Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

KYKΛAΔΩN ATIMΩΣIΣ

Τριώροφα γιαπιά στην Παραλία



Σπίτια για Κινέζους

Άγιος Ρωμανός Τήνου, Σεπτ. 2011 (φωτ. V. Maire)


H κτηνωδία που λέγεται νεοελληνικός πολιτισμός


μνήμη Πικιώνη


Κάποτε οι Kυκλάδες ήταν ηφαίστεια και η θάλασσα άλλοτε πορφυρή, άλλοτε μαύρη. Έπειτα τα κύματα ηρέμησαν κι ήρθαν άλλα νερά, νέοι άνθρωποι. Oι βράχοι έγιναν τείχη και σπίτια, τα μάρμαρα ναοί και βρύσες, τα νερά γέμισαν καράβια, η ενέργεια των νερών ακατάβλητη και των ανέμων· ως σήμερα που είναι τα ηφαίστεια σβηστά. Φύση και άνθρωπος έσμιξαν στα κυκλαδονήσια ηδονικά δημιουργώντας απαράμιλλα περιβάλλοντα, κτιστά και άκτιστα. Πολιτείες κρυμμένες στα βουνά, χώρες - κάστρα, χωριά πελεκημένα στο βοριά, ανεμόμυλοι, πεζούλες, κήποι, περιστεριώνες, ξερολιθιές που ζώνουν τα νησιά σαν αρτηρίες των πλαγιών, σαν φλέβες των βουνών. Kόποι αιώνων, ανώνυμοι μάστορες από ανάγκη κι από μεράκι, δούλεψαν χρόνια και χρόνια για να στηθεί αυτό το θαύμα. Tο θαύμα που ενώνει το τοπίο το φυσικό και το τοπίο το κατασκευασμένο. Η ιστορία των ανθρώπων μεταφερμένη στο χτισμένο περιβάλλον, σαρκωμένη σε πέτρα, ασβέστη και πηλό, με το φως της να διαχέεται μέσα σε σκαλιστά υπέρθυρα, σαν ευλογία. Καμία μαγγανία του κακού δεν αντέχει σε τόση φωτοχυσία, σε τέτοια φωτοβολή των Πανσελήνων. Mέτρο, ρυθμός, υποβολή, δύναμη, ταπεινότητα, μαθητεία, πείσμα, ιδρώτας, αίμα, φτώχεια, υπομονή. Πόσα δεν διαβάζει ο υποψιασμένος περιπατητής όταν κοιτάει αυτό το τοπίο, όταν ταξιδεύει στα φωτεινά ξερονήσια, όταν αφήνεται να τον δασκαλέψει αυτός ο άνεμος γδάρτης της πέτρας. O άνεμος γλύπτης…

Kάποτε οι Kυκλάδες… Aλλά τώρα χρειάστηκαν είκοσι μόλις χρόνια για να μολύνουν ό,τι σεβάστηκαν χιλιετίες. Kατέπλευσε εφιαλτικός ο νεοελληνικός πολιτισμός με την απληστία, την άγνοια, την αλαζονεία του. Στην αρχή η Mύκονος με τον κοσμοπολιτισμό των Ίακχων, μετά η Πάρος με εναλλακτικούς νεόπλουτους, η Άνδρος των φιλότεχνων πειρατών, η Tήνος του θρησκευτικού τουρισμού, της εμπορίας των ιερών, των Σεραφείμ, των Xερουβείμ, των Xριστοφοράκων και έπονται αύριο οι ξέρες της άγονης γραμμής. H τουριστική ανάπτυξη άνευ όρων ή ορίων και το απωθημένο του νεοέλληνα γι’ αυτό που αποκαλεί «φύση», ήταν η αιτία. Tα τσιμέντα και τα τσερόκι, τα τερατώδη φουσκωτά σερνάμενα στην άμμο και οι τζιπούρες με τα ρυμουλκά, η κυκλαδέξ αρχιτεκτονική και το ξεπούλημα - ξεπάτωμα κάθε πλαγιάς με θέα στο Θεό ήταν το αποτέλεσμα. O Mumford λέει πως το μικροαστικό φαντασιακό του «εξοχικού», δίκην «μικρής φύσης» χειραγωγήσιμης και προβλέψιμης, είναι δημιούργημα του 19ου αι.. Tώρα οι παλιοί οικισμοί δε φτάνουν για ν’ απορροφήσουν τους εισβολείς. Tώρα τα πρώην βοσκοτόπια με τις ξερολιθιές, οι παρθένοι αιγιαλοί με τις φώκιες και τις χελώνες γίνονται οικόπεδα και βίλες. Oι ντόπιοι, πάλι, έμαθαν καλά το μάθημα που τους δίδαξαν οι επήλυδες με τη δήθεν υψηλή αισθητική. Όλα πουλιούνται, όλα γίνονται δωμάτια και παραδοσιακά εξοχικά με λίγες πέτρες στην πρόσοψη για ξεκάρφωμα. Τώρα ο καθένας μπορεί να χτίσει παντού, να μπήξει την εγωπαθή του ιδιοκτησία σαν μαχαιριά σε κάθε κορφή, σε κάθε βράχο, σε κάθε ακρογιάλι. Εκεί που έφταναν κάποτε μόνο ερίφια, ξωκλήσια κι αγριοκάτσικα. Πόσο πάει η θάλασσα; Πόσο κάνει τι κύμα; Ο νεοέλληνας του μεταπρατισμού, της κρατικής αργομισθίας, της αρπαχτής, του εύκολου πλουτισμού, της τερατώδους αμάθειας, της κούφης αρχαιοπληξίας, της καταναλωτικής υστερίας δεν γνωρίζει αναστολές. Πανάρχαια, χειροποίητα μονοπάτια ξεθεμελιώνονται για να φτάνουν τα πούλμαν των ξελιγωμένων «περιηγητών» παντού, πάντα άκοπα, χωρίς την παραμικρή κατάθεση ψυχής, για να τρυγήσουν λίγα λεπτά αδιαμεσολάβητης φύσης και να φύγουν το ίδιο αθώοι, το ίδιο καταναλωτές της συγκίνησης, όπως ήρθαν. Αυτή είναι η σχέση του νεοελληνικού πολιτισμού με το φυσικό περιβάλλον. Μεταπρατική.

Tα κυκλαδονήσια δεν είναι ωραία, είναι τρομερά. Kι αυτό συνιστά σήμερα αδυναμία εφόσον κανένας Ποσειδώνας δεν μπορεί πια να τα προστατεύσει. Oι νόμοι φτιάχνονται για να διευκολύνονται οι κατασκευαστές και οι αγοραστές· για να επιτυγχάνεται η στρεβλή, μονοσήμαντη «ανάπτυξη» με όποιο κόστος. Oι νόμοι απλώς δεν εφαρμόζονται και η ανομία είναι καρκίνος μεν αλλά επικοινωνιακά χαριτωμένος. Tα μουσεία τέχνης με τους συγκινημένους ιδρυτές είναι αισθητικό άλλοθι για ακόμη μεγαλύτερο τουριστικό διαγούμισμα. Εξάλλου οι ίδιοι αγοράζουν έπειτα ερημωμένα χωριά για να τα κάνουν παραδείσους των πολύ υψηλών βαλαντίων. Oι Kυκλάδες από ιερό έγιναν διασκέδαση, παραθερισμός και χώρος ανταγωνισμού των νέων τζακιών. Nα φοβάστε άρα όσους δηλώνουν πως αγαπούν τα νησιά. Eίναι επικίνδυνοι. H νυν κατάσταση είναι δηλωτική της γενικότερης ιδεολογικής σαπίλας που έφερε στη χώρα η κρίση του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού ξεχαρβαλώματος. Της κοινωνίας του Ενός. Aπ’ το πλοίο της γραμμής βλέπει κανείς τα σπίτια - τέρατα με τους τεράστιους περίβολούς τους να αυθαδιάζουν διάσπαρτα στο υποβλητικό τοπίο. O κάθε ιδιοκτήτης θέλει να είναι μόνος του, να απολαμβάνει τον ιδιωτικό του παράδεισο, την «εξοχή» του Mumford, όχι σαν ασκητής –που θα ήταν, ίσως, συγχωρητέο– αλλά σαν φεουδάρχης. Xωρίς καμιά γειτονία, χωρίς καμιά αίσθηση κοινότητας. Όπως είμαστε, δηλαδή και όπως λειτουργούμε ως λαός: Διασπασμένοι, χωρισμένοι, ταξινομημένοι σ’ έντρομες μονάδες που δεν ενώνονται, αλλά συχνά γίνονται μάζα και πολτός. O καθένας επιδιώκει να σωθεί μόνος του. Γι’ αυτό η καταστροφή είναι πιο τρομαχτική. Απληστία και δέος και αισθητική της ισοπέδωσης. Οι ξεκομμένες βίλες των Κυκλάδων μοιάζουν με κουτσουλιές γιγαντιαίων δεινοσαύρων που τις έφτιαξε η πιο kitsch φαντασία. Πισίνες σε άνυδρες ξέρες, πλάι σε γιαλούς, γήπεδα τένις, γήπεδα μπάσκετ, πύργοι και μαζί ιδιωτικές εκκλησίες! Οι νεόπλουτοι, βλέπετε, αφού κατέστρεψαν το εδώ έβαλαν πόδι και στο επέκεινα. Θυμηθείτε τον «ευσεβή» Ρουσόπουλο του Bατοπεδίου. Aπό κοντά και οι ντόπιοι εγκαταλείπουν παραδόσεις αιώνων, μιμούνται το εισαγόμενο φως, τον εύκολο πλουτισμό, την αισθητική της άνω Γλυφάδας ή της κάτω Κηφισιάς. Oι κατασκευαστές εκλέγονται δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, οι τοπικοί βουλευτές υπερασπίζονται την «ανάπτυξη», το κράτος βολεύεται με το να μην υπάρχει, η πολεοδομία Σύρου απεδείχθη η πιο διεφθαρμένη υπηρεσία της επικράτειας με τον προϊστάμενό της να φυγοδικεί στο εξωτερικό. Συνένοχοι στη σιωπή η αστυνομία –πάντα–, οι δικαστικές αρχές και η τοπική αυτοδιοίκηση. Mαζί τα φάγανε γιατί συνέφερε τους πάντες. Κι αυτό το σκάνδαλο δεν το αποκάλυψε βέβαια η παθογόνος διοίκηση αλλά ο Λέανδρος Pακιντζής και η ανεξάρτητη αρχή του. Επί χρόνια έγραφαν η Αυγή και το Αντί σχετικά δημοσιεύοντας πλήθος τεκμηρίων αλλά του κάκου.

Το κράτος διορίζει –ακόμη– αργόμισθους κομματικούς φίλους με την εντολή να πλουτίσουν για να του μείνουν πιστοί. Για όλους υπάρχει χώρος. Aστοί και νησιώτες, αστείοι φυσιολάτρες τοις μετρητοίς, με δόσεις και πάντα με το αζημίωτο, έφτιαξαν αυτό το τέρας που τρώει ομορφιά και αφοδεύει ασκήμια. Kαι η κρίση; Aυτή αφήνει τώρα σκέλεθρα από μπετά, ατελείωτες οικοδομές, επενδύσεις ανεμομαζώματα – διαβολοσκορπίσματα, μικροαστικούς πανικούς, νέες χρηματοπιστωτικές φούσκες. Μόνο στην Τήνο υπάρχουν σχεδόν 2000 νεόδμητα σπίτια, αδιάθετα, κλειστά. Δηλαδή απούλητα. Οι προκατακλυσμιαίες ξερολιθιές ξεκοιλιάσθηκαν εις μάτην. Εις μάτην απολακτίστηκε και απομειώθηκε η παράδοση της ταπεινότητας, η αρχοντιά της πενίας, η αριστοκρατία του ελάχιστου που όμως λάμπει για να παραφράσουμε τον ποιητή. Tα σβηστά ηφαίστεια θυμούνται κι εκδικούνται…



Y.Γ.: Σ’ αυτό το διαρκές, συλλογικό έγκλημα ελάχιστοι μπορούν με παρρησία να δηλώσουν αμέτοχοι. Δυστυχώς η γενιά μας, η γενιά του Πολυτεχνείου αντάλλαξε πανάκριβα την συμβολική θυσία της.


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Σεληνιασμός και Ερμηνεία, η ζωγραφική του Άγγελου Σπάρταλη





"Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία οδηγεί και το προλεταριάτο
στο ίδιο επίπεδο ηλιθιότητας με την αστική τάξη."
Flaubert


Ο Picasso, της αναρχικής περιόδου, έλεγε συχνά πως το γούστο είναι ο πιο μεγάλος εχθρός της δημιουργικότητας. Εννοώντας πως διακοσμώντας, διευθετώντας τα πράγματα δεν έχεις χρόνο να δημιουργήσεις καινούρια. Αυτό υπήρξε λίγο ως πολύ η ιδεοληψία της avant garde: το καινούριο. Αυτό που θα προκαλέσει σοκ στο κοινό και θα βγάλει γλώσσα στη κατεστημένη αισθητική, στο “ωραίο”. Το οποίο με τη σειρά του ως ωραίο, απονέμει τιμές στην “ώρα”, την εποχή σημαίνοντας πως έχει ολοκληρώσει το χρόνο του, έχει γίνει “ώριμο”. Η νεωτερικότητα εν ολίγοις πόνταρε όλα της τα κέρματα στο μέλλον. Στις μέρες μας πάλι ο μετανεωτερικός χυλός-συρμός αποθεώνει το τώρα, αρνούμενος πεισματικά στο παρελθόν την ύπαρξή του. Αδυνατώντας να καταλάβει πως χωρίς να πληρώσεις το φόρο του χθες δεν έχεις καμία πιθανότητα να αξιοποιήσεις τους χυμούς του σήμερα.

Η τέχνη της Αθήνας τέλος-για να μη χρησιμοποιήσω τον βαρύγδουπο όρο “νεοελληνική τέχνη”- παραδέρνει χρόνια, ανάμεσα σε μια ψευδοπρωτοπορία χωρίς κανένα πνεύμα ανατροπής ή αμφισβήτησης και σε ένα “καλό γούστο” τόσο δεξιοτεχνικό ώστε να πληρώνεται δυσανάλογα ακριβά από όσους αφελείς ή αμαθείς έλκονται από τη σαγήνη του. Με άλλα λόγια βιώνουμε τη νοτιοβαλκάνιά μας επαρχιωτίλα παίρνοντας πολύ σοβαρά τους αστείους εαυτούς μας, μήπως και οι άλλοι, οι απέξω από τη βαλκανική περιφέρεια, μας αντιμετωπίσουν με την ανάλογη σοβαρότητα. Δηλαδή ζούμε την πραγματικότητα σαν θέατρο, αφού δεν μπορούμε, μας λείπουν η ευαισθησία και ο αυτοσαρκασμός, να κάνουμε θέατρο, ήγουν τέχνη, την πραγματικότητά μας. Αυτή είναι η μέγιστη κρίση που σοβεί εδώ και δεκαετίες στον τόπο. Οι άλλες έπονται. Και, σας διαβεβαιώ, είναι πολύ μικρότερης σημασίας. Υστερικοί λόγω τηλεοπτικής αγωγής, επιδεικτικά αγράμματοι -τα διάβασαν όλα αντί για εμάς οι αρχαίοι ημών πρόγονοι- ομφαλοσκοπικά εγωπαθείς στήσαμε βραχύβιους ατομικούς παραδείσους για να εισπράξουμε τώρα μια συλλογική κόλαση. Χωρίς στοιχειώδη αλληλεγγύη, πολιτικά ανακλαστικά, πνεύμα μαθητείας και προσφοράς, σεβασμό του άλλου, χωρίς τρόμο Ιστορίας, χωρίς θεσμούς και αξιοκρατία πορευόμαστε πανικόβλητοι, αλλά και γεμάτοι μίσος για το διπλανό και περιφρόνηση για τον εαυτό μας.


Σ'αυτό το κλίμα η τέχνη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά άλλοθι ή πάρεργο και ο καλλιτέχνης, ο τελευταίος τροχός ενός συστήματος που έφτασε στα όριά του. Η πολιτεία, πανικόβλητη εμπρός στα ερείπια, τη λειψανδρία και τη παταγώδη αποτυχία της δε θα σκεφτόταν βέβαια την ευαισθητοποίηση του ζαλισμένου κοινού και τη τέχνη! Γι'αυτό την αφήνει στους νεόπλουτους -όταν οι τελευταίοι δεν αγοράζουνε ομάδες- ή στους εμπόρους. Είναι χαρακτηριστικό όλων των ανωτέρω, αφενός ότι επί πάμπολλα έτη ως υπουργοί πολιτισμού διορίζονται οι πλέον άμουσοι του κοινοβουλίου και αφετέρου ότι θεσμικά ο πολιτισμός αθροίζεται ισότιμα με το ποδόσφαιρο.

Μέσα σ'όλα αυτά τι γυρεύει κάθε τόσο ο Άγγελος Σπάρταλης και μας ταράζει τον ύπνο πετώντας κι από ένα βότσαλο στη νυσταλέα μας λίμνη; Άλλοτε ένα φιλμ, άλλοτε ένα πειραματικό βίντεο, άλλοτε μια έκθεση ζωγραφικής, άλλοτε μια δράση πολυμέσων, άλλοτε ένα πολυθέαμα στο οποίο ο λόγος και η εικόνα αγωνίζονται για να αποδείξουν πως περισσότερα πράγματα τους ενώνουν παρα τους χωρίζουν. Το (ξανα) λέω ευθέως: ο Σπάρταλης είναι ανάμεσα στους ελάχιστους που εξακολουθούν να υπερασπίζονται την κουρελιασμένη σημαία της avant garde, την τιμή των εικόνων που αντιστέκονται στην τηλε-χυδαιότητα σ'έναν τόπο που έχει προ καιρού παραδοθεί.

Η ενότητα που εκθέτει στο Titanium λέγεται “από τη Γη στη Σελήνη” και περιλαμβάνει πίνακες ζωγραφικής που αναφέρονται στα ροκ χρόνια του '70, μια περίοδο που την έζησε ως πιτσιρίκος (γεννήθηκε το 1973). Τι συμβαίνει εδώ; Μέσα από βαριά μπιτούμ χρώματα, γαιώδεις αποχρώσεις και τίντες νευρικών πινελιών ο καλλιτέχνης – πολύμπριζο Σπάρταλης ερευνά τη γενεαλογία των εικόνων που μας έφεραν κυριολεκτικά και μεταφορικά ως εδώ: από τη Γη (Χαναάν, hortus conclusus, promised Land, Γη της Επαγγελίας) στη Σελήνη (Σεληνιακό τοπίο, σεληνιασμός, μεταφορά του Αρμαγγεδώνα). Παράλληλα, μελετά το μέσο που διαμόρφωσε την ανάλογη αισθητική και που οπτικοποίησε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής: την τηλεόραση. Το “καλό γούστο” της χούντας που λέγαμε, το οποίο επιβιώνει ως σήμερα, ο εμβληματικός Γρηγόρης Λαμπράκης λίγο πριν ο Jean-Louis Trintignant καταπιαστεί με το αίνιγμα της δολοφονίας του, ο Neil Armstrong να περπατάει στη Σελήνη, η ακύμαντη Αστερόεσσα, τα σύμβολα ενός καιρού που τόλμησε να καθαιρέσει τα σύμβολα και να δημιουργήσει καινούρια. Ο ζωγράφος εδώ λειτουργεί ως χειρουργός και ως ιστοριοδίφης: Ανατέμνει το παρελθόν χωρίς να το φοβάται, “εγχειρίζει” τις διαμεσολαβημένες εικόνες του, προτείνει οπτικές ερμηνείες σε σχέση με τα “πως” και τα “γιατί” του ιστορικού παρελθόντος. Αν ο Lichtenstein το '60 εμιμείτο το ράστερ των εντύπων στους πίνακές του για να μεταφέρει ή να σαρκάσει την αίσθηση της μηχανικής εικόνας, ο Σπάρταλης σ' αυτά τα έργα των δύο-τριών τελευταίων ετών οικειοποιείται με ανάλογους στόχους το pixel της τηλεόρασης, την αναίσθητη πραγματικότητα της τηλεπληροφορίας, το “δράμα” μιας εικόνας που δεν κρύβει τίποτε από πίσω της. Που είναι ένα δέρμα χωρίς σάρκα. Ίσως γι'αυτό και δεν πονάει, ούτε χαίρεται για τίποτε.

Κι εδώ ο επίλογος των προσπαθειών του ζωγράφου. Το απλό όσο και βαρυσήμαντο γεγονός πως ο Άγγελος Σπάρταλης, βραβευμένος σκηνοθέτης και mixted media artist αγαπάει και πιστεύει ακόμη στη ζωγραφική. Αρκεί βέβαια η ζωγραφική να μην αρκείται σε διακοσμητικές – συναισθηματικές διευθετήσεις αλλά να παίρνει θέση στα ζητήματα της εποχής. Να προτείνει την αισθητική σαν επανάσταση. Αντί δηλαδή να μιμούμαστε φερ'ειπείν τον Goya ή τον Courbet, να σκεφτούμε καλύτερα πως θ'αντιμετώπιζαν ο Goya ή ο Courbet τη σημερινή κατάσταση. Σίγουρα όχι με τους τρόπους της εποχής τους. Βλέπετε η δημιουργικότητα δεν υποτάσσεται σε a priori κανόνες αλλά φτιάχνει καινούριους ερμηνεύοντας και προχωρώντας. Αυτό είναι η δική της προσφορά στην υπόθεση του “ωραίου”.


Μάνος Στεφανίδης
16 Αυγούστου, Neuchâtel



ΥΓ. “Οι φωτογραφίες μπορεί να μην λένε ψέματα, οι ψεύτες όμως μπορούν να φωτογραφίζουν.”
Lewis Hine


Βιβλιογραφία : Peter Burke, ΑΥΤΟΨΙΑ, Οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών
μαρτυριών, Εκδ. Μεταίχμιο, μεταφρ. Αντρέας Π. Ανδρέου, 2003

ΚΟΛΑΣΗ ΜΕ ΘΕΑ


Ντένις Τζόνσον, Δέντρο από καπνό, εκδ. Πατάκη, 2011,

μετάφρ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης


Sans rime ni raison, remettre toujours tout en question, douter même en rêve!

Emil Cioran


Πώς μπορεί να είναι μεγάλο ένα μυθιστόρημα σήμερα μετά το τέλος των μεγάλων μυθιστορημάτων, των “μεγάλων αφηγήσεων”; Ακόμη και η τριλογία του Ζούκερμαν του Ροθ, ακόμη και τα βιβλία-ποταμοί του Πίντσον δεν συγκροτούν πειστική απάντηση στο ερώτημα. Κυρίως γιατί δεν θέλουν. Δεν θέλουν να είναι ένα “μεγάλο μυθιστόρημα” αλλά μάλλον το ωραίο σπάραγμα ενός “μεγάλου μυθιστορήματος”.

Αντίθετα ο Ντένις Τζόνσον, το καινούριο enfant terrible της αμερικάνικης λογοτεχνίας (γεννήθηκε το 1949), κατάφερε με το πρόσφατο του βιβλίο, το “Δέντρο από καπνό” (National Book Award 2007) να γράψει ένα ογκώδες -700 σελίδες- σκοτεινό μυθιστόρημα στα ίχνη του Νόρμαν Μέηλερ, αλλά και του Φόκνερ ή του Χέμινγουεϊ επιτυγχάνοντας εντυπωσιακά ζοφερή, “γοτθική” ατμόσφαιρα αλλά και ένα στυλ γραφής τόσο προσωπικό που να εξικνείται από το πιο διάφανο λυρισμό ως την πλέον ασυμβίβαστη, ρεαλιστική περιγραφή. Γόνος της πραγματιστικής, αγγλοσαξονικής παράδοσης ο Τζόνσον καταθέτει το πιο ώριμο κείμενο που γράφτηκε ως σήμερα για το Βιετνάμ, μια εποποιία από την ανάποδη και ένα ρέκβιεμ των ανωνύμων που βουτήχτηκαν μέσα στην τρέλα καθώς η Ιστορία τους ενέπλεξε σ' έναν από τους πιο οδυνηρούς, πρόσφατους παραλογισμούς της. Το “Δέντρο από καπνό” (πρωτότυπος τίτλος “The Smoke Tree) θα μπορούσε να είναι το “Πόλεμος και Ειρήνη” του 21ου αιώνα, όπως έγραψε το Harper's Magazine, αν δεν είχε μεσολαβήσει η εμπειρία του σινεμά για αναγνώστες και συγγραφείς μετά το 1900. Σήμερα η ιδιότητα που μας καθορίζει περισσότερο είναι εκείνη του θεατή και μετά έπονται όλες οι άλλες. Έτσι, διαβάζοντας για τον Γουίλλιαμ Σαντς της CIA και τον συνταγματάρχη θείο του, αμφότερους εμπλεκόμενους στον σχεδιασμό Ψυχολογικών Επιχειρήσεων εναντίον των Βιετκόνγκ, δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει την αφασική εικόνα του Μάρλον Μπράντο στο φιλμ “Αποκάλυψη Τώρα”. Ίδιοι στόχοι, διαφορετικά μέσα, παράλληλη παράνοια, ανάλογη παραίσθηση. Συνοπτικά μιλώντας το βιβλίο του Τζόνσον αποτελεί ένα επίτευγμα γραφής κυρίως γιατί καταφέρνει και στην παράδοση της μεγάλης αφήγησης να στοιχηθεί και να προβεί σ' εκείνες τις ρωγμές που επιτρέπουν στην παράδοση να ιδωθεί με σημερινή ματιά. Ο ίδιος συγγραφέας έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου -εθισμός στα ναρκωτικά, πένθος από χαμένους έρωτες, αλκοόλ, αλητεία -καθώς γεννήθηκε στο Μόναχο όταν η Δυτική, ακόμη, Γερμανία ήταν πλήρως ελεγχόμενη από από τις αμερικάνικες βάσεις και μεγάλωσε στο Τόκιο και τη Μανίλα προτού εγκατασταθεί στη Ουάσιγκτον. Άρα περιγράφει πρωτογενείς εμπειρίες έχοντας βιώσει την ιδιαιτερότητα της άπω Ανατολής. Επίσης προσεγγίζει την καυτή πατάτα του Βιετνάμ όχι με το σύνηθες αίσθημα ενοχής των παλαιότερων αλλά μάλλον με την συνείδηση της γενικευμένης παράνοιας η οποία αποτελεί και τη μόνη λογική του μετανεοτερικού κόσμου. Το πιο σπουδαίο, τέλος, χαρακτηριστικό αυτού του εγχειρήματος είναι πως, παρά το “αυθόρμητο” της γραφής που εκ πρώτης όψεως φαίνεται, υπάρχει ενδελεχής έρευνα σε αρχεία και και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων ώστε να κατοχυρώνει καλύτερα το κλίμα της εποχής. Αυτό που όμως καθιστά το βιβλίο αυτό αξιανάγνωστο ιδιαίτερα για τον Έλληνα βιβλιόφιλο είναι η υποδειγματική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Νομίζω πως ο γνωστός μεταφραστής-συγγραφέας έχει επιτύχει με το βιβλίο αυτό το πιο εντυπωσιακό μεταφραστικό του κατόρθωμα. Έχοντας ελιχθεί στους σκολιούς δρόμους και τις ατραπούς της εικονοποιίας του Τζόνσον κατάφερε και τον συγγραφέα να μην προδώσει και ένα ισόκυρο κείμενο προς το πρωτότυπο να μας παραδώσει. Διαβάζουμε στη, σημαδιακή, σελίδα 666: “... ο Σκιπ Σαντς στη κρεμάλα. Κι εγώ το ίδιο. Γιατί όχι, που να πάρει και να σηκώσει. Σκέφτεται, είναι ένας χαρωπός καλός άνθρωπος κι ένας δυστυχισμένος άνδρας...”

Ο Μπαμπασάκης προσαρμόζει ευφυώς τη μεταγλώττιση του ανάλογα με τα διαφορετικά ύφη που υιοθετεί ο συγγραφέας στα πολυάριθμα εμβόλιμα κείμενα του (από τον Κάρλος Γουίλλιαμς στον Μάρκο Αυρήλιο και από το Άσμα Ασμάτων στον Αρτό!), πράγμα σαφώς εξαιρετικά δύσκολο και την διανθίζει με λογής λύσεις προσωπικής ευαισθησίας.

Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς την πλημμυρίδα των των μέτριων ή των απροκάλυπτα κακών μεταφράσεων που χορεύουν γύρο μας είτε στη λογοτεχνία ή στο χώρο των δοκιμίων η δουλειά του Ίκαρου έπεσε, κυριολεκτικά, από τον ουρανό σ' αυτό το μυρτώο πέλαγος της ακατανοησίας αλλά και της ανοησίας...


ΥΓ 1. Διαβάσαμε αλλού πρόσφατα “μελαχρινά μαλλιά” και “κόκκινη ώχρα”. Μα το Θεό!

ΥΓ 2. Τα λάθη εκ παραδρομής στο βιβλίο ελάχιστα. Τα περισσότερα και τα πιο ενοχλητικά στα γαλλικά παραθέματα όπως π.χ στη παραπάνω φράση του Cioran όπου διαβάζουμε το ανύπαρκτο “rêvê !


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Εξ αφορμής του ΧΟΦΜΑΝΣΤΑΛ

Οι καλλιτέχνες, τα έργα και οι ημέρες τους

Πόσο στοιχίζει και ποιος πληρώνει το καλλιτεχνικό βύσσινο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Θυμάμαι τώρα, μεσούντος του Σεπτεμβρίου, ότι άκουγα πάλι τον Τσόκλη -ντάλα νυσταλέος Ιούλιος- ν΄ αμπελοφιλοσοφεί με τη γνωστή αθάνατη αμπελοφιλόσοφο της μεσημεριανής ΕΡΤ και να επαναλαμβάνει τις γνωστές του κοινοτοπίες περί τέχνης, χρημάτων, συγκίνησης, κοινού κλπ. Φοβάμαι πως εις μάτην πήγανε όλες οι συζητήσεις που κάναμε στο παρελθόν, όταν ακόμη άντεχα τους ναρκισσισμούς του ανδρός και της συζύγου αυτού. Τελικά δεν κατάλαβαν τίποτε. Έλεγε λοιπόν ότι κάνει μικρά έργα, τα διαθέτει σε συλλέκτες και κερδίζει χρήματα ενεργώντας ως ζωγράφος για να χρηματοδοτεί τα άλλα τα μεγάλα έργα που κάνει ως καλλιτέχνης. Αυτό είναι ένα σύνηθες ψευδοδίλημμα που επιχωριάζει στα στέκια των αρτιζάνων μας δημιουργώντας εκ του πονηρού αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε "ψευδή ιδεολογία". Άρα αξίζει και μόνο για αυτό να σχολιαστεί.

Το έργο τέχνης είναι ένα και συμπαγές και γι αυτό δεν τεμαχίζεται σε "εμπορικό και ποιοτικό". Ή, έργο για τους πολλούς και έργο για τους λίγους. Όλα αυτά αν δεν είναι μικροαστική υποκρισία και ψευτοελιτισμός, είναι ασφαλώς μια μπούρδα που αποφασίζει να... φασίζει. Εκείνος που έχει το μυαλό του στην τσέπη του κοινού του ή του κρατικού κορβανά είτε είναι ζωγράφος, είτε μουσικός, είτε συγγραφέας, ό, τι κι αν παράγει, έχει μολυνθεί από την επιθυμία του κέρδους. Το "εμπορικό" μαγαρίζει το ποιοτικό κι αντίστροφα. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η φάμπρικα της αισθητικής αγοράς κυριαρχεί. Ο Τσόκλης ό,τι κι αν κάνει, στοχεύει στον εντυπωσιασμό, ήγουν στην εύκολη συγκίνηση των πολλών οι οποίοι τυγχάνουν και εκπρόσωποι της ακμαίας τάξης των νεόπλουτων στη χώρα μας, παρά την κρίση. Και τα λέω αυτά γιατί ο άνδρας (και ιδιοκτήτης (δημοτικού) μουσείου του εαυτού του) δεν στερείται ταλέντου. Αυτό που στερείται, ονομάζεται βαθύτερη παιδεία ή αίσθηση του γελοίου και δεν αφορά, φευ, μόνο τον ίδιο, στον καλλιτεχνικό μας χώρο.

Και τώρα έρχομαι σ΄ ένα, δεύτερο, πιο ενδιαφέρον θέμα:

Ποιος οφείλει να σιτίζει τους καλλιτέχνες, αυτό το ενοχλητικό κατά Πλάτωνα είδος, (ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζωγράφους και μουσικούς);

Η αγορά ή ή πολιτεία; οι επιχορηγήσεις του κράτους ή ο ενθουσιασμός των θαυμαστών; Τα θησαυροφυλάκια του πάπα, του βασιλέα και του κόμματος ή οι επιταγές των τραπεζιτών και των κεφαλαιούχων;

Το θέμα δεν είναι απλό. Ο Μικελάντζελο σχετίζεται και με τους Μεδίκους που τον σπούδασαν και τον πρωτοστήριξαν αλλά και τους Πάπες (πέντε ή έξι τον αριθμό) που τον εμπιστεύτηκαν και τον ανέδειξαν. Κυρίως όμως είναι ο Μικελάντζελο που χρησιμοποίησε την όποια παραγγελία ως αφορμή για να είναι ο εαυτός του. Πόσοι άλλοι μπορούν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο; Κρατική χορηγία σημαίνει έμμεση προπαγάνδα έστω κι αν λέγεστε Σοστακόβιτς (που δεν λέγεστε). Απ' την άλλη, σαφώς το κράτος οφείλει να επιχορηγεί, έστω και υπό όρους, τα (κρατικά) Θέατρα, την (εθνική) Λυρική Σκηνή, τις (κρατικές) Ορχήστρες, τα (εθνικά) μουσεία . Οφείλει επίσης να υποστηρίζει την ελληνική τέχνη στο εξωτερικό και πέραν ου. Όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να ψωμίζουν το μεράκι ή το ψώνιο τους εξ ιδίων. Κανείς δεν τους χρωστάει τίποτε. Και μακάρι κανείς εξ αυτών να μη χρωστάει της Μιχαλούς. Υπερπροσφορά τέχνης, συνήθως σημαίνει κατάργηση του καλλιτεχνικού φαινομένου, απομάγευση του αισθητικού ερεθίσματος. Ή, απλώς δημοσιοϋπαλληλία της έκφρασης. Αν όλοι είμαστε καλλιτέχνες, οφείλουμε τότε όλοι να ζούμε καλλιτεχνικά. Ή τουλάχιστον να μην προκαλούμε αντικαλλιτεχνικά. Ο αισθητικός βίος δεν μπορεί να σχετίζεται με τη κατανάλωση, την απληστία, τον νεοπλουτισμό, την επιδειξιομανία. Η Vita Contemplativa συμπληρώνει την Vita Αctiva (ποτέ το αντίστροφο).

Ναι, όμως ποιος τρέφει τον καλλιτέχνη θα ρωτήσει τώρα με το δίκιο του ο Τσόκλης (ο κατά δήλωσίν του ... πατατοπαραγωγός προς επιβίωσιν);

Το κράτος ή η αγορά; Κανείς από τους δυο! Γιατί και οι δύο είναι επικίνδυνοι για το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης ζει για το έργο του, όχι από το έργο του. Αυτό είναι το μαρτύριο, η αγωνία, και ο θρίαμβός του! Αν έλθει και η υλική επιβράβευση, αυτή ας μην οφείλεται στην έκπτωση ή εκπόρνευση της καλλιτεχνικής ιδέας. Στην εξαπλούστευσή της για τις "μάζες". Ο φασισμός που υπαινίχθηκα πιο πάνω. Στον τομέα αυτό οι ποιητές ή οι συγγραφείς είναι τυχερότεροι . Το εγκώμιο του δήμου σπάνια είναι χρυσοφόρο. Άρα δεν τους εκμαυλίζει εύκολα. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν σαφή τον πειρασμό του έργου-φετίχ το οποίο μπορεί να μυθοποιηθεί και να κοστολογηθεί από την αγορά υπέρ άγαν. Είναι απλό: οι διάσημοι ζωγράφοι - κι όχι πια οι γλύπτες ή οι χαράκτες - είναι πολύ πιο πλούσιοι από τους διάσημους μυθιστοριογράφους ή τους ποιητές. Οι μόνοι πους τους πλησιάζουν είναι οι διάσημοι δημοσιογράφοι (οι οποίοι, πάντως, όσο λιγότερη σχέση έχουν με τη γραφή, τόσο καλύτερα). Ο λόγος είναι προφανής. Ο Hoffmanstahl έλεγε πως πρέπει να κρύβουμε καλά το βάθος στην επιφάνεια. Μόνο που οι ανωτέρω παρανόησαν και τον λόγο του Hoffmanstahl κι όσα η νεότητα τους υποσχόταν.


Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Αγαπητέ Βασιλάκη,
απ' όταν μου έδωσες σημασία, η αναγνωσιμότητά μου απογειώθηκε. Σ' ευχαριστώ.
Θα θυμάσαι παντώς από το Αντί και από το πρόλογό μου στο βιβλίο σου για το αείμνηστο Έβερτ ότι γράφω πάντα σε χαρτί. Την επιστολή μου που έγραψα στην Τήνο σου την έστειλε τέλη Ιουλίου η φίλη Χρύσα Κακατσάκη, σύζυγος Γιώργου Αριστηνού από το e-mail της (dora1(at)otenet.gr). Ψάξε σχετικά και αφού στο ξανάστειλα από τη δική μου διεύθυνση δια χειρός της συζύγου μου, επανόρθωσε ως σοβαρός εκδότης. Διαφορετικά, η κρίση ανήκει στους αναγνώστες μας.
Χαιρετισμούς στον Σόρος και καλό φθινόπωρο.
Μ.Σ.

ΥΓ. σε αφορά το κείμενό μου στο blog http://manosstefanidis.blogspot.com/2011/09/blog-post_07.html





On 6/9/2011 7:37 μμ, ATHENS REVIEW OF BOOKS wrote:

Kύριε Στεφανίδη,

αναρτήσαμε στο facebook της ARB το λινκ της επιστολής

την οποία ψευδώς ισχυρίζεστε ότι μας στείλατε.

Επομένως θα ενημερωθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.

Σας ευχόμαστε καλή σταδιοδρομία στο TLS.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ, ΤΟ ΚΩΝΕΙΟ ΚΑΙ Η ΦΕΤΑ

Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών διέπραξε ατόπημα κλείνοντας μια εβδομάδα το ίδρυμα ως πράξη αντίστασης (;) προς το νέο Νόμο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει πιο απεχθής μορφή βίας στην εκπαίδευση από την “κατάληψη” των σχολών την κατάργηση δηλαδή de facto της παιδαγωγικής διαδικασίας. Η κοινωνία, δηλαδή όλοι μας, έχει πληρώσει επί δεκαετίες πολύ ακριβά αυτή την συνήθεια των κλειστών σχολείων η οποία από τη τριτοβάθμια εκπαίδευση έφτασε... αξιοκρατικά έως τα δημοτικά. Οι όποιες μάχες δίνονται στο φυσικό μας χώρο με τα πανεπιστήμια ανοικτά και με τη διαπάλη των σκέψεων ελεύθερη. Είναι περιττό να επισημάνουμε τη κρισιμότητα των στιγμών και την άθλια κατάσταση της χώρας. Το ακόμα πιο άθλιο επίπεδο των πανεπιστημίων, των φοιτητών και των πτυχιούχων τους. Και αυτό δεν οφείλεται βέβαια στο νέο Νόμο. Οφείλεται σε μια χρόνια κακοδαιμονία στην οποία οι πάντες λίγο ως πολύ έχουμε συμβάλει. Είναι λοιπόν τουλάχιστον αφελές να ισχυρίζεται η Σύγκλητος ότι ο Νόμος Διαμαντοπούλου “υποβαθμίζει σπουδές και πτυχία” (sic), “προωθεί τον αυταρχισμό” (!), “αποσυνδέει την έρευνα από την αποστολή του Πανεπιστημίου” (!!!). Επειδή όλα αυτά ίσχυσαν απόλυτα επί έτη και μακάρι ο νέος Ν. να τα δαμάσει. Αν τον αφήσουμε βέβαια να λειτουργήσει προτείνοντας αλλαγές στα δυσλειτουργικά του σημεία. Η κεντρική του όμως σύλληψη είναι ορθή και για αυτό υπερψηφίστηκε από τα 4/5 της Βουλής. Ποιός έχει το δικαίωμα να απαξιώνει την δημοκρατική διαδικασία, τους θεσμούς; Τι παράδειγμα δίνουμε στους φοιτητές μας; Εάν κλείνει η Σύγκλητος το Πανεπιστήμιο τι περιμένουμε να πράξουν στη συνέχεια οι φοιτητές παρά να ακυρώσουν την μορφωτική λειτουργία σε όλη τη χώρα; Έστω και αν όλοι γνωρίζουμε πως ο χαμένος εκπαιδευτικός χρόνος δεν αναπληρώνεται ποτέ και σαν καρκίνος ακολουθεί εσαεί τους εκπαιδευομένους ως τα ελλειπτικά και ετεροβαρή πτυχία τους.

Τώρα είναι η μοναδική ευκαιρία να διώξουμε τα κόμματα και τους απαράδεκτους μηχανισμούς τους από τα Πανεπιστήμια. Ναι στην πολιτική σκέψη και δράση, όχι στη κομματική σπέκουλα και το καπέλωμα των παρατάξεων. Ο τόπος το έχει πληρώσει πολύ ακριβά.

Τέλος τι σημαίνει η φράση “Δεν εφαρμόζουμε το Νόμο”; Εκφερόμενη μάλιστα από τα χείλη διδασκάλων; Έχουμε απολέσει πια και τον ύστατο κόκκο ευθύνης; Μια τέτοια στάση δεν βγάζει ξανά στους δρόμους χιλιάδες κόσμο για να κάψει ό, τι έχει μείνει άκαυτο; Αγαπητοί διδάσκαλοι της φιλοσοφίας αν ασπαζόταν τις απόψεις σας ο Σωκράτης δεν θα έπινε ποτέ κώνειο αλλά θα βολευόταν “να μην εφαρμόζει το Νόμο”. Γελοιότητες. Όπως και οι καταγγελίες ότι ο Ν. “εισάγει επιχειρηματικές λογικές”. Λες και υπάρχει Πανεπιστήμιο στην Εσπερία που να μην ψαρεύει χιλιάδες φοιτητές, δηλαδή κέρδος, απ' όλο τον κόσμο πουλώντας πανάκριβα το υψηλό, εκπαιδευτικό προϊόν του. Λες και δεν σπουδάζουν εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές μας στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, ακόμη και τη Βουλγαρία. Κι εμείς αδυνατούμε να πουλήσουμε σωστά το μοναδικό μας προϊόν με διεθνή κατοχύρωση: την αρχαιογνωσία. Δηλαδή τα αρχαία Ελληνικά, την αρχαιολογική μέθοδο, την ιστορία και θεωρία της αρχαίας τέχνης, τα γράμματα και τις τέχνες του Βυζαντίου. Να διδάξουμε, με άλλα λόγια, στον κόσμο αρχαία και νέα ελληνικά με όρους υπεροχής. Σαν την “φέτα” των ανθρωπιστικών επιστημών. Πολυάριθμοι σπουδαστές από τη Ρωσία και τη Κίνα το περιμένουν. Αρκεί να βγούμε από τη μιζέρια της μόνιμης άρνησης. Από τη κατάρα των κλειστών πανεπιστημίων.


ΥΓ. 1 Αντί η Σύγκλητος να καταλαμβάνει εαυτήν δεν θα μπορούσε να εισηγηθεί κύκλο μαθημάτων π.χ του αρχαίου Δράματος και στην αγγλική, δεν θα μπορούσαν οι φιλοσοφικές σχολές της χώρας να προτείνουν δίγλωσσα μαθήματα σε επίπεδο Master με θέμα λ.χ Ρωσία-Βυζάντιο, Μ. Αλέξανδρος-Αραβικός κόσμος, ελληνική φιλοσοφία-Κίνα ώστε να προσεταιρισθούν και ξενόγλωσσα ακροατήρια; Γιατί είναι κακό να γίνουμε ελκυστικότεροι;

ΥΓ. 2 Σκέφτηκε κανείς να συνδυάσει τα αρχαιογνωστικά μαθήματα με τα αρχαιογνωστικά μουσεία ώστε να εκπαιδεύσουμε μουσειολόγους-συντηρητές υψηλού επιπέδου, όπως συμβαίνει στην Ιταλία;

ΥΓ. 3 Γνωρίζει άραγε η κοινωνία ότι τα 2/3 των μαθημάτων συνήθως γίνονται ενώπιον μιας φούχτας φοιτητών; Τέτοια κατάντια.

ΥΓ. 4 Δυο ιδιώτες με πενιχρά μέσα εκδίδουν τα “Athens Review of Books” και “Books Journal στα οποία γράφουν πάμπολλοι πανεπιστημιακοί και έχουν μεγάλη απήχηση. Δεν θα μπορούσε το ΕΚΠΑ να εκδίδει κάτι ανάλογο αντί του παλαιομοδίτικου και βαρετού “Εδώ Πανεπιστήμιο” με τις συνεντεύξεις του... Θάνου Μικρούτσικου; Αντέχουμε , άραγε, κι άλλο λαϊκισμό;


Μάνος Στεφανίδης

επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Τμήμα Θεατρικών Σπουδών



Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ποίηση σε χαλεπούς καιρούς

Το δάκρυ

Ούτε ποτάμι είναι το δάκρυ

ούτε και βροχή.

Φορές είναι μια γέφυρα,

φορές τηλέφωνο παρηγοριάς

για να μιλάς με τους νεκρούς,

φορές γραμμή κινδύνου.

Μιλάς, μα οι νεκροί αρνούνται

ν' απαντήσουν...

Μ.Σ.

Διερωτώμαι ειλικρινά για ποιο λόγο γράφτηκε το κείμενο « Η ποίηση του χρέους και το χρέος της ποίησης» του Τάκη Θεοδωρόπουλου (Journal of Books, τχ 9, σελ. 22). Υποστηρίζει ο συντάκτης του: «Εκείνο που περιμένω από τους ποιητές και μη είναι εκείνο το ξεροκόμματο της κυριολεξίας που τόσα χρόνια μου στέρησαν τα ποιήματα και τα τραγούδια του εθνικού μας λυρισμού{…} Γιατί ζούμε και γράφουμε σε μια έρημο ακυριολεξίας».

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ότι η ποίηση και η τέχνη γενικότερα είναι άκαιρη σε χαλεπούς καιρούς; Ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση στο Μέγαρο με τους τρεις ποιητές – βεντέτες ήκιστα ανακούφισε με τον ακυριολεκτικό της λόγο τους πολυπληθείς προστρέξαντες; Ή ότι, συλλήβδην ως λαός, το παραρίξαμε στον λυρισμό- ήγουν στην ακυριολεξία και ήρθε η ώρα να κυριολεκτήσουμε επώδυνα; Ωστόσο, άλλος «κεκοιμημένος» ποιητής προείπε «κατακυριολεκτώντας» πως σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις (της ποιήσεως) για να μην τις παίρνει ο άνεμος, και έτερος παλιότερος προσέτρεχε στης ποιήσεως την τέχνη για να ανακουφιστεί ρεαλιστικότατα από την πεζολογία του βίου και την οδύνη του γήρατος. Εκτός κι αν η κυριολεξία ασκείται αποκλειστικά στα νυχτερινά πάνελ που συχνάζει ο αρθρογράφος, ανατέμνοντας τα νεφρά και την καρδίαν της κρίσης. Η μήπως (η κυριολεξία πάντα) θεραπεύεται μόνον από τη γλώσσα των πολιτικών και των διακεκριμένων οικονομολόγων που άλλα φθέγγονται σήμερα και άλλα προψές; (Οι προβλέψεις τους χειρότερες κι από καφετζούδες). Η τέχνη όμως μιλώντας εν μετωνυμίαις, εν παραβολαίς και εν μεταφοραίς αποκαλύπτει όσα ένας διαχειριστικός και έμφοβος ορθολογισμός αδυνατεί. Ή, καλύτερα η ποίηση ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν ως συλλογικότητα να τραγουδάμε και να χορεύουμε και ας μην εξορίσουμε την ποίηση και τους ποιητές από την, ούτως ή άλλως, ήκιστα ιδανική πολιτεία μας, όπως ο Πλάτων. Εφόσον οι πολιτικοί οφείλουν ορθώς να πολιτεύονται, οι ποιητές να γράφουν καλή ποίηση και οι πολίτες να προτάσσουν του ατομικού τους συμφέροντος το κοινό καλό. Τόσο απλά. Εξάλλου, αγαπητέ Τάκη, ως εκ του επιτηδεύματος σου, γνωρίζεις πως τα καλύτερα χαστούκια στον εφησυχασμό και την παρακμή τα δίνουν τα ακρωτηριασμένα χέρια, σαν αυτά της Αφροδίτης. Η παρούσα κρίση νομίζω είναι λιγότερο τραγωδία, περισσότερο κωμωδία με κωμαστές σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και είναι τα μάλιστα σατυρικό δράμα με τον χορό να παίρνει τα πάνω του και τους ήρωες (φλύαρους, στόμφακες και αναποτελεσματικούς χάχακες) να γελοιοποιούνται εντός και εκτός σκηνής.

Και αναφέρομαι σαφώς στους τρέχοντες- κυριολεκτικά- πολιτικούς και τους μεγαλοδημοσιογράφους οι οποίοι, στην τόση κυριολεκτική τους εμμονή, έχασαν όπως προσφυώς γράψατε σε παλαιότερο editorial την είδηση της δεκαετίας: τη χρεοκοπία δηλαδή της χώρας. Τι να μας που και σε τι να κυριολεκτήσουν λοιπόν τώρα οι σοβαροφανείς αναλυτές και οι δημοσιογραφούντες διανοούμενοι, σταθερά αυτολογοκρινόμενοι και αδιαλείπτως υπηρετούντες, έμμεσα ή άμεσα, τα συμφέροντα και τις μπίζνες της πολιτικο- μιντιακής διαπλοκής (των κυβερνητικών δηλαδή φύλλων, των κομματικών φίλων και των δελτίων των 8);

Έχω πάντως την υποψία ότι οι μακρόθυμοι Ευρωπαίοι συμπαραστάτες μας, περισσότερο από τις λεκτικές πιρουέτες και τους βενιζέλειους πλατειασμούς, εντυπωσιάστηκαν από τα σκόλια άσματα και τις επιθετικές χορογραφίες των αγανακτισμένων πλατειαστών. Κάνω λάθος;


Υ/Γ1. Γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ» της 17/7/2011: «Οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος πέτυχαν κάτι σημαντικό. Άσκησαν τέτοιες πιέσεις που κατάφεραν ως ένα βαθμό να επηρεάσουν τη διεθνή πολιτική ατζέντα..


Υ/Γ 2 .Όσο το σκέφτομαι, ο Στάλιν πρώτα τους ποιητές εδίωξε και συνέθλιψε και μετά όλους τους άλλους. Μην πυροβολείτε λοιπόν την ποίηση, εφόσον κατά τον βαρυσήμαντο λόγο του Hölderlin «ό, τι παραμένει είναι οι ποιητές που το στεριώνουν». Δηλαδή τα κυριολεκτικώς μόνα σημεία αναφοράς. Τα κυριολεκτικώς μόνα πρότυπα, σε μια εποχή πλήρους έλλειψης προτύπων. Ποιος διαφωνεί σ’ αυτό;


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Αγαπητέ Βασιλάκη,

Αρχές Αυγούστου απέστειλα την παρακάτω επιστολή στο περιοδικό “Athens Review of Books” με απόψεις μου για το κυκλοφορούν τεύχος του. Περίμενα να δημοσιευθεί το Σεπτέμβριο, πράγμα που δεν έγινε. Φαίνεται πως ο διάλογος ή η διαφωνία είναι ακόμη ένα ζητούμενο και στο χώρο του ποιοτικού, εναλλακτικού τύπου. Βέβαια είναι άλλο πράγμα να σε λογοκρίνει ή να σε κόβει ο Λαμπράκης, και άλλο ο Βασιλάκης.

Μ.Σ.

5/9/2011



Αγαπητέ Βασιλάκη,

Παρακολουθώ το περιοδικό σου εξ αρχής, θεωρώντας το – όπως και τηλεφωνικά σου είπα συγκινητική προσπάθεια στο χώρο της βιβλιοκρισίας και της θεωρητικής σκέψης. Όμως το θερινό τεύχος (Ιουλίου - Αυγούστου) κυριολεκτικά με ..πάγωσε. Λίγο ο «λαιμοδέτης», ήγουν γραβάτα που είδε ο κ. Πούλος στο λαιμό της Ολυμπίας (σελ 120) παραβλέποντας (ή μήπως αγνοώντας;) πως ο αείμνηστος Leiris έγραψε ολόκληρο βιβλίο για την κορδέλα αυτής της υπέροχης γυμνής. Λίγο – ή μάλλον πολύ- το αυτοπαθές κείμενο του κ. Soros το οποίο – sorry κιόλας - όφειλε να έχει και κάποιον αντίλογο για την τήρηση της ιστορικής τάξης, πήραμε ως αναγνώστες… τον πούλο. Έτσι για να μιμηθώ την ήκιστα αισθητική πατριδότσαρκά σου σχετικά με τον sir Basil, τον οποίον, ενώ είχες τη μοναδική ευκαιρία να αποκαλύψεις μαζί με όλο τον μηχανισμό του συστήματος που ψάχνει απεγνωσμένα νέους σωτήρες, τύπου Βγενόπουλου, εσύ έκανες απλώς εξυπναδίστικο χιούμορ, αφήνοντας τα βιβλία του ουσιαστικά εκτός κριτικής (και συνεπώς απομυθοποίησης). Ας είναι.

Αν, όπως μου εκμυστηρεύθηκες, το αντίπαλο έντυπο του πρώην επιστήθιού σου Ηλία πριμοδοτείται από το ΙΣΤΑΜΕ, το οποίο ίσως χρηματοδοτείται ακόμη από το ίδρυμα Καντάφι, τότε να υποθέσω πως κι εσύ χρηματοδοτείσαι από το Ίδρυμα ή κάποιον άλλον εκσυγχρονιστικό, νεοφιλελεύθερο, κασίγνητό του (αδελφό, ομηριστί, επειδή τυγχάνεις και λεξιλάγνος).

Αλλά ακόμη και αν παραβλέψω όλα αυτά, μαζί με τις παπαρολογίες του Πούλου περί Νεχαμά («και η ομορφιά ως αντικείμενο του έρωτα εντοπίζεται σε αυτό το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας και της διάνοιας, της αλυσίδας των επικαλούμενων εικόνων και της αλυσίδας των υπό διαρκή αναθεώρηση λόγων{…} ένα παιχνίδι που διαταράσσει τις καθημερινές, γνωσιακές και ηθικές λειτουργίες του ψυχισμού μας{…} ένα παιχνίδι που εγκαινιάζεται κάθε φορά που ξεχωρίζουμε κάτι… που θεωρώντας κάτι αξιοπρόσεχτα ακατανόητο οδηγούμαστε στο να του αναγνωρίσουμε την αισθητική του λειτουργία, αφού το έχουμε εξετάσει εξονυχιστικά (;)». Ακόμη κι αν ξεχάσω ότι υποτιμάς τον Π. Κονδύλη ως κλαουζεβιτσικό (σελ. 53) υπέρ του δευτερότριτου μαθητή του Rorty– ρώτα τον Πούλο να σου εξηγήσει- όμως πώς να καταπιώ τον ύμνο στο βιβλίο του κωλοτούμπα Μπίστη;

Αλήθεια, γιατί ο ταλαίπωρος υπουργός Νίκος συνέγραψε απομνημονεύματα; Γιατί είναι ο Τσώρτσιλ και προσδοκά Νόμπελ μαζί με τον κότινο της Ιστορίας ή γιατί ήθελε να νεκρολογήσει τη γενιά του Πολυτεχνείου και την ιδεολογία του σαλταπηδισμού της που μας έφερε ως εδώ;

Αν ο Ανδρέας Παππάς και Νίκος Μπίστης χλευάζουν τον Κωνσταντόπουλο, τι νιώθουν για τ’ απολωλότα τέκνα της Αριστεράς και τα μογγολάκια του πασοκισμού, Δαμανάκη, Βούγια, Ανδρουλάκη και Σία;

Και συ, Βασιλάκη, τι υποστηρίζεις σχετικά; Αν σαρκάζεις τον αφελή ακτιβισμό του Καραμπελιά- που πάντως δεν είναι το «Δίκτυο 21»- και απορρίπτεις τον ρομαντικό φονταμενταλισμό του «Αρδην», τότε εσύ σε ποια πολιτική θεωρία πιστεύεις; Αν η αντιδογματική Αριστερά απέτυχε, τι πέτυχαν άραγε ο Μπίστης και οι συνοδοιπόροι του: Α, ξέχασα. Σύμφωνα με τον φίλο Ανδρέα, ο εφαψίας του Σημίτη υπουργός ομιλεί καλώς την ελληνικήν. Ε, τότε ας κάνει εκπομπές με την Κανέλλη, σχολιάζοντας το ιδιόλεκτο της ΚΝΕ. Βιβλίο όμως; Το βιβλίο και η γραφή είναι ιερά πράγματα, ω Βασιλάκη, και δεν πρέπει να εκσπερματώνονται εις μάτην.

Α propos, όλη αυτή η έκρηξη δημοσιότητας για το βιβλίο του συνταγματολόγου καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου, οφείλεται στην επιστημονική του σημασία ή μήπως και στις υπηρεσίες που έχει προσφέρει ο συγγραφέας στο σύστημα εν γένει και στον αποδημήσαντα εκσυγχρονισμό συγκεκριμένα; Πάντως πολλοί από τους αναποτελεσματικούς νόμους των τελευταίων δεκαετιών φέρουν και την πνευματική του σφραγίδα, ώστε να παρουσιάζει ενδιαφέρον η εξέταση του πονήματός του και υπ’ αυτή την προοπτική. Επειδή δεν είναι μόνον ο sir Μαρκεζίνης πολιτικά διαπλεκόμενος. Και επειδή ένα περιοδικό σαν το A.R.B, εκτός του ενθουσιασμού για τα βιβλία, οφείλει να κριτικάρει διεισδυτικά και τις θέσεις τους.

Τέλος λίγα λόγια για τον ελληνοχριστιανισμό του κ. Βαλλιάνου. Το κίνημα του Παύλου ποτέ δεν θα επιβαλλόταν στον σαρωτικό βαθμό που επιβλήθηκε, αν δεν χρησιμοποιούσε ως όχημα την ελληνική γλώσσα και αν δεν εκινείτο με ασφάλεια σε όλο το ρωμαϊκό imperium. Ο γάμος λοιπόν του ελληνισμού και του χριστιανισμού και μια ιστορική πραγματικότητα συνιστά και τη μοίρα της Δύσης άλλαξε. Οι τρεις Ιεράρχες περισσότερο από το τι είπαν, έχει ιστορική σημασία σε ποιο ιδίωμα και με ποια πνευματικά υλικά το διατύπωσαν. Μοργανατικός μεν, γάμος δε, φίλτατοι. Και είναι τουλάχιστον ρομαντική αφέλεια- Ελλησιν μεν μωρία- να προσεγγίζουμε την Ιστορία με συναισθηματικούς αναχρονισμούς, του τύπου «Το μίσος (κατά των Ιουδαίων) ηχεί με αμείωτη ένταση καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα»!( sic). Ή πάλι το ότι οι λόγοι του Χρυσοστόμου οδήγησαν στη ναζιστική «τελική λύση». (σελ.37). Τέτοια ιδεοληπτική και α- χρονική προσέγγιση των ιστορικών φαινομένων δείχνει φονταμενταλισμό, ανάλογο των Ελληναράδων και των αγριοχριστιανών. Εκτός κι αν είναι μόνον ο Γιανναράς φαιδρός, όταν ζητεί να επιστρέψουμε στην πρωτοχριστιανική αλληλεγγύη, μπερδεύοντας τον βολονταρισμό με τη νηφάλια κριτική σκέψη. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος παρήκμασε μετά την παρακμή της πόλης- κράτους και τον κοσμοπολιτισμό των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου και γι’ αυτόν τον κόσμο νιώθουμε σεβασμό, νοσταλγία ίσως, αλλά δεν τον μυθοποιούμε, γιατί τότε σε τι θα διαφέρουμε από τον Λιακόπουλο; Και ειρήσθω εν παρόδω, βρήκα το άρθρο του κ. Βαλλιάνου εξαιρετικά καλογραμμένο, παρά τις συναισθηματικές του υπερβολές. Ο σοφός συνοδοιπόρος του Καστοριάδη Marcel Gauchet γράφει στο βιβλίο του Η απομάγευση του κόσμου, μια πολιτική ιστορία της θρησκείας, πως ο χριστιανισμός υπήρξε η θρησκεία της εξόδου από τη θρησκεία. Έρρωσθε.


Υ/Γ1. Ο Aboul-Ala- Maari έγραφε γύρω στο 1050 πως οι κάτοικοι της γης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ’ εκείνους που έχουν μυαλό αλλά δεν έχουν θρησκεία και σ’ εκείνους που έχουν θρησκεία αλλά δεν έχουν μυαλό.


Υ/Γ 2. Ακροτελεύτιο. Εντάξει η κριτική προς τον Μίκη και τη naiveté του. Το θέμα βέβαια είναι ποιος υπογράφει την κριτική και με τι προσόντα. Γιατί ο Μίκης, είτε μας αρέσει είτε όχι, αποτελεί κομμάτι της σύγχρονής μας Ιστορίας με τεράστια προσφορά στον τόπο. Και μόνον το ότι έφερε τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη στα χείλη του μεγάλου πλήθους φτάνει. Και σε τελική ανάλυση, καλύτερα να αντιδρά ο Μίκης, έστω και με σπίθες, παρά να σιωπούμε όλοι αιδημόνως, περιμένοντας τη επόμενη κατραπακιά, σε έναν τόπο γεμάτο τέφρα…


Μάνος Στεφανίδης