Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Ερζατς

Δείτε την έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, η οποία ανιχνεύει ιστορικά τις, συχνά σαρωτικές, επιδράσεις του παρισινού κέντρου προς το αθηναϊκό, νεοπαγές (από)κεντρο. Πολύ θετικό το γεγονός ότι η ΕΠΜΑΣ, σε μια δική της -επιτέλους- παραγωγή, ανασκουμπώνεται να δώσει ερμηνείες και να βρει παραλληλισμούς. Το παιχνίδι είναι συχνά διασκεδαστικό, ιδιαίτερα όταν οι παίχτες του αγνοούν τη ζοφερή πλευρά που υποκρύπτει κάθε παίγνιο. Το ίδιο εξάλλου συμβαίνει και στη Γλυπτοθήκη, όπου εμπρός σε μιαν επιβλητική -σε όγκο- αναδρομική του Γιαννούλη Χαλεπά παρουσιάζεται η δραματική αδυναμία εντόπιων και εισαγόμενων σοφών να ερμηνεύσουν το αίνιγμα του τήνιου ερημίτη.

Παρένθεση: Δεν στήνεται έτσι ένα γλυπτό. Ο Γ.Χ., ριγμένος στο φρέαρ σαν τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο, ατένισε από την άβυσσό του ένα γαλάζιο τάληρο ουρανού. Η γλυπτική του, αρχαϊκή και μοντέρνα, μυστηριώδης και αποκαλυπτική, λαϊκή και λόγια, προβάλλει τη δυναμική του μύθου απέναντι στην αδυναμία της εργαλειοποιημένης ιστορίας και αντλεί τα θύματά της με άξονες την επιθυμία (ο Σάτυρος), την τρέλα (Μήδεια) και τον θάνατο (οι ποικίλες Κοιμώμενες). Περισσότερα στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου μου για τη γλυπτική με το παράρτημα το αφιερωμένο στον Μπαρμπα-Γιαννούλη. Εν ολίγοις, η εγχώρια έρευνα αντιμετωπίζει, ακόμη, τον δημιουργό αυτόν αμήχανα και ως ερζάτς. Τουτέστιν υποκατάστατο. Κρίμα.

Ερζάτς όμως μπορεί να θεωρηθεί συλλήβδην η υπόλοιπη έντεχνη δημιουργία της εποχής, παρά την αναμφισβήτητη δεξιότητα και τον επαγγελματισμό των εκπροσώπων της. Το θέμα όμως είναι ποιος γράφει ιστορία και πώς και ποιος αρκείται σε σκιές και σε (μυθ)ιστορήματα δίπλα στα έργα και τους δημιουργούς που άλλαξαν την ιστορία της τέχνης. Γιατί τότε καμία ερμηνευτική αλχημεία ούτε κι αν ακόμη μιμείται τις εκθέσεις και τις μεθόδους του πολύ Ζαν Κλαιρ, δεν μπορεί να σώσει την κατάσταση. Αλήθεια, τι αποδεικνύει κανείς τοποθετώντας έναν ψευδεπιγραφο (;) χλομό Παρθένη με μιαν ανώριμή του τοπιογραφία δίπλα σ' έναν Σεζάν; Και μάλιστα συνεπικουρούμενο από μιαν «Ακρόπολη» του Μαλέα προς επίρρωσιν του «εθνικού» χαρακτήρα της εντόπιας πρωτοπορίας μας! Το συμπέρασμα είναι αβίαστο αλλά και απόλυτα άδικο: Ο Σεζάν υπάρχει, ο Παρθένης όχι. Αντίθετα, ο πρωτεργάτης της ιθαγενούς μας modernite υπάρχει άνετα δίπλα στους nabis, επειδή εδώ δεν παίζει το βαλκάνιο φολκλόρ αλλά ο υποψιασμένος κοσμοπολιτισμός του αλεξανδρινού.

Προσωπικά θ' άρχιζα τον «διάλογο» ανάμεσα στους Γάλλους (δασκάλους) και τους Ελληνες (μαθητές) με τον μυθικό εραστή της δουκίσσης της Πλακεντίας και πρώτο καθηγητή του σχολείου των Τεχνών, τον μεσιέ Μπονιρό. Πονηρό ε; Και ασφαλώς θα έφτανα ώς τον Prassinos και τον Nonda, μη παραλείποντας τον Jean Xceron (έστω, μόνο για όσους ξέρουν). Κι αφού επέλεγα Μπουζιάνη, δεν θα ξεχνούσα τις ακουαρέλες του Παρισιού. Ούτε θα υποτιμούσα βέβαια τη γλυπτική. Τον Σκλάβο ντε! Πολύ σωστή η έμφαση στην Ντεραινίτιδα (Derain) που καταλαμβάνει τους Ελληνες του Μεσοπολέμου.

Κι άλλη παρένθεση: Τι μεγάλος καλλιτέχνης ο Γαλάνης. Είναι όμως δυνατόν να λείπει ο Γιώργος Μαυροΐδης; Ο οποίος κατά τη γνώμη μου ανοίγει τον πιο αυθεντικό διάλογο με τον Πικάσο από όλη τη γενιά και την εποχή του. Αν βέβαια βλέπουμε τους πίνακες και δεν διαβάζουμε απλώς τις ταμπέλες τους. Οπως συμβαίνει με την περίπτωση Γκίκα. Βέβαια, η ουσιαστική σχέση με το Παρίσι -η σχεδόν αμφίδρομη!- αναπτύσσεται τόσο με τον Γαΐτη, τον Τάκι τον Κανιάρη, τον Νίκο, την Περσάκη, τον Καλεντιανό, τον Μολφέση, τον Πιερράκο, τον Καραχάλιο. Αλλά τα συντηρητικά ανακλαστικά της ΕΠΜΑΣ δεν φτάνουν ώς εκεί. Αντίθετα, μπερδεύουν τον Λωτρέκ με τη Λασκαρίδου (sic) και περνούν τον Κρυστάλλη για Τριανταφυλλίδη (σταυρόλεξο για πολύ λίγους, κ. Κωτίδη μου!). Πηγαίνετε, λοιπόν, στα μουσεία κριτικά. Και μην ακούτε τις επίσημες ξεναγήσεις. Επειδή μπερδεύουν το μεγαλείο με το γελοίο.

Και μόνο τότε θα καταλάβετε πράγματα για τα δύσκολα δίπολα κέντρο- περιφέρεια και εθνικό -διεθνικό. Αλλά και για μια τέχνη που ενηλικιώνεται μεν αναπαράγοντας τα κυρίαρχα μοτίβα, αλλά γίνεται πάλι έφηβη όταν αποφασίζει να υπερασπιστεί την ιδιαιτερότητά της (σταυρόλεξο μεν, για όλους δε).
7 - 01/04/2007


Σύγχρονοι έλληνες καλλιτέχνες: δημιουργικοί, ευφάνταστοι, ερήμην όμως της κοινωνίας (τους). Της κοινωνίας των τηλε-θεατών και των τηλε-πολιτικών (που όμως αποφασίζουν. Φέρ' ειπείν τα σκάνδαλα στα μουσεία της Θεσσαλονίκης). Βλέπετε, κανείς εντόπιος κοινοβουλευτικός δεν έχει τη μουσική παιδεία του πρώην γερμανού καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ. Αυτός έγχορδο Μπαχ, οι δικοί μας το... βιολί τους. Ο Σμιτ, προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, βοήθησε τα μάλα την είσοδο της χώρας μας στην Ε.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου