Ο Γιάννης Βαρβέρης γεννήθηκε παιδί γερασμένο, γεγονός που τον κατέστησε άκρως ευτυχή και του επέτρεψε να μην έχει ηλικία. Τουτέστιν να πεθαίνει παιδί.
Έκτοτε σέρνει τα βήματά του εκεί επάνω όπως τα έσερνε, ιερατικά, κι εδώ κάτω, απόλυτα εξοικειωμένος με τις ηλικιωμένες βεντέτες του Παραδείσου...
Ο Γιάννης δεν υπήρξε εφτάψυχος, είχε όμως μιαν, άκρως, γενναία καρδιά. Ο Γιάννης πλάγιαζε από νωρίς με την αρρώστια, από νωρίς φλερτάριζε με την οδύνη, ο πόνος δεν είχε μυστικά γι αυτόν. Διάβαζε από μικρός τον θάνατο στα χείλη κι ήταν διατεθειμένος να του δίνει παθιασμένα φιλιά κάθε τόσο.
Ο Γιάννης είχε μία, πλην ατρόμητη καρδιά που δεν καταδεχόταν οίκτο ή ελεημοσύνες. Ο πόνος γαλβάνιζε το χιούμορ του και τα δάκρυα τον έκαναν ποιητή. Αυτά τα δάκρυα τα φορούσε σαν παράσημα αλαζονικά όταν προκαλούσε την Τύχη που δεν είχε. Με το γέλιο πάλι απασχολούσε τζογαδόρικα εκείνο το παιδί που μαράζωνε μέσα του. Κοινοτοπίες λέω: Ο καθένας κρύβει μέσα του ένα παιδί. Το θέμα είναι πως το παιδί αυτό θα μάθει χαρωπά και να πεθαίνει.
Ο Γιάννης λάτρευε την ποιητική παρακμή των σκυλάδικων, ο Γιάννης όμνυε στην προϊούσα φθορά, την υγεία δηλαδή των όντων που πεθαίνουν.
Και ο θάνατός του, μερακλής, τον τσίμπησε σ' ένα ταξί καθ' οδόν για το τίποτε -υπέροχος ο ταξιτζής στον ρόλο του Αχέροντα-. Ο Γιάννης, τυχερός επιτέλους, γέρνοντας κομψά στο πίσω κάθισμα, γλίτωσε έτσι το κόμιστρο...
Μάνος Στεφανίδης
2.6.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου