Λία Σταμοπούλου
Εικόνες από το Φρέαρ
"Ευτυχία είναι πάντα κάτι που έχει ήδη συμβεί".
Κατά βάθος όλη η ιστορία της ζωγραφικής είναι η επανεγγραφή μιας ανάμνησης. Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας που επιμένοντας στις πανάρχαιες τεχνικές και τις προκατακλυσμιαίες εικόνες δεν εννοεί να μεγαλώσει... Ευτυχώς. Το έργο τέχνης πάλι - και ιδιαίτερα αυτό που χτίζει τον κόσμο των μορφών, δηλαδή η ζωγραφική - αποτελεί σταθερά μια πρόκληση για περιπέτεια και λειτουργεί σαν αίνιγμα που περισσότερο από την απάντηση ενδιαφέρει το ερώτημα.
Κι όταν ακόμη μοιάζει η εικαστική δημιουργία απόλυτα προσιτή και εφησυχαστικά αναγνώσιμη, σχεδόν πάντα διαφεύγει από τους προσφερόμενους ορισμούς επισείοντας γοητευτικές διακινδυνεύσεις. Τίποτα το βέβαιο. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σ' όλες τις ενότητες της ζωγραφικής έρευνας της Λίας Σταμοπούλου που απλώνονται σε χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων, καθώς υποβόσκει διακριτικά πλην ευδιάκριτα ένας ελεγειακός τόνος, σαν την δυσοίωνη κλίμακα του ρε μινόρε. Ακόμη κι όταν τα σώματα της χορεύουν κι όταν ανοίγουν σαν πέταλα λουλουδιών και συμπλέκονται ερωτικά - όπως συμβαίνει στη σειρά "Κάμα Σούτρα" ή στην "Κινησιολογία της Σκιάς" - πάντα κάποιες αποχρώσεις του γκρίζου ή η καθοριστική παρουσία των μαύρων θα υπογραμμίζουν με νόημα τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Ακόμη κι όταν η αλαζονεία της νεότητας ομνύει στην αθανασία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η ζωγραφική της Σταμοπούλου ξεκίνησε εκρηκτικά πολύχρωμη και πολύχρωμα ευφορική για να καταλήξει μαυροάσπρη, δηλαδή στο σκοτάδι που δημιουργεί ένα ελάχιστο φως και στα μαύρα που επιβάλλονται με δραματικό τρόπο επάνω στα λευκά. Θα έλεγα πώς η ζωγραφική της Λίας είναι εκείνο το ιδεατό σκάκι στο οποίο τα λευκά δεν νικάνε ποτέ. Αφού η ζωγραφική της συμπυκνώνει το δράμα και το έπος. Κι αφού, ό τι κι αν λέμε, ο σκοπός της τέχνης κατά βάθος είναι να δίνει λόγο ύπαρξης σε ραγισμένους ανθρώπους. Σκοπός εντελώς διαφορετικός από τον (δεδομένο) ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Κι αφού η τέχνη, κατά βάθος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο σημαίνουσα, η πιο εναργής εκδοχή της υπαρξιακής μας θλίψης.
Επίσης στην τέχνη τίποτα δεν είναι αφηρημένο. Απλώς το πραγματικό συνορεύει τόσο πολύ με το φανταστικό ώστε αυτά τα δύο να συγχέονται δημιουργικά. Ώσπου στο τέλος μόνη πραγματικότητα να καθίσταται η φαντασία. Σαν ένα είδος οντολογικής Νέμεσης. Όπως συμβαίνει στη σειρά Αρχέτυπα και στην ενότητα Σώματα - Πλανήτες (εκεί δηλαδή που το χρώμα επιστρέφει για να μιλήσει μέσω του μικρόκοσμου που συγκροτεί το ανθρώπινο κορμί τον μεγάκοσμο του σύμπαντος).
Ιστορικά μιλώντας βλέπω ότι η ζωγραφική μας από τις αρχές του εικοστού αιώνα αρδεύεται από δύο σχολές: Εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα με εξπρεσιονιστικό παροξυσμό και του Τσαρούχη που το αποθεώνει με διονυσιακή λαγνεία. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος και κάπου πιο μακριά ο λυρικός Παπαλουκάς με τον Οικονόμου, τον Μαλέα και τον Νικόλαο Λύτρα. Ο Παρθένης, μόνος του, Θεός ή θηρίον. Η Σταμοπούλου ανήκει στους επιγόνους του Μπουζιάνη μαζί με τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο ή τον φίλο και δάσκαλο της Χρόνη Μπότσογλου. Δηλαδή με εκείνους τους ζωγράφους που σφράγισαν μιαν ολόκληρη εποχή και σχεδίασαν το αισθητικό πρόσωπο και την ταυτότητα μιας πατρίδας. Μια πατρίδα - μνήμη, μία πατρίδα - σώμα, μια πατρίδα - ιδέα. Προσωπικά συνδέω τον Μπουζιάνη με τον Διαμαντόπουλο και μέσω αυτού τους ζωγράφους του '70 που προανέφερα ήδη (Θα μπορούσα να προσθέσω τον Κυριάκο Κατζουράκη, τον Κυριάκο Μορταράκο, την Πελαγία Κυριαζή κ.α). Κάτι τέλος που ενοποιεί και τον Διαμαντόπουλο και όλες αυτές τις τόσο ετερόκλητες αλλά και αυτόνομες προσωπικότητες της κρίσιμης γενιάς του '30 και των νεότερων της μεταπολίτευσης είναι η έκφραση - συχνά αμφίστομη - της έννοιας "Ελληνικότητα" - ή, ακριβέστερα του Ελληνοκεντρισμού - έννοια η οποία στην πράξη, δηλαδή και στον ποιητικό και τον εικαστικό λόγο, προσδιορίζεται άμεσα από την λατρεία του σώματος. Έχουμε λοιπόν μία τέχνη που είναι ασυμβίβαστα ανθρωποκεντρική δηλαδή κλασική παρά τις μοντερνιστικές αναφορές της, η οποία αντιμετωπίζει το σώμα χωρίς ενοχές ως εκπεφρασμένη ηδονή, ως αισθησιασμό αλλά και ως ιδιάζουσα, πνευματική οντότητα, ως ένδυμα της ψυχής. Από τη μία ο Τσαρούχης με τη μαχητική λατρεία του ανδρικού γυμνού και από την άλλη ο Διαμαντόπουλος με τον συγκεκαλυμμένο αισθητισμό του και την ντροπαλή ενοχή εμπρός στην επιθυμία. Και έπονται, τέλος, οι επίγονοι: Ας πούμε οι Μοτοσυκλετιστές του Μάκη. Γεμάτοι οργή και επιθυμία θανάτου. Αλλά και τόσο διψασμένοι για ζωή. Συμπληρώνω τον ερωτισμό ή το πένθος των γυμνών κοριτσιών του Γιάννη Μόραλη και του Γιώργου Μαυροΐδη αλλά και την σπερματική ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, του εμπειρικού της ηδονής και Πρωτόκλητου. Κι όπως έλεγε ο ίδιος μιλώντας και για τον έρωτα και για την τέχνη:
"Δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι η μη νόμιμοι. Υπάρχουν μόνο έρωτες χωρίς επίθετο." Φαντάζομαι πως θα συμφωνήσετε. Η Λία έχει ήδη συμφωνήσει έμπρακτα. Και με το έργο και με τη ζωή της.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως η τέχνη είναι κυρίως τρόπος για να βλέπουμε όχι τον κόσμο αλλά τον εαυτό μας τον ίδιο μέσα στον κόσμο. Είναι τρόπος να σταθούμε απέναντι σε καταστάσεις υπαρξιακές και να αποδώσουμε εκείνη την αλήθεια που όσο μας ξεπερνά άλλο τόσο υπάρχει μέσα μας και υπάρχουμε μέσα σ' αυτή. Η Σταμοπούλου στην έρευνα και στις διάφορες φάσεις της δουλειάς της άλλοτε αφήνεται αφήνοντας το ένστικτο της να την οδηγεί και άλλοτε στηριζόμενη στη γνώση και την εμπειρία, λειτουργεί περισσότερο ορθολογικά. Κι όλα αυτά ισχύουν εφόσον αναγνωρίζουμε στη ζωγραφική κάτι ζωντανό κι όχι μουσειακό και εκείνο το νόημα που δεν λέγεται με λόγια. Αντιθέτως. Και είναι τότε που έργο έχει κάποιο λόγο ύπαρξης.
Σε εποχές όπου η τέχνη συχνά καταναλώνεται με την επιπολαιότητα ενός scroll, και η εικόνα αντιμετωπίζεται ως αισθητικό κολάζ χωρίς ουσία, υπάρχουν ακόμη καλλιτέχνες που επιμένουν να σπρώχνουν την εικόνα πίσω στο πεδίο του νοήματος. Να την φορτίζουν με μνήμη, αλήθεια, υπαρξιακό δάκρυ.
Ας είναι λοιπόν αυτή η αναδρομική έκθεση με τον τίτλο "Εικόνες από το Φρέαρ" μια ακόμη απόδειξη της δύναμης που διαθέτει η τέχνη τόσο για να παρηγορεί όσο και για να υπερβαίνει την φθορά κάνοντας ένα βήμα προς το φως. Εκείνο το ιδιαίτερο, το δυσπρόσιτο, πνευματικό φως που γεννιέται σαν από θαύμα μέσα από χρώματα, από σκιές αλλά και αποκαλυπτικές σιωπές... Η ζωγράφος μέσα από ένα υπαρξιακό βάθος, μέσα από την αγωνία της ύπαρξης, ή και την μελαγχολία και την κατάθλιψη λόγω της φθοράς που κατάσταρκα φέρει ο άνθρωπος, αναθρώσκει, κοιτάζει από την άκρη του το φρέατος επάνω ψηλά και βλέπει τον ουρανό και τις εικόνες του. Αυτές τις εικόνες ζωγραφίζει. Αντιμετωπίζοντας το σώμα - όπως όλη η ζωγραφική του εξπρεσιονισμού - ως υπαρξιακό δράμα αλλά και σαν δυνατότητα ανάστασης.
Λένε - και κατά τη γνώμη μου πολύ ορθά - ότι το σχέδιο είναι η τιμιότητα της τέχνης. Της κάθε τέχνης θα συμπλήρωνα: Από την ζωγραφική ως τη μουσική κι από την αρχιτεκτονική ως τη φωτογραφία ή και το σινεμά. Εφόσον σχέδιο σημαίνει την άμεση, αυθόρμητη οργάνωση της πρώτης, πυρηνικής σκέψης, της σπίθας εκείνης που ξεκινάει από το ασυνείδητο για να καταλήξει μέσα από μυστικές, απροσδιόριστες διαδικασίες σ' αυτό το λογικό σχήμα που θ' αποτελέσει τη μήτρα του τελικού έργου τέχνης. Την ολοκλήρωση, την τελική ενσάρκωση της έμπνευσης, αυτής της τόσο περίεργης λέξης όσο και πολύτιμης λέξης...Στο πρωταρχικό σχέδιο, που μπορεί να είναι ένα απλό σκαρίφημα αλλά και μία εξαιρετικά επιμελημένη από πλευράς φόρμας εικόνα, αντιλαμβάνεται κανείς και τις τεχνικές δυνατότητες αλλά και την ποιότητα σκέψης της δημιουργού. Την συναισθηματική φόρτιση αλλά και ήθος αφού, ας το πούμε ξανά, αισθητική σημαίνει πρωτίστως ηθική. Αλλιώς το όλο εγχείρημα καταντά διακόσμηση και η εύκολη συγκίνηση των μικροαστών που καμώνονται τους εστέτ. Το σχέδιο στην Σταμοπούλου διαθέτει σταθερά, από τα μολύβια και τα κάρβουνα ως τις ακουαρέλες μιαν επίζηλη πρωτοκαθεδρία. Είναι η εσωτερική της ασφάλεια, η εσωτερική της έκφραση αλλά και η βαθύτατη απόδειξη ότι κατέχει την τέχνη της αλλά και τις ποικίλες τεχνικές της τέχνης αυτής. Αν κανείς παρατηρήσει τα πρώτα σχέδια της Σχολής με το μοντέλο, την περίφημη Έφη ως τις τελευταίες της μνημειακές συνθέσεις στις οποίες κυριαρχεί η mentalité του σχεδίου, θα διαπιστώσει μιαν συνεχή, όσο και συνεπή εξέλιξη. Αφού το σχέδιο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της εικαστικής της σκέψης. Αυτό δηλαδή που μέσα απ' τη χρήση του ακόμη και του ανορθόδοξου ή του παράταιρου επιτυγχάνει να εκφράσει το υψηλό και το αισθητικό. Την ζωγραφισμένη εικόνα ως απείκασμα ενός πολύτιμου, ψυχικού τοπίου. Ενός έσω κόσμου. Της διαφωράς κατά Ντεριντά ή του συμβολικού σημαίνοντος κατά Λακάν. Εγώ πάλι θα έλεγα απλά : "Ζωγράφισε ό τι δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πεις. Ζωγράφισε πρώτα με τα μάτια κλειστά"!
Υστερόγραφα:
1. Ο συλλέκτης
«Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά
πτώματα από τον ουρανό
λουλούδια
κι ό,τι το καλό
σ’ αυτό τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει
ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός
ο Σταυραετός να φεύγει
αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν
ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας
μονάχα η ψυχή στ’ αφτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;»
Μίλτος Σαχτούρης
2. Ο Διαμαντόπουλος στα πορτρέτα του ζωγραφίζει αποκλειστικά νεκρούς έστω κι αν αυτοί δεν έχουν ακόμη πεθάνει. Η ζωγραφική ως τελετουργία θανάτου και μύηση στον υπαρξιακό τρόμο. Όπως κι ο Μίλτος Σαχτούρης στους στίχους του. Αυτό είναι το μυστήριο αλλά και το μεγαλείο της δουλειάς του. Η οικείωση με το επέκεινα όχι σαν μεταφυσική αλλά ως η φυσική της ύπαρξης. Η Μοίρα των αρχαίων Ελλήνων που εξακολουθεί να στοιχειώνει τους σύγχρονους. Η βασική ιδεολογική συνιστώσα της γενιάς του '30.
3. Μια παραλλαγή της ζωγραφικής από τον Κορνάρο:
''...με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες''.
Ερωτόκριτος, Γ΄, 1633-1636
4. "Η Ελλάδα ζει από τις εξαιρέσεις"
Γιάννης Τσαρούχης
5. Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας πείσει να αφήσουμε τη σημαία της φαντασίας
Αντρέ Μπρετόν, μανιφέστο Α, 1924
25/8/2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου