Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Ανέκδοτος Καρούζος

Αφιερωμένο στον ποιητή Νίκο Καρούζο (1926-1990) είναι το νέο τεύχος του «Μανδραγόρα».
Ο Νίκος Καρούζος τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (για τη συλλογή του «Ποιήματα»), με το Α' Βραβείο Ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα (για τη συλλογή του «Ελαφος των Αστρων») και με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη»). Στο αφιέρωμα, οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν ανέκδοτα ποίηματά του, ανέκδοτα ημερολόγια των «σουηδικών ημερών» και των «ημερών της δοκιμασίας» του ποιητή και μια ανέκδοτη επιστολή του προς τον Κωστή Παπακόγκο.Για τον ποιητή γράφουν οι: Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιάσων Δεπούντης, Σάββας Μιχαήλ, Εύα Μπέη, Παναγιώτης Νούτσος, Μαρία Σερβάκη, Σωκράτης Σκαρτσής, Μάνος Στεφανίδης, Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, Μαρία Αλμυρά, Αλέξανδρος Αραμπατζής, Παναγιώτης Βούζης, Χρήστος Γιαννακός, Λίνος Ιωαννίδης και Ευ. Τζάνος.Στον τόμο μπορεί να βρει κανείς πέρα από ανθολογημένα ποιήματα του Νίκου Καρούζου και αναλυτικό χρονολόγιο, βιβλιογραφία, εργογραφία καθώς και κριτικά αποσπάσματα για το έργο του. Επίσης, περιλαμβάνονται πορτρέτα του φιλοτεχνημένα από γνωστούς ζωγράφους αλλά και ζωγραφικά έργα του ίδιου του Νίκου Καρούζου. Περιλαμβάνονται, ακόμη, μια ανοικτή επιστολή του ζωγράφου Νίκου Ξένου προς τον ποιητή και υλικό από την αμοντάριστη ταινία της Δέσποινας Καρβέλα με τίτλο «Νίκος Καρούζος».

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

ΑΡΧΙΣΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΣΑΣ

Θα λάμψουμε μια μέρα
σαν σπάνια μέταλλα
Νίκος Λάζαρης

Άσχετο: Ο Θεός να μας φυλάει απ’ τους επαγγελματίες της ευαισθησίας και τους συνδικαλιστές της επιθυμίας.
Όσο είναι γελοίο να υπερπροβάλουμε το, ανασφαλές κατά βάθος, εγώ μας άλλο τόσο είναι ηλίθιο να εξαφανιζόμαστε πίσω από μαζικότητες λες και ο καθένας ατομικά είναι εξ ορισμού ανύπαρκτος. Ζω σε μια πόλη που μου συμπεριφέρεται εχθρικά, είμαι μέλος μιας πολιτείας που με αγνοεί σαρδόνια γιαυτό και οφείλω ν’ αντισταθώ. Ε, λοιπόν, στην καθημερινή βελούδινη τους βία, θ’ αντιδράσω με χαμόγελο. Κάτι δηλαδή που λείπει δραματικά από τις συναναστροφές μας. Θα καταστήσω επιτηδευμένα επιθετική την ευγένεια μου εκεί που η αγένεια αποτελεί τον κανόνα. Αρχίζω από τ’ αυτονόητα: Πληθυντικός προς τους πάντες (και κυρίως προς αυτούς που θεωρούνται «υποδεέστεροι»). Επίσης κατοικώ σε μια πολυκατοικία που οι ένοικοι της χρησιμοποιούν το ασανσέρ για να κατέβουν (!) από τον Α’ όροφο. Θα χρησιμοποιώ σταθερά το κλιμακοστάσιο σαν ορειβάτης της πόλης. Θα περπατάω! Αντιδρώντας στην εξοντωτική ακρίβεια των καυσίμων ξαναχρησιμοποιώ το ποδήλατό μου. Άλλα και ως ΙΧ επιλέγω το φτηνότερο της αγοράς και με το μικρότερο κυβισμό. Ούτως η άλλως για να πας από τη Κυψέλη στον Πειραιά δεν χρειάζεσαι τις ενεργοβόρες όσο και θηριώδεις τζιπούρες που οδηγούν όσοι είναι «κάποιοι» για να εντυπωσιάσουν όσους προεξοφλούνται από τα τρέχοντα μέτρα του κοινωνικού marketing ως «τίποτε». Επίσης παρέδωσα τις πιστωτικές μου κάρτες και πηγαίνω στη τράπεζα μόνον όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Τα «παλιά» ρούχα των μεγαλύτερων χρησιμοποιούνται και από τους μικρότερους όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και παιδαγωγικούς. Αποφεύγω τα σουπερμάρκετ που αποτελούν συχνή πρόκληση υπερκατανάλωσης και επιστρέφω στις μικρές ανθρώπινες μονάδες που διακινούν προϊόντα ανεξάρτητων παραγωγών, φθηνότερα και ποιοτικότερα. Πολεμάω λ.χ. τα καρτέλ αγοράζοντας γάλα από τις αυστριακές Άλπεις 0,75€ το λίτρο αντί των 1,40€ του εγχώρια. Αν όλοι κάναμε το ίδιο για 24 ώρες, αντί ν’ αδειάζουμε υστερικά τα ράφια, θα είχαμε στείλει ένα εξαιρετικό μήνυμα προς πάσαν κατεύθυνση. Σαμποτάζ μιας ημέρας στα πανάκριβα café, στο γάλα, στις κλήσεις με κινητό, σε ό, τι τελοσπάντων απομυζά τον γλίσχρο μισθό και θεωρείται καταναλωτικό must. Να μάθουμε να ζούμε αλλιώς αξιολογώντας το απαραίτητο από το περιττό· και την κατάχρηση από τη χρήση. Επίσης συστηματική ανακύκλωση των απορριμμάτων. Αλλά και καταγγελία εναντίον όποιου Δήμου δεν έχει, ακόμη, οργανωθεί ανάλογα. Τέλος, οικονομία στο νερό, το αγαθό που εξαντλείται τραγικά. Στη Τήνο, εξυπηρετούμαι όλο το χρόνο με τα όμβρια που μαζεύω σε μια στέρνα, επηρεασμένος από την Ελβετία των λιμνών και των χιονιών· Όπου κάθε σπίτι (υποχρεούται να) έχει τη δεξαμενή του για το πότισμα ή τη καθαριότητα. Εμείς χτίζουμε πισίνες στα Κυκλαδονήσια μπερδεύοντας την ευχαρίστηση με την επίδειξη και την πολυτέλεια με τον σταρχιδισμό. Έχοντας πάψει προ πολλού να είμαστε πολίτες και μέλη μιας κοινωνίας στην οποία οι πάντες έχουν την ανάγκη όλων (και το σεβασμό τους βέβαια). Έτσι, σταδιακά μεταμορφώνουμε τον τόπο σε μιαν επίγεια κόλαση διάστικτη όμως από ατομικούς, πλην βραχύβιους, παραδείσους.

Ταχυδρομείο:

* Στην έρευνα του Σκάι για τον πιο σπουδαίο Έλληνα – οι Ελληνίδες αποκλείονται όπως είναι φυσικό- προηγείται ο ρωμαίος Μέγας Κωνσταντίνος και έπεται ο κερκυραίος Σάκης Ρουβάς. Ο ανταγωνισμός προβλέπεται δραματικός.
* Έχω να δω μέρες τη Μιλένα Αποστολάκη σε ολόσωμη συνέντευξη σε κυριακάτικη εφημερίδα και ανησυχώ.
* Όταν καταγγέλλεις χωρίς ονόματα είναι σαν να προσδοκάς το θαύμα αγνοώντας τον Άγιο.
* Το πιο ζεστό χαμόγελο στην Αθήνα: ο γερό ζητιάνος από το Μπαγκλαντές στην Ασκληπιού (έξω από την «Πολιτεία»)

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Η είδηση σαν Delicatessen



Συμβάν είναι αυτό απλά που συμβαίνει. Η είδηση όμως του «συμβάντος» αποτελεί μιαν ολόκληρη «κατασκευή». Σ’ αυτή συμμετέχουν οι δράστες του συμβάντος ή όσοι το υπέστησαν –π.χ. όταν πρόκειται για ένα αυτοκινηστικό δυστύχημα, έναν σεισμό ή τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού- οι πομποί, οι δέκτες δηλαδή όλοι εμείς αλλά και οι ενδιάμεσοί τους. Πανομοιότυπο γεγονός –π.χ. ένα αυτοκινηστικό δυστύχημα, ένας σεισμός ή οι προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού- εκατό χρόνια πριν θα είχε εντελώς διαφορετική μεταχείριση από πομπούς, δέκτες ή ενδιάμεσους. Εντελώς διαφορετική «κατασκευή». Ή, αν προτιμάτε «συσκευασία». Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η εποχή παρεμβαίνει δραστικά για να δώσει τις διαφορετικές , κάθε φορά, διαστάσεις του ίδιου ή πανομοιότυπου συμβάντος (λ.χ. ένας σεισμός 6 ρίχτερ κάπου στην Ελλάδα).
Σήμερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η «είδηση» είναι δυναμικό προϊόν, διαμορφώνει τις μάζες, έχει πολιτική και οικονομική αξία. Έχουμε εθιστεί στην κατανάλωση «ειδήσεων» και μάλιστα έχουμε αποκτήσει τη σνομπ συμπεριφορά ενός βουλιμικού πελάτη σε supermarket που αντί για delicatessen σερβίρονται… news. Θέλουμε την «είδηση» μας λοιπόν συσκευασμένη, αποστειρωμένη σερβιρισμένη στους βαθμούς που αντέχουμε, ούτε βαριά ούτε ελαφριά, χωρίς περιττές πληροφορίες που να μας μπερδεύουν, ισοζυγισμένη ακριβώς στον αντιληπτικό μας ορίζοντα ώστε να μην μας θίγει, καρυκευμένη με το απαραίτητο συναίσθημα, αρκετά ερεθιστική για να μην αποκοιμηθούμε, ένα προϊόν τέλος πάντων αποκλειστικά για μας. Κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας. Εφόσον η είδηση ως ένα βαθμό μας περιέχει, ενέχει την εποχή μας, απειροελάχιστο κομμάτι της οποίας είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Μας αντανακλά, τέλος, σαν κυρτός καθρέφτης και μας απορροφά σαν άμμος. Επειδή λοιπόν η «είδηση» από αντικειμενικό συμβάν σταδιακά γίνεται «εμείς», αποκτά τις ιδιότητες ή τις ιδιοτροπίες μας. Ακτινοβολεί την, όποια, παιδεία μας. Τα χαρακτηριστικά μ’ άλλα λόγια ανθρώπων που έζησαν στον 20ο αιώνα και τώρα πέρασαν με ασυναίσθητα ελαφρό περπάτημα τη γέφυρα του 21ου πορευόμενοι ο καθένας το δικό του δρόμο. Έναν δρόμο που εκβάλλει όμως σε μια τεράστια, κοινή λεωφόρο. Είμαστε άνθρωποί που ζήσαμε ως έφηβοι την πολιτιστική άνοιξη των ’60, τη Χούντα, τη λειψή Μεταπολίτευση, την έκρηξη της ευμάρειας και της χυδαίας επίδειξης. Άνθρωποί που μας έμαθαν γρήγορα ν’ αναγνωρίζουμε την τιμή όλων των πραγμάτων αλλά την αξία κανενός. Σήμερα ταξιδεύουμε στις ατομικές ζωές μας αποδίδοντας πολύ μεγάλη σημασία στον εαυτό μας σε τρόπο ώστε να καθιστάμεθα βλαπτική τόσο για το περιβάλλον γύρω όσο και για τους εαυτούς μας τους ίδιους. Μια βαθύτερη ανασφάλεια και μια ελλειμματική αγωγή μας επιβάλλει να αποθεώνουμε το τώρα, επειδή έτυχε να υπάρχουμε σ’ αυτό και ν’ αγνοούμε όχι τόσο το μέλλον -το οποίο ούτως ή άλλως δεν ανήκει σ’ εμάς αλλά σε κάποιους άλλους-, όσο το παρελθόν με το οποίο έχουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, ανοιχτούς λογαριασμούς.
Η κυρίαρχη νοοτροπία της εποχής έχοντας εξορκίσει τον θάνατο από την θεματολογία της, διαμορφώνει εγωπαθή και γιαυτό αξιοθρήνητα στον υπαρξιακό τους φόβο όντα τα οποία ζουν υστερικά και πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί. Η ζωή δηλαδή κι ο θάνατός τους είναι μεν συμβάντα αλλά όχι γεγονότα. Πιθανόν μάλιστα να γίνουν «είδηση» στο δελτία των 8 αλλά όχι και Ιστορία. Η πιο οδυνηρή τιμωρία του μεταμοντέρνου ανθρώπου. Η δική μας, η χωρίς μεταφυσική, κόλαση.

«ΑΓΙΑΞ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!»

Πάνε τριάντα τόσα χρόνια από την εποχή που ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευε άρθρο με το ανωτέρω τίτλο στην «Αυγή». Και συμπληρώθηκαν είκοσι ένα από την περίφημη «Ωδή στον παίχτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρίστο Αρδίζογλου» του λεπταίσθητου ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο τελευταίος μάλιστα κυκλοφορούσε το 2006 μελέτη του με τίτλο «Εντός και Εκτός Έδρας –το ποδόσφαιρο στην Ελληνική ποίηση» (εκδ. Καστανιώτη) στην οποία ανθολογούσε περισσότερα από 200 σχετικά λήμματα. Αρχής γενομένης με τον Άρη Δικταίο και το ποίημά του για τον Ηλία Υφαντή του Ολυμπιακού. Που θα πει πως οι «λαπάδες» ποιητές μας αγκάλιασαν έγκαιρα τη στρογγυλή θεά γιατί μέσα απ’ αυτήν είδαν τα τελευταία σκιρτήματα μιας λαϊκής αυθεντικότητας που εξέπνεε, τις έσχατες περιπτώσεις ηρωισμού σε μιαν εποχή υπολογισμένα αντιηρωική. Μιαν απελπισμένη, τέλος, ανδρεία στην περίοδο της απόσυρσης των ανδρών και του συνδικαλισμού της ερωτικής επιθυμίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όμοια λατρεύτηκαν από διανοούμενους και πλήθη και ο Κούδας και ο Τζορτζ Μπεστ και ο Γιόχαν Κρόιφ και ο Βάσιας Χατζηπαναγής ως πανευρωπαϊκά ινδάλματα. Έως πολύ πρόσφατα όποτε σημείωνε γκολ ο Μαχλάς στην Ολλανδία, παιάνιζαν μαντινάδες από τα μεγάφωνα του γηπέδο· ενώ όποτε σκοράρει ο δαντελένιος Τόνυ Σαβέφσκι, στη Νέα Φιλαδέλφεια οι κιτρινόμαυροι οπαδοί αποθεώνουν χωρίς μεμψίμοιρη έναν «Σκοπιανό». Ακόμα και τα πολυκαιρισμένα ρατσιστικά ανακλαστικά της μάζας των Παοκτζήδων σπινθήριζαν από αθυρόστομη ιδιοφυία όταν αποκαλούσαν στη Τούμπα τον μιγά σύζυγο της θεϊκής Σκλεναρίκοβα κ. Καραμπέ: «Σαβουρο…μη».

Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Πως το ποδόσφαιρο παρά τη μετάλλαξη του σε πλανητικό υπερθέαμα που υπνωτίζει καθηλώνοντας την υφήλιο και σε υπερεθνική επιχείρηση δισεκατομμυρίων αντέχει ακόμη στον βαθύτερο πυρήνα του συμβολισμού του: Αποτελεί εικονική μάχη στην οποία νικά ο πιο επιδέξιος, ένα είδος σκάκι στο χώρο με ζωντανά πιόνια. Είναι αναίμακτος πόλεμος που εκτονώνει συλλογικότητες, κοινωνικά απωθημένα ή φυλετικές ιδιαιτερότητες. Επίσης συνεργεί σε ταυτίσεις των υποκειμένων με τα «είδωλα» τους αποτελώντας την τελευταία ευκαιρία ενός ρωμαϊκού «θριάμβου», έστω και διαμεσολαβημένου. Σημαίνει, τέλος, την ένωση της εκκλησίας του Δήμου με την αρένα, με τους γαλάζιους και τους βένετους να ψηφίζουν δια βοής.

Υπό την έννοια αυτή ό, τι αδυνατεί να επιτύχει η αμήχανη και επιφανειακή πολιτιστικά γραφειοκρατία των Βρυξελλών, μπορεί να το καταφέρει το Euro. Επειδή δίνει, ακόμη, την ευκαιρία στους «μικρούς» να εκμηδενίσουν τους «μεγάλους» (Θυμηθείτε την Ελλάδα αλλά και τη Σλοβενία πριν από τέσσερα χρόνια). Και επειδή το Euro δέχεται τη χώρα του Πούσκιν, του Ντοστογιέφσκι, του Λένιν και του Σοστακόβιτς όταν η επίσημη Ε.Ε ακόμη το σκέφτεται. Φέτος, στην καρδιά της Ευρώπης, στην εκτός Ε.Ε Ελβετία και την συντηρητική Αυστρία φίλαθλοι από τη Σκανδιναβία ως τη Μεσόγειο και από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια θα πιουν μπίρες, θα κυματίσουν στις εθνικές τους σημαίες και, ενδεχομένως, θ’ ανταλλάξουν γροθιές. Οι ίδιοι, ενώ συνεχίζουν να βλέπουν με σκεπτικισμό την ωφέλεια ενός Ευρωσυντάγματος μονόδρομα προσανατολισμένου στην θεά Αγορά, δεν έχουν ενδοιασμούς να λατρέψουν τη Θεά Μπάλα. Και το πιο παρήγορο: Στο Euro δεν συμμετέχουν, ακόμη, οι ΗΠΑ.

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

ΖΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ*

Τα κόμματα, και κυρίως εκείνα της Αριστεράς, αγωνιούν να παραχώσουν στα προγράμματά τους ιδέες και σχέδια σχετικά με τον πολιτισμό. Μια έννοια πολύπαθη, απλωμένη βάναυσα σε κάθε χώρο του επιστητού και γιαυτό βολικά απροσδιόριστη. Οι πολιτικοί επίσης σεμνύνονται να δηλώνουν –εκτός όλων των άλλων- υποστηρικτές και του πολιτισμού. Ενώ οι ψηφοφόροι τους αν και θεωρούν εαυτούς εξαιρετικά ευαίσθητους περί τα «πολιτιστικά» -ιδιαίτερα μάλιστα αυτά που γίνονται το καλοκαίρι στο χωριό τους-, εντούτοις επιλέγουν σχεδόν πάντα εκείνους τους εθνοπατέρες που αναγνωρίζουν τον πολιτισμό στην γκρι αρζάν γραβάτα τους. Και που τον συγχέουν, τέλος, ευφυώς με την Eurovision. Ή που ταυτίζουν τη τέχνη με την έκθεση μιας γνωστής τους, ο σύζυγος της οποίας συμπτωματικά είναι χρηματοδότης του κόμματος.

Έτσι βλέπουμε να παρελαύνουν από το φερώνυμο υπουργείο ποικίλοι διάττοντες αστέρες (του πολιτισμού) που πρωτομπαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες ή όπερες, άμα τη ανάληψει του χαρτοφυλακίου τους να τις λησμονούν μόλις μετακινηθούν σε άλλο πιο «παραγωγικό» πόστο. Από όλη αυτή τη δυσάρεστη εμπειρία θα τους μένουν πάντως κάποιες φωτογραφίες με τον ποιητή δείνα και τον γάμα ζωγράφο (Κυριολεκτικώς). Τις οποίες βεβαίως θα χρησιμοποιήσουν στο επόμενο διαφημιστικό τους φυλλάδιο. Λίγο περισσότερο λούστρο στο ήδη υπάρχον ποτέ δεν βλάπτει τους επαγγελματίες ευαίσθητους (Να δεις που κάποιος ποιητής το είπε αυτό αλλά δεν θυμάμαι ποιος).

Ναι, αλλά τι είναι πραγματικά πολιτισμός; Έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο ονομάζοντας το «Ο πολιτισμός στην εποχή της μελαγχολίας» αλλά πάλι δεν είμαι σε θέση να δώσω μια ευσύνοπτη περιγραφή του. Καλύτερα. Ο πολιτισμός έχει να κάνει με την καθημερινότητά μας κι όχι με ορισμούς. Με τους τρόπους που υιοθετεί ο καθένας χωριστά αλλά και όλοι μας σαν σύνολο –κοινωνικές ομάδες, τάξεις, λαοί για να ζήσουμε τη μία και πολύτιμη ζωή μας με φόβο ιστορίας και με στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Ενσταλάζοντάς της λίγη περισσότερη ομορφιά απ’ αυτήν που χάνεται σπάταλα γύρω μας. Ή εκείνη που φωλιάζει μέσα μας κι εμείς το αγνοούμε.

Συχνά ο πολιτισμός συμποσούται τόσο σ’ ένα απλό χαμόγελο όσο και σ’ ένα ιδιοφυές μουσικό έργο. Αφορά τόσο σε ομαδικές συμπεριφορές όσο και σε ατομικές στάσεις. Θάλεγα πως είναι αυτό που μας υποκινεί όταν εμείς κάνουμε κάτι άλλο. Ο Ιάν Μακ Γιούαν στο μυθιστόρημα του «Σάββατο» γράφει πως νευροψυχολόγοι μπορούν να διακρίνουν το ειλικρινές από το ψεύτικο χαμόγελο γιατί στο τελευταίο δεν ενεργοποιούνται μερικοί μιμητικοί μύες γύρω από το στόμα. Οι οποίοι χρειάζονται ειλικρινές συναισθήματα για να λειτουργήσουν! (Ευτυχώς που οι πολιτικοί μας δεν διαβάζουν Μακ Γιούαν αλλά όλους τους υπόλοιπους συγγραφείς.)

Και η Αριστερά όμως πλειοδοτεί στον πολιτισμό μπερδεύοντας τον συχνά με τον παραδοσιακά αμήχανο συντηρητισμό της. Η αλήθεια βέβαια είναι πως οι άνθρωποι του πολιτισμού στρέφονται, σχεδόν ενστικτωδώς προς την Αριστερά, κι όχι το αντίθετο. Βλέπετε, όταν ονειρεύεσαι έναν κόσμο διαφορετικό από την υφιστάμενη πραγματικότητα, που να διαποτίζεται ολοκληρωτικά από την αυτοκρατορία της μουσικής, τότε το όραμα μιας καθολικής ανατροπής και ο πόθος της ρήξης με ό, τι σάπιο, είναι φυσικό να σε μαγνητίζουν. Η Αριστερά, στην ιδανική εκδοχή της, υπόσχεται αυτή την ουτοπία. Όπως εξάλλου και η τέχνη. Οι χίμαιρες βέβαια τρέφονται από την αύρα των ονείρων, η Ιστορία όμως χορταίνει αποκλειστικά από σάρκες ανθρώπων. Ανέκαθεν…

Ταχυδρομείο:

· Οι γιατροί απαγόρευσαν στον κ. Γ. Α. Π. κάθε είδους αθλητική δραστηριότητα. Ακόμη και το τάβλι. Φοβούνται μήπως καταπιεί τα ζάρια.

· Τι τα θέλετε, είμαστε λαός επιλήσμων. Γιατί ξεχάσατε βρε τον Σαμπρέλ;

· Ελπίζω οι υπεύθυνοι να μην φορτώσουν αναβολικά και τη κακομοίρα Καλομοίρα. Αυτή τη φορά ας μην πρωτεύσουμε.

*από την καινούργια μου συνεργασία με τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής.