Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Υψηλή τέχνη, υψηλή πολιτική

Τέχνη και πολιτικός συμβολισμός 

Αυτό που συνέβη απόψε στο Πεντάγωνο, ήταν μαγικό. Ενώπιον του πρωθυπουργού, σχεδόν ολοκλήρου του υπουργικού συμβουλίου αλλά και εκατοντάδων τυχερών προσκεκλημένων.
Επρόκειτο για την θεαματική αποκάλυψη του συγκλονιστικού συνδυασμού γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, εμπνευσμένης ιδέας αλλά και άψογα θεαματικής εφαρμογής. Εν αρχή ήταν η γλυπτική κατασκευή "Κιβωτός της Εθνικής Μνήμης", δηλαδή τα ονόματα των 121.692 καταγεγραμμένων πεσόντων "εν τοις ιεροίς του έθνους ημών αγώσι. Πάλαι τε και επ' εσχάτων". Που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Κ. Βαρώτσος χαράσσοντας σ' έναν λαβύρινθο γυάλινων "πύργων" πριν έξι μήνες τα ονόματα των σκοτωμένων για την πατρίδα αγωνιστών. Κι έπειτα η λαμπρά ανακαινισμένη πρόσοψη του ιστορικού κτηρίου του Υπουργείου Εθν. Αμύνης και του ΓΕΕΘΑ με μια ευρηματική λύση περσίδων από αλουμίνιο σαν αύλακες κιόνων από τον ίδιο δημιουργό, την αρχιτέκτονα Χρυσάνθη Ασπρουλοπούλου και τους συνεργάτες τους που δημιουργούσαν ένα αρμονικό όσο και επιβλητικό σύνολο. Η νέα παρέμβαση καλύπτει τη νότια πρόσοψη του κτηρίου μήκους 340 μέτρων, με 730 κάθετες σειρές λευκών περσίδων αλουμινίου ύψους 30,5 μέτρων (!) σχεδιασμένων για να βελτιώνουν τη θερμική συμπεριφορά του κτηρίου και να προσφέρουν έτσι μιαν ενιαία, αρχιτεκτονική ταυτότητα. (Υπήρξε έκπληξη κι η εντυπωσιακά σχεδιασμένη, καμπύλη κλίμακα εισόδου). Δαψιλής υπήρξε τέλος η χορηγία του Ευ. Μυτιληναίου η οποία επέστρεψε να γίνουν πραγματικότητα οι εμπνεύσεις και οι αισθητικοί σχεδιασμοί του Κ. Βαρώτσου. Ο συσχετισμός των τριών (Δένδια, Μυτιληναίου και Βαρώτσου) μού θύμισε την Αναγέννηση με τους πάπες και τους μεγάλους καλλιτέχνες. Ένα επίσης εύγε στον Γενικό Γραμματέα Αντώνη Οικονόμου.


Εν αρχή ην, λοιπόν, το συγκλονιστικό, διάφανο μνημείο όπου τα γραφικά στοιχεία, δηλαδή ο κατάλογος των χιλιάδων ονομάτων πάνω στο κρύσταλλο, γίνονται ένα πλαστικό γεγονός μοναδικής αισθητικής έντασης. Το όνομα του κάθε νεκρού εκτός από συγκεκριμένη ταυτότητα, καθίσταται το άυλο μετείκασμα ενός προσώπου που αναλαμβάνεται διάφανο στον ουρανό. Οι γονείς και οι παππούδες μας
ως πνεύματα παρηγορητικά που μάς σκέπουν. Τα επιτύμβια των αρχαιολογικών μουσείων του 4ου αι. π.Χ μεταλλάσσονται σήμερα στο νέο "Σήμα" του Βαρώτσου και ο Κεραμεικός μετακομίζει στο Πεντάγωνο. Συγκλονιστική εμπειρία να περπατάς ανάμεσα τους. Στα ονόματα των προγόνων μας. Υψηλή συγκίνηση που μόνο η ανάλογα υψηλή τέχνη μπορεί να προσφέρει. Αυτό που τέλος μ' ενδιαφέρει πιο πολύ είναι ότι η τόσο κακοποιημένη έννοια του δημοσίου γλυπτού τώρα απογειώνεται. Και μάλιστα σ' έναν χώρο που θεωρείται εκ προοιμίου τόσο συντηρητικός και αυστηρός όπως είναι το Πεντάγωνο. 
Ένας χώρος που θ' ανοίξει στο ευρύτερο κοινό σύντομα όπως μας δήλωσε ο κ. Δένδιας - κι ελπίζω να ξεναγήσω εκεί όσους θέλουν να δουν τί θα μπορούσε να είναι το "δημόσιο σήμα" και τί η αρχιτεκτονική ως έκφραση πολιτικού λόγου σήμερα... Στους φίλους μου Κώστα Βαρώτσο και Νίκο Δένδια σφίγγω ζεστά το χέρι. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι η συνήθως ανέμπνευστη πολιτική θα μπορούσε να εμψυχώσει μια τόσο υψιπετή δημιουργία. 
Πράγμα άκρως παρήγορο και για την τέχνη μας που χειμάζεται σε χέρια διεκπεραιωτών αλλά και για την πολιτική που ενώ μπορεί, σπάνια τολμάει...


ΥΓ. Μία μόνο ένσταση: Η αρχειακή έρευνα που έχουν πραγματοποιήσει οι υπεύθυνοι της ιστορίας στρατού - είχα υπηρετήσει κι εγώ στο αντίστοιχο τμήμα του ΓΕΝ πριν μισόν αιώνα - ώστε να συγκεντρωθούν όλα τα ονόματα των καταγεγραμμένων πεσόντων, είναι σπουδαία. Θα ήθελα όμως να προστεθούν τα ονόματα των νεκρών κι από την άλλη πλευρά του Εμφυλίου. Θα ήταν μία πράξη εθνικής συμφιλίωσης και συγχώρησης. Είμαι βέβαιος πως ο υπουργός κ. Νίκος Δένδιας αντιλαμβάνεται πόσο σπουδαίο είναι αυτή τη στιγμή να μην υπάρξουν νέοι, εθνικοί διχασμοί...

Σημ. Για του λόγου το αληθές την εκδήλωση που έστησε ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας άνοιξε ο πολυσχιδής Άγγελος Παπαδημητρίου που τραγούδησε το θρυλικό κι επίκαιρο "Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά..." Στην συνέχεια ο Μανώλης Μητσιάς μάς θύμισε μεγάλες επιτυχίες των Χατζιδάκι - Γκάτσου αναλόγου περιεχομένου. Μετά ακούστηκε η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου από το Τσάμικο: Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό (μοναδικό εννοεί) στον κόσμο αυτό... Τέλος παιάνισαν οι στίχοι του Άγγελου Σικελιανού από το "Πνευματικό Εμβατήριο" και το συγκλονιστικό φινάλε του Τραγουδιού του Νεκρού Αδελφού σε μουσική και στίχους του Μίκη Θεοδωράκη.
Από το μακρινό 1962 και την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ένα λαϊκό ορατόριο που βέβαια κορυφώνεται με την μάνα που συμφιλιώνει τα δύο αδέλφια του Εμφυλίου που κυνηγιούνται για να αλληλοσκοτωθούν.

Ο κ. Χάιντ και ο καθρέφτης του

Ο κ. Χάιντ και ο καθρέφτης του 

"Η ικανότητα να χρησιμοποιώ σωστά τα μέσα μου λιγοστεύει όσο αυξάνεται ο αριθμός τους"
Ρομπέρ Μπρεσόν 

Α. Να επιστρέψουμε στο κάλλος. Το απόλυτο κάτοπτρο του μέσα ουρανού. Να χωρέσει πάλι μέσα μας η ομορφιά του κόσμου. Και μάλιστα όχι η προφανής αλλά η άδηλη. Αυτή που κρύβεται στις σκιές και το σκοτάδι γιατί περιφρονεί τους διακοσμητικούς ναρκισσισμούς. Να γυρίσουμε αφεύκτως στην ομορφιά που τόσο εύκολα χάσαμε, που τόσο κυνικά ξεπουλήσαμε, εξορίσαμε από τις ζωές μας. Και μάλιστα στη δύσκολη, την απαιτητική, την όχι αγοραία ομορφιά. Και μάλιστα μέσα από τη Ζωγραφική, την πανάρχαιη μήτρα κάθε εννοηματωμένης εικόνας σε μιαν εποχή κρίσης των εικόνων. Δηλαδή κρίση των ερμηνειών που οι εικόνες δικαιούνται - και ιδιαίτερα οι ζωγραφισμένες γιατί φέρουν ένα δυνάμει και την αίσθηση και το νόημα των πραγμάτων. Κείμενα μαζί και λόγοι και αισθησιακοί απολογητές όσων μορφών υπάρχουν στο διάκενο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Κοινοτοπίες ίσως θα πείτε αλλά αυτή είναι η πιο έντονη αίσθηση που μου δημιουργούνται οι πίνακες του Βισκαδουράκη. Από την ενότητα Limen στο γαλλικό ινστιτούτο Βερολίνου (2014) και την Κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (2018 - Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης) ως τα πρόσφατα κάτοπτρα του κ. Χάιντ (Βασιλική του Αγίου Μάρκου, 2025). 
Ο ζωγράφος στις παρούσες, συμβολικές αυτοπροσωπογραφίες του δεν ταυτίζεται εν προκειμένω με τον δόκτορα Τζέκιλ που εκπροσωπεί τον πειραματισμό και το ρίσκο της νεοτερικότητας αλλά το αρνητικό του υποκατάστατο. Τον ψυχικό διχασμό. Την αδυναμία να ανήκουμε στο μέλλον χωρίς τις αρπάγες του παρελθόντος. Το τερατικό και το χθόνιο απέναντι στο ηλιακό και το υψηλό. Το Erhabene των ρομαντικών απέναντι στην αδυναμία μας εμπρός στην απόλυτη ομορφιά. Η θνητότητα μας τελικά. Αυτό ζωγραφίζει ο Βισκαδουράκης, συνειδητά ή ασυνείδητα, στα τελευταία του μεγάλα έργα. 
Επειδή , αν οφείλει να υπάρχει ένας και μόνο αδιαπραγμάτευτος στόχος σε μια τόσο "αναίσθητη" εποχή σαν τη δική μας, ας είναι αυτός: Η αναγωγή της αισθητικής σε ηθικό αξίωμα. Το ένδον κάλλος και η μεταφυσική του σε πολιτική στάση. Η επιστροφή στην ομορφιά με κάθε τίμημα. Μήπως και σωθεί ο παραπαίων κόσμος. Ο κ. Χάιντ δεν πρέπει να νικήσει και ο καθρέφτης του δεν αξίζει να γίνει ο κανόνας. 
Ο δόκτωρ Τζέκιλ ας μην πειραματίζεται άλλο. Το θηρίο που έφτιαξε, ας προσπαθήσουμε να μην κάνει περισσότερο κακό. Και οι εικόνες του που μοιάζουν με οπτικοποιημένους χρησμούς και αινίγματα, ας αναδύονται από το υπαρξιακό σκοτάδι γεμάτες νοήματα. Ενεργοποιώντας έτσι το δράμα της ύλης. 
Σκέφτομαι πως, κατά κανόνα, εμείς οι κριτικοί και ιστορικοί τέχνης ψάχνουμε το καινούργιο στο μέλλον, στους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες και αυτό ακούγεται πολύ λογικό. Ιδίως επικοινωνιακά. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν το ξάφνιασμα μου όταν βρήκα κάτι που αγνοούσα και όταν εντόπισα το νέο ψάχνοντας στο παρελθόν. Κάτι που αποτέλεσε ιδιαίτερη χαρά αλλά και μεγάλο μάθημα για μένα. Επειδή η χωρίς μέτρο  "μελλοντολαγνεία" και η με κάθε τρόπο "νεολατρεία" αποτελούν έναν εύκολο όσο και πονηρό τρόπο ώστε μία ολόκληρη κοινωνία να αποσείσει τις ευθύνες της τόσο προς τους νέους όσο και ως προς το μέλλον τους.
 Βρήκα, λοιπόν, το καινούργιο στο παρελθόν μελετώντας την περίπτωση του συνομήλικου μου ζωγράφου Νίκου Βισκαδουράκη. Τί έκπληξη! Με τον Βισκαδουράκη έχουμε συνυπάρξει στο μικρό καλλιτεχνικό milieu του τόπου μας επί σχεδόν 40 χρόνια, από τις πρώτες του παρουσιάσεις στην ιστορική γκαλερί Αριάδνη του Ηρακλείου, έχουμε κάποτε διασταυρωθεί αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να μελετήσω βαθύτερα το έργο του ή να τον γνωρίσω προσωπικά. Και αυτό γιατί ο Νίκος έχει επιλέξει να ζει απομονωμένος στο Ηράκλειο, μακριά από δημόσιες σχέσεις ή ανούσιες επαφές και να πραγματοποιεί επιλεκτικές εμφανίσεις αραιά και που. Και εδώ αναφέρομαι στη βαρυσήμαντη, κατά την άποψη μου, έκθεση του στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης το 2010 με τον τίτλο "Ο βασιλιάς είναι γυμνός" ως την αρκετά πρόσφατη παρουσία του στην ομαδική "Αόρατα Νησιά" στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, αλλά και μερικές ακόμα που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρά όμως τις μετρημένες δημόσιες εμφανίσεις του ο ίδιος δουλεύει φανατικά όσο και σιωπηλά εδώ και μισό αιώνα δημιουργώντας διάφορους, θεματικούς κύκλους ώστε να εντάξει τον εικαστικό του προβληματισμό. Το λέω εξαρχής για να μην δημιουργηθούν παρανοήσεις ή παρεξηγήσεις:
Ο ζωγράφος αυτός συμπορεύεται, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και τα νεανικά έργα του, με τους κορυφαίους του ελληνικού εξπρεσιονισμού όπως είναι ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, ο Σταύρος Ιωάννου, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Λάκης Πατρασκίδης, ο Μηνάς, ο Μανώλης Πολυμέρης, ο Κυριάκος Μορταράκος, ο Γιάννης Τζερμιάς, ο Γιάννης Αδαμάκος, ή ο Πέτρος Κουφοβασίλης. Χρησιμοποιώ αυτά τα ονόματα για να δώσω ένα περίγραμμα αισθητικών μορφών που, παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές τους, παραμένει κοινό από τα πρώτα ως τα τελευταία έργα αυτών των δημιουργών. Μία κοινή στάση απέναντι στο τέλμα που συχνά λαμπυρίζει παραπλανητικά όσο και ξεδιάντροπα. Δηλαδή στην αποτύπωση με εικαστικά μέσα του κοινωνικού χώρου και στην εμμονή στην ανθρώπινη φιγούρα ως υπαρξιακού δράματος και σωματοποιημένης ιστορίας. Πρόκειται για τη ζωγραφική εκείνη που χρησιμοποιώντας όλη την δυναμική αλλά και τη λαμπρότητα της γλώσσας της δεν εξαντλείται σε διακοσμητικά αποτελέσματα ή πυροτεχνηματικά εφέ.
Από την άλλη πλευρά, ο Βισκαδουράκης έχοντας από νωρίς κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος διακρίνεται σταθερά για την εξαιρετική σχεδιαστική του ευχέρεια - ιδιότητα που ασκείται και με την παράλληλη ενασχόληση του με την αυστηρότητα της αγιογραφίας - και την παρεπόμενη ικανότητα να ισορροπεί ανάμεσα στην άμεση, ρεαλιστική απεικόνιση. Πράγμα που εντοπίζεται στα νεανικά του έργα - και την σχεδόν "αφηρημένη" οργάνωση της εικόνας - όπως π.χ συμβαίνει στα τοπία του, ρεαλιστικά ή συμβολικά - ή στις ιδιάζουσες και κατακερματισμένες του φιγούρες όταν αποδίδει συμβολικά την παρουσία του Οδυσσέα σαν alter ego του στον κάτω κόσμο. Αυτή η σχεδιαστική ευχέρεια τον βοηθάει να παράγει επίσης μία καρικατουρίστικα οξεία ζωγραφική άλλοτε σχολιάζοντας χιουμοριστικά κι άλλοτε οικτίροντας την ανθρώπινη συνθήκη. Τη φθορά των σωμάτων όχι μόνο μέσα από το ισοπεδωτικό πέρασμα του χρόνου αλλά κυρίως από τα ένδον πάθη και τις αδυναμίες τους. Την, συμβολική, ανημπόρια τους μπροστά στην ομορφιά. Στην παρούσα έκθεση της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου ο Βισκαδουράκης παρουσιάζει τα - επικά, αυτοβιογραφικά - έργα των τελευταίων χρόνων, ένα είδος Οδύσσειας για έναν ταξιδευτή, τα οποία κυρίως σφραγίζονται από την εμπειρία της οικονομικής κρίσης αφενός και της πανδημίας με το συνακόλουθο του εγκλεισμού, αφετέρου. Ισοπεδωμένα και εγκλωβισμένα ανθρωποειδή που ασφυκτιούν χωρίς διέξοδο, σαν να έχουν τυλιχθεί σ' ένα τρομαχτικό σελοφάν από αδιαφανή, ψυχρά χρώματα - κραυγές είτε πιεσμένα από την οικονομική - ψυχική κατ' ουσίαν - ένδεια, είτε τρομοκρατημένοι από το σκιάχτρο ενός θανάτου που βρίσκεται παντού.  Νομίζω πως εν προκειμένω η ζοφερή θεατρικότητα των εικόνων αλλά και η επιβλητική δύναμη των εκφραστικών μέσων είναι τα βασικά όπλα ώστε να επιτευχθεί η υποβολή των συνθέσεων του καλλιτέχνη ή  όπως θα έλεγε πάλι ο σκηνοθέτης της εφηβείας μας Μπρεσόν " Όταν ένα βιολί είναι αρκετό δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν δύο". Σοφό. Δηλαδή οικονομία των μέσων, μεγιστοποίηση του μηνύματος. Κυρίως γιατί πίσω από την υπερβολή της αισθητικοποίησης, τόσο της μόδας σήμερα, δηλαδή η εύκολη, η επιβεβλημένη συγκίνηση, ελλοχεύει το κιτς και η, τεράστια, πολιτική του επίπτωση. Κάτι που σκόπιμα κάνουν πως αγνοούν οι πολιτικοί και που, με εγκληματική αφέλεια, μοιάζει να μην αντιλαμβάνονται κι οι καλλιτέχνες. Πρέπει να το επαναλάβω; Τέχνη είναι εκείνο το ζωτικό ψέμα που έχει απαλλαγεί όμως από την ενοχή του ψεύδους.

Β.      "Δύο κατηγορίες πάντα:
         Οι δρώντες και οι θεατές"     Μ.Α

Έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ΥΓ. 1983, το πυκνό, τελευταίο του βιβλίο: Δεν υπάρχουν πια στην Τέχνη μεγέθη. Μόνο αποχρώσεις... Μετά ο ίδιος επέλεξε τη σιωπή. Για είκοσι περίπου χρόνια. Ο Βισκαδουράκης επιμένει στη μόνωση του, στο Ηράκλειο, ανάλογα όπως ο Μανώλης Πολυμέρης στη Φλώρινα, ο Χρήστος Σαμαράς στη Λάρισα, ο Σάββας Πουρσανίδης στη Θεσσαλονίκη ή ο Κώστας Ντιός στην Κοζάνη. Πρόκειται για καλλιτέχνες που - κι αυτό δεν είναι τυχαίο - ΔΕΝ εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη, στα δύο εθνικά μουσεία σύγχρονης τέχνης της χώρας και δεν είναι ευρύτερα γνωστοί, παρά το ιστορικό τους μέγεθος όπως εδώ και χρόνια υποστηρίζω. Αυτή η έκδοση κι αυτό το κείμενο σε είναι ένα είδος αποκατάστασης στα ονόματα αυτά.
Αρκετή συζήτηση έχει προκληθεί, κατά τα άλλα, σχετικά με τις δραματικές συνθήκες που βιώνουν οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μόνο που δεν περιμέναμε την επιστημονική έρευνα για να συνειδητοποιήσουμε την όντως δύσκολη κατάσταση των περισσότερων εικαστικών μας. Όμως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους του θεάτρου; Χιλιάδες ηθοποιοί ανεπάγγελτοι, για να μην αναφερθώ στους μουσικούς, για να μην συζητήσω για τους χορευτές. Άρα το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ενασχόληση με τις τέχνες στην Ελλάδα ενέχει ένα τεράστιο, προσωπικό κόστος και ανάλογο ρίσκο. Όμως αν είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν μάς έχει η τέχνη ανάγκη αλλά εμείς έχουμε ανάγκη την τέχνη. Και άρα έτοιμοι για κάθε θυσία. Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς..Εκτός πάλι κι αν είναι λύση ο κρατικοδίαιτος καλλιτέχνης και η καθ' υπαγόρευση δημιουργία. Δηλαδή οι χορηγίες του ΥΠΠΟ, το οποίο πρέπει να ενισχύει χωρίς να εξαγοράζει μεγέθη και να δημιουργεί ευκαιρίες χωρίς να καπελώνει. Συνειδητοποιώντας την τεράστια ευθύνη του ως προς την αισθητική καλλιέργεια ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί περί αυτού πρόκειται...
Υπό την έννοια αυτή αντιμετωπίζω την ζωγραφική του Βισκαδουράκη, ιδιαίτερα την πρόσφατη και πιο ώριμη, ως μία πράξη αφενός αυτοσυνειδησίας μέσω της τέχνης αλλά και αντίστασης. Απέναντι όχι τόσο στην επιθετική ασχήμια των καιρών όσο στην εξοικείωση με την ασημαντότητα, την ακηδία μας απέναντι στο κοινότοπο και το ευτελές. Αυτό νομίζω πως περισσότερο από όλα, υποδηλώνει ο καλλιτέχνης με την ζωγραφική του.
Εγώ πάλι αντιλαμβάνομαι την τέχνη τελικά σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ' όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυία και ρίσκο. Κυρίως αυτό. 
Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τί να κρατήσεις και τί να χάσεις... Αρχικά η τέχνη ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις,16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά. Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου. 
Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, δηλαδή οι αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις, αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά θέματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, ας πούμε στον μοντερνισμό... Εκεί που επιβιώνει, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Δηλαδή ως το νόημα που βρίσκεται πάντα λίγο πριν το τέλος.
Για τον Βισκαδουράκη το βαθύτερο περιεχόμενο της εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης που διακονεί, βρίσκεται κυρίως στη μεταφυσική της διάστασης. Αλλιώς τα πράγματα γίνονται μονοσήμαντα δηλαδή διακοσμητικά (ο μεγάλος κίνδυνος διαχρονικά της εικαστικής έκφρασης). 

Γ.  Σκέφτομαι την στιγμή αυτή πως η χρησιμότητα της ιστορίας της τέχνης ίσως να έγκειται μόνο στο ότι λειτουργεί σαν ένα καλό εργαλείο δουλειάς, σαν το μπαστούνι του τυφλού, ας πούμε, που ενώ δεν δείχνει τον κόσμο, ο τυφλός δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο δίχως αυτό. Δηλαδή, με άλλα λόγια,  κοιτάξτε μόνοι σας και απροκατάληπτα  τους πίνακες του Βισκαδουράκη αφιερώστε τους λίγο περισσότερο χρόνο του συνήθους και τότε, είμαι βέβαιος, θα σας αποκαλυφθεί ένας ολόκληρος, άλλοτε ονειρικός κι άλλοτε εφιαλτικός κόσμος... Ένα παιχνίδι "Εμπρός - Πίσω", Fort - Da όπως θα έλεγε ο Sigmund Freud. Αναφέρομαι στο πασίγνωστο κείμενο του από το 1920 στο οποίο ο πατέρας της ψυχανάλυσης διαπραγματεύεται τη βαθιά σχέση ανάμεσα στην οδύνη της απώλειας και την ηδονή της κατάκτησης. Παρατηρώντας ο ίδιος τον μόλις 1,5 έτους εγγονό του να παίζει μ' ένα παιχνίδι που τη μια το έριχνε μακριά και την άλλη το τραβούσε κοντά του - Fort und Da στα γερμανικά - συνειδητοποίησε πως ο μικρός σκηνοθετούσε μια τεχνητή απώλεια χάνοντας για λίγο το παιχνιδάκι του (fort) για να το ξαναβρεί αμέσως μετά, ανακουφισμένος (da). Ο Φρόιντ μίλησε τότε για την πρώτη συνειδητοποίηση της απώλειας (εν προκειμένω της μητέρας) αλλά και της ωρίμανσης μέσα από την περιπέτεια και την διακινδύνευση. Τη Χαρά μέσα από το πάθος.
Πολύ περισσότερο, από αυτό το δίπολο, δηλαδή την αρχετυπική και συμβολική κίνηση από το σημείο α ως το σημείο β, ξεκινάει κάθε "αφήγηση", μικρή ή μεγάλη, σπουδαία ή ασήμαντη, είτε πρόκειται για κείμενα είτε για εικόνες. Το "ταξίδι" αυτό της ψυχής, η έκθεση της από την ασφάλεια στην περιπέτεια αποτελεί την απαρχή κάθε αισθητικής - συναισθηματικής εμπειρίας, κάθε τέχνης. Από το ταξίδι του Οδυσσέα ως τα πιο απλοϊκά σχήματα που χαζεύουμε στις σαπουνόπερες τις τηλεόρασης: Κάποιος φεύγει (δράση), χάνεται για ένα διάστημα (δράμα) και στο τέλος επιστρέφει (happy end). Έτσι δημιουργείται  η ιστορία. Θα έλεγα πώς από αυτό το αρχετυπικό σχήμα αφορμάται κάθε αφηγηματική τέχνη. Και βέβαια συμπεριλαμβάνω σε αυτή τη διαδικασία και τη ζωγραφική. Αυτή η αμφισημία, το ταξίδι που δεν ολοκληρώνεται και η επιστροφή που δεν δικαιώνει, η διπροσωπία ανάμεσα στον δόκτορα Τζέκιλ και τον κ. Χάιντ, αποτελούν βασικές αναφορές της προβληματικής του Βισκαδουράκη. Η οποία συμβαδίζει με την προβληματική κι άλλων ζωγράφων όπως ο Νίκος Κρυωνίδης ή ο διεθνής Αμερικανός Cy Twombly (1928 - 2011).  
 Αυτοί οι ζωγράφοι αφηγούνται τις δικές τους οπτικές ιστορίες κινούμενοι ανάμεσα στην αφαίρεση και τον εξπρεσιονισμό επιμένοντας τόσο στον σχολιασμό των "παθημάτων" του σύγχρονου κόσμου όσο και την καταβύθιση στον εσωτερικό βίο. Με εγγραφές, σβησίματα, και εκτονωτικές χειρονομίες. Οι οπτικές "ιστορίες" τους, αν και πολύπλοκες ή πολυεπίπεδες, κινούνται πρωτίστως ανάμεσα σ' ένα καλωσόρισμα (Fort) και σε έναν αποχαιρετισμό (Da). Μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό. Την αισιοδοξία του (κάθε) νέου χρόνου και την κατάθλιψη που αφήνει η αποχώρηση του παλιού.
Θα έλεγα συνοπτικά ότι η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού, η μουσική από τον φόβο της σιωπής και η ποίηση από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.
Κατά τα λοιπά και για μένα ισχύει αυτό που έγραψε κάποτε ο αείμνηστος φίλος Χάρης Καμπουρίδης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ως συνέχεια της ζωγραφικής. Αυτής της αρχέγονης, ανεξάντλητης, πάρα τις κασσάνδρες, μήτρας των εικόνων θα συμπλήρωνα. Πράγμα που ισχύει απόλυτα και για την ζωγραφική του Βισκαδουράκη. Ιδιαίτερα στον μνημειακό - κινηματογραφικό τρόπο της αφήγησης που διαπιστώνουμε στις μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις του. Πρόκειται εδώ για τον αέναο όσο και πεισματικό διάλογο, τα δάνεια ή τα αντιδάνεια, ανάμεσα στην κινούμενη εικόνα και την στατική. Το fort και το da ή ο δόκτωρ Τζέκιλ και ο κύριος Χάιντ  που εξετάζουμε εδώ. Αφού τα πάντα εκκινούν από μία λευκή επιφάνεια, από μία οθόνη, ένα άσπρο χαρτί, ένα κάδρο, ένα πλάνο. Απ'την άλλη η ζωγραφική - γραφική - γραφή είναι τόσο αρχαία όσο και το προπατορικό αμάρτημα και είναι το ευνοημένο (ευλογημένο) μέσον δια του οποίου ο λόγος γίνεται σάρκα. Και που το φως γεννιέται από τη σκιά όπως ακριβώς το ορατό από το αόρατο. Ποτέ αντίθετα. Συνεχώς.
Δεν χρειάζονται παραδείγματα νομίζω για να αποδείξει κανείς ότι οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι έχουν κατεξοχήν εικαστική παιδεία, έχουν υπάρξει φανερά ή κρυφά ζωγράφοι, σχεδιαστές ή εικονογράφοι ενώ βαθύτερη φιλοδοξία τους είναι να κάνουν ταινίες τόσο ωραίες όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής, από αυτούς που θαυμάζουμε στα μουσεία ή τις απρόσιτες συλλογές των βαθύπλουτων. Και με την έκθεση αυτή μπορεί ο ευαίσθητος θεατής να παρατηρήσει τις ουσιαστικές σχέσεις αλλά και τις διαφορές ανάμεσα στη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Ανάμεσα στο ενσταντανέ και την σεκάνς όπως τις διατυπώνει με ενάργεια ο Βισκαδουράκης. Δημιουργώντας έργα που αντέχουν και σε μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση. Έργα που μιλούν για την μοναξιά, την αδυναμία επικοινωνίας, το ανικανοποίητο, τις όλο και πιο προβληματικές σχέσεις των ανθρώπων αλλά και τις πολλαπλές κρίσεις που γενικότερα χαρακτηρίζουν την εποχή μας.
Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω πως όσο πιο εύκολο στην πρόσληψη του είναι ένα έργο, τόσο πιο φτωχό στην αισθητική του αποτίμηση. Όπως για παράδειγμα εκείνος ο κινηματογράφος του εντυπωσιασμού που στοχεύει σ' ένα, όσο το δυνατόν, πιο μαζικό κοινό - το χρήμα γαρ - και επιδιώκει με κάθε τρόπο την άμεση και εύκολη συγκίνηση. Την αδιαμεσολάβητη από την οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Όμοια ακριβώς μ' εκείνη τη ζωγραφική που επιδεικνύει, σχεδόν αποκλειστικά, τα τεχνικά - αφηγηματικά της προσόντα στοχεύοντας στον ρηχό ενθουσιασμό των αδαών και τις υψηλές τιμές στην αγορά της τέχνης. Όμως χωρίς βαθύτερο τρόμο, χωρίς δέος, δεν υφίσταται και βαθύτερη συγκίνηση. Και στην παρούσα έκθεση ο προσεκτικός θεατής θα έχει πολλές ευκαιρίες και να προβληματιστεί και να συγκινηθεί.
Συνοψίζοντας: Η ανθρώπινη κωμωδία παίζεται ως επί το πλείστον με όρους δράματος. Από την άλλη, το παράλογο του κόσμου μόνο η τέχνη μπορεί να εξορκίσει.

Ιούνιος 2025   
καθ.  Μάνος Στεφανίδης 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Άγγελος, το διαρκές σκάνδαλο


Ο ζωγράφος Άγγελος,
 ένα διαρκές σκάνδαλο! 
(Τέχνη, αγορά και...κιτς)

(Σήμερα, Τρίτη, τα εγκαίνια της έκθεσης του στην γκαλερί Καπόπουλος του Κολωνακίου)

Ο ζωγράφος Άγγελος - γεννημένος το 1943 - προκάλεσε αληθινό σκάνδαλο με την πρώτη κιόλας εμφάνιση του. Πριν από μισόν αιώνα ακριβώς! Τον απέρριψαν μετά βδελυγμίας οι ψαγμένοι και οι "γνώστες" του χώρου κατηγορώντας τον για ανεπίτρεπτο κιτς και παλαιομοδίτικη, αναχρονιστική θεματογραφία, τον απέρριψαν επίσης και οι συνάδελφοι του αποδίδοντας του τεχνική ανεπάρκεια - κυρίως επειδή χρησιμοποίησε  πρώτος (;) για τις συνθέσεις του πρότζεκτορα - αλλά κατ' ουσίαν γιατί έκανε από την πρώτη στιγμή τεράστια αίσθηση και γιατί άλλαξε τους όρους της ελληνικής αγοράς τέχνης. Στην οποία μέχρι τότε κυριαρχούσαν ο Βασιλείου, ο Τσαρούχης, ο Γαΐτης κ.λπ. Τον υπερασπίστηκε τότε μόνο ο κορυφαίος ιστορικός τέχνης, καθηγητής Στέλιος Λυδάκης. Σήμερα δεν υπάρχει σπίτι τόσο στα βόρεια όσο και τα νότια προάστια - από Εκάλη έως Βουλιαγμένη - που να μην έχει έναν τουλάχιστον Άγγελο στο καθιστικό του, διπλά συνήθως σ' έναν Φασιανό, έναν Τσόκλη ή έναν Μποκόρο. Φαίνεται ότι η τέχνη του σταμάτησε προς στιγμήν αυτό τον ακήρυκτο  πλην σοβούντα πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων κι ότι ο Άγγελος κατάφερε να συμφιλιώσει τους ορεινούς με τους παραλιακούς νεόπλουτους σπάζοντας έτσι το μονοπώλιο της γενιάς του τριάντα. Την μονοκρατορία λ.χ του Μυταρά και του Τέτση.


"...Ο Άγγελος, ένα παιδί από την επαρχία, εντελώς εκτός συστήματος, κατάφερε να
αλώσει το Σύστημα εξ εφόδου..."

 Την δεκαετία του '90 ο αείμνηστος Χάρης Καμπουρίδης χρησιμοποίησε την περίπτωση του Άγγελου ως καθοριστικού παραδείγματος ως προς το πόσο συνιστά ιστορικό κριτήριο η αποδοχή ενός καλλιτέχνη από το ευρύτερο κοινό. Υπογραμμίζοντας πόσο ερεθιστικό είναι για έναν κριτικό το φαινόμενο Άγγελος σε σχέση με τους βαρετούς, προβλέψιμους μοντέρνους. 

Μισόν αιώνα λοιπόν μετά από την πρώτη του, επεισοδιακή εμφάνιση στην ιστορική " Ώρα" του Ασαντούρ Μπαχαριάν το 1975 με θρησκευτικά θέματα à la Caravaggio αλλά και στον "Ζυγό" αργότερα με διευρυμένη θεματολογία - πάντα όμως "αναχρονιστική" εν μέσω του κυρίαρχα επιθετικού, ιδεολογικοποιημένου μοντερνισμού - ο Άγγελος συνεχίζει να προκαλεί και να διχάζει. Να έχει φανατικούς θαυμαστές αλλά κι ορκισμένους εχθρούς. Κι αν ήταν απλά θέμα γούστου, τότε απλά δεν θα υπήρχε θέμα. Επειδή de gustibus et coloris non disputandum est. Καμιά αστυνομία της τέχνης δεν μπορεί να επιβάλει στον οποιοδήποτε τι θα του αρέσει και τι όχι. Κι ένας ιστορικός τέχνης οφείλει να λάβει υπ' όψη όχι τα ιδιωτικά γούστα όσο την πραγματικότητα που διαμορφώνει η κάθε συνθήκη. Για αυτό μίλησα για κοινωνικό φαινόμενο. Αφού ο Άγγελος ξεπερνάει τα στενά όρια της τοπικής ιστορίας της τέχνης μας και λειτουργεί ως ένα ευρύτερο, πολιτιστικό φαινόμενο, ένα σκάνδαλο ανάμεσα στους "ειδικούς" και τους "ανίδεους", ανάμεσα στο τι επιτρέπεται να μας αρέσει και τι όχι. Θέματα δηλαδή που άπτονται μιας κοινωνιολογίας της συμπεριφοράς ή ακόμα κι ενός ιδιότυπα πολιτικού  μπιχεβιορισμού. Κυρίως γιατί ο Άγγελος πεισματικά επιμένει σε θέματα που εξ ορισμού η σύγχρονη τέχνη έχει εξορίσει από το ρεπερτόριο της ως passé. Εκεί ακριβώς όμως έγκειται και η γοητεία του. Επειδή επιμένει σ' έναν, διαμεσολαβημένο έστω, ιστορισμό, στην προάσπιση εκείνης της αθωότητας και πνευματικότητας οι οποίες λείπουν δραματικά σήμερα από τον καθημερινό άνθρωπο. Στην αισθητική των old masters. Έστω κι αν κάτι τέτοιο μοιάζει αφελές ή και πονηρό στις μέρες μας.

Ο Άγγελος παρουσιάζεται σήμερα, μισόν αιώνα μετά από την πρώτη εμφάνιση του, εξελιγμένος μεν αλλά και θεματικά αναλλοίωτος όσο και απόλυτα δικαιωμένος. Έχοντας μιλήσει, σε χρόνο ανύποπτο, με τους ποικίλους κύκλους της έρευνας του - τα συμπαντικά τοπία, την Ιερά Σινδόνη, το Μανδήλιο, τους αρχαίους ναούς, τα περιστέρια  στο διάστημα - για τα αόρατα ρούχα του βασιλιά των ακαδημαϊκών του μοντέρνου και έχοντας φτιάξει σταθερά εικόνες που ν' αντέχουν στον χρόνο συνομιλώντας με το παρελθόν. Εδώ και μισόν αιώνα, τέλος, ακολουθώντας το ένστικτο του αποδεικνύει με τα έργα του ότι η συζήτηση ανάμεσα σε κατά φαντασίαν επαναστάτες και υπαλλήλους της αγοράς τέχνης για το καλό ή το κακό γούστο, είναι ιδεολογικοποιημένη, δηλαδή φαλκιδευμένη από μία κανονιστική προκατάληψη και ως εκ τούτου ύποπτη. Μισόν αιώνα τώρα παρά τις ακραίες αλλαγές που έχουν παρουσιαστεί στον χώρο των εικαστικών τεχνών - αλλά και του θεάτρου ή του κινηματογράφου - αυτός συνειδητά προχώρησε αντίθετα στο ρεύμα, κόντρα στις εκάστοτε μόδες και κατάφερε, με το να αξιοποιεί τα πράγματα του παρελθόντος με ιδιαίτερη ζέση και προσωπική ματιά να καταστεί κλασικός στο είδος του με χιλιάδες έργα (!) σε εκατοντάδες συλλογές και εντός και εκτός. 


Επειδή είναι σήμερα ο Έλληνας που πουλάει περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρά την πατρίδα του καθώς οι εκεί συλλέκτες του λατρεύουν τα διαστημικά, τα κοσμολογικά, κυρίως, θέματα του, δηλαδή αυτή την εικαστική ποιητική του σύμπαντος στην οποία διαπρέπει. Αφού κατάφερε ώστε, μέσα από το έργο και το όραμα του, οι ζωγραφικές του να γίνονται προφητείες ή προσευχές για το μέλλον.  Έτσι ώστε αυτό το σκοτεινό και απρόβλεπτο πράγμα που λέγεται τέχνη, να βγάζει τη γλώσσα σε όσους καμώνονται ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Ο Άγγελος έχει, το είπα ήδη, κατηγορηθεί ως παλαιοημερολογίτης της εικόνας και εκπρόσωπος του κιτς - κυρίως λόγω της επιτυχίας και της δημοφιλίας του - αλλά και maître του εύκολου εντυπωσιασμού του κοινού. Όμως το κιτς ορίζεται ως η λατρεία του κοινότοπου ενώ η δουλειά του Άγγελου, με την συνεχώς ανανεούμενη θεματολογία της και το ανυποχώρητο, πνευματικό της αίτημα, μόνο κοινότοπη δεν είναι. Ιδιαίτερη ή κλασικότροπη ναι, κοινότοπη όχι. Όσο για την αγάπη του για τις φόρμες και τα θέματα των παλιών δασκάλων, των λεγόμενων grands maîtres, ένα είναι βέβαιο: ότι τους προσεγγίζει και τα προσεγγίζει με σύγχρονο, δηλαδή υποψιασμένο, βλέμμα. Επίσης έχει κατηγορηθεί για συντηρητισμό επειδή εμπνέεται από την ιστορία της τέχνης, την αναγέννηση, το μπαρόκ ή τον νεοκλασικισμό και δεν υποκύπτει στη σαγήνη της πρόκλησης για την πρόκληση, στον αξιωματικό διδακτισμό του μοντερνισμού ή στην ιδεοληψία του τίποτα που καμώνεται πως είναι κάτι. Προσωπικά θα τον τοποθετούσα στους κορυφαίους εκπροσώπους της συμβολικής ζωγραφικής και του λυρικού ρεαλισμού στον τόπο μας, πολύ καλύτερο εικαστικά από τον πολυδιαφημισμένο Ιταλό Carlo Maria Mariani ,1931, εκπρόσωπο του κινήματος Anachronismo, τον οποίο οι Αμερικανοί κριτικοί τον περιγράφουν ως χαρακτηριστικό  postmodernist. Ενώ ο Charles Jencks πάλι, πατέρας του μεταμοντέρνου, χρησιμοποιεί τον Mariani ως βασικό παράδειγμα της θεωρίας του. Μιας θεωρίας της "επιστροφής" και της ελεύθερης χρήσης όλων των "γλωσσών" του παρελθόντος. Της ευχαρίστησης, τέλος, του κοινού από το προσφερόμενο έργο τέχνης. Μια ευχαρίστηση που είχε εξορίσει το προτεσταντικά πούρο μοντέρνο. Που θα πει απλά πως ό, τι κυρίως καταλογίζουν στον Άγγελο είναι απλά ότι...αρέσει!


Σημ. Μια εύκολη έρευνα θα απεδείκνυε ότι οι σπουδαιότεροι Έλληνες συλλέκτες - ακόμη κι αυτοί που αργότερα έγιναν διεθνείς και επικεντρώθηκαν μόνο σε ξένους καλλιτέχνες - ξεκίνησαν τις συλλογές τους με Άγγελο, Μανωλίδη ή Πανταλέοντα. Για παράδειγμα η Μαριάννα Λάτση είναι από τις φανατικές του συλλέκτριες. Επίσης θυμάμαι την αντίδραση των "ειδικών"  στις αρχές του '80 - εμού συμπεριλαμβανομένου - όταν ο αείμνηστος Ίων Βορρές είχε στήσει στο νεόδμητο Μουσείο του στην Παιανία έναν Άγγελο δίπλα σ' έναν Σπυροπούλο. Mea culpa! Εικόνα που έγινε γνωστή στο πανελλήνιο μέσω του διάσημου τότε περιοδικού Ζυγός. Άλλη μια απόδειξη πως τον Άγγελο μπορείς να τον απορρίψεις αισθητικά αλλά όχι να τον αγνοήσεις ιστορικά. Αυτά και άλλα ανάλογα θέματα σκεφτόμασταν να αντιμετωπίσουμε με τον συνάδελφο καθηγητή κ. Θανάση Μουτσόπουλο στο Μουσείο Κατσίγρα όταν συμμετείχαμε στην καλλιτεχνική του επιτροπή και προγραμματίζαμε μια μεγάλη αναδρομική του Θεσσαλού Άγγελου Παναγιώτου. Πλην οι εκεί μενδωνίτσες δεν ηυδόκησαν.