Ο κ. Χάιντ και ο καθρέφτης του
"Η ικανότητα να χρησιμοποιώ σωστά τα μέσα μου λιγοστεύει όσο αυξάνεται ο αριθμός τους"
Ρομπέρ Μπρεσόν
Α. Να επιστρέψουμε στο κάλλος. Το απόλυτο κάτοπτρο του μέσα ουρανού. Να χωρέσει πάλι μέσα μας η ομορφιά του κόσμου. Και μάλιστα όχι η προφανής αλλά η άδηλη. Αυτή που κρύβεται στις σκιές και το σκοτάδι γιατί περιφρονεί τους διακοσμητικούς ναρκισσισμούς. Να γυρίσουμε αφεύκτως στην ομορφιά που τόσο εύκολα χάσαμε, που τόσο κυνικά ξεπουλήσαμε, εξορίσαμε από τις ζωές μας. Και μάλιστα στη δύσκολη, την απαιτητική, την όχι αγοραία ομορφιά. Και μάλιστα μέσα από τη Ζωγραφική, την πανάρχαιη μήτρα κάθε εννοηματωμένης εικόνας σε μιαν εποχή κρίσης των εικόνων. Δηλαδή κρίση των ερμηνειών που οι εικόνες δικαιούνται - και ιδιαίτερα οι ζωγραφισμένες γιατί φέρουν ένα δυνάμει και την αίσθηση και το νόημα των πραγμάτων. Κείμενα μαζί και λόγοι και αισθησιακοί απολογητές όσων μορφών υπάρχουν στο διάκενο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Κοινοτοπίες ίσως θα πείτε αλλά αυτή είναι η πιο έντονη αίσθηση που μου δημιουργούνται οι πίνακες του Βισκαδουράκη. Από την ενότητα Limen στο γαλλικό ινστιτούτο Βερολίνου (2014) και την Κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (2018 - Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης) ως τα πρόσφατα κάτοπτρα του κ. Χάιντ (Βασιλική του Αγίου Μάρκου, 2025).
Ο ζωγράφος στις παρούσες, συμβολικές αυτοπροσωπογραφίες του δεν ταυτίζεται εν προκειμένω με τον δόκτορα Τζέκιλ που εκπροσωπεί τον πειραματισμό και το ρίσκο της νεοτερικότητας αλλά το αρνητικό του υποκατάστατο. Τον ψυχικό διχασμό. Την αδυναμία να ανήκουμε στο μέλλον χωρίς τις αρπάγες του παρελθόντος. Το τερατικό και το χθόνιο απέναντι στο ηλιακό και το υψηλό. Το Erhabene των ρομαντικών απέναντι στην αδυναμία μας εμπρός στην απόλυτη ομορφιά. Η θνητότητα μας τελικά. Αυτό ζωγραφίζει ο Βισκαδουράκης, συνειδητά ή ασυνείδητα, στα τελευταία του μεγάλα έργα.
Επειδή , αν οφείλει να υπάρχει ένας και μόνο αδιαπραγμάτευτος στόχος σε μια τόσο "αναίσθητη" εποχή σαν τη δική μας, ας είναι αυτός: Η αναγωγή της αισθητικής σε ηθικό αξίωμα. Το ένδον κάλλος και η μεταφυσική του σε πολιτική στάση. Η επιστροφή στην ομορφιά με κάθε τίμημα. Μήπως και σωθεί ο παραπαίων κόσμος. Ο κ. Χάιντ δεν πρέπει να νικήσει και ο καθρέφτης του δεν αξίζει να γίνει ο κανόνας.
Ο δόκτωρ Τζέκιλ ας μην πειραματίζεται άλλο. Το θηρίο που έφτιαξε, ας προσπαθήσουμε να μην κάνει περισσότερο κακό. Και οι εικόνες του που μοιάζουν με οπτικοποιημένους χρησμούς και αινίγματα, ας αναδύονται από το υπαρξιακό σκοτάδι γεμάτες νοήματα. Ενεργοποιώντας έτσι το δράμα της ύλης.
Σκέφτομαι πως, κατά κανόνα, εμείς οι κριτικοί και ιστορικοί τέχνης ψάχνουμε το καινούργιο στο μέλλον, στους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες και αυτό ακούγεται πολύ λογικό. Ιδίως επικοινωνιακά. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν το ξάφνιασμα μου όταν βρήκα κάτι που αγνοούσα και όταν εντόπισα το νέο ψάχνοντας στο παρελθόν. Κάτι που αποτέλεσε ιδιαίτερη χαρά αλλά και μεγάλο μάθημα για μένα. Επειδή η χωρίς μέτρο "μελλοντολαγνεία" και η με κάθε τρόπο "νεολατρεία" αποτελούν έναν εύκολο όσο και πονηρό τρόπο ώστε μία ολόκληρη κοινωνία να αποσείσει τις ευθύνες της τόσο προς τους νέους όσο και ως προς το μέλλον τους.
Βρήκα, λοιπόν, το καινούργιο στο παρελθόν μελετώντας την περίπτωση του συνομήλικου μου ζωγράφου Νίκου Βισκαδουράκη. Τί έκπληξη! Με τον Βισκαδουράκη έχουμε συνυπάρξει στο μικρό καλλιτεχνικό milieu του τόπου μας επί σχεδόν 40 χρόνια, από τις πρώτες του παρουσιάσεις στην ιστορική γκαλερί Αριάδνη του Ηρακλείου, έχουμε κάποτε διασταυρωθεί αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να μελετήσω βαθύτερα το έργο του ή να τον γνωρίσω προσωπικά. Και αυτό γιατί ο Νίκος έχει επιλέξει να ζει απομονωμένος στο Ηράκλειο, μακριά από δημόσιες σχέσεις ή ανούσιες επαφές και να πραγματοποιεί επιλεκτικές εμφανίσεις αραιά και που. Και εδώ αναφέρομαι στη βαρυσήμαντη, κατά την άποψη μου, έκθεση του στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης το 2010 με τον τίτλο "Ο βασιλιάς είναι γυμνός" ως την αρκετά πρόσφατη παρουσία του στην ομαδική "Αόρατα Νησιά" στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, αλλά και μερικές ακόμα που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρά όμως τις μετρημένες δημόσιες εμφανίσεις του ο ίδιος δουλεύει φανατικά όσο και σιωπηλά εδώ και μισό αιώνα δημιουργώντας διάφορους, θεματικούς κύκλους ώστε να εντάξει τον εικαστικό του προβληματισμό. Το λέω εξαρχής για να μην δημιουργηθούν παρανοήσεις ή παρεξηγήσεις:
Ο ζωγράφος αυτός συμπορεύεται, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και τα νεανικά έργα του, με τους κορυφαίους του ελληνικού εξπρεσιονισμού όπως είναι ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, ο Σταύρος Ιωάννου, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Λάκης Πατρασκίδης, ο Μηνάς, ο Μανώλης Πολυμέρης, ο Κυριάκος Μορταράκος, ο Γιάννης Τζερμιάς, ο Γιάννης Αδαμάκος, ή ο Πέτρος Κουφοβασίλης. Χρησιμοποιώ αυτά τα ονόματα για να δώσω ένα περίγραμμα αισθητικών μορφών που, παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές τους, παραμένει κοινό από τα πρώτα ως τα τελευταία έργα αυτών των δημιουργών. Μία κοινή στάση απέναντι στο τέλμα που συχνά λαμπυρίζει παραπλανητικά όσο και ξεδιάντροπα. Δηλαδή στην αποτύπωση με εικαστικά μέσα του κοινωνικού χώρου και στην εμμονή στην ανθρώπινη φιγούρα ως υπαρξιακού δράματος και σωματοποιημένης ιστορίας. Πρόκειται για τη ζωγραφική εκείνη που χρησιμοποιώντας όλη την δυναμική αλλά και τη λαμπρότητα της γλώσσας της δεν εξαντλείται σε διακοσμητικά αποτελέσματα ή πυροτεχνηματικά εφέ.
Από την άλλη πλευρά, ο Βισκαδουράκης έχοντας από νωρίς κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος διακρίνεται σταθερά για την εξαιρετική σχεδιαστική του ευχέρεια - ιδιότητα που ασκείται και με την παράλληλη ενασχόληση του με την αυστηρότητα της αγιογραφίας - και την παρεπόμενη ικανότητα να ισορροπεί ανάμεσα στην άμεση, ρεαλιστική απεικόνιση. Πράγμα που εντοπίζεται στα νεανικά του έργα - και την σχεδόν "αφηρημένη" οργάνωση της εικόνας - όπως π.χ συμβαίνει στα τοπία του, ρεαλιστικά ή συμβολικά - ή στις ιδιάζουσες και κατακερματισμένες του φιγούρες όταν αποδίδει συμβολικά την παρουσία του Οδυσσέα σαν alter ego του στον κάτω κόσμο. Αυτή η σχεδιαστική ευχέρεια τον βοηθάει να παράγει επίσης μία καρικατουρίστικα οξεία ζωγραφική άλλοτε σχολιάζοντας χιουμοριστικά κι άλλοτε οικτίροντας την ανθρώπινη συνθήκη. Τη φθορά των σωμάτων όχι μόνο μέσα από το ισοπεδωτικό πέρασμα του χρόνου αλλά κυρίως από τα ένδον πάθη και τις αδυναμίες τους. Την, συμβολική, ανημπόρια τους μπροστά στην ομορφιά. Στην παρούσα έκθεση της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου ο Βισκαδουράκης παρουσιάζει τα - επικά, αυτοβιογραφικά - έργα των τελευταίων χρόνων, ένα είδος Οδύσσειας για έναν ταξιδευτή, τα οποία κυρίως σφραγίζονται από την εμπειρία της οικονομικής κρίσης αφενός και της πανδημίας με το συνακόλουθο του εγκλεισμού, αφετέρου. Ισοπεδωμένα και εγκλωβισμένα ανθρωποειδή που ασφυκτιούν χωρίς διέξοδο, σαν να έχουν τυλιχθεί σ' ένα τρομαχτικό σελοφάν από αδιαφανή, ψυχρά χρώματα - κραυγές είτε πιεσμένα από την οικονομική - ψυχική κατ' ουσίαν - ένδεια, είτε τρομοκρατημένοι από το σκιάχτρο ενός θανάτου που βρίσκεται παντού. Νομίζω πως εν προκειμένω η ζοφερή θεατρικότητα των εικόνων αλλά και η επιβλητική δύναμη των εκφραστικών μέσων είναι τα βασικά όπλα ώστε να επιτευχθεί η υποβολή των συνθέσεων του καλλιτέχνη ή όπως θα έλεγε πάλι ο σκηνοθέτης της εφηβείας μας Μπρεσόν " Όταν ένα βιολί είναι αρκετό δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν δύο". Σοφό. Δηλαδή οικονομία των μέσων, μεγιστοποίηση του μηνύματος. Κυρίως γιατί πίσω από την υπερβολή της αισθητικοποίησης, τόσο της μόδας σήμερα, δηλαδή η εύκολη, η επιβεβλημένη συγκίνηση, ελλοχεύει το κιτς και η, τεράστια, πολιτική του επίπτωση. Κάτι που σκόπιμα κάνουν πως αγνοούν οι πολιτικοί και που, με εγκληματική αφέλεια, μοιάζει να μην αντιλαμβάνονται κι οι καλλιτέχνες. Πρέπει να το επαναλάβω; Τέχνη είναι εκείνο το ζωτικό ψέμα που έχει απαλλαγεί όμως από την ενοχή του ψεύδους.
Β. "Δύο κατηγορίες πάντα:
Οι δρώντες και οι θεατές" Μ.Α
Έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ΥΓ. 1983, το πυκνό, τελευταίο του βιβλίο: Δεν υπάρχουν πια στην Τέχνη μεγέθη. Μόνο αποχρώσεις... Μετά ο ίδιος επέλεξε τη σιωπή. Για είκοσι περίπου χρόνια. Ο Βισκαδουράκης επιμένει στη μόνωση του, στο Ηράκλειο, ανάλογα όπως ο Μανώλης Πολυμέρης στη Φλώρινα, ο Χρήστος Σαμαράς στη Λάρισα, ο Σάββας Πουρσανίδης στη Θεσσαλονίκη ή ο Κώστας Ντιός στην Κοζάνη. Πρόκειται για καλλιτέχνες που - κι αυτό δεν είναι τυχαίο - ΔΕΝ εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη, στα δύο εθνικά μουσεία σύγχρονης τέχνης της χώρας και δεν είναι ευρύτερα γνωστοί, παρά το ιστορικό τους μέγεθος όπως εδώ και χρόνια υποστηρίζω. Αυτή η έκδοση κι αυτό το κείμενο σε είναι ένα είδος αποκατάστασης στα ονόματα αυτά.
Αρκετή συζήτηση έχει προκληθεί, κατά τα άλλα, σχετικά με τις δραματικές συνθήκες που βιώνουν οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μόνο που δεν περιμέναμε την επιστημονική έρευνα για να συνειδητοποιήσουμε την όντως δύσκολη κατάσταση των περισσότερων εικαστικών μας. Όμως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους του θεάτρου; Χιλιάδες ηθοποιοί ανεπάγγελτοι, για να μην αναφερθώ στους μουσικούς, για να μην συζητήσω για τους χορευτές. Άρα το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ενασχόληση με τις τέχνες στην Ελλάδα ενέχει ένα τεράστιο, προσωπικό κόστος και ανάλογο ρίσκο. Όμως αν είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν μάς έχει η τέχνη ανάγκη αλλά εμείς έχουμε ανάγκη την τέχνη. Και άρα έτοιμοι για κάθε θυσία. Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς..Εκτός πάλι κι αν είναι λύση ο κρατικοδίαιτος καλλιτέχνης και η καθ' υπαγόρευση δημιουργία. Δηλαδή οι χορηγίες του ΥΠΠΟ, το οποίο πρέπει να ενισχύει χωρίς να εξαγοράζει μεγέθη και να δημιουργεί ευκαιρίες χωρίς να καπελώνει. Συνειδητοποιώντας την τεράστια ευθύνη του ως προς την αισθητική καλλιέργεια ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί περί αυτού πρόκειται...
Υπό την έννοια αυτή αντιμετωπίζω την ζωγραφική του Βισκαδουράκη, ιδιαίτερα την πρόσφατη και πιο ώριμη, ως μία πράξη αφενός αυτοσυνειδησίας μέσω της τέχνης αλλά και αντίστασης. Απέναντι όχι τόσο στην επιθετική ασχήμια των καιρών όσο στην εξοικείωση με την ασημαντότητα, την ακηδία μας απέναντι στο κοινότοπο και το ευτελές. Αυτό νομίζω πως περισσότερο από όλα, υποδηλώνει ο καλλιτέχνης με την ζωγραφική του.
Εγώ πάλι αντιλαμβάνομαι την τέχνη τελικά σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ' όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυία και ρίσκο. Κυρίως αυτό.
Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τί να κρατήσεις και τί να χάσεις... Αρχικά η τέχνη ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις,16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά. Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου.
Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, δηλαδή οι αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις, αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά θέματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, ας πούμε στον μοντερνισμό... Εκεί που επιβιώνει, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Δηλαδή ως το νόημα που βρίσκεται πάντα λίγο πριν το τέλος.
Για τον Βισκαδουράκη το βαθύτερο περιεχόμενο της εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης που διακονεί, βρίσκεται κυρίως στη μεταφυσική της διάστασης. Αλλιώς τα πράγματα γίνονται μονοσήμαντα δηλαδή διακοσμητικά (ο μεγάλος κίνδυνος διαχρονικά της εικαστικής έκφρασης).
Γ. Σκέφτομαι την στιγμή αυτή πως η χρησιμότητα της ιστορίας της τέχνης ίσως να έγκειται μόνο στο ότι λειτουργεί σαν ένα καλό εργαλείο δουλειάς, σαν το μπαστούνι του τυφλού, ας πούμε, που ενώ δεν δείχνει τον κόσμο, ο τυφλός δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο δίχως αυτό. Δηλαδή, με άλλα λόγια, κοιτάξτε μόνοι σας και απροκατάληπτα τους πίνακες του Βισκαδουράκη αφιερώστε τους λίγο περισσότερο χρόνο του συνήθους και τότε, είμαι βέβαιος, θα σας αποκαλυφθεί ένας ολόκληρος, άλλοτε ονειρικός κι άλλοτε εφιαλτικός κόσμος... Ένα παιχνίδι "Εμπρός - Πίσω", Fort - Da όπως θα έλεγε ο Sigmund Freud. Αναφέρομαι στο πασίγνωστο κείμενο του από το 1920 στο οποίο ο πατέρας της ψυχανάλυσης διαπραγματεύεται τη βαθιά σχέση ανάμεσα στην οδύνη της απώλειας και την ηδονή της κατάκτησης. Παρατηρώντας ο ίδιος τον μόλις 1,5 έτους εγγονό του να παίζει μ' ένα παιχνίδι που τη μια το έριχνε μακριά και την άλλη το τραβούσε κοντά του - Fort und Da στα γερμανικά - συνειδητοποίησε πως ο μικρός σκηνοθετούσε μια τεχνητή απώλεια χάνοντας για λίγο το παιχνιδάκι του (fort) για να το ξαναβρεί αμέσως μετά, ανακουφισμένος (da). Ο Φρόιντ μίλησε τότε για την πρώτη συνειδητοποίηση της απώλειας (εν προκειμένω της μητέρας) αλλά και της ωρίμανσης μέσα από την περιπέτεια και την διακινδύνευση. Τη Χαρά μέσα από το πάθος.
Πολύ περισσότερο, από αυτό το δίπολο, δηλαδή την αρχετυπική και συμβολική κίνηση από το σημείο α ως το σημείο β, ξεκινάει κάθε "αφήγηση", μικρή ή μεγάλη, σπουδαία ή ασήμαντη, είτε πρόκειται για κείμενα είτε για εικόνες. Το "ταξίδι" αυτό της ψυχής, η έκθεση της από την ασφάλεια στην περιπέτεια αποτελεί την απαρχή κάθε αισθητικής - συναισθηματικής εμπειρίας, κάθε τέχνης. Από το ταξίδι του Οδυσσέα ως τα πιο απλοϊκά σχήματα που χαζεύουμε στις σαπουνόπερες τις τηλεόρασης: Κάποιος φεύγει (δράση), χάνεται για ένα διάστημα (δράμα) και στο τέλος επιστρέφει (happy end). Έτσι δημιουργείται η ιστορία. Θα έλεγα πώς από αυτό το αρχετυπικό σχήμα αφορμάται κάθε αφηγηματική τέχνη. Και βέβαια συμπεριλαμβάνω σε αυτή τη διαδικασία και τη ζωγραφική. Αυτή η αμφισημία, το ταξίδι που δεν ολοκληρώνεται και η επιστροφή που δεν δικαιώνει, η διπροσωπία ανάμεσα στον δόκτορα Τζέκιλ και τον κ. Χάιντ, αποτελούν βασικές αναφορές της προβληματικής του Βισκαδουράκη. Η οποία συμβαδίζει με την προβληματική κι άλλων ζωγράφων όπως ο Νίκος Κρυωνίδης ή ο διεθνής Αμερικανός Cy Twombly (1928 - 2011).
Αυτοί οι ζωγράφοι αφηγούνται τις δικές τους οπτικές ιστορίες κινούμενοι ανάμεσα στην αφαίρεση και τον εξπρεσιονισμό επιμένοντας τόσο στον σχολιασμό των "παθημάτων" του σύγχρονου κόσμου όσο και την καταβύθιση στον εσωτερικό βίο. Με εγγραφές, σβησίματα, και εκτονωτικές χειρονομίες. Οι οπτικές "ιστορίες" τους, αν και πολύπλοκες ή πολυεπίπεδες, κινούνται πρωτίστως ανάμεσα σ' ένα καλωσόρισμα (Fort) και σε έναν αποχαιρετισμό (Da). Μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό. Την αισιοδοξία του (κάθε) νέου χρόνου και την κατάθλιψη που αφήνει η αποχώρηση του παλιού.
Θα έλεγα συνοπτικά ότι η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού, η μουσική από τον φόβο της σιωπής και η ποίηση από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.
Κατά τα λοιπά και για μένα ισχύει αυτό που έγραψε κάποτε ο αείμνηστος φίλος Χάρης Καμπουρίδης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ως συνέχεια της ζωγραφικής. Αυτής της αρχέγονης, ανεξάντλητης, πάρα τις κασσάνδρες, μήτρας των εικόνων θα συμπλήρωνα. Πράγμα που ισχύει απόλυτα και για την ζωγραφική του Βισκαδουράκη. Ιδιαίτερα στον μνημειακό - κινηματογραφικό τρόπο της αφήγησης που διαπιστώνουμε στις μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις του. Πρόκειται εδώ για τον αέναο όσο και πεισματικό διάλογο, τα δάνεια ή τα αντιδάνεια, ανάμεσα στην κινούμενη εικόνα και την στατική. Το fort και το da ή ο δόκτωρ Τζέκιλ και ο κύριος Χάιντ που εξετάζουμε εδώ. Αφού τα πάντα εκκινούν από μία λευκή επιφάνεια, από μία οθόνη, ένα άσπρο χαρτί, ένα κάδρο, ένα πλάνο. Απ'την άλλη η ζωγραφική - γραφική - γραφή είναι τόσο αρχαία όσο και το προπατορικό αμάρτημα και είναι το ευνοημένο (ευλογημένο) μέσον δια του οποίου ο λόγος γίνεται σάρκα. Και που το φως γεννιέται από τη σκιά όπως ακριβώς το ορατό από το αόρατο. Ποτέ αντίθετα. Συνεχώς.
Δεν χρειάζονται παραδείγματα νομίζω για να αποδείξει κανείς ότι οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι έχουν κατεξοχήν εικαστική παιδεία, έχουν υπάρξει φανερά ή κρυφά ζωγράφοι, σχεδιαστές ή εικονογράφοι ενώ βαθύτερη φιλοδοξία τους είναι να κάνουν ταινίες τόσο ωραίες όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής, από αυτούς που θαυμάζουμε στα μουσεία ή τις απρόσιτες συλλογές των βαθύπλουτων. Και με την έκθεση αυτή μπορεί ο ευαίσθητος θεατής να παρατηρήσει τις ουσιαστικές σχέσεις αλλά και τις διαφορές ανάμεσα στη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Ανάμεσα στο ενσταντανέ και την σεκάνς όπως τις διατυπώνει με ενάργεια ο Βισκαδουράκης. Δημιουργώντας έργα που αντέχουν και σε μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση. Έργα που μιλούν για την μοναξιά, την αδυναμία επικοινωνίας, το ανικανοποίητο, τις όλο και πιο προβληματικές σχέσεις των ανθρώπων αλλά και τις πολλαπλές κρίσεις που γενικότερα χαρακτηρίζουν την εποχή μας.
Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω πως όσο πιο εύκολο στην πρόσληψη του είναι ένα έργο, τόσο πιο φτωχό στην αισθητική του αποτίμηση. Όπως για παράδειγμα εκείνος ο κινηματογράφος του εντυπωσιασμού που στοχεύει σ' ένα, όσο το δυνατόν, πιο μαζικό κοινό - το χρήμα γαρ - και επιδιώκει με κάθε τρόπο την άμεση και εύκολη συγκίνηση. Την αδιαμεσολάβητη από την οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Όμοια ακριβώς μ' εκείνη τη ζωγραφική που επιδεικνύει, σχεδόν αποκλειστικά, τα τεχνικά - αφηγηματικά της προσόντα στοχεύοντας στον ρηχό ενθουσιασμό των αδαών και τις υψηλές τιμές στην αγορά της τέχνης. Όμως χωρίς βαθύτερο τρόμο, χωρίς δέος, δεν υφίσταται και βαθύτερη συγκίνηση. Και στην παρούσα έκθεση ο προσεκτικός θεατής θα έχει πολλές ευκαιρίες και να προβληματιστεί και να συγκινηθεί.
Συνοψίζοντας: Η ανθρώπινη κωμωδία παίζεται ως επί το πλείστον με όρους δράματος. Από την άλλη, το παράλογο του κόσμου μόνο η τέχνη μπορεί να εξορκίσει.
Ιούνιος 2025
καθ. Μάνος Στεφανίδης