Ολίγα για τον πολιτισμό και την πολιτική του
Πριν από 25 χρόνια
ο πολυεπίπεδος καλλιτέχνης Άγγελος
Παπαδημητρίου εμπνεόμενος από την
αείμνηστη Ελένη Βακαλό φιλοτεχνούσε
μιαν ενότητα έργων υπό την ονομασία
«Αντίο Τέχνη». Στόχος του τότε να σαρκάσει
την υπερπροσφορά αισθητικής που
καταντούσε αναίρεση και αναστολή της
όποιας αυθεντικής έκφρασης.
Σήμερα, όσο ποτέ
άλλοτε στον μεταπολεμικό κόσμο, ζούμε
το πυροτέχνημα μιας μαζικής φωταψίας
που αυτοπροσδιορίζεται ως «τέχνη» αλλά
περισσότερο είναι αγορά, διαφήμιση,
επικοινωνία, ρηχή εικόνα που προπαγανδίζει
το α-νόητο και κυρίως ένα μοντέλο
συμπεριφοράς ομότροπης και ομόφρονος
που αγκαλιάζει ολόκληρη την υδρόγειο
και υποχρεώνει βελούδινα του πάντες,
λευκούς, κίτρινους, μαύρους, να καταναλώνουν
τις ίδιες αισθητικές (;) πληροφορίες, να
γελούν με τα ίδια αστεία του Υoutube,
να πληροφορούνται ακαριαία την τελευταία
ντρίπλα του Μέσι, την έσχατη –κυριολεκτικά-
σαχλαμάρα της Lady Gaga.
Κι όλα αυτά φωταγωγημένα μέσα από το
περιούσιο φως της πιο άχραντης τεχνολογίας
που δίνει υπόσταση στο ασήμαντο, που
κάνει το σκουπίδι να λάμπει και που
προβιβάζει το γελοίο σε αισθητική.
Πρόκειται γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα
η οποία μεθοδικά εξαφανίζει τις τοπικές
κουλτούρες και βουβαίνει τις τοπικές
γλώσσες αποθεώνοντας την μια και μοναδική
εικόνα, το ένα σημαίνον το οποίο διαθλάται
σε άπειρα σημαινόμενα, έως εξαφάνισης.
Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Να
απολεσθεί το νόημα και η κυρίαρχη εικόνα,
ο ουσιαστικός big brother,
να αυτοσημαίνεται… Ό,τι βλέπεις, είναι
και το απόλυτο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει
τίποτε πέρα ή πίσω από αυτό.
Και η τέχνη από
μια μυστική κατάδυση του υποκείμενου
σε εκείνο το σκοτάδι, που λαμπυρίζει
από νοήματα, καταντά μια αυτοεικόνα ,
ένα αυτοείδωλο όπου το διαφημιστικό
σποτ μπορεί να διαθέτει ως μουσικό
υπόβαθρο μια καντάτα του Βach
αρκούντως μεταλλαγμένη ώστε να καταστεί
ακαριαία ακουστική τσίχλα. Ο παγκόσμιος
πολιτισμός οφείλει εσπευσμένα να
μεταμορφωθεί σε εικόνα των μετρίων και
ο λόγος να κενωθεί από τις σημασίες που
κάποτε τον λάμπρυναν και να καταντήσει
απλά τύπος, σαν τον μπορχεσιανό Φούνες
που θυμάται μεν αλλά δεν κατανοεί. Αυτό
είναι το νέο δράμα των μορφών. Μια
τραγωδία χωρίς τον ίλιγγο του τρόμου
αλλά του γελοίου. Και οι σύγχρονοι
καλλιτέχνες; Είτε νάνοι που δεν τολμούν
να επωμισθούν το βάρος του ονόματός
τους, είτε ναυαγοί στα σταροχώραφα του
Van Gogh που
ψάχνουν για περίστροφο.
Κι εμείς;
Εμείς καμαρώνουμε
γι’ αυτό που αγνοούμε και αντιμετωπίζουμε
τον πολιτισμό στην καλύτερη περίπτωση
ως κοινωνικό σουσουδισμό και στη
χειρότερη ως οχληρό βάρος. «Βαρέθηκα
να μορφώνω Υπουργούς Πολιτισμού» έλεγε
ο Χατζιδάκις γι’ αυτό προσφυώς η πολιτική
ηγεσία τοποθετεί στην πολύπαθη
Μπουμπουλίνας ανθρώπους τόσο ανέμπνευστους
και διεκπεραιωτικούς ώστε να μην
κινδυνεύουν από ουδεμία επικίνδυνη
«επιμόρφωση». Τι κι αν σφύζει ο τόπος
από δημιουργικές δυνάμεις κάθε είδους
που ασφυκτιούν χωρίς ορχήστρες, χωρίς
μουσεία, χωρίς διεξόδους, χωρίς πολιτιστική
πολιτική και μέθοδο, εντός και εκτός,
χωρίς ηθική και υλικοτεχνική υποστήριξη…
Μόνο λόγια και πόζες. Οι ανθρωπιστικές
σπουδές υποβαθμίζονται αφημένες σε
λογής σκοπιμότητες αντί να πρωτοπορούν,
τουλάχιστον, στην αρχαιογνωσία, την
αρχαιολογία, τη μελέτη του αρχαίου
δράματος, τη προβολή του κλασικού κόσμου
στο σήμερα. Εκεί που έπρεπε να μονοπωλούμε
το είδος, έχουμε καταλήξει ουραγοί.
Βλέπετε, δεν μας έφταναν οι υπουργοί
πολιτισμού, πληρώνουμε και τους υπουργούς
παιδείας... Πρόσφατα ένας τέτοιος
κατέκτησε το θώκο μόνο και μόνο για να
εξισώσει προς τα κάτω με νόμο του τους
μισθούς των καθηγητών της ιδιωτικής με
εκείνους της δημόσιας εκπαίδευσης.
Λεπτομέρεια: Ήταν και παραμένει επικεφαλής
μεγάλου ιδιωτικού εκπαιδευτικού
οργανισμού.
Τα καλά νεά
τώρα: Άρκεσε μόνο να διευρυνθεί το ωράριο
των Μουσείων –το αυτονόητο- για να
πολλαπλασιαστούν επισκέπτες και έσοδα
και να φωτιστεί η πραγματική δυναμική
των χώρων αυτών. Από το ΄90 επιμένω πως
τα αρχαιογνωστικά μας μουσεία πρέπει
να είναι ανοιχτά και στη σύγχρονη τέχνη
για πολλαπλούς λόγους. Το παιδαγωγικό
αλλά και το οικονομικό κέρδος θα είναι
τεράστιο. Μόνο που για κάτι τέτοιο
χρειάζεται στοιχειώδης άποψη και όχι
σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού. Η
παγκόσμια επιτυχία του νέου Μουσείου
Ακρόπολης μπορεί να καταστεί οδηγός
οργάνωσης των λοιπών εκατοντάδων(!)
Μουσείων που διαθέτει ο τόπος και που
η πλειονότητα τους χειμάζεται. Και
βέβαια επειγόντως πρέπει η ναυαρχίδα
του τόπου, το Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο, να αποκτήσει μόνιμο, και όχι
αναπληρωτή, διευθυντή διεθνούς κύρους.
Επίσης να βρεθεί
λύση για το γόρδιο δεσμό της Εθνικής
Πινακοθήκης η οποία, έρμαιο της
γεροντοκρατίας κι ενός πνεύματος
«ιδιοκτησίας», αντιμετωπίζει τεράστια
προβλήματα, στατικά αλλά και οικονομικά
ως προς την ανακαίνιση της. Με την
επαναλειτουργία της να φαντάζει πλέον
όνειρο μακρινό. Πλην της κυρίας Λαμπράκη,
αιωνόβιος είναι, παραμένει στη θέση του
προέδρου του Δ.Σ. ο κος Λάκης Μπότσος,
τέως πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
και ... φιλότεχνος. Να ξεπεραστούν τα
ανάλογα ζητήματα «ιδιοκτησίας» και στο
Ε.Μ.Σ.Τ., να σταματήσουν οι ίντριγκες και
να επιτραπεί στο Δ.Σ. ν’ ασκήσει την
εποπτεία που ο νόμος προβλέπει έχοντας
υπ’ όψιν πως πρόκειται για ένα χώρο
δημοσίων αρετών όπου δεν χωρούν «ιδιωτικά
βίτσια». Οι τελευταίες πληροφορίες λένε
ότι δεν υπάρχουν χρήματα για να προσληφθούν
φύλακες ενώ ο κος Δασκαλόπουλος προβάρει
τη συλλογή του στο τέως ΦΙΞ. Η κτιριακή
αποκατάσταση του οποίου υπήρξε χειρότερη
και από την τελευταία ανάπλαση της
πλατείας Ομονοίας. Τρανή απόδειξη της
κρίσης της αρχιτεκτονικής στη χώρα μας.
Μια αναγέννηση των Μουσείων μας θα
αποτελούσε δυναμική απόδειξη πως η
πατρίδα κάπως αναλαμβάνει και ότι το
έμψυχο της δυναμικό είναι έτοιμο όχι
για ν’ αποχαιρετήσει αλλά να υποδεχτεί
ξανά τις τέχνες. Στην κοιτίδα τους….
ΥΓ1 Η έκλειψη
της ουσιαστικής εικόνας δεν συνιστά
μια μορφή θανάτου του κόσμου;
ΥΓ2 Εδώ είναι
το στοίχημα! Να ζήσει ο καθένας τη ζωή
που του ‘λαχε όχι σαν πιόνι αλλά σαν
υλικό της ιστορίας.
ΥΓ3 Μιλώντας,
τέλος, για το ποδόσφαιρο τα συναισθήματα
είναι αμφίσημα: Από τη μια η παγκόσμια
βιομηχανία εκμαυλισμού και μετατόπισης
απ’ τα πραγματικά προβλήματα κι από
την άλλη η μπάλα στις αλάνες, ο Χρ.
Αρδίζογλου και ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος.
Και βέβαια το γήπεδο, το ύστατο τοπολογικό
σημείο όπου ανθούν ο ακηδεμόνευτος,
προφορικός λόγος, η λαϊκή ποίηση -έστω
και με τη μορφή ατάκας- και ένα αίσθημα
σαν εκείνο της εκκλησίας του Δήμου…
Για πόσο όμως;
Bingo!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμπληρώνω:κοπυπάστωσα ένα τμήμα τού άρθρου σας και το δημοσίευσα στον προσωπικό μου λογαριασμό στο φέισμπουκ.Με αναφορά τού ονόματός σας,φυσικά.Ελπίζω,να μην παραβίασα κάτι.Έγραψα απλώς,ότι το προσυπογράφω.
ΑπάντησηΔιαγραφή