Εν πρώτοις η εντυπωσιακή τοιχογραφία του Ino στην Πειραιώς. Ενός κλασικού της street art με έργο διεσπαρμένο σε όλο τον κόσμο. Με πολλές επίτοιχες συνθέσεις στο λιμάνι του Πειραιά, τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι. Ενός κλασικιστή ζωγράφου ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Ρόρρη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο τελευταίος μάστορας της Σχολής του Μονάχου (και δεν ενέχει κανέναν ψόγο αυτή μου η κρίση).
Την φωτογράφισα πρόσφατα. Κυρίως για την αισθητική της που ανθίσταται σε μία αντιαισθητική πόλη. Και γιατί διαθέτει ένα περιεχόμενο σαφές και εύληπτο. Εκτός κι αν είναι κακό αυτό. Κι εδώ υπαινίσσομαι πως είναι άλλο πράγμα η σκοτεινότητα της τέχνης κι άλλο η σκόπιμη ακατανοησία των δημιουργών της. Τέλος επειδή θα έπρεπε η νέα, δημοτική αρχή να δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία στα δημόσια έργα αυτής της πόλης, γλυπτά ή τοιχογραφίες. Να προστατεύσει τα παλιά και να προτείνει καινούργια. Να εκσυγχρονίσει τους εκθεσιακούς χώρους και τις πινακοθήκες της συνεργαζόμενη με τους άξιους και τους γνώστες κι όχι τα μηντιακά περιτρίμματα και τους κομματικούς παρατρεχάμενους. Ο νέος δήμαρχος υποσχέθηκε πολλά. Ήρθε τώρα η ώρα να πραγματοποιήσει τουλάχιστον τα λίγα. Η συνεργασία του με άξιους συναδέλφους όπως η Κατερίνα Κοσκινά και ο Χριστόφορος Μαρίνος είναι σωστή κίνηση.
Κατά τ' άλλα αυτό είναι το μήνυμα :
Γράφουμε για την ελληνική τέχνη και τους δημιουργούς της όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, βλέποντας αρετές ή αδυναμίες και αγωνιώντας ταυτόχρονα για το γενικότερο, ιστορικό πλαίσιο και το διεθνές συγκείμενο. Κοιτώντας από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο. Όσο γίνεται. Πάντα, όμως, μα πάντα, με μιαν διάθεση αγαπητική και συγκινημένη. Γιατί είναι τα δικά μας πράγματα, άλλοτε σπουδαία κι άλλοτε λιγότερο. Κι άλλοτε καθόλου.
Όμως είναι εκείνη η έκφραση στην οποία μετέχουμε όλοι, έμμεσα ή άμεσα. Είναι η κοινή παράδοση και το κοινό μας μέλλον. Η κοινή μας οπτική γλώσσα. Αν δεν υπήρξαμε οι φυσικοί γονείς αυτών των δημιουργημάτων, είμαστε πάντως οι ανάδοχοι τους! Και ως τέτοιοι έχουμε ευθύνη για αυτά. Χωρίς μιζέριες ή μεμψιμοιρίες. Έχοντας συνείδηση της περιφερειακότητας μας σε σχέση με τα διεθνή κέντρα εξουσίας (άρα και τέχνης) αλλά και του χαώδους λαβύρινθου που συνιστά η παγκόσμια δημιουργία σήμερα. Όπου κατ' ουσίαν ισχύει ένας τεράστιος, ένας τερατώδης αντικατοπτρισμός. Αφού μόνο το παρελθόν δικαιούται να νομιμοποιήσει αισθητικά και ιστορικά το όποιο παρόν ή μέλλον. Με λίγα λόγια ουδείς γνωρίζει τι θα επιλέξει η ιστορία κι ο χρόνος ως τέχνη και τι θα απορρίψει ως σκουπίδι ή μόδα. (Που εντέλει σημαίνει το ίδιο).
Τί θα καταγραφεί ιστορικά από τα χιλιάδες πρόσωπα και τα εκατομμύρια έργα της τέχνης της εποχής μας; Μόνο όταν όλα αυτά γίνουν παρελθόν, θα γνωρίζουμε τι πραγματικά υπήρξε. Όλα τα υπόλοιπα, αντικατοπτρισμός!
Αξίωμα : Επιτρέπεται να μην μού αρέσει ένα έργο τέχνης. Δεν μού επιτρέπεται όμως να μην το αγαπώ! Δεν μισείς ένα έργο τέχνης. Ποτέ! ( Ακριβώς όπως κι ένα παιδί ).
Γιαυτό και ήμουν πικρός, ακόμη και χολερικός, εναντίον όλων εκείνων των μεγαλοπαραγόντων της τέχνης, γκαλεριστών, συλλεκτών, curators κλπ. που παρότι Έλληνες, έβλεπαν ή βλέπουν συγκαταβατικά και αφ' υψηλού την νεοελληνική τέχνη. Συγκροτώντας συλλογές ή οργανώνοντας εκθέσεις χωρίς να τους συμπεριλαμβάνουν. Αγνοώντας έτσι τους σύγχρονους δημιουργούς μας. Δηλαδή μη μετέχοντας στο κοινό στοίχημα που μάς δεσμεύει όλους:
Η νεοελληνική τέχνη, σε κάθε της έκφανση.
Ακόμη χειρότερα νομίζοντας πως η σύγχρονη τέχνη μας εξαντλείται στον Κουνέλλη. (Το αντίθετο παράδειγμα είναι εκείνοι που νομίζουν ότι εξαντλείται στον Μποκόρο). Πόσο λάθος είναι αμφότερα τα αξιώματα νομίζω πως δεν αξίζει να αποδείξω.
Συμπέρασμα αναπόφευκτο και προσωπική εξομολόγηση : Έγινα και γίνομαι συχνά κακός με κείμενα και δημόσιες τοποθετήσεις μου για να υπερασπιστώ τις αγάπες μου! Αλλιώς δεν έχει αξία. Μόνο όταν ξέρουμε τι και γιατί "μισούμε", δικαιούμαστε να υποστηρίζουμε ό τι αγαπάμε. Με όσα λάθη κι αν κρύβει η αγάπη...
ΥΓ. Ακούω το σύγχρονο, μουσικό έργο Misere του Karl Jenkins, Ύμνοι του Ελέους και της Λύτρωσης, σαν ένα είδος κάθαρσης της εσώτερης ύπαρξης μέσα από την τέχνη.
(Η πρώτη φωτογραφία, όπως και οι πλείστες του τοίχου μου, είναι δική μου. Η άλλη είναι του εξαιρετικού Λευτέρη Μιαούλη. Από τον Πειραιά που αγαπώ. Ένα μοναδικό δείγμα ελληνικού αρ νουβώ. Με φως μελιχρό...
Απ' αυτόν τον σταθμό ταξίδευα καθημερινά προς Ομόνοια σ' όλη την εφηβεία και τη νεότητα μου. Φροντιστήριο, Πανεπιστήμιο, εργασία ως καθηγητής πια στο Νέο Φροντιστήριο και του Μπελεζίνη. Ώσπου παντρεύτηκα, απόκτησα αυτοκίνητο και μετακόμισα στη Ν. Σμύρνη.
Είναι απίστευτο λοιπόν πόσα πράγματα μού θυμίζει. Πόση ζωή... άλλοτε κερδισμένη κι άλλοτε σπαταλημένη μίζερα. Θυμάμαι το κρύο όταν αργά το βράδυ περίμενα έξω από τον τερματικό σταθμό το μπλε ή το πράσινο λεωφορείο για το σπίτι. Εμπρός στο άδειο λιμάνι με το ξεροβόρι να περονιάζει. Συχνά το τελευταίο λεωφορείο, γύρω στα μεσάνυχτα, έφτανε γεμάτο και δεν σταματούσε. Τότε ανέβαινα με τα πόδια. Παπαστράτου, Άγιος Διονύσιος, Δραπετσώνα, Άγιος Δημήτριος. Θυμάμαι την σκοτεινιά των κλειστών μηχανουργείων. Την υγρασία...
Ερώτημα: Περισσότερο αγαπάμε ή μισούμε τις αναμνήσεις μας; Μη βιαστείτε ν' απαντήσετε)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου