Ένα τραπέζι με κατάλευκο τραπεζομάντιλο. Μια εικόνα του
Χριστού στο κέντρο του κι ένα κερί αναμμένο. Δύο χρυσές βέρες. Ίσως, αν θυμάμαι
καλά, πρέπει να ήμουν γύρω στα πέντε, ένα κρυστάλλινο ποτήρι με κόκκινο κρασί.
Ιουλιανή ζέστη, αρχές του 60, απόγευμα κι όμως μακρυμάνικα πουκάμισα, γραβάτες,
έξωμα φορέματα που έσφιγγαν διαμαρτυρόμενους γοφούς, παπούτσια που έτριζαν,
διακριτικός ιδρώτας, αδιάκριτες οσμές. Α, και ευτυχία, ευτυχία διάχυτη παντού:
στα χαμογελαστά πρόσωπα στην κουζίνα με τις προετοιμασίες των φαγητών, στον
κήπο -αν υπήρχε-, στους διαδρόμους με το μωσαϊκό που εμείς τα παιδιά
χρησιμοποιούσαμε σαν κρυψώνες, στην έκφραση του ζευγαριού που επρόκειτο να
αρραβωνιαστεί. Προπάντων εκεί. Ευτυχία και αμηχανία. Ήταν ξάδελφός μου; Ξαδέλφη
μου; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως το τυπικό της τελετής που το είχα δει αρκετές
φορές. Άνθρωποι που δεν είχαν ιδωθεί ποτέ προηγουμένως και τώρα από μια
συγκυρία που έστησαν άλλοι άνθρωποι, -στη γλώσσα τους λεγόταν
"συνοικέσιο"-, έπρεπε όχι μόνο να είναι δίπλα - δίπλα και ν'
αγκαλιάζονται σαν αγαπημένοι αλλά -κυρίως- να νοιώθουν έτσι.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά τα ξαδέλφια μου έπαυαν να
είναι κάτι σαν εμάς, εγκατέλειπαν εκείνη τη παιδικότητα που διασώζει πάντα η
εφηβεία και γίνονταν "μεγάλοι". Ακόμη και τα πρόσωπά τους άλλαζαν
μαζί με τα κουρέματα ή τα ρούχα. Πλέον μας χώριζε κάτι λίγο λιγότερο από
άβυσσο. Αρραβώνας σε μια συνοικία του Πειραιά σχεδόν εκατό χρόνια μετά τους
"Παιδικούς Αρραβώνες" του Νικολάου Γύζη (στην πρώτη καλύτερη εκδοχή
της Συλλογής Περδίου). Φωτογραφίες με τα μάγουλα κολλητά, αυτός και η
"μνηστή" του, οι συμπέθεροι με λεπτούς τριγωνικούς κόμπους στις
γραβάτες και τριμμένα μονόπετα σακάκια, ενώ τα άλλα κορίτσια, πλήθος κορίτσια
να ποζάρουν με χαρά, με ζήλια, και με εκείνα τα κρυμμένα συναισθήματα που ποτέ
κανείς δεν αποκρυπτογράφησε έκτοτε. Τη σκοτεινάγρα της ψυχής. Μην ξεχάσω τη
μουσική στο πικ-απ., Τζένη Βάνου; Γιάννης Βογιατζής; Πάνος Γαβαλάς; Τραγούδια
πάντως δι' οικογενείας που ξέρουν να καταναλώνουν ισόποσα το ντέρτι και την
απόλαυση. Τέλος.
Τώρα οι περισσότεροι απ' αυτούς νεκροί, κιτρινισμένα κόκαλα
σε κάποιο κουτί, διπλοκλειδωμένο, γιατί άραγε, ποιος θα παραβιάσει τι στους
πίσω τοίχους κάποιου νεκροταφείου;. Κι όσοι επιζούν, κοιτάνε τις φωτογραφίες με
ανοϊκό βλέμμα. Τότε όμως είμασταν ζωντανοί, εκατό τοις εκατό, το δήλωνε ο
ιδρώτας μας που μύριζε, τα βλέμματα μας τα βουτηγμένα στην πιο ακαθόριστη και
γιαυτό πιο πιεστική επιθυμία, τα χειροκροτήματα που χτυπούσαμε κατά την επίσημη
στιγμή της ανταλλαγής των δαχτυλιδιών και της προσφοράς των δώρων.
Στον "γαμπρό" συνήθως ένα χρυσό ρολόι, ένα
δαχτυλίδι με μαύρη πέτρα ή αχάτη, μια καρφίτσα για τη γραβάτα. Τη
"νύφη" βέβαια την κατέκλυζαν με κοσμήματα, σταυρούς αδαμάντινους
ενίοτε και χαρτονομίσματα. Τις πιο σταθερές υποσχέσεις ευτυχίας. Σταθερά, ανά
τους αιώνες, χαρτονομίσματα, εν προκειμένω, χιλιάρικα με την κολλαριστή
υπογραφή του Ξενοφώντος Ζολώτα, διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Κι ο Χριστός
απ' την εικόνα να ευλογεί εκών - άκων, πάντα σοβαρός κατά το ειωθός αλλά και
ελαφρά μειλίχιος, επειδή ίσως μόνο αυτός ήξερε πως όλο αυτό το πανηγύρι δύο
στις τρεις φορές θα κατέληγε σε αποτυχία, ο γάμος δεν θα τελείτο ποτέ, μήνες ή
μέρες μετά θα αναφύονταν τα μύρια όσα ζητήματα, προίκες ή διαφωνίες χαρακτήρων
ή τσακωμοί και ζήλιες. Και εν τέλει χωρισμοί. Τα φιλιά ή ακόμη και ο έρωτας αν
είχε προλάβει να συντελεστεί μέσα στη γενική έξαψη -μη ξεχνάτε ήταν και Ιούλιος
μ' έναν Αύγουστο να προετοιμάζει τα δικά του δόντια στο βάθος της σκηνής,και να
προπονείται στο πως θα ξεγυμνώσει γρηγορότερα τα σώματα και τις σεμνοπρεπείς
αντιστάσεις-, θα μεταστρέφονταν σε κατάρες και μίσος με αποκορύφωμα την
δραματική επιστροφή των δώρων ως συμβολική χειρονομία πως τίποτε δεν συνέβη
ποτέ, πάμε για άλλα, για άλλους αρραβώνες, για άλλες περιπέτειες με άλλα σώματα
σε άλλες συγκεντρώσεις της ανάγκης και της επιθυμίας, ο γέγονε, ας παραγραφεί
πάραυτα και ας ενταφιαστεί στη λήθη, πάρε το ρολόι σου, δος μου το δαχτυλίδι
μου,τον σταυρό μου, σταμάτησε το χρόνο, διάγραψέ τον, δεν θέλω να σε ξαναδώ,
αλήτη, πουτανάκι, ψεύτη, ηλίθια, εσύ και η μάνα σου κι άλλα τέτοια λόγια, λόγια
ανεστραμμένης αγάπης δηλαδή μίσους ατόφιου ή κατευθείαν απελπισίας για ό, τι
τελείωνε πριν καν αρχίσει. Δεν θα μείνω στην κοινωνική σύμβαση ή την εθιμοτυπία
των γεγονότων εκείνων που σφράγιζαν σαν βαριά μυστικά τις οικογένειες, τη τιμή
των κοριτσιών και την α - τιμία των αγοριών. Όσο φωτεινή ήταν η τελετή των
αρραβώνων, τόσο σκοτεινή και ει δυνατόν αμίλητη και ταχύτατη η διαδικασία του
" χαλάσματος", της διάλυσης και της επιστροφής των προσφερθέντων
δώρων. Τα δώρα του Αχιλλέα που δεν άρκεσαν ούτε για τη χαρά ούτε για το πένθος.
Θα σταθώ μόνο στη μικρή λεπτομέρεια των φωτογραφιών. Θυμάστε; Γελαστά πρόσωπα,
ψηλοί, κοντοί, χοντροί και χοντρές που συνωστίζονταν για να χωρέσουν στο κάδρο,
συμπιεσμένοι γύρω από τους πρωταγωνιστές. Και τώρα τι κάνουμε; Τι κρατάμε και
τι πετάμε; Πως εξορκίζουμε το κακό; Πως εξαφανίζουμε το πρόσωπο που είναι
παρείσακτο πλέον, που δεν πρέπει να υπάρχει και που είναι μισητός
"εχθρός"; Εδώ ίσχυε άλλη τελετουργία (ισχύει ακόμη, για σκεφτείτε).
Μ' ένα ψαλίδι κόβεις όποιον δεν πρέπει, δεν δικαιούται να είναι πια δίπλα σου
στην φωτογραφία-μνημόσυνο ή μ' ένα στυλογράφο μουτζουρώνεις, χαράζεις
κυριολεκτικά, έως εξαφανίσεως αυτόν ή αυτήν που τόσο ξεδιάντροπα βρέθηκε κάποτε
τόσο κοντά σου. Στα κουτιά ή τα συρτάρια των οικογενειακών φωτογραφιών υπάρχουν
πάντα οι "κομμένες" ή οι "σβησμένες". Μονόπαντες πόζες,
μισά χαμόγελα, απουσίες που βαραίνουν περισσότερο από παρουσίες. Το κομμάτι που
λείπει είναι πιο ζωντανό, πιο παρόν από το εναπομείναν. Επειδή ό, τι συνέβη,
όσες ιστορίες έπηξαν καρπό έστω και σε μίαν ολιγόζωη συγκομιδή, πάντα υπάρχουν.
Είναι δράματα που σέρνονται διαρκώς σε όνειρα, αναμνήσεις,ή
εφιάλτες.Ανοιγοκλείνουν κίτρινα μάτια σαν γάτες στο σκοτάδι, απειλούν με
ανήσυχα όνειρα τα βράδια του Αυγούστου. Κυρίως αυτά. Έρχονται από το παρελθόν
για να τιμωρήσουν όσους τις απείλησαν με λήθη. Αφού κατά βάθος τίποτα δεν
τελειώνει ποτέ. Αρκεί να είμαστε στοιχειωδώς δυνατοί στην αδυναμία μας απέναντι
στον χρόνο, το δολοφόνο...
Σαν υστερόγραφο: θα ήθελα να προσθέσω εδώ πως τυπικά ο
έρωτας είναι μία σταγόνα χαράς στο ποτήρι της καθημερινής λύπης. Τι γεύση όμως!
Και η παρηγοριά πως νοιώθει κανείς και σήμερα όσα ένοιωθε τότε ο Μίμνερμος κι
αυτή η έρμη Πηνελόπη αλλά και η Καλυψώ που έβλεπε τον Οδυσσέα να φεύγει. Ποια
φωτογραφία έσκισε τότε δεν ξέρω. Είμαι βέβαιος όμως ότι κάτι έσκισε εις
ανταπόδοσιν των ξεσκισμένων σωθικών της, κάτι τσάκισε από το βάρος όλης εκείνης
της αγάπης που χωράει αποκλειστικά το μίσος των προδομένων. Επειδή γιαυτό
έφτιαξες απλόχωρη την αγάπη Κύριε, για να χωράει μέσα της την οργή και το
μίσος, με τα οποία έπλασες τους ανθρώπους σου. Σιγά μη τους έπλαθες από λάσπη.
Κατ' εικόνα Σου; Δεν γνωρίζω. Και Συ όμως κουβαλάς αρκετό μίσος Πολυεύσπλαχνε,
αν κρίνω από τα λοιπά έργα Σου. Το καλό μίσος ίσως είναι προτιμότερο από τη
μέτρια αγάπη, είναι σαν να λες. Χειμωνά ασφαλώς έχεις διαβάσει στους κρύους
χειμώνες της μοναξιάς Σου. Άρα με καταλαβαίνεις. Διερωτώμαι πάντως τι να
συμβαίνει σήμερα με τις ηλεκτρονικές φωτογραφίες ή τα video που η τεχνολογία
μας εξασφάλισε ως υποχρεωτική και λίγο αγκουσεμένη αθανασία για όλους. Πως
σβήνονται από το διαδίκτυο τα πρόσωπα που μας πίκραναν ή στάθηκαν ανάξιά μας;
Δεν μπορεί κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Ίσως μ' ένα μωσαϊκό πάνω ακριβώς σ'
εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο, σ' εκείνο το ιλαρό βλέμμα που καρφώνει αναιδέστατα
την πίκρα μας. Ω, εξαφάνισε Κύριε και το πρόσωπο και το γέλιο. Ας είναι αυτό,
δηλαδή το μωσαϊκό της απάλειψης, η αιώνια τιμωρία μου σ' αυτή τη κόλαση που
φτιάχτηκε αποκλειστικά από εμένα κι όχι από τη Δεξιά Σου. Να που ωφελεί σε κάτι
η τεχνολογία του delete Πάνσοφε και δεν είναι απλώς ένα σκαλάθυρμα προσωρινής
ευτυχίας εμπρός στον ωκεανό της ανυπαρξίας που μας επιφυλάσσεις. Μακρηγόρησα.
Ξέχασα με τα προσωπικά μου και αρραβώνες και δώρα και επιστροφές. Δεν θέλω όμως
να κλείσω τις αναμνήσεις μου δυσάρεστα.
Ψάρεψα στο περιοδικό
TIME (22/7/2015), ένα ευτυχές συνοικέσιο που τελέστηκε χρόνια πριν στην Ινδία
και που το παρουσιάζει συγκινημένος ο υιός του ζεύγους. Προσωπικά με αφήνουν
αδιάφορο τα happy end αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν αφορά στους άλλους κι
ούτε πρέπει να επηρεάζει την αντικειμενικότητά μου. Γράφει ο
συγγραφέας και ηθοποιός Aziz Ansari (σελ. 38): My parents had an arranged marriage... I
asked my dad about this experience, and here's how he described it. He told his
parents he was ready to get married, so his family arranged meetings with three
neighboring families. The first girl, he said, was "a little too
tall" and the second girl was a "little too short". Then he met
my mom. He quickly deduced that she was the appropriate height (finally!), and
they talked for about 30 minutes. They decided it would work. A week later,
they married. Και ο έρωτας, η μαγεία, το πάθος, η έξαψη, το αργό λιώσιμο
εμπρός σε μια κλειστή πόρτα ή μια κλειστή καρδιά; Το χτυποκάρδι, η αγωνία, ο
φόβος της απόρριψης, η μέθη της αποδοχής, ο έρωτας (ξαναρωτάω); Δεν βαριέστε το
καθετί είναι θέμα ...ύψους. Το υποστήριξε κι ο Ψευδολογγίνος (άλλος ψεύτης
αυτός!).
ΕΞΟΧΟ!
ΑπάντησηΔιαγραφή