Για τις εικόνες και τη σάρκα τους
Το δράμα της εποχής μας είναι πως η διαφήμιση, η
κατανάλωση
και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται.
Π. Κονδύλης
και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται.
Π. Κονδύλης
Λέει η
Μάσα στις «Τρεις Αδελφές»: "εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος έχει χρέος να
πιστεύει σε κάτι ή τουλάχιστον να ψάχνει για κάτι που θα πιστέψει αλλιώς η ζωή
του είναι άδεια, πολύ άδεια..."
Ζούμε σε
μιαν θλιβερή περίοδο κρίσης και παρακμής. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η
κατάσταση, σου απαγορεύεται ακόμη και να πενθήσεις. Αφού δεν υπάρχει νεκρός.
Υπάρχουν μόνο κάποια εκατομμύρια ζόμπι, φαντάσματα, ζωντανόνεκροι που
καμώνονται τις ατομικές περιπτώσεις, υποστηρίζουν σπασμωδικά την ανθρώπινη τους
υπόσταση αλλά κατ' ουσίαν είναι από καιρό νεκρωμένοι. Προσέξτε, όχι
νεκροί...Νε-κρω-μέ-νοι, φυλακισμένοι, σε μιαν μικροαστική απάθεια, σε μιαν
ατομική ιδιωτεία. Η τέχνη, πάλι, μπορεί να κάνει, όχι χωρίς κόπο, «εμείς» τα
χιλιάδες αδιέξοδα «εγώ». Μπορούμε με εικόνες ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο; Μπορούμε;
Ο Γάλλος
κοινωνιολόγος Νικολά Μπουριώ (Nicolas Bourriaud) ανατρέχοντας στα κείμενα του
Φλωμπέρ διατείνεται πως η τέχνη είναι η απόλυτη μορφή ελευθερίας και πως η
αλληλεπίδραση μεταξύ των θεατών της, ο συχνά φορτισμένος διάλογος ανάμεσα στο
δημιουργό και το κοινό αντιμάχεται τη γενικότερη τάση της κοινωνικής
κατάρρευσης. Λέει χαρακτηριστικά: «Με τις υπηρεσίες τους οι καλλιτέχνες
θεραπεύουν τις πληγές των κοινωνικών θεσμών... και αυτού του είδους η τέχνη
είναι και ουμανιστική και δημοκρατική.»
Δεν θα
μπορούσα να βρω καλύτερο πρόλογο για την παρούσα αναδρομική έκθεση μνήμης του αξέχαστου
φίλου μου Ηρακλή Παρχαρίδη που διοργανώνει ο δήμος Κερατσινίου από το ανωτέρω κείμενο
του Μπουριώ. Επειδή το κείμενο αυτό, με νηφάλιο τρόπο, καταργεί προκαταλήψεις ή
φοβίες που ίσως ισχύουν στη χώρα του ως προς την σύγχρονη τέχνη, αλλά που
σίγουρα ισχύουν και στην Ελλάδα.
Για τον
Ηρακλή Παρχαρίδη, ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό βλέμμα, ιερότητα της
ματιάς. Ο πίνακας δεν είναι απλώς μια αφηγηματική φαντασμαγορία, αλλά κάτι το
ιερό και το μυστικό. Τα αχανή τοπία με τους φράχτες, τα τείχη των παλαιών
πόλεων, τα σπίτια που μισοβυθίζονται στο σκοτάδι και το χιόνι, δεν είναι τόσο
αναπαραστάσεις όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και
με τις ανθρώπινες φιγούρες. Πρόκειται για αρχέτυπα μοναξιάς ή μελαγχολίας
μάλλον, παρά για ρεαλιστικές προσεγγίσεις του θέματος. Και το κυριότερο: Άτομα
και τοπία αποδίδονται από τον ζωγράφο με μέσα αμιγώς μορφοπλαστικά και με
συνεχή την αγονία της ανανέωσης της φόρμας, σε βαθμό ώστε το κλασικό και το
πειραματικό να εξισορροπούν.
Ο Ηρακλής
Παρχαρίδης, μακριά από νεοελληνικές περί-γραφικότητες ή ετοιματζίδικες φολκλόρ
συγκινήσεις, αρθρώνει έναν εικαστικό λόγο, στοχαστικό, αρχιτεκτονημένο,
ελεγειακό. Θέμα του η ανθρώπινη ύπαρξη σ’ έναν κόσμο που διαρκώς χάνει τα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Μία τέτοια πρόθεση εύκολα θα παρέσυρε σε οπτική
φλυαρία ή μελοδραματικά κλισέ. Η παιδεία αλλά και ο ψυχισμός του ζωγράφου τον
προστάτεψαν από τέτοιες ατραπούς. Η ποιητική του πάλι επιβάλλει μέσα από ένα
οξυδερκές σχέδιο το χτίσιμο συγκεκριμένων συμβόλων: η φιγούρα, ο οίκος, η
πόλις, το δέντρο, η ομάδα των ανθρώπων, το αρχέγονο τοπίο, η μυθική φύση πριν
την έλευση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Η Δημουλά θα το έλεγε αλλιώς:
«Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι. Πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω; Γιατί η
ζωγραφική στις μέρες μας υπάρχει περισσότερο για να υπερασπίζεται παράπονα».
Μέσα από
αυτά τα εικαστικά σύμβολα αρθρώνεται σαν σε σκηνογραφία ενός κειμένου που δεν
έχει γραφεί ακόμη ο ζωγραφικός του λόγος. Ένα αληθινό θέατρο χωρίς όμως λόγια,
οι πίνακές του ερευνούν χώρους και καταστάσεις σε μία ζώνη, θα λέγαμε,
λυκόφωτος. Τα υλικά του τώρα είναι πιο άμεσα, γήινα -στόκοι, κάρβουνο, ακρυλικά
κ.α.- και το αποτέλεσμα λιγότερο χρωματικό-κραυγαλέο και περισσότερο
υποβλητικό-ελεγειακό. Σαν θαμπές τοιχογραφίες ενός Ρούμπλιεφ που δεν
ανακαλύφθηκε ακόμη, ο Παρχαρίδης ζωγραφίζει με μνημειακό τρόπο και υπαινικτικά
κιαροσκούρα τους σχοινοβάτες της ζωής που κακοφόρμισε, τους μύθους και τα
θαύματα μιας θρησκείας που δεν διαθέτει πια πιστούς. Στην εποχή της βασανιστικής
ορατότητας και της έκλειψης των σωμάτων -δηλαδή του απορφανισμού της επιθυμίας-
ο Παρχαρίδης βλέπει τον κόσμο με τα μάτια μισόκλειστα σαν τους παλιούς
αγιογράφους. Δηλαδή, ονειρεύεται τον κόσμο και ανακαλύπτει τον κόσμο
περιπλανώμενος στις εσχατιές της ψυχής του.
Το 1870,
οι νέοι καλλιτέχνες της Αγίας Ρωσίας, μετά από προτροπή του κριτικού Βλαντιμίρ
Στάσοφ, εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα και περιηγήθηκαν τις αχανείς στέπες για να
μάθουν την άφωνη ζωή των εξαθλιωμένων μαζών. Λόγω αυτή της στάσης ονομάστηκαν
«Περεντβίζνικι», περιπλανώμενοι. Ένας περεντβίζνικ σαν τον Ιλία Ρέπιν είναι ο
Παρχαρίδης με αναφορές τόσο στο ρώσικο, υψηλόφρονα ρεαλισμό, όσο και στην
εικονοποιητική φαντασία του Chagall. Η περιπέτειά του στη ζωγραφική, όλα αυτά
τα χρόνια, τον έμαθε κάτι πολύτιμο: πως στοχάζεται κανείς καλύτερα με τα μάτια
κλειστά. Και πως βλέπει κανείς καλύτερα με τα μάτια βουρκωμένα...
ΥΓ.
Πόσο παρών είναι απόψε ο Ηρακλής, έτσι καθώς ορατός-αόρατος κοιτάζει με το
γαλανό, ονειροπόλο του βλέμμα τα έργα. Δεν χρειάζεται πια να πει τίποτε άλλο.
Ούτε αυτός, ούτε κι εμείς. Όσο περνάει ο χρόνος, οι πίνακες του αποκτούν τη
δική τους, όλο και πιο εύγλωττη, εκφραστική φωνή…
Μάνος
Στεφανίδης
Αν.
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ
Την καθαρότητα της ονειροπόλας ψυχής, την έβγαζε στον καμβά ο Λατρεμένος μας Ηρακλής!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα έργα του μοναδικά! Ωραίος Άνθρωπος σε όλα ,μα πρώτα στην ψυχή ,όπως και τα έργα του,όμορφα καθαρά!