριολεκτήσουμε επώδυνα; Ωστόσο, άλλος «κεκοιμημένος» ποιητής προείπε «κατακυριολεκτώντας» πως σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις (της ποιήσεως) για να μην τις παίρνει ο άνεμος, και έτερος παλιότερος προσέτρεχε στης ποιήσεως την τέχνη για να ανακουφιστεί ρεαλιστικότατα από την πεζολογία του βίου και την οδύνη του γήρατος. Εκτός κι αν η κυριολεξία ασκείται αποκλειστικά στα νυχτερινά πάνελ που συχνάζει ο αρθρογράφος, ανατέμνοντας τα νεφρά και την καρδίαν της κρίσης. Η μήπως (η κυριολεξία πάντα) θεραπεύεται μόνον από τη γλώσσα των πολιτικών και των διακεκριμένων οικονομολόγων που άλλα φθέγγονται σήμερα και άλλα προψές; (Οι προβλέψεις τους χειρότερες κι από καφετζούδες). Η τέχνη όμως μιλώντας εν μετωνυμίαις, εν παραβολαίς και εν μεταφοραίς αποκαλύπτει όσα ένας διαχειριστικός και έμφοβος ορθολογισμός αδυνατεί. Ή, καλύτερα η ποίηση ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν ως συλλογικότητα να τραγουδάμε και να χορεύουμε και ας μην εξορίσουμε την ποίηση και τους ποιητές από την, ούτως ή άλλως, ήκιστα ιδανική πολιτεία μας, όπως ο Πλάτων. Εφόσον οι πολιτικοί οφείλουν ορθώς να πολιτεύονται, οι ποιητές να γράφουν καλή ποίηση και οι πολίτες να προτάσσουν του ατομικού τους συμφέροντος το κοινό καλό. Τόσο απλά. Εξάλλου, αγαπητέ Τάκη, ως εκ του επιτηδεύματος σου, γνωρίζεις πως τα καλύτερα χαστούκια στον εφησυχασμό και την παρακμή τα δίνουν τα ακρωτηριασμένα χέρια, σαν αυτά της Αφροδίτης. Η παρούσα κρίση νομίζω είναι λιγότερο τραγωδία, περισσότερο κωμωδία με κωμαστές σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και είναι τα μάλιστα σατυρικό δράμα με τον χορό να παίρνει τα πάνω του και τους ήρωες (φλύαρους, στόμφακες και αναποτελεσματικούς χάχακες) να γελοιοποιούνται εντός και εκτός σκηνής.

Και αναφέρομαι σαφώς στους τρέχοντες- κυριολεκτικά- πολιτικούς και τους μεγαλοδημοσιογράφους οι οποίοι, στην τόση κυριολεκτική τους εμμονή, έχασαν όπως προσφυώς γράψατε σε παλαιότερο editorial την είδηση της δεκαετίας: τη χρεοκοπία δηλαδή της χώρας. Τι να μας που και σε τι να κυριολεκτήσουν λοιπόν τώρα οι σοβαροφανείς αναλυτές και οι δημοσιογραφούντες διανοούμενοι, σταθερά αυτολογοκρινόμενοι και αδιαλείπτως υπηρετούντες, έμμεσα ή άμεσα, τα συμφέροντα και τις μπίζνες της πολιτικο- μιντιακής διαπλοκής (των κυβερνητικών δηλαδή φύλλων, των κομματικών φίλων και των δελτίων των 8);

Έχω πάντως την υποψία ότι οι μακρόθυμοι Ευρωπαίοι συμπαραστάτες μας, περισσότερο από τις λεκτικές πιρουέτες και τους βενιζέλειους πλατειασμούς, εντυπωσιάστηκαν από τα σκόλια άσματα και τις επιθετικές χορογραφίες των αγανακτισμένων πλατειαστών. Κάνω λάθος;


Υ/Γ1. Γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ» της 17/7/2011: «Οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος πέτυχαν κάτι σημαντικό. Άσκησαν τέτοιες πιέσεις που κατάφεραν ως ένα βαθμό να επηρεάσουν τη διεθνή πολιτική ατζέντα..


Υ/Γ 2 .Όσο το σκέφτομαι, ο Στάλιν πρώτα τους ποιητές εδίωξε και συνέθλιψε και μετά όλους τους άλλους. Μην πυροβολείτε λοιπόν την ποίηση, εφόσον κατά τον βαρυσήμαντο λόγο του Hölderlin «ό, τι παραμένει είναι οι ποιητές που το στεριώνουν». Δηλαδή τα κυριολεκτικώς μόνα σημεία αναφοράς. Τα κυριολεκτικώς μόνα πρότυπα, σε μια εποχή πλήρους έλλειψης προτύπων. Ποιος διαφωνεί σ’ αυτό;


1 σχόλιο: