"...Κι ύστερα να, κι ο πόνος, έχει και αυτός το καλό του. Υποφέρετε λίγο. Ο Νικόλκα που λέγαμε, έχει ίσως δίκιο που θέλει να υποφέρη. Ξέρω δεν πιστεύετε, λοιπόν μη διστάζετε: δοθήτε ειλικρινά στη ζωή χωρίς να το σκεφτόσαστε. Μην ανησυχήτε, θα σας βγάλη στην ακρογιαλιά και θα σας ξαναστήση στα πόδια σας. Ποιά ακρογιαλιά; Μήπως το ξέρω και εγώ; ... Και πάλι είναι ευτύχημα που σκοτώσατε μόνο μία κακή γριά, θα μπορούσατε να είχατε φαντασθή μία άλλη θεωρία και να φθάνατε σε ένα εκατό εκατομμύρια φορές πιο τερατώδες αποτέλεσμα! Πρέπει ακόμα να ευχαριστήτε το Θεό, ίσως. Πού ξέρετε; Ίσως ο Θεός να σας φυλάη για κάποιο πράγμα. Όσο για σας, έχετε θάρρος και μη φοβόσαστε τόσο. Μήπως η μεγάλη δοκιμασία που έρχεται είναι εκείνο που σας φοβίζει; Όχι, τότε θα ήταν ντροπή να φοβάστε. Αφού εκτελέσετε μία τέτοια πράξη, τώρα φανήτε δυνατός. Υπάρχει μιά δικαιοσύνη..."
Ο ανακριτής Πορφύρης στον Ρασκόλνικωφ, Έγκλημα και Τιμωρία, σελ. 537.
Αυτό το καλοκαίρι διάβασα στα αγγλικά τις "Νεκρές Ψυχές" - Dead Souls - του Νικολάι Γκόγκολ από την Oxford university press και με εισαγωγή του περίφημου φιλολόγου sir Maurice Bowra. Μετά αντιπαρέβαλα τις ελληνικές μεταφράσεις του πολυαγαπημένου βιβλίου και τις βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες. Πρόκειται για ένα απολαυστικό κείμενο - ποταμό, τόσο διασκεδαστικό όσο και αναστοχαστικό ως προς το τι είναι αφήγηση, που προλαβαίνει πολλούς μοντερνιστές του 20ού αιώνα και βέβαια προετοιμάζει σαφώς τον Ντοστογιέφσκι.
Στη συνέχεια διάβασα ξανά το Έγκλημα και Τιμωρία στην πλήρη του έκδοση, του 1968 από τον Γαλαξία με μία προσοχή και μ' ένα σεβασμό τον οποίον αναγνωστικά έχω δείξει μόνο για την Οδύσσεια του Ομήρου. Τι έξοχο κείμενο, παρά το ακατάστατο, αγχωμένο ύφος του συγγραφέα, τι ιδιοφυής σχεδιασμός των χαρακτήρων και της ψυχολογίας τους, τι έντονα θεατρική ατμόσφαιρα, με τους διαλόγους να ξεδιπλώνονται ατελείωτοι και να κορυφώνονται αριστοτεχνικά καθώς οι πρωταγωνιστές και οι δευτεραγωνιστές βουλιάζουν αβοήθητοι στο δράμα της ύπαρξής τους της ίδιας. Το βιβλίο τελειώνει με την παράθεση του αναλυτικού σχεδιασμού - σχεδόν δέκα σελίδες από τις 650 συνολικά - που έγραψε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι δίνοντας μικρές περιλήψεις για τα μέρη και τα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου του. Αληθινό μάθημα αρχιτεκτονικής! ( Η μετάφραση είναι του Α.Κ. Ξέρει κανείς κάτι περισσότερο);
Έπειτα διάβασα το μυθιστόρημα The Personal Librarian, ένα best seller των Marie Benedict και Victoria Christopher Murray. Πρόκειται για τη ζωή της προσωπικής βιβλιοθηκάριου του περίφημου τραπεζίτη και μεγαλοβιομήχανου J.P. Morgan, της Belle da Costa Greene, μιας αφροαμερικανίδας η οποία τολμάει να μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πλάι στο διάσημο αφεντικό της συγκροτώντας, με την καλλιέργεια και το πείσμα της, την περίφημη συλλογή παλαιών βιβλίων και χειρογράφων της Morgan library.
Λεπτομέρεια: Η πρωταγωνίστρια που είναι μαύρη, αλλάζει το όνομα της από Greener σε Greene, παρουσιάζεται σαν λευκή και ως τέτοια σταδιοδρομεί ακόμα και ως ερωτική σύντροφος του διάσημου ιστορικού τέχνης Bernard Berenson. Σουφραζέτες, φυλετικές διακρίσεις, αγώνας για τα δικαιώματα των μαύρων και παράλληλα ο λαμπρός κόσμος των δημοπρασιών και του ανταγωνισμού των μεγιστάνων της αμερικανικής οικονομικής ζωής ώστε να αποκτήσουν με τα ιλιγγιώδη ποσά που δαπανούν, το άλλοθι του φιλότεχνου, στοιχειοθετούν τον κόσμο του βιβλίου. Οι λεγόμενοι καυστικά robber barons - δηλαδή ληστοβαρώνοι (αυτοί που μετά τον Εμφύλιο έστησαν έναν, συχνά, μονοπωλιακό - ληστρικό καπιταλισμό στην Αμερική). Απολαυστικό, "αμερικάνικο", γρήγορο γράψιμο, ένα μάθημα του πως (πρέπει να) γράφεται ένα best seller, ένα"εμπορικό" βιβλίο.
Τέλος, έπεσε στα χέρια μου τυχαία, από έκδοση - προσφορά του 2020 για την εφημερίδα Το Βήμα, το γνωστό μυθιστόρημα της Patricia Highsmith "Καταδίωξη στη Βενετία" σε αναθεωρημένη μετάφραση του Βασίλη Πουλάκου. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μίνωας το 2017. Γραφή αληθινά παραισθητική, χαρακτήρες που βουλιάζουν στην παράνοια και την λατρεία της βίας, μοναδική περιγραφή μιας κρύας, υγρής και μυστηριώδους Βενετίας η οποία, ως η απόλυτη σκηνογραφία του παραλόγου, συντελεί στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του έργου. Το δίδυμο των πρωταγωνιστών, ένας Αμερικανός τυχοδιώκτης ζωγράφος και ο νεαρός γαμπρός του, θυμίζουν πολύ το ανάλογο ζευγάρι του θαυμαστού κυρίου Ρίπλεϊ. Μόνο που εδώ η ψυχογραφία των ηρώων κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί το μανιακό κυνηγητό τους κυριολεκτικά αγχωμένος, χωρίς κατ' ουσίαν να συμβαίνουν και πολλά πράγματα (δεν έχουμε καν φόνο ή κλοπή), παρά μόνο η γοητεία της περιγραφής της Highsmith. Ή, αλλιώς, ανάγνωση με κομμένη την ανάσα όπως θα ήθελε ο Γκοντάρ. Ένα μικρό αριστούργημα σε μία πρόχειρα τυπωμένη έκδοση που αξίζει όμως τον κόπο να την αναζητήσετε.
Σημ. Κοινό στοιχείο και στους τρεις, μεγάλους συγγραφείς - παρά τις εξόφθαλμες διαφορές τους - δηλαδή στον Γκόγκολ, τον Ντοστογιέφσκι και την Χάισμιθ είναι πως η αφήγηση για αυτούς λειτουργεί ως τυπική διαδικασία ώστε να εκθέσουν τον προβληματισμό τους πάνω ακριβώς στις δυνατότητες και την ουσία της γραφής. Με άλλα λόγια πρόκειται για μιαν γραφή που διαρκώς αυθυπονομεύεται. Που δεν είναι όσα γράφει...
ΥΓ. Θα διάβαζα κι άλλο αλλά πήγαινα και θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου