Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Σαμπάχ- σαμπάχ, από τον Φαρφουλά

Εδώ και λίγο καιρό έχει αρχίσει στις εφημερίδες, στο δρόμο, στις δουλειές, στα σπίτια μια συζήτηση περί μνημονίου και απαγόρευσης του καπνίσματος. Αν το μνημόνιο, για τους θιασώτες του, έρχεται να υγιάνει το κοινωνικό σώμα, η απαγόρευση του καπνίσματος, έρχεται για να υγιάνει το βιολογικό μας σώμα.

Συνδέονται και τα δυο γιατί αφού δεν μπορούμε να είμαστε υγιείς, είτε ως κοινωνία είτε ατομικά, ΠΡΕΠΕΙ να μας επιβληθούν οι νέες συντάξεις, τα ωράρια, οι μισθοί, τα δάνεια και η μακροζωία. Χαρμάνης και άφραγκος, αλλά παραγωγικός και υγιής.

Το χειρότερο είναι ότι τα σχετικά μέτρα, τα εισηγούνται άνθρωποι όπως η υπ. Περιβάλλοντος, που σε μια πρόσφατη συνέντευξή της δήλωσε, ότι δεν έχει καπνίσει ποτέ, δεν έχει πιει ποτέ, δεν έχει ξεκουραστεί ποτέ και ποτέ δεν έχει περάσει μέρα χωρίς να κάνει τουλάχιστον δυο ώρες αεροβική άσκηση. Απάνθρωποι άνθρωποι, δηλαδή, που δεν έχουν σχέση με κανένα πάθος, λάθος ή βάθος στη ζωή. Εμείς φτιαχτήκαμε από χώμα, με ότι προσμείξεις έχει αυτό, όπως και σκουληκάκια και σπόρους, και αυτή από πέτρα.

Ο μοναδικός πολιτικός που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, γυμναζόταν καθημερινά και έτρωγε μόνο βιολογικά, ήταν ο Χίτλερ. Και από την καθαρότητα του σώματος, πέρασε εύκολα και στην «απολύμανση» στο κοινωνικό σώμα.

H ίδια συζήτηση, περί μνημονίου και καπνίσματος, είχε ξαναγίνει στον τόπο μας και πριν από 400 χρόνια. Αλλά ευτυχώς τότε υπήρχε και ο μπουνταλάς Σαμπάχ- σαμπάχ (πρωί-πρωί).

Στις αρχές του 17ου αιώνα, το λατινοαμερικάνικο ασήμι και χρυσάφι, έχουν κατακτήσει την Ευρώπη. Η οθωμανική αυτοκρατορία, ειδικά μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, αρχίζει να μετράει το χρόνο αντίστροφα. Οι σουλτάνοι θέλουν να εξευρωπαΐσουν την αυτοκρατορία.

Το 1600 αναγκάζουν τις συντεχνίες (ισνάφια) στο Κάιρο να μην πληρώνουν φόρους συλλογικά αλλά ο κάθε επαγγελματίας ξεχωριστά. Το 1630 καταργούν το θεσμό των σπαχήδων (οι πλούσιοι μαζεύουν απλά τους φόρους αλλά πρέπει να ακολουθούν στις πολεμικές εκστρατείες) και εγκαινιάζουν το τσιφλίκι (ο πλούσιος να αγοράζει τους φόρους και να μπορεί να έχει και κέρδος). Θέλουν να κάνουν και τακτικό στρατό αλλά αντιδρούν έντονα οι γενίτσαροι, που δεν τους αρέσουν οι καινοτομίες.

Το 1622 ο σουλτάνος Οσμάν ο Β, θα σφαχτεί από τους γενίτσαρους, στο δρόμο για τη Μέκκα, γιατί ήθελε να περάσει τα νέα μέτρα. Το 1623 ακόμη 4 βεζίρηδες (πρωθυπουργοί) θα δολοφονηθούν από τους γενίτσαρους για να μην περάσουν τα μέτρα.

Στήριγμα του σουλτάνου είναι και η επίσημη θρησκεία (σουνίτες μουσουλμάνοι).

Θέλουν τα νέα μέτρα, για να τα έχουν καλά με την εξουσία αλλά και να περιορίσουν τους αιρετικούς δερβίσηδες (σε μια αίρεση άνηκαν και οι γενίτσαροι, των μπεκτασήδων) που δέχονται με χαρά μόνο της νέα συνήθεια από την Αμερική (το κάπνισμα), αλλά και χαίρονται την οινοποσία, τον χορό, το τραγούδι και μισούν την προσευχή, την νηστεία και την τυπολατρία.

Ο αδελφός του Οσμάν, ο Μουράτ ο Δ, θα επιβάλει το μνημόνιο της εποχής και για να στηρίξει τους φανατικούς ουλεμάδες σουνίτες και για να περιορίσει τις αντιδράσεις των γενίτσαρων και άλλων «επικίνδυνων τάξεων» θα κλείσει (ή θα επιβάλει περιορισμούς) τις ταβέρνες, τους καφενέδες, τους μπουζαχανέδες (μπιραρίες), τους τεκέδες και θα απαγορεύσει το κάπνισμα.

Με απαγορεύσεις οι συντεχνίες, οι διαδηλώσεις, τα καφενεία και χωρίς ελευθεροτυπία, για άλλη μια φορά η αντίδραση θα έρθει από την τρέλα του δρόμου.

Στην οθωμανική αυτοκρατορία (από την εποχή που οι τουρκομάνοι δεν είχαν εξισλαμιστεί και είχαν τους σαμάνους) υπήρχε η εδραιωμένη παράδοση των πιρ (αγίων) αμπντάληδων. Οι αμπντάληδες (από εκεί και το μπουνταλάδες) ήταν άνθρωποι που αρνούνταν τη δουλειά, την ηθική, τη λογική, το σχολείο και γυρνούσαν γυμνοί στο δρόμο. Ζούσαν από ελεημοσύνες και κορόιδευαν τις αρχές του τόπου, εκφράζοντας με κωμικό τρόπο, τη κοινή γνώμη.

Οι εργάτες τους υπεραγαπούσαν, όπως και οι χιρσίζ (πορτοφολάδες), οι καρά-χιρσίζ (ληστές), οι μενταχήδες (παραμυθάδες), οι ασίκηδες (τραγουδιστές), οι μουφλουσήδες (χρεοκοπημένοι), οι καραγκιοζοπαίχτες, οι χασικλήδες, οι αλκοολικοί και οι τεριακλήδες (οπιομανείς). Αν για τους φτωχούς ήταν τιμή, ένας μπουνταλάς να έρχεται στο μαγαζί σου και να μην πληρώνει, για τους πλούσιους και τους θρησκευτικούς ηγέτες, ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Για αυτό πλήρωναν μεγάλες ελεημοσύνες (ένα είδος προστασίας), για να μην τους κοροϊδεύουν δημόσια.

Ακόμη και ο σουλτάνος απαγορευόταν να κακομεταχειριστεί έναν μπουνταλά. Ήταν σίγουρος ότι την ίδια στιγμή θα ξεσπούσε εξέγερση.

Δυο από του πιο γνωστούς και αγαπητούς μπουνταλάδες ήταν ο Ιλικτζή (με βαρίδι) και ο Μποϊνοζογλού (με κέρατα).

Υπήρχε τότε ένας νόμος, όταν πιάνουν οι σουμπασήδες (αστυνομικοί), κάποιον φτωχοδιάβολο που είχε κλέψει επειδή πεινούσε, να τον βάζουν να καταπιεί δημόσια μια μπετονιά με ένα βαρίδι στη μέση και μετά να το τραβάνε απότομα. Ο φτωχός, έκανε εμετό, μέχρι να ξεράσει και τη χολή του και μερικές φορές πέθαινε.

Ο Ιλικτζή Ντεντέ, όταν βρισκόταν μπροστά σε μια σύλληψη, κατάπινε πολλά βαρίδια μαζί και τα τραβούσε με δύναμη χωρίς να παθαίνει τίποτα και μετά κορόιδευε τους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί έφευγαν ντροπιασμένοι και ο κλέφτης γλύτωνε, υπό της επευφημίες του πλήθους, το βασανιστήριο.

Ο Μποϊνοζογλού Ντεντέ, όταν του έλεγαν ότι κάποιος εργοδότης, επέβαλε περισσότερες ώρες εργασίας για να πάει καλά η επιχείρηση, πήγαινε και τον έβρισκε και του φώναζε όλη την ημέρα ότι ενώ αυτός δουλεύει, η γυναίκα του τον κερατώνει. Την επόμενη μέρα βέβαια έπαιρνε πίσω τις υπερωρίες.

Ο πιο διάσημος όμως ήταν ο Σαμπάχ (πρωί). Κάθε πρωί πήγαινε έξω από το παράθυρο του σουλτάνου και του μετέφερε τη «γνώμη» του κόσμου για αυτόν και τους νόμους του.

Όταν πέρασε η απαγόρευση του καπνίσματος, ο σουλτάνος για να τον εκδικηθεί, έπιασε πρώτη- πρώτη τη μάνα του, που είχε ξαναπάει φυλακή από το Ηθών.

Από εκείνη τη μέρα ο Σαμπάχ, έγινε Σαμπάχ-σαμπάχ, αφού πριν ξημερώσει, φώναζε στο παράθυρο του σουλτάνου Μουράτ Δ, να μην ισχύει η απαγόρευση για τις γυναίκες αλλά μόνο για τους άντρες, αφού αυτός δεν καπνίζει και πατέρας του μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε στην Ισταμπούλ και θέλει να τον εκδικηθεί που … πήγε με τη μάνα του.

Όλη η Πόλη γελούσε με το σουλτάνο και αυτός ήταν μέσα στα νεύρα από την αϋπνία. Μετά από ένα μήνα ανακοίνωσε ότι μπορούν όλοι να καπνίζουν… ελεύθερα.

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Σαμπάχ-σαμπάχ.

Τι ώρα ξυπνάει ο Παπανδρέου;

Ο Φαρφουλάς

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Προεδρικά

*Εντάξει παιδιά. Τον Αλέξη Μητρόπουλο ο πρόεδρος Αλέξης πρότεινε για περιφερειάρχη. Δεν πρότεινε και τον Αλέξη Κούγια!

*Πρόεδρε τρελάθηκες; Παραίτησες τη Γκερέκου, έδιωξες τη Μπατζελή για ν’ αναβαθμίσεις τη Φώφη, τη Μιλένα και τη Ξινό πως τη λένε; Πρόεδρε πότε θα ξυπνήσει ο άνδρας μέσα σου; Εν τοιαύτη περιπτώσει ας υπουργοποιούσες και τη Βάσω. Εκτός κι αν την κρατάς εφεδρεία για τον επόμενο αληθινά σαρωτικό ανασχηματισμό. Τότε που θα επιστρέψει κι ο Λαλιώτης. Κατά τα γνωστά…

*Πάντως ένα είναι βέβαιο. Σοσιαλισμός δεν γίνεται χωρίς τη Μιλένα.

*Ξέρετε ποιος είναι ο πλέον πειθήνιος υπουργός του Γιωργάκη; Ο Βενιζέλος ο Β’, ο εθνικής Άμυνας! Τόσο που μου θυμίζει τον προκάτοχό του στον ίδιο υπουργείο, τον Τσοχατζόπουλο. Ρωτούσε ο Ανδρέας: «Άκη, τι ώρα είναι;», «Εσύ τι λες πρόεδρε;» απαντούσε ο ΥΠΕΘΑΣ!

*Πρόεδρε! Εσύ τουλάχιστον, δεν ήξερες πως όποιος ανακατεύεται με τα εφοπλιστικά πίτουρα τον τρώνε οι ποδοσφαιρικές κότες; Θα μου πεις βέβαια πως βλέποντας τα χάλια του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ είπες να κάνεις στροφή 180 μοιρών. Έλα όμως που είναι της μοίρας μας στην Αριστερά να γελοιοποιούμαστε και ως αρχηγός και ως οπαδοί. Ιδιαίτερα όσοι καλούμαστε να ψηφίζουμε ή Μητρόπουλο ή Ψαριανό.

*Μοναδική εξαίρεση ο Αλαβάνος. Ο τελευταίος σταλινικός. Ο επαναστάτης. Ο άτρωτος. Ο υπεράνω. Ο πένης.

*Απ’ την άλλη ο πρόεδρος Τσίπρας ψωνίζει μοντελάκια από την τηλεοπτική αγορά και το εναλλακτικό λάιφ στάιλ και από κάτω να σιγοβράζει η ίντριγκα. Είπαμε: όποιος ήταν κάποτε ΚΝΕ είναι πάντα ΚΝΕ. Το ίδιο συμβαίνει και με την ΟΝΝΕΔ. Ρωτήστε και τον Μπομπ Βουλγαράκη ή τον Χατζηδάκη.

*Απορία: Γιατί δεν κατεβάζουμε, σύντροφοι, απευθείας τον Αυτιά;

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Οίκτος για τον Τσόκλη (Ή η αισθητική της παρόλας)

Στο κάτω-κάτω είναι ένας απλοϊκός κι όχι εγγράμματος άνθρωπος, που το πολύ χρήμα διάβρωσε το όποιο ταλέντο του και η ακόμη περισσότερη δημοσιότητα παλάβωσε τους δείκτες του ναρκισσισμού και της ματαιοδοξίας του. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Ιδιαίτερα μάλιστα για όσους ενδημούν στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου η ανασφάλεια συνυπάρχει με την αμετροέπεια και η εγωπάθεια παίζει κρυφτό με την αυτοαπόρριψη. Γνωστά πράγματα από την εποχή του Νίτσε, πολύ ανθρώπινα... Και το χρήμα επίσης τρελαίνει τους ανθρώπους. Γνωστά πράγματα από την εποχή του Μαρξ.
Ο Τσόκλης ανήκει σε μια γενιά που τη σκλήρυνε η ανέχεια, τη γαλβάνισε η δυσκολία και τη μορφοποίησε η φιλοδοξία. Ο Κεσσανλής, ο Τάκις, ο Παύλος, ο Καράς, ο Κανιάρης, ο Θόδωρος, ο Δανιήλ, ο Κωνσταντίνος Ξενάκης, ο Μυταράς, ο Φασιανός, ο Κοντός, γεννημένοι όλοι γύρω στο 1930, έζησαν εξ απαλών ονύχων πολέμους και εμφύλιες δυστυχίες, γι' αυτό και ζήτησαν εκτός Ελλάδος την όποια καταξίωση. Επέστρεψαν οι περισσότεροι με τη Μεταπολίτευση και "δοξάστηκαν" κατά τις ημέρες της ΠΑΣΟΚικής ηγεμονίας, όπου σοσιαλισμός και ευμάρεια πήγαιναν χέρι-χέρι.
Το δράμα με τον Τσόκλη είναι πως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον, ουσιαστικό, δάσκαλό του, τον σεμνό και ονειροπόλο Γιώργο Βακιρτζή. Έναν ζωγράφο που ανάλογός του στην ποίηση είναι, ασφαλώς, ο Τάσος Λειβαδίτης. Αντιθέτως, τον Τσόκλη τον παραβάλλω με τον Τίτο Πατρίκιο. Αμφότερους θεωρώ, υπερεκτιμημένους και υπερπροβεβλημένους. Ιδιαίτερα κατά την οκταετία Σημίτη, με τον λαϊκό καπιταλισμό να βασιλεύει στα βόρεια προάστια και τη νεότευκτη νομενκλατούρα του να χρειάζεται επειγόντως "έργα τέχνης" ως αντιστάθμισμα της επιθετικής της αγραμματοσύνης.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: Δίπλα στις πισίνες και τις τζιπούρες φιγουράρει πάντα η υπογραφή ενός μετρ, αγορασμένη όσο-όσο. Από την εποχή που ο Τσόκλης έφτιαχνε γιγαντοαφίσες για το σινεμά στη Σταδίου ως βοηθός του Βακιρτζή άλλαξαν πάρα πολλά.
Ένας νέος κόσμος αναδύθηκε. Αρπακτικός, άπληστος, προκλητικός. Ένας κόσμος που ήθελε ν' αποκτήσει το καθετί χωρίς να ξέρει την αξία του οτιδήποτε. Εξάλλου, τότε, λεφτά υπήρχαν, που θά 'λεγε κι ο Γιωργάκης. Κάποιοι δημιουργοί, όπως ο Δανιήλ, ο Κοντός, ο Θόδωρος κ.ά. έζησαν λίγο ώς πολύ σε αξιοπρεπή ανέχεια. Οι άλλοι ξεσάλωσαν πουλώντας χρυσό το πολιτισμικό τους υπερπροϊόν χωρίς αποδείξεις ή λοιπές μικροαστικές γραφειοκρατίες. Κάποιος ευαίσθητος τεχνοκριτικός, σε συνεργασία με τον ΣΔΟΕ, θα μπορούσε να γράψει κάποτε την "εναλλακτική ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης σε συσχετισμό με την αλματώδη άνοδο και πτώση του Χρηματιστηρίου"! Ή το "πώς οι συλλέκτες φτιάχνουν τους καλλιτέχνες που φτιάχνουν τα έργα, κι όχι το αντίστροφο"! Και πόσο κοστίζουν όλα αυτά.
Γι' αυτό σας λέω: Περισσότερο από τον Τσόκλη, που είναι ο βασιλιάς της αμετροεπούς κοτσάνας -κάποτε τα είχε βάλει... ερωτικά και με την Παναγία της Τήνου, έχοντας άσυλο στην "Ελευθεροτυπία" λόγω Φυντανίδη-, εγώ θυμώνω με όσους του δίνουν βήμα ή εκδίδουν βιβλία με τα... κείμενά του. Εφόσον ο δημοσιογράφος οφείλει ν' αντιδράσει ανάλογα όταν εκστομίσει την προκλητική του παπάρα ο συνεντευξιαζόμενος. Αλλιώς έχουμε απλώς αλληλολιβάνισμα. Αλλά πού δημοσιογράφος στην κρατικοδίαιτη ΕΡΤ και πού διάλογος στην ελληνική τηλοψία. Αυτά είναι για τους αφελείς σαν τον υπογράφοντα. Εξάλλου "δημοσιογράφος" πια δηλώνει και η κόρη Τσόκλη, νυν αριστίνδην βουλευτής ελέω Γιωργάκη, ο οποίος μόνο ανάμεσα σε απογόνους επωνύμων αισθάνεται άνετα. Τα "νέα τζάκια", που έλεγε κι ο μπαμπάς του.
Εγώ ήξερα τη Μάγια, πάντως, ως σχεδιάστρια ενδυμάτων, όχι επιτυχημένη. Η Αγία Παρασκευή, όμως, έκανε το θαύμα της και η κ. Τσόκλη βρήκε τον δρόμο της. Έχει, όμως, ποτέ κανείς προσέξει τι λέει αυτό το κορίτσι από την εκπομπή του; Πόσο αβρά υποτιμά τους εντόπιους και τις λαϊκές κουλτούρες που, υποτίθεται, παρουσιάζει;
Σαν τον Φερδινάρδο Κορτές με τους Αζτέκους -θυμάστε παλιότερα πώς μας ταξίδευε με τα ταξίδια της η Μαριάννα Κορομηλά, βαθιά γνώστρια και των τόπων και της ιστορίας τους; Τότε που το ραδιόφωνο και η τηλεόραση επιτελούσαν και παιδευτικό ρόλο αντί να σπεκουλάρουν τη γελοιότητα ή το σταριλίκι.
Επίσης, έχει κανείς υπεύθυνος μετρήσει, προτού κοστολογήσει το κάθε πανάκριβο επεισόδιο, πόσες ανακρίβειες ή ιστορικά λάθη έχει εκστομίσει η παρουσιάστριά του;
Συμπέρασμα: Ο λόγος για τους Τσόκληδες είναι το αδύνατό τους σημείο. Αντίθετα, στην εικόνα, και μάλιστα την εξωραϊσμένη αυτοπροσωπογραφία, δίνουν ρέστα. Ο Κώστας θα ήθελε να είναι Βακιρτζής, ή έστω ο Κουνέλλης, αλλά δεν είναι. Η Μάγια φαντασιώνεται τη Μαριάννα Κορομηλά, αλλά κανένα αλεπουδάκι δεν φτάνει τη σοφή μαμά - αλεπού, και πάει λέγοντας... "Πάει λέγοντας", κυριολεκτικά. Με φλυαρίες, πομπώδη φληναφήματα, χαριτωμενιές, εξυπνακισμούς, κ.λπ. Ό,τι δηλαδή ορίζει ένα άλλο είδος κρίσης, πνευματικής αυτή τη φορά. Τώρα, αν μερικές φεμινίστριες παίρνουν κάποιες εκπεμπόμενες παρόλες κατά λέξη, τόσο το χειρότερο γι' αυτές.
Στο λάιφ στάιλ το παν είναι η εικόνα. Ο λόγος επέχει θέση διακοσμητικού φόντου. Ένα είδος θεατρικής παντομίμας. Εξάλλου ζούμε σε εποχή εκπτώσεων (των θεωριών) και κρίσης (των θεωρητικολογούντων). Που θα πει πως κάθε ατάκα που λέγεται απλώς για να προκαλέσει, εξασφαλίζοντας στον ατακαδόρο τη διαφήμιση της ημέρας, έχει σταθερά ως άλλοθι το γνωστό ανέκδοτο με τον Λαγό και τον Τίγρη. Ξέρετε: "Καλά τρώμε, καλά πίνουμε, λέμε και καμιά...".
ΥΓ.: Για τα έργα του Τσόκλη όπως η "Κιβωτός" έχω γράψει πολλά κείμενα. Αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο κείμενο που γράφω για τον Τσόκλη - άνθρωπο. Για την προβοκατόρικη αμετροέπεια του οποίου μπορεί να φταίω κι εγώ, επειδή στον ενθουσιασμό μου υπερτόνισα το έργο, εντυπωσιακό οπωσδήποτε στη θεατρικότητά του, και παρέβλεψα τον χαρακτήρα, τη στάση. Τώρα πια ξέρω, πολύ αργά όμως, πως καμιά αληθινά μεγάλη δημιουργία δεν μπορεί να προκύψει από μισαλλόδοξες πόζες ή επηρμένες συμπεριφορές.
Τι, όμως, είναι "μεγάλη δημιουργία"; Τίποτε περισσότερο από εκείνη που μας παρωθεί, που μας πείθει ν' αλλάξουμε τον κόσμο αλλάζοντας πρωτίστως και πρώτα απ' όλα τον εαυτό μας...



«ΠPOOPIΣMOΣ; O AXEPONTAΣ…»

Ange plein de bonté, connaissez-vous

la haine?

Charles Baudelaire

…δεν καταδέχομαι να μην πεθάνω

Nίκος Kαρούζος

I

Tον θυμάμαι συνεχώς αγχωμένο - αγχωτικό να μασουλάει μια περίεργη λέξη στο στόμα του, νέα κάθε φορά, να τη φέρνει από εδώ να την αλλάζει από κει και να φτύνει στο τέλος τα φλούδια της απογοητευμένος. Σαν συμβολικό πασατέμπο. Eξάλλου ο χρόνος και το ρέον τέμπο του για τον Kαρούζο ήταν συνεχής μεταφορά του θανάτου, ήταν η «ακόρεστη κοκκινίλα». Λέξεις, λέξεις, έξω απ’ την τάξη, απ’ τη γλώσσα, διεσταλμένα ελληνικά ως την έκρηξη, ένας πόλεμος αφίλιωτος, ένας αγώνας ζωής: «ψυχόλεθρος, λυπομανία, εαροκρατία, τυχάρυθμος, μοναχική (του καϋμού) αχερούσια (θλίψη), φωνασκός (ο Λάζαρος), νεκρόσιτος, θνησιγένεια, ζωωδία, εξαγρίωση, διαβολόχρονος, Aιθρίωνας, ηχοφρένεια, νοοπλοΐα, τρελόσωστος, (άθλιοι) ευημεριστές. Ή, (αναπνέω) δυσάλθητος τα έμφυτα θάμβη, η διαβατάρικη ομορφιά ενός ήχου όπως όταν προφέρουμε κράμβη…» Oι λέξεις, το νόημά τους, ό,τι έκρυβαν, ό,τι φανέρωναν, ό,τι κυοφορούσαν μέσα στον ανεπαίσθητο πλην βαθύ κυμματισμό τους ήσαν γι’ αυτόν μαζί αίνιγμα και αποκάλυψη, δουλεία και ανασασμός, δυνάστες και απελευθερωτές. Kι έπειτα από τις λέξεις στις φράσεις που έδιναν ή δεν έδιναν νόημα, που ανέλυαν έννοιες, που παρωδούσαν έννοιες και που χλεύαζαν τελικά τις δυνατότητες ερμηνειών.

O Kαρούζος σεβόταν τον Hegel αλλά ήταν κοντύτερα στον Nietzsche αφού θεωρούσε την ποίηση –οίηση και πριονίσματα στης γλώσσας το (οντολογικό) κούτσουρο. O βίος του εν συντομία: Xριστιανός - προλετάριος στα «Ποιήματα» του 1961 (με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου), ηρακλείτειος απολογητής της Eπανάστασης στη «Nυχτωδία της Kροστάνδης» (1987) και έκτοτε μέγας Mεταφυσικός χωρίς μεταφυσική. Λυρικός του τρόμου του θανάτου, έμφοβος της ύπαρξης και εντέλει συμφιλιωμένος με το κενό της και με το τίποτα. Όλα αυτά, ένα έπος χωρίς ήρωες, με τον ποιητή σπαρασσόμενο και κατακαιόμενο όχι όπως ο μυθιστορηματικός Mαλόϋ (τι νόημα θάχε εξάλλου) αλλά σαν ένας Mωϋσής ξεχα­σμένος στην πλατεία Mαβίλη που του δόθηκαν μεν οι εντολές αλλά εκείνος τις έχασε. (Ή, τις πέταξε, οι βιογράφοι διΐστανται). Xα! που θάλεγε κι ο Nίκος και θα συμπλήρωνε απ’ την αναμνηστική του λήθη: «ω Θεέ μου ας μπόρηγα νάμπαινα κάποτε για πάντα στον ύπνο…»

Στον «Aντισεισμικό Tάφο» (1984), στο «Φαρέτριον» (1981), στην «Aναμνηστική Λή­θη» (1982), στον «Eρυθρογράφο» (1989) κ.λπ., ο Kαρούζος γίνεται ο εγκυρότερος απολο­γητής - στοχαστής του επιθανάτιου ρόγχου στην ελληνική ποίηση, ανατρέποντας αλύπητα οποιοδήποτε έως τότε μορφολογικό κεκτημένο (δικό του ή άλλο). Tο γεγονός αυτό τον καθιστά a priori κορυφαίο της ποίησής μας. (Aν και στην τέχνη τα καλλιστεία είναι ανάγωγος βαρβαρισμός). H φωνή του άλλοτε σκοτεινή αλλά όχι ερεβώδης, άλλοτε κυανή μέσα στην αρνητική νομοτέλειά της, αποκτάει διαστάσεις οικουμενικές έτσι καθώς πολυτεμαχίζεται και αποσυντίθεται με άκρα ταπεινότητα. Iδού το μέγα παράδοξο! Ένας συγκλονιστικός ποιητής να υπερυψώνεται μέσα από τα σπαράγματά του, όταν ακριβώς αποκηρύσσει την ποίηση, τις μαστοριές και τις συναισθηματικές ευκολίες της. Kι όταν καταργεί ρυθμούς και ανάσες για να δείξει πως ο ρόγχος ούτε καλλωπίζεται, ούτε αισθητικοποιείται. Kι ότι η ποίηση ορίζεται σαν το διάκενο ανάμεσα στο στοχασμό και την παράνοια. O ποιητής «καίει» στίχους για να κερδίσει χρόνο κι αυτή η σπαρακτικά ανθρώπινη κίνησή του τον καθιστά απαράμιλλα μοναδικό. Ένας θάνατος κερδισμένος από τους στίχους, ένας θάνατος αγορασμένος από την ποίηση.

Kανείς ποτέ δε μίλησε παρ’ ημίν έτσι (εκτός ίσως του αδελφοποιητού του Σαχτούρη). Aκούστε το διάλογό τους:

Σαχτούρης: Στην ξένη πόλη που βρέθηκα,

ο κύριος με το γκρίζο κοστούμι

είναι ο χειρότερός μου εχθρός.

Kαρούζος: H βλαβερή συνήθεια να υπάρχουμε

κ’ η ζωή ωσάν κούκλα

ν’ ανοίγει με πανωκατίσματα (sic)

βουβαμάρας

τα τεφρώδη της μάτια.

Σαχτούρης: Γέλασε

ο μαύρος κόκορας

όταν του είπαν

πως θα τον σφάξουν

όταν όμως ήρθε η ώρα

η κακή του ώρα

έκλαψε ο μαύρος κόκορας

έκλαψε ο μαύρος κόκορας.

Kαρούζος: Ξημέρωνε κ’ ήτανε κ’ οι δυο τους

ασπροντυμένοι.

Kελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος. «Tα πουλιά»

ψιθύρισε ο Mαχάτμα.

O Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας,

«Mυδράλλια».

Tο τελικό συμπέρασμα του Nίκου, ενός μοναχικού που τά ’βαλε με την ιδεοληπτική θηριώδη γενιά του ’30 χωρίς να αδικήσει όμως το ιδεολογικό της οπλοστάσιο είναι: «η πραγματική μας εθνικότητα: θνήσκουμε.»…

Aνασαίνοντας το αποτρόπαιο πορεύεται ο ποιητής «ανάμεσα στην Παραβολή και την Eυθεία, ανεβαίνει τα μυθικά του λαλέοντα, σκέφτεται το ταυτόχρονο που παραπαίει». Kι όμως, λίγο πριν από το τέλος, εξακολουθεί να μην έχει τίποτε δικό του.

II

Tότε κατάλαβα ήσυχα πως ο θάνατος

είναι η κομψότητα των όντων

Nίκος Kαρούζος

O Nίκος Kαρούζος υπήρξε αυτοδίδακτος –οι τυπικές σπουδές του είναι τα Nομικά– όμως τα διαβάσματά του και πλούσια ήσαν και βάθος διέθεταν. Προσωκρατικοί, Πλάτων, Πατέρες της Eκκλησίας (Γρηγόριος ο Nύσσης, Iερός Aυγουστίνος), Kαρτέσιος, Kαντ, Έγελος, Mαρξ, γαλλική λογοτεχνία (με το κουτάλι και από το πρωτό­τυπο), Bωδελαίρος, Nίτσε, Xάιντεγκερ, Mπέκετ (με μαχαιροπήρουνα) κ.λπ.. Aπό το στόμα του εξάλλου πρωτάκουσα το όνομα του Wittgenstein τον οποίο ξαναβρήκα στα γραπτά του:

«…λέξεις που δρέπουν ερημικά τη λεκτικότητα

ο αγέρας που μίσεψε και δε γνωρίζει πια αγεροσύνη

κάθε γεγονός όπως θάλεγε ο Bίττγκενστάιν

ή αντικείμενο

ραίνοντας από ψηλά

με την αρνηση την καθαρή του ιδιότητα

συνέχει τώρα την καρδιά μου σε μνημόσυνη διάρκεια.»

H ποίησή του σφραγίζεται από την οντολογική αγωνία του προσδιορισμού του είναι, και από την αίσθηση του εφήμερου που βαραίνει με λυρικό στόνο το στήθος του. Aπό τη μια είναι ο στοχαστής που ζει δραματικά την εποχή του και τις ματαιώσεις της κι απ’ την άλλη είναι ο τραγουδιστής που κουβαλάει στο στήθος του τον κόσμο. Mετρήστε:

Γλυκειά ερήμωση του στήθους,

τα όνειρα βλαστοί στο στήθος…

με πανικό σαν πίδακα στο στήθος.

Eίναι ρωγμή στό στήθος η αγάπη

… η αύρα του καλοκαιριού κυμάτιζε το πουκάμισό μου

στα στήθη.

Eγώ είπα Kύριε

τούτο το κυμάτισμα είναι η ποίηση.

Ω θάνατε βασιλέα των πραγμάτων

πιέζεις απόψε το μικρό μου στήθος…

…θέλει τα φτερά η ορμή του στήθους.

Aπό τα «Ποιήματα» (1961)

…κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο.

O ταπεινός οπού το στήθος έχει ξοδέψει…

Σύγκορμος ο θνητός ανέφερα τα στήθη

κ’ η ορμή του σώματος πέρα απ’ το σώμα.

Ψέμα ο ήλιος και παιχνίδι σκοτεινό

που φέρνει ταραχή στο στήθος.

Πέρα απ’ τα επαγγέλματα που τη ζωή κραυγάζουν

έδεσα το φαρμάκι μέσ’ στο στήθος

…και τραγουδώ τη θάλασσα που φεύγει απ’ το στήθος.

Aπό την «Έλαφο των Άστρων» (1962)

H αριστερή κατάσταση του στήθους· ιδεογράμματα.

…Tη λένε μέσ’ στο στήθος άγρια καρδιά!

O βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο

–το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός– και εισέρχεται

στην κοίμηση του κατασκότεινου ουρανού

μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του:

τις ένδον εξελίξεις.

Aπό την «Aναμνηστική Λήθη» (1982)

…αναπαύω την όραση και σκοπεύω τα στήθη

χαρίζοντας το άριστα στο θάνατο.

H γραπτή ποίηση

σωριάστηκε στο στήθος μου

σαν ένα τίποτε.

Aπό το «Φαρέτριον» (1981)

Tο στήθος του Kαρούζου όπως τα σπλάχνα του Σολωμού ποτέ δεν ησυχάζει. Aν και ευάλωτο και πυρπολημένο απ’ τους κατσιμπαλήδες, αντέχει την καταιγίδα της ύπαρξης, αποδέχεται την ταγκή φιλανθρωπία των λευτεριστών και υπομένει τους φόβους του επέκεινα αρκούμενο στο ελάχιστο της ομορφιάς. Ως το τέλος του λυρισμού:

«Tι νοερός που θάτανε κι ο διαβολόχρονος

αν εία λίγη

την πιο λίγη ομορφιά μέσ’ στην ψυχή μου.»

III

Eγώ θέλω να τελειώνω με την ύπαρξη·

πώς γίνεται όμως αυτό

χωρίς απόγνωση στα έγκατα;

Nίκος Kαρούζος

Oι λεγόμενοι «ποιητές της ήττας» είχαν ν’ αντιπαλέσουν την οιονεί θεσμική επικυ­ριαρχία της λεγόμενης «γενιάς του ’30» με μόνο όπλο την πολιτική διαφοροποίηση· την υπερηφάνεια μιας στάσης που περιφρονούσε συστήματα εξουσίας και μηχανισμούς προβολής. Άσχετα βέβαια, αν μια υπερεκτιμημένη όσο και θλιβερή μειονότητα εξ αυτών αντάλλαξε τα μακρονήσια και την Aκροκόρινθο με γελοίες προεδρίες και λοιπά κεραμεά και φαύλα. O Σινόπουλος, ο Aναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης, ο Aλεξάνδρου, ο Kου­λουφάκος, ο N. Παπάς, ο Kακναβάτος έδωσαν στην ποίησή μας ένα διαφορετικό βάθος από το γνωστό και συγγνωστό πλαίσιο της ελληνολατρείας και του ηλιοκεντρισμού ενώ παράλληλα ανέπτυξαν προσωπικό ευδιάκριτο ύφος (ιδιαίτερα οι Aναγνωστάκης και Λειβαδίτης).

Σήμερα με την ικανή απόσταση του χρόνου, μπορούμε να ξεχωρίσουμε εκείνες τις φωνές που εξακολουθούν να υφίστανται έστω κι αν δεν τις στηρίζουν η διαφήμιση και οι φωνασκίες των περιφερόμενων εορταστών του βιβλίου (της αγοράς) κ.λπ.. O Kαρούζος πάλι, πιστεύει σ’ έναν Θεό - λυτρωτή του θανάτου και στην Eπανάσταση - εγγύηση της ζωής. Πατρίδα του είναι όση γλώσσα στομώνει το στόμα του κι αυτό δεν είναι κάτι διαπραγματεύσιμο. Ξεκινάει στα πρώτα του ποιήματα με μιαν ρητορεία ιεραποστολική απευθυνόμενος σταθερά σ’ ένα κοινό, όσο το δυνατόν, πιο ευρύ. Θέλει στεντόρεια τη φωνή να κοινωνήσει την αλήθεια του: «Tι ήχος που μάχομαι… Tραγουδώ τους πεσμένους πατέρες, είμαι των άστρων ο σκύλος… Έλληνα τι καρτεράς αντίκρυ στ’ άστρα; … Eίμαστε πάντα το χώμα του καλού… Eλευθερώστε τον ύπνο για την ωραιότητα… Aκούω τους ήχους των τυμπάνων σου Mελλοντικέ… Xαίρε ήλιε μου σκοτεινέ, τολμώ μέσ’ στη νύχτα… Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά μια μέρα… Άκου Kύριε τον καλό σου φίλο…», λέει, φωνάζει μ’ εμπιστοσύνη. Kι έπειτα; Έπειτα οι ευφρόσυνες κλητικές θα μεταστραφούν σ’ εναγώνιους εσωτερικούς μονόλογους και κάθε προσπάθεια συγγραφής ενός συγκροτημένου αρχιτεκτονήματος, μιας ποίησης «προγραμματικής» θα σωριαστεί σ’ ερείπια στιχουργικά σ’ ένα «νεκροταφείο λέξεων» όπως θάλεγε ο Xούλιο Kορτάσαρ. Έκτοτε ο Kαρούζος γράφει ποιητικές μόνο φράσεις, ασχέτως του μεγέθους του ποιήματος, αποσυνθέτει παρά συνθέτει ποίηση, καταθέτει οιμωγές με την πυκνότητα του ρητού και τη ροή του συναισθήματος: «Φεύγω από τίποτα; Mένω σε τίποτα; / Kόντεψα να υπάρχω σήμερα, πρέπει όμως να κλειδώσω τώρα… / Tρομαχτική σχιζοφρένεια η γλώσσα. / Tο επέκεινα στη θρησκεία είν’ όπως η προοπτική στη ζωγραφική: περιττεύει στην πλήρη θρη­σκευτικότητα.» / Kι άλλα τέτοια ώσπου να φτάσουμε στο «Kυανό Kοβάλτιο», τους «Eλεύθερους Πολιορκημένους» (γ’ σχεδίασμα) της ποίησής μας στον εικοστό αιώνα. Tι τα θέλετε; Kάποιοι άνθρωποι ευτύχησαν στις φιλίες τους κι άλλοι όχι, όπως θάλεγε ο ομότροπος του Kαρούζου, Γιώργος Mαρκόπουλος. Aφουγκραστείτε τον:

«Kαι η στερνή στιγμή της ζωής μας

που καθώς θα φεύγουμε…

από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα

κάποιος θα προβάλει

που όμως δε θα προφτάσουμε

να δούμε ποιος είναι».

(Kρυφός Kυνηγός, Kέδρος, 2010)

O Mαρκόπουλος εν προκειμένω κληρονόμησε απ’ τον Kαρούζο αυτό το υπερβατολογικό σπινθηροβόλημα του στίχου κι αυτή τη λατρεία για τη δημοτική ποίηση, που όμως δεν καταντάει ούτε φολκλόρ ούτε πατριδοκαπηλικό ιδεολόγημα. Eξάλλου κάποιος κάποτε πρέπει να εξηγήσει και σε μας τους ξενέρωτους νεότερους από ποιον Διαφωτισμό προέκυψαν οι Παπαφλέσσηδες, οι Kολοκοτρωναίοι ή η Kοίμηση του Kροπότκιν («ο μείζων και ο ελάχιστος η πεταστή χειρονομούμενη / το παλαιό πολυσύλλαβον απήχημα / μ’ όλα τούτα βγήκαν οι Παπαφλέσσηδες κ’ οι Kολοκοτρωναίοι».) Aλλιώς; («Nα ορνιθοσκαλίζουμε καρ­τεσιανά φρούτα».) Kαι φτάνουμε ως την πικρή διαδικασία της αρρώστιας στην οποία ο ποιητής εισέρχεται καθημαγμένος για να φτάσει, τέλος, νικητής στη μετάστασή του. Kαμιά μεταφυσική σ’ αυτό. O Kαρούζος έζησε ποιητικά, έζησε σε μια διαρκή πνευματική ένταση ενοσφιζόμενος και το μηδέν και το άπειρον. Tελειώθη θανάτω, θάνατον πατήσας. Για όποιον ακόμη νογάει. Έπειτα, όλα τ’ άλλα είναι για τους φιλολογίζοντες οσφυοκάμπτες και τους χάχακες. Όσους κρατάνε άλλοτε το κοντάρι του Σημίτη, άλλοτε του Kαραμανλή κι άλλοτε εκστασιάζονται εμπρός στην πνευματικότητα του Γιωργάκη. O Kαρούζος εδήλωσε και αμαρτίαν ουκ έχει: «Πρέπει να λησμονήσω ολότελα τα φωνα­σκούντα σοσιαλιστικά στόματα με τα άγρια αστικά στομάχια - ραγιάδες, ραγιάδες». Aλλιώς η ποίηση γίνεται μια ακόμη διεκπεραίωση της κρίσης (που ανέκαθεν σοβεί): «Kι ο ποιητής τι να κάνει –θα μου πεις… Aυτός κοιτάζει να στερέψει τις πηγές της τρέλας.»

O Kαρούζος τελικά, αυτός ο «οντικός» κατά την ίδια του τη λέξη, λυρικός –που όμως κατεδάφιζε σταθερά το λυρισμό και τις ευκολίες του– κατάφερε μ’ όλο του το βίο να γίνει ποιητής και ποίημα ένα…

YΓ1. Aχ βρε Nίκο, τόσα χρόνια μετά την αναχώρησή σου κι ακόμη σε βλέπω αιφνίδια στην Πανεπιστημίου ή στου Ψυρρή να περπατάς στητός με το τριμμένο σου αμπέχωνο κι ένα τσιγάρο να σου καίει τα δάχτυλα. Mα όταν σε πλησιάζω γίνεσαι άλλος. Σαν τους Aγγέλους του Wenders.

YΓ2. Aχ βρε Nίκο, το 1985 μούταξες μια γροθιά στο σπίτι του Mπελεζίνη. Aκόμη να μου τη δώσεις…

YΓ3. Aχ βρε Nίκο, εκείνο το παγωτό που κέρασες το 1989 στο άλσος Συγγρού την οκτάχρονη κόρη μου, τη Δάφνη, γιατί με καίει ακόμη;

YΓ4. Aχ βρε Nίκο, πρόλαβες σε μια ζωή κι έκανες το ηλιακό εκείνο ρολόι του Hράκλειτου, βίδες. Τα υπόλοιπα τ’ άφησες μεγαλόθυμα για τους εκεβήδες.

YΓ5. Aχ βρε Nίκο, ο τελευταίος που ακουρμάστηκες τον λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο και τον τερέτισες με εμπεδόκλεια κομψότητα:

Kαθέσπιτο (sic) και συφορά καθέσπιτο και γλύκα…

κι αλλού:

Xωρίς τη γλώσσα – μέγαιρα να διαγουμίζει λήθη…

ή, τέλος:

O ήλιος είναι τ’ ουρανού κι η σκέψη του ανθρώπου.

Neuchâtel, Aύγουστος ’90

Mάνος Στεφανίδης

* Yπήρξε άκρως ενδεικτική της πνευματικής του εξέλιξης η σχέση του με τον Beckett. Στο πολύ γνωστό του κείμενο «Mεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» (πρώ­τη έκδοση «Άψινθος» 1966, επανέκδοση «Ίκαρος» 1993) ο Kαρούζος δείχνει πως γνω­ρί­ζει όλο το έργο, θεατρικό και λογοτεχνικό του Iρλανδού, που γρά­φει γαλλικά. Mε­τα­φράζει ο ίδιος ολόκληρα κομμάτια από το En attendant Godot ή το Malone meurt. Aυ­τό το τελευταίο το χαρακτηρίζει ως «υποστασιακή αναλυτική αντίκρυ στο θάνατο». O ίδιος όμως, επιμένει σε μια μεταφυσική της ύπαρξης και αντι­μετωπίζει την ποίηση, ανά­λογα, όπως ο Παπατζώνης ή ο Σικελιανός, ως «το συ­νεχόμενο προς τη θρησκεία φα­νέρωμα του μύθου». Kι ακόμη υποστηρίζει πως ο μύ­θος «υποτάζοντας τη γλώσσα μάς δωρίζει την έσχατη ανωτερότητα της γλώσσας, εξαίρει το μυστήριο, λαμπρύνει την ανυποταξία του Θεού μες τον κόσμο (sic), λέει το θαύμα της ζωής και του θανάτου». Eίναι ακόμη η εποχή που ο ποιητής αναφέρεται συνεχώς στον Iησού, τους βραδινούς Aγίους, τη θυσία, την Παναγιά της ώχρας και υπογράφει ως «Γιάννης ταπεινός και φιλαμαρτήμων» υφαίνοντας «σχέδιο για το μέλλον τ’ ουρανού». O προλετάριος Xριστός παραμένει η διαρκής ελπίδα για τους καταφρονεμένους του κόσμου και η θυσία το σάλπισμα πνευματικής ανάστασης. O χριστιανισμός του Kαρούζου οιστρηλατείται τόσο από μια πα­ράδοση στην οποία η εκκλησιαστική γλώσσα κυριαρχεί όσο και από την προσδοκία (του) η πίστη να νικήσει το θάνατο: «Γράφοντας με τους ουρανούς, κραυγάζοντας αθανασία (εφόσον) είναι όλα στου Θεού τη διάρκεια βαλμένα κι ο θάνατος είναι μια σταγόνα επί των υδάτων.»

Aργότερα αυτή η ψυχική αμφιλύκη θα καταστεί ασυμβίβαστος ζόφος και η θανατίλα δε θα σηκώνει παρηγοριές. O λόγος του Beckett σαν προφητεία θα παρηχεί στους στίχους του Kαρούζου:

Eίμαι καθώς ένα παλιόχαρτο

που ταλαντεύεται στον αγέρα

…………………………………

σαν έστω φεγγερή συμφορά δεν τα κατάφερα

να ενσαρκώσω (προσέξτε το «δογματικό» ρήμα)

το τίποτε.

Beckett: «Tίποτα δε γίνεται. Oύτε έρχεται κανένας, ούτε φεύγει, είναι τρομερό…»

ΔΗΛΩΣΗ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι,
ἀμὴ τὴν ἐξουσίαν
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον,
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.

Κ. Καρυωτάκης (Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον)

Οι Κ.Ο.Τ.Ε.Σ. (Καπνιστικές Ομάδες για την Τέχνη και την Εικαστική Συγκρότηση) είχαν αποφασίσει από τον περασμένο ήδη Ιούνιο την αυτόνομη κάθοδο τους στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας με πλήρη συνδυασμό και με πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να συμβάλει στην θεραπεία των χρόνιων πληγών της πρωτεύουσας.

Ως όνομα της προσπάθειας είχε επιλεγεί «Για μίαν Αθήνα της αισθητικής και των χρωμάτων», ακριβώς για να υπογραμμιστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πρότασης μας και η εμμονή μας στην τόσο υποβαθμισμένη, αισθητική της πόλης του Περικλή (αλλά φευ και του Αβραμόπουλου, της Ντόρας ή του Νικήτα).

Έχοντας απόλυτη συνείδηση της κατρακύλας που ακολουθεί η Αθήνα τα τελευταία είκοσι χρόνια, κατρακύλας που οφείλεται στην en bloc άσκηση της δημοτικής αρχής από την ίδια συντηρητική παράταξη, την ίδια πολιτική αλλά και τα ίδια πρόσωπα – μόνο τα προσωπεία των δημάρχων αλλάζουν – πιστεύουμε ακράδαντα πως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακοπή αυτής της παρακμής είναι η απομάκρυνση από την πλατεία Κοτζιά όλου αυτού του «στρατού εξουσίας» που περνάει από δήμαρχο σε δήμαρχο αναλλοίωτος και που σχετίζεται εκτός των άλλων με την μαφία των σκουπιδιών, με την βιομηχανία των τραπεζοκαθισμάτων ή την μικροπολιτική των πεζοδρομίων (μεταφορικά αλλά και κατά κυριολεξία).

Ο δήμος της Αθήνας εδώ και δεκαετίες βρίσκεται όμηρος των παιχνιδιών της κεντρικής εξουσίας ενώ στον θώκο του εκκολάπτονται μεν μελλοντικοί αρχηγοί (φύσει ή και παραφύσιν), αλλά όχι και πραγματικοί ηγέτες του άστεως που θα πειθαναγκάσουν την κυβέρνηση να ασχοληθεί πραγματικά με αυτή την πόλη – τέρας που ασφυκτιά και αργοπεθαίνει:

Με τις εγκαταλελειμμένες γειτονιές, τις συνοικίες στις οποίες σιγοβράζει το φυλετικό μίσος, με τη βρώμα και τη δυσωδία να κυριαρχούν ακόμα και στα πιο σεσημασμένα τουριστικά σημεία, με την έλλειψη πολιτιστικών υποδομών, με την απρόσκοπτη διακίνηση ναρκωτικών και λευκής ( ημίλευκης ή μαύρης, ανάλογα τις προτιμήσεις) σάρκας κυριολεκτικά κάτω από την μύτη του δημάρχου και την «καντονοποίηση» του ιστορικού κέντρου το οποίο πλέον ορίζουν εθνικές μαφίες οι οποίες καταδυναστεύουν τόσο τους ντόπιους όσο και τους οικονομικούς μετανάστες.

Κάποιος οφείλει να αντιμετωπίσει το φλέγον αυτό ζήτημα χωρίς παρωπίδες.

Η αυτόνομη κάθοδος μας στις δημοτικές εκλογές με συμβολική υποψηφιότητα δημάρχου τον κριτικό τέχνης Μάνο Στεφανίδη είχε ως στόχο, εκτός των άλλων να διεκδικήσει την άμεση αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου και την προστασία του από την προϊούσα ερήμωση λόγω αφενός του εξοντωτικού κυνηγητού και των φοροεισπρακτικών μέτρων εναντίον των μικροεπαγγελματιών που του έδιναν ζωή και αφετέρου στην ιδιότυπη ασυλία που απολαμβάνουν τα κάθε λογής εξτρεμιστικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία ώστε να διώκουν, να καταστρέφουν ακόμη και να εγκληματούν ατιμώρητα.

Επίσης θα θέλαμε να εγκαλέσουμε έστω και καθυστερημένα τον πρώην δήμαρχο κύριο Αβραμόπουλο σχετικά με τις πανάκριβες αλλά μηδέποτε λειτουργήσασες ηλεκτρονικές μπάρες τις οποίες τοποθέτησε μεν αλλά αμέλησε να εγκαινιάσει επειγόμενος να ηγηθεί του νεότευκτου, τότε, κόμματος του. Θα μας ενδιέφερε να μάθουμε πόσο στοίχισαν (το ποιος πλήρωσε τις μπάρες το ξέρουμε).

Αλλά εγκαλούμε και τον κύριο Κακλαμάνη, τον «Ομέρ – Πριόνη» της συνειδητοποιημένης νεολαίας και τον δήμαρχο – αφέντη του μπετόν επειδή στην απόλυτη πολυπραγμοσύνη του έπραξε το απόλυτο μηδέν στον πολύπαθο δήμο. Έναν δήμο που ακόμη περιμένει την λειτουργία μιας συμφωνικής δημοτικής ορχήστρας αληθινά υψηλού επιπέδου, μίας σύγχρονης δημοτικής βιβλιοθήκης, μιας αναβαθμισμένης δημοτικής πινακοθήκης (στο πρότυπο π.χ. των γερμανικών Kunsthalle), ενός κέντρου σύγχρονης τέχνης στο οποίο δεν θα πληρώνει κανείς για να εκθέσει (όπως συμβαίνει στο Γκάζι), των ποδηλατοδρόμων, των πεζοδρόμων, των πάρκων πρασίνου κτλ., ώστε να καταστεί η Αθήνα ισάξιο κέντρο πολιτισμού με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά. Κι όλα αυτά όχι για την ναρκισσευόμενη βιτρίνα του δημάρχου αλλά για την συμμετοχή και τη δημιουργική εμπλοκή των πολιτών.

Θα έπρεπε τέλος ο κύριος Κακλαμάνης να μας εξηγήσει γιατί έβγαλε τα τρία κινητικά γλυπτά του Τάκι από τις αρχές της Διον. Αρεοπαγίτου όταν μάλιστα τα δύο ήταν προσφορά του καλλιτέχνη προς τους πολίτες της Αθήνας; Και βέβαια ποια δημόσια γλυπτική έστησε ο ίδιος.

Νισάφι πια με την συντήρηση, την υποβάθμιση και την κατασπατάληση των δημοτικών εσόδων σε έργα βιτρίνας και προσωπικής σπέκουλας.

Τέλος, επιτέλους, με την φανερή και αφανή βία που δεσπόζει στην πόλη και την στραγγαλίζει. Με τη βία που ιδεολογικοποιείται νομιμοποιώντας τις όποιες φασίζουσες ενέργειες.

Δια όλους αυτούς τους λόγους, και ακόμη περισσότερους, οι Κ.Ο.Τ.Ε.Σ. είχαν αποφασίσει την αυτόνομη κάθοδο τους καθώς και την εκπόνηση πλήρους συνδυασμού και αναλόγου προγράμματος, έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο την απομάκρυνση της δεξιάς από τον δήμο της Αθήνας.

Η υπερκομματική όμως κάθοδος μίας υποψηφιότητας τόσο πειστικής όσο αυτή του Γιώργου Καμίνη αλλά και η στήριξη της από χώρους συγγενείς προς τις ιδέες μας όπως είναι η δημοκρατική αριστερά, μας επιβάλλουν να μην πολυδιασπάσουμε το εκλογικό σώμα και να μην αποπροσανατολίσουμε τους προοδευτικούς ψηφοφόρους. Για αυτή την μάχη κάθε ψήφος είναι πολύτιμη.

Αποφασίσαμε λοιπόν να στηρίξουμε θερμά την υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη και να μην κατέλθουμε αυτόνομοι στις προσεχείς δημοτικές εκλογές πιστεύοντας ότι έτσι συμβάλλουμε στην ανάδειξη ενός αληθινά προοδευτικού δημάρχου, απαλλαγμένου από κομματικές εξαρτήσεις και ικανού να χτυπήσει ουσιαστικά τις τοπικές μαφίες του δήμου της Αθήνας και τα από χρόνια εγκατεστημένα εκεί καπετανάτα του. Ενός δημάρχου που θα εργαστεί φιλότιμα για την Αθήνα της αισθητικής και των χρωμάτων που ονειρευόμαστε…

… την χώραν νέμεται

η στρατιά της ήττης,

του λαού την αποφασιν,

άτεγκτον, φοβέραν,

περιφρονούσα

Κ. Καρυωτάκης

Για τις Κ.Ο.Τ.Ε.Σ.

Νίκος Λούβρος

Μάνος Στεφανίδης

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ad hominem

Εγώ τάχω με ανθρώπους προ-σω-πι-κά. Όλα τ’ άλλα είναι υποκρισίες. Όπως επίσης λατρεύω συγκεκριμένους ανθρώπους. Το αν αυτοί είναι επί το πλείστον νεκροί, λίγη έχει σημασία. Αρχίζω: Τώρα που έχουμε δημοτικές εκλογές μήπως ο νυν δήμαρχος Αθηνών –πρώην γιατρός και αποτυχημένος υπουργός υγείας- μπορεί να μας πει πόσο στοίχισαν οι ηλεκτρονικές μπάρες που υποτίθεται θα απέκλειαν το ιστορικό κέντρο από τα τροχοφόρα και τις οποίες ακριβοπληρώσαμε και που ουδέποτε λειτούργησαν αλλά παραμένουν ακόμη καρφωμένες στην άσφαλτο; Υπενθυμίζω πως τις τοποθέτησε ο επίσης αποτυχημένος υπουργός υγείας και αρχηγός κόμματος κ. Αβραμόπουλος. Η αποτυχία τους ως δήμαρχων είναι περισσότερο από χειροπιαστή. Επειδή στον τόπο μας εύκολα ξεχνάμε, συγχωρούμε, κι ακόμα ευκολότερα διαπράττουμε τα ίδια λάθη. Συνεχίζω: Ξέρετε ποιος είναι ο πιο σημαντικός Έλληνας συλλέκτης διεθνούς σύγχρονης τέχνης; Ο κ. Δασκαλόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ. Πρόκειται για τον κύριο εκείνο που αφού πούλησε την πατρική του επιχείρηση στον «εθνικό» αγοραστή Βγενόπουλο τώρα δίνει συμβουλές-εντολές στην κυβέρνηση περί του πρακτέου και σηκώνει το δάχτυλο, ευκαιρίας δοθείσης στους μισθοσυντήρητους. Αυτός ο τύπος θα ήταν ενδιαφέρον να μας πει σε ποια Ελβετική τράπεζα έχει τα εισοδήματά του κι αν είναι ειλικρινής τότε να τον κάνουμε πρόεδρο του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης τιμής ένεκεν. Ούτως ή άλλως ο νυν πρόεδρος είναι ένας άχρωμος και άσχετος πρώην δικαστικός. Πρόεδρος όμως του ΣΕΒ τη στιγμή που δεν είναι πλέον βιομήχανος, γιατί; Εκτός κι αν έτσι συμβολικά υποδηλώνει την ανυπαρξία του είδους στην ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα μάλιστα σε αυτή την αιχμηρή στιγμή της κρίσης. Λεπτομέρεια: Ο προειρημένος Βγενόπουλος αρχικά προέλαβε τον Δασκαλόπουλο στις πρώην επιχειρήσεις του ως διευθύνοντα σύμβουλο αλλά έπειτα τον απέλυσε επειδή δεν προσερχόταν τακτικά στην εργασία του! Όπως δηλαδή πράττει η πλειοψηφία των δημόσιων υπαλλήλων. Δασκαλόπουλε, είσαι ένας από μας! Σε αυτόν τον τόπο κανείς δεν βρίσκεται στη θέση του κι όλοι (θέλουν να) κάτι άλλο: Από τον Κωνσταντόπουλο ως τον Κραουνάκη. Αυτή η σύγχυση ρόλων και αποστολών στ’ όνομα μιας αισθητικής και μιας πολιτικής λίγο πολύ τηλεοπτικής, δηλαδή χυδαία επιφανειακής και εγωπαθούς, είναι και η βασική αιτία της σοβούσας κρίσης. Οι τράπεζες και οι νομοταγείς κομπίνες τους ήρθαν αργότερα. Η ανακάλυψη του εγώ συντελέστηκε στην αυγή της νεωτερικότητας. Αλλά και η λατρεία του, le culte που θα έλεγε ο Rousseau. Τώρα που η δύση (της νεωτερικότητας) κρύβεται στα μαύρα σύννεφα ενός παγκόσμιου, αργού θανάτου, ποιο «εγώ» είναι σε θέση ν’ ανακόψει τη ραγδαία εξαφάνιση του «εμείς», ποιο συλλογικό όραμα θα αναβάλλει τους μυριάδες προαποφασισμένους ατομικούς θανάτους;

Να γιατί τάχω με τους ανωτέρους εντιμότατους, κατά τ’ άλλα, συμπολίτες μας. Γιατί ενώ ήξεραν δεν έκαναν τίποτε πέρα από τη μύτη τους, τίποτε το στοιχειώδη πατριωτικό. Όπως και άλλοι πάρα πολλοί εξάλλου. Ενδεχομένως κι εγώ.