Στον Ηρακλή Λογοθέτη
Πεθαίνει η τέχνη; Πεθαίνει κι η ποίηση όταν Πολιτεία, δηλαδή η κοινωνία των ανθρώπων η οποία την κυοφορεί, είναι πια νεκρή; Ο Αριστοφάνης, όπως εξάλλου κι ο Θουκυδίδης κι ο Πλάτωνας κι ο Ευριπίδης θρηνούν στα κείμενα τους πρωτίστως την αργή καταστροφή της ιδανικής, της αγαπημένης τους πόλης η οποία κατέρρευσε, παρά την τελειότητα, παρά την ελευθερία και τη δύναμη της δημοκρατίας που κατέκτησε, από μίαν παράλογη (;) μανία αυτοκαταστροφής. Ύβρις και Νέμεσις.
Για παράδειγμα, ο Επιτάφιος του Περικλή - που στην μορφή που μάς παραδόθηκε, γράφτηκε ΜΕΤΆ το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, δεν είναι τόσο ο ύμνος αλλά κυρίως ο θρήνος του Θουκυδίδη για την παρακμή της Αθήνας. Την οποία παρακμή ο ιστορικός βιώνει δραματικά σ' όλη την διάρκεια της ώριμης ζωής του. Την ίδια παρακμή σχολιάζει έμμεσα και ο Αριστοφάνης αναλογιζόμενος πως η ποίηση δεν φτάνει για να σωθούν οι θεσμοί. Από την άλλη ένας συνήθης, ιστορικός αναχρονισμός παλαιομαρξιστικής υφής θεωρεί αξιωματικά τον Αριστοφάνη συντηρητικό, τον Πλάτωνα αντιδραστικό, τον Αισχύλο αρχαϊκό - δηλαδή εκτός εποχής - τον Ευριπίδη άθεο ή μισογύνη κ.ο.κ. Χάνοντας έτσι το νεύρο αλλά και το άρωμα της εποχής. Η αλήθεια όμως των κειμένων τους αποκαλύπτει εντελώς άλλα πράγματα. Μόνο που τα κείμενα πλέον ελάχιστοι τα διαβάζουν ουσιαστικά και ακόμα πιο λίγοι τα παίρνουν στα σοβαρά. Οι πολλοί τα χρησιμοποιούν ως αφορμή, για να πουν τα "πολύτιμα" δικά τους.
Σε μία κατάμεστη Επίδαυρο είδαμε το Σάββατο τα "Βατράχια" της σκηνοθέτιδας Έφης Μπίρμπα, του συζύγου της Άρη Σερβετάλη και του μεταφραστή Κωνσταντίνου Μπλάθρα, σε μίαν ευαίσθητη όσο και διεισδυτική προσέγγιση του αριστοφανικού κειμένου. Με τις λιγότερες, δυνατές αυθαιρεσίες ή περικοπές - κυρίως στα λυρικά μέρη - αλλά και την υποψιασμένη ενσωμάτωση στίχων από την αισχύλεια και την ευριπίδεια τραγωδία στη θέση του παραδοσιακού "Αγώνα" των δύο νεκρών ποιητών. Έτσι ώστε να δικαιολογείται ο υπότιτλος μία κωμωδία με DNA τραγωδίας. Ούτως ή άλλως ο Αριστοφάνης με αυτή την τελευταία του κωμωδία την οποία υποβάλλει με ψευδώνυμο, ξεμπερδεύει - νομίζει - με τον ιδεολογικό του αντίπαλο Ευριπίδη. Λειτουργώντας παράλληλα ως κριτικός θεάτρου αφού είναι ο πρώτος που επισημοποιεί την κορυφαία τριάδα της τραγικής - της πιο πολιτικής - ποίησης όλων των εποχών. Ήδη από το 405 π.Χ. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σοφοκλής αποσύρεται από τη διεκδίκηση του κορυφαίου ποιητή και στον Αγώνα συμμετέχουν μόνο ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης.
Προσωπικά δεν ξεχνώ το μεγάλο μάθημα του φίλου μου Παύλου Μάτεσι, δαιμόνιου μεταφραστή του Αριστοφάνη εκτός των άλλων, ο οποίος επέμενε ότι ο ποιητής αυτός είναι βαθύτατα λυρικός, το αποδεικνύουν εξ άλλου τα χορικά του, ενώ μία αδιόρατη μελαγχολία τον συνενέχει ανάλογη με εκείνη του "εύθυμου" Μότσαρτ. Εγώ, πάλι, θα έλεγα, παραφράζοντας τον Καρούζο, την εν λόγω μελαγχολία, κομψότητα. Η παράσταση το αντελήφθη απόλυτα έτσι ώστε το ρίγος του ποιητικού λόγου να διαπερνά το κοίλον παραμερίζοντας τις εύκολες ατάκες ή το ακόμη πιο εύκολο χάχανο. Βρισκόμαστε στον βασίλειο των νεκρών και τις όχθες της Αχερουσίας λίμνης όπου κοάζουν τα βατράχια του Άδη, μη το ξεχνάμε, και άρα το μεταφυσικό στοιχείο δεν επιτρέπεται να υποβαθμιστεί.
Θέλω εξ αρχής να πω ότι για μένα θεατρική παράσταση είναι κυρίως ο ηθοποιός και αμέσως μετά το κείμενο. Είναι τέλος εκείνο το σύνολο που δουλεύει από κοινού τις εκφραστικές λύσεις και δοκιμάζει τις αντοχές του λόγου ώστε το αποτέλεσμα να είναι κατά το δυνατόν πιο άρτιο σκηνικά.
Αυτή λοιπόν την, όχι αυτονόητη, αίσθηση αποκόμισα από την παράσταση. Νέοι άνθρωποι ταλαντούχοι όσο και συγκινημένοι που βρίσκονται στον τόπο - μήτρα του παγκόσμιου θεάτρου για πρώτη φορά, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και συγχρόνως το μέτρο της ευαισθησίας τους. Έτσι λοιπόν είδαμε με ανακούφιση το ποιητικό κείμενο να υπηρετείται με σεβασμό και συγχρόνως εξαιρετικοί ηθοποιοί, με αναμφισβήτητη χημεία, να αλωνίζουν κυριολεκτικά την ορχήστρα σε μιαν ακούραστη, χορευτική κινησιολογία και τη συνεχή εναλλαγή crescendo και minuendo, εσωτερικότητας και απελευθερωτικών ξεσπασμάτων. Ξεχώρισα προφανώς τον Άρη Σερβετάλη που ωριμάζει ραγδαία - αρκεί να προσέξει την ταύτιση μ' έναν προσωπικό φορμαλισμό - τον Μιχάλη Σαράντη που αναδεικνύεται στον κορυφαίο της γενιάς του και τον Αργύρη Ξάφη που πάντα με ξαφνιάζει καθώς οβιδιακά μεταμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του ρόλου μακριά από κάθε μανιέρα. Ισόρροπα με εντυπωσίασαν τα κορίτσια του χορού, με πρώτη την Ηλέκτρα Νικολούζου, ενώ οι ευφάνταστες τουαλέτες τους με παρέπεμψαν σε εκείνο το πρώιμο έργο του Μονέ με τα ζευγάρια που ονειροβατούν, μέρα μεσημέρι, στον κήπο (1870). Κι αν κρίσιμο δίδυμο εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου Διονύσου - Ξανθία (ένας Πούντιλα με τον υπηρέτη του Μάτυ ή ένας Δον Ζουάν με τον Λεπορέλο) με πήγε πίσω στις παραστάσεις του Σολομού (1959) με τον Νέζερ, τον Παντελή Ζερβό ή τον Βόκοβιτς αλλά κι αργότερα του Κουν με τον Καρακατσάνη, τον Λαζάνη ή τον Χατζημάρκο, τα κορίτσια της παράστασης έβγαζαν ποιότητες της Αντιγόνης Βαλάκου, της Ελένης Χατζηαργύρη και της Άννας Συνοδινού.
Κι είναι τόσο συγκινητικό βλέπεις ακόμα και μέσα στο πιο συνειδητό μεταμοντέρνο να διασώζεται η κλασικότητα της παράδοσης. Τέλος, το σκηνικό εύρημα της μεγάλης, κατακόκκινης καρδιάς που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, μού θύμισε το τεράστιο εγκέφαλο που είχε στήσει ο Διονύσης Φωτόπουλος στην ιστορική παράσταση του "Οιδίποδα τύραννου" του Γιώργου Μιχαηλίδη στον ίδιο χώρο. Από την άλλη, μ' ενόχλησαν οι ισοπεδωτικοί φωτισμοί της ορχήστρας - λίμνης από καθρέφτες γιατί δεν βοηθούσαν στην ανάδειξη της δράσης των ηθοποιών καθώς οι αντανακλάσεις τους μπέρδευαν τους πολλούς που βρίσκονταν στα ορεινά του θεάτρου. Γενικά η σκηνοθέτις φάνηκε, σε αρκετές στιγμές, να μην ελέγχει τις απαιτήσεις του κυκλικού χώρου και να λειτουργεί σαν να ήταν σε παραδοσιακή boîte italienne. Όμως η τελική αίσθηση υπήρξε θετική και με υποσχέσεις για το μέλλον.
ΥΓ. 1 Η αρχική εικόνα με τον Διόνυσο και τον Ξανθία να διαλαλούν σαν τελάληδες "χώμα και φυτά", με παρέπεμψε σαφώς στην Δημουλά και το ποίημα το σχετικό με την αγορά χώματος από την λαϊκή όχι για τα λουλούδια ή για τις γλάστρες αλλά για προσωπική της εξοικείωση. Πρόκειται για αυτήν την ποιητική του θανάτου την οποία υπαινίχθηκα πιο πάνω αλλά και την ευκταία δυναμική ενός έργου τέχνης να προκαλεί συνειρμούς και έτσι να παραπέμπει σε άλλα έργα σαν αισθητική πανήγυρη της συνείδησης.
ΥΓ. 2 Ενοχλητική και κακόγουστη η κλητική προσφώνηση "Δούλο"! Από την άλλη, το μικρόφωνο στο στόμα του ηθοποιού έγινε πλέον κανόνας. Μάλλον η μαγική Επίδαυρος έχει πια απολέσει την μαγική ακουστική της.
Σημ. Στη δεύτερη φωτογραφία, την οποία τράβηξα καθ' οδόν προς Λυγουριό, στους κολπίσκους του Σοφικού Κορινθίας, φαίνεται καθαρά πώς ένα κειμενικό έργο μπορεί να λειτουργεί και ως συμβολική εικόνα.
Υπάρχει, εν προκειμένω, ένα πρώτο επίπεδο στο οποίο κάνεις διακρίνει όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το νόημα, μετά ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο το ίδιο το νόημα καθαίρεται από τα περιττά και ένα τρίτο επίπεδο, στο βάθος, προς το οποίο συγκλίνουν πρωτεύοντα και δευτερεύοντα στοιχεία ώστε να δημιουργηθεί ένα αισθητικό - νοηματικό όλον. Ποίηση, τέλος, είναι εκείνο το βαρκάκι που ταξιδεύει σαν ξεχασμένο στο βάθος. Νομίζω πως τα Βατράχια διέθεταν ικανοποιητικά αυτή την τρισυπόστατη εικόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου