Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Τα μυστικά του προσώπου


Συγκρίσεις - Αποκλίσεις 
Η γοητεία του ζωγραφισμένου προσώπου 

Δύο σύγχρονες αυτοπροσωπογραφίες εδώ, φτιαγμένες γύρω στα 1600, δηλαδή κατά το πέρασμα από τον μανιερισμό στο μπαρόκ: Ο ένας είναι ο Federico Barocci (1535 - 1612) κι άλλος ο El Greco (1541 - 1614). Προσέξτε και στα δύο πορτρέτα την υγρασία των ματιών. Την πιο μεγάλη απόδειξη της τεχνικής επάρκειας του ζωγράφου. Επιπλέον στην αισθητική του μπαρόκ το υγρό, παθιασμένο βλέμμα λειτουργεί ως συναισθηματικός προβοκάτορας. Προσωπικά βλέπω να έχει αποδοθεί ιδιοφυώς το συγκαταβατικό βλέμμα των γερόντων. Το κουρασμένο, το έμφορτο εμπειριών αλλά και ήρεμης εγκαρτέρησης για το τέλος που  επίκειται.

 Στο δεύτερο πάντως πορτρέτο δεν είναι μάλλον ο Δομήνικος αλλά ο αδελφός του Μανούσος. Είναι όμως εντυπωσιακό το πόσο μοιάζουν και στυλιστικά και χρωματικά τα δύο έργα. Με τον σχετικά άγνωστο Μπαρότσι από το Ουρμπίνο - στην εποχή του ήταν περιζήτητος, ιδίως από τον Πάπα Πίο Δ, ενώ επηρέασε και τον Ρούμπενς - να είναι πιο "ηδύς", πιο εκφραστικός και τον Ελ Γκρέκο να παρουσιάζεται ως σκόπιμα "μεταφυσικός". Αμφότεροι μαρτυρείται ότι υπήρξαν πολύ ξεχωριστοί και ως χαρακτήρες. Δηλαδή με ιδιορρυθμίες, φοβίες αλλά και εκρηκτικές συμπεριφορές. Ο τρίτος σύγχρονος τους που υπήρξε μεγάλος προσωπογράφος ήταν ο "ψυχογράφος" των ασήμαντων ανθρώπων Giambattista Moroni (1520 - 1579). Οι οποίοι πάντως παρουσιάζονται γεμάτοι αξιοπρέπεια και ήθος. Πρόκειται για τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εδραιώνεται όλο και περισσότερο διεκδικώντας τα δικά της δικαιώματα ως προς την απαθανάτιση του προσώπου. Σας παραπέμπω, για του λόγου το αληθές, στον γνωστό "Ράφτη" του Moroni που εκτίθεται στη National Gallery του Λονδίνου. Πάντως, συμπερασματικά μπορώ να πω ότι ενώ η Αναγέννηση, ως ανθρωποκεντρική, αποδίδει τα τυπολογικά, τα ακριβή χαρακτηριστικά του ατόμου, το μπαρόκ εμβαθύνει στην ιδιοτυπία του προσώπου, στο βλέμμα του. Συγκρίνετε για παράδειγμα τα πορτρέτα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Μπελίνι μ' εκείνα του Μπαρότσι ή του Μορόνι. Ή, τέλος, το πορτραίτο του λόγιου μοναχού και ποιητή Παραβιθίνο του Greco.


Σημ. Τα κείμενα μου στο facebook μοιάζουν με σελίδες προσωπικού ημερολογίου επειδή συμπληρώνονται συνεχώς, ξαναγράφονται χωρίς ποτέ να τελειώνουν. Έγραφα, λοιπόν, τις προάλλες για τον ζωγράφο, κάρτουνιστ και σκηνοθέτη Άγγελο Σπάρταλη και τον θείο του Νίκο Κούνδουρο. Λίγο μετά ο Άγγελος με ενημέρωσε πώς ο νάνος Λουίτζι (κατά κόσμον Λευτέρης Πανταζής) που ήταν το μοντέλο του για το διπλό πορτρέτο που ανεβάζω εδώ, πέθανε. (Οι νάνοι ζουν γύρω στα 40 έως 50 χρόνια, συνήθως). Αξίζει στη μνήμη του να αναφερθώ στην μικρή ιστορία αυτής της ζωγραφιάς: Όπως ανέφερα σε χθεσινό μου σημείωμα στο facebook, το 2013 είχα οργανώσει μία έκθεση σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών στους ιερούς χώρους και τα μόνιμα εκθέματα του Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Συχνά ονομάζω αυτή την έκθεση την πιο θριαμβευτική μου αποτυχία - θριαμβόλεθρος - κυρίως γιατί και ο τότε αναπληρωτής διευθυντής Γιώργος Κακκαβάς αλλά και η γραφειοκρατία του υπουργείου υπό τον τότε Υπουργό Νίκο Παναγιωτόπουλο, μου δημιούργησαν απίστευτα, κωμικοτραγικά εμπόδια. Παρ' ότι την έκθεση εγκαινίασε ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς 
Χαρακτηριστικά ο αρχαιολόγος (!) Κακκαβάς, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, απαγόρευσε να εκτεθεί ο γυμνός Λουίτζι γιατί λέει ήταν ασέβεια προς τα λοιπά γυμνά του Μουσείου. Ρατσισμός, σεξισμός και ηλιθιότητα* συγχρόνως. Δυστυχώς έτσι και έγινε. Εξετέθη μόνο ο ντυμένος Luigi γιατί κ. διευθυντής είχε ισχυρές πλάτες. Ο Άγγελος Σπάρταλης εν τέλει δώρισε το διπλό έργο στο μουσείο Βορρέ όπου και εκτίθεται σήμερα. Αξίζει να ειπωθεί πως αρχική έμπνευση του ζωγράφου ήταν τα απίστευτα πορτρέτα των νάνων του βασιλιά που φιλοτέχνησε στο Εσκοριάλ ο μεγάλος Ντιέγκο Βελάσκεθ.

Αινίγματα
Το μεγάλο έργο τέχνης μάς παρατηρεί με τη σειρά του ενώ το κοιτάζουμε. Συχνά το ίδιο ερευνητικά· σε μία σχέση αμφίπλευρη. Όσο εμείς το προσεγγίζουμε και το ερμηνεύουμε, άλλο τόσο κι εκείνο μάς καθορίζει, μετρά και αναμετράται με τις δυνατότητες και την συλλογική ευαισθησία και ημών αλλά και της εποχής μας. Μας καθορίζει όπως και να 'χει.Το ερώτημα είναι, υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας με το μεγάλο έργο τέχνης ή αυτό κρατά σταθερά τα μυστικά του κι εμείς τις επισφαλείς βεβαιότητες αλλά και την ακαδημαϊκή κομπορρημοσύνη μας γύρω από αυτό; 
Πιστεύω ακράδαντα πως τα ιστορικά καλλιτεχνήματα είναι κάποιες φορές αμείλικτα προς τις αντικαλλιτεχνικές εποχές και τις εκδικούνται με τον τρόπο τους που δεν είναι άλλος από τη σιωπή. Αντιλαμβάνεστε; 
Όσο πιο πολύ, όσο πιο πολλοί σχετίζονται με τα έργα τέχνης, επισκέπτονται αγεληδόν μουσεία ή πινακοθήκες σπρωγμένοι από τη μόδα, τη συνήθεια ή τον μιντιακό ορυμαγδό, όσο πιο πολύ το ζην περί την τέχνη γίνεται κοσμικό must, τόσο λιγότερο, τόσο πιο επιδερμικά επικοινωνούν όλοι αυτοί, το επίζηλο "μεγάλο" κοινό, με το μεγάλο έργο τέχνης και τόσο πιο κρυπτικά το ίδιο συντηρεί το αίνιγμα του. Παρότι οι πάντες μιλούν γι αυτό ναρκισσευόμενοι εκείνο, το έργο τέχνης, κρατά καλά το μυστικά του. Έτσι είναι. Αφού το μεγάλο έργο δεν λειτουργεί σαν πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσω της τυπικής λογικής αλλά ως αίνιγμα του οποίου η απάντηση δε μπορεί παρά να είναι εξίσου αινιγματική. Ως χρησμός που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά που υποδειγματικά όσο και υπόρρητα σημαίνει.

Φωτό: Βερολίνο, Μάιος 2015, Gemäldegalerie, Neues Museum, Alte Nationalgalerie κλπ. Ξεναγώντας τους φοιτητές του Freie Universität στην εποχή και τα έργα των Franz von Stuck, Lenbach, Klinger, Mentzel, Böcklin...

Σημ. Στην φωτό πιο κάτω ο Άγγελος Σπάρταλης για χρόνια ολόκληρα λειτουργούσε ως alter ego του Κούνδουρου, ένας σιωπηλός μαθητής και σύντροφος στις περιπέτειες των εικόνων, όντας ζωγράφος και σκηνοθέτης ο ιδιος, αλλά και ως ο μικρανηψιός που μετέφερε την ζέστη της ιδιαίτερης κοινής πατρίδας στο επιβλητικό σπίτι του Μετς. Ένα είδος μπαστουνιού για τον Νίκο που σταδιακά βάραινε, μια μαγκούρα που ήξερε να μαγειρεύει χοχλιούς και να μιλάει όσο πιο διακριτικά γινόταν. Ο Νίκος εμπιστευόταν την αφοσιωμένη ειλικρίνεια του Άγγελου, καθοδηγούσε το ατίθασο ταλέντο του ενώ ο παροιμιώδης του ναρκισσισμός τρεφόταν ξεδιάντροπα από τον ανεπιτήδευτο θαυμασμό του μαθητή του. Ο Άγγελος πάλι ρουφούσε αχόρταστα όχι μόνο τις ταινίες και το κινηματογραφημένο θέατρο που έπαιζαν διαρκώς στο μεγάλο σαλόνι - γραφείο αλλά και τις ζωγραφιές του Κούνδουρου, τις σπαρμένες στα διάφορα καβαλέτα των δυο ορόφων όπως επίσης ζούσε με όλο του το είναι τους θυμούς, τις απογοητεύσεις ή τις χίμαιρες του σκηνοθέτη, ζωγράφου, συγγραφέα, γλύπτη, εραστή κλπ. Προπάντων τις χίμαιρες. Ήταν τότε που έμοιαζαν οι δυο τους ένας Δον Κιχώτης και ένας Σάντσο Πάντσα από την Κρήτη, αθώοι, όμορφοι και αποξεχασμένοι σαν παιδιά σε μεγάλο κήπο με βλάστηση οργιαστική.
Έζησα τον Νίκο και τον Άγγελο τόσο στην μυθική βίλα του Αγίου Νικολάου όσο και σε διάφορα θέατρα, ταβέρνες, βόλτες της Αθήνας, σε ποικίλες εκδηλώσεις ή ομιλίες όταν είχα την μοναδική τύχη και την χαρά να μιλάω ενθουσιαστικά για τον Νίκο με τον Νίκο να είναι παρών, δίπλα μου και να λάμπει από χαρά. Έστησα εκθέσεις ζωγραφικής και του Κούνδουρου και του Σπάρταλη συζητώντας ώρες ατέλειωτες για την μυστική σχέση στατικής και κινούμενης εικόνας αλλά και για τον Τσαρούχη, τον Καπάνταη, τον Γκοντάρ, τον Χατζιδάκι, τον Σουκούρωφ, τον Κακογιάννη, την Μελίνα, τον Αγγελόπουλο, τον Ταρκόφσκι, τον Μιχάηλ Δαμασκηνό, την Ειρήνη Παπά, τον Κατράκη, τον Μίκη, την Μακρόνησο, την Αριάδνη, την Αρετούσα, τον Ταύρο και την Ευρώπη, τους πνιγμένους του Αιγαίου,τον Βέγγο και την ανοικονόμητη τρέλα του, τα παλιότερα λάθη και τις νεότερες γελοιότητες της Αριστεράς… Τις μέσα πληγές μας, τους έρωτες που γίνονται όλο και πιο νεανικοί όσο κανείς αγγίζει το τέλος. Την Μαρία, την Ιωάννα, την Κατερίνα, την άλλη Κατερίνα, την άλλη Μαρία. Τώρα, δύο πορτρέτα με την ιδιότυπη τεχνική του Σπάρταλη, λίγο πουαντιγισμός, λίγο ράστερ, λίγο πίξελ, μένουν για να συνεχίζουν μιαν άγαρμπα σταματημένη συζήτηση. Για τόσα πολλά, ανοιχτά θέματα. Και μια τελευταία εικόνα: Η σορός του Κούνδουρου να εισέρχεται όρθια (!) στον οικογενειακό τάφο του Α! Νεκροταφείου με τα πλήθη του κόσμου γύρω να αρνούνται να φύγουν. Αίφνης ο Άγγελος από απέναντι αρχίζει αυθόρμητα να τραγουδάει όσο πιο δυνατά μπορεί, ένα ριζίτικο. Τον ακολουθώ βαθιά συγκινημένος- ανακουφισμένος. Κλαίω. Κλαίμε. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποιώ πως είχα την τιμή να δω και τον Κούνδουρο να κλαίει κάποτε για υποθέσεις ψυχής. Αθάνατος.

ΥΓ. Αντί μνημοσύνου: Τα ζωγραφισμένα πρόσωπα δεν πεθαίνουν ποτέ γιατί τα προστατεύει συνεχώς η τρομερή Γιαγιά ζωγραφική με τα  προκατακλυσμιαία μαγικά της κόλπα. Γιατί τα καθιστά ιερά. Και είναι αυτή που δανείζει σε ήρωες και σε θεούς τα πρόσωπα των ανθρώπων τάχα μου για τα σώσει από την φθορά... Που ντύνει με άσεμνα, δηλαδή αιώνια χρώματα το πένθος της θνητότητας. Που καταπραΰνει τον πόνο και την έλλειψη μέσα ακριβώς και από πόνο και από έλλειψη. Επειδή για να γεννηθεί κάτι στην τέχνη πρέπει απαραιτήτως κάτι άλλο να πεθάνει. Πάντα μα πάντα μια μικρούλα Ιφιγένεια ν’ ανεβαίνει στον βωμό, πάντα μα πάντα ένα αργυρό μαχαίρι να σπιθίζει στον ήλιο αποφασισμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου