Δευτέρα 8/10, στις 8μμ, εγκαίνια της έκθεσης "Φράχτες" στη γκαλερί Titanium,
Βασιλέως Κωνσταντίνου 44, Αθήνα
Το δράμα της εποχής είναι πως η διαφήμιση, η κατανάλωση και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται.
Π. Κονδύλης
Π. Κονδύλης
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Νικολά Μπουριώ (Nicolas Bourriaud) ανατρέχοντας στα κείμενα του Φλωμπέρ διατείνεται πως η τέχνη είναι η απόλυτη μορφή ελευθερίας και πως η αλληλεπίδραση μεταξύ των θεατών της, ο συχνά φορτισμένος διάλογος ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό αντιμάχεται τη γενικότερη τάση της κοινωνικής κατάρρευσης. Λέει χαρακτηριστικά: “Με τις υπηρεσίες τους οι καλλιτέχνες θεραπεύουν τις πληγές των κοινωνικών θεσμών... και αυτού του είδους η τέχνη είναι και ουμανιστική και δημοκρατική.”
Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο πρόλογο για την παρούσα έκθεση του Ηρακλή Παρχαρίδη από το κείμενο του Μπουριώ, επειδή αυτό νηφάλια καταργεί προκαταλήψεις ή φοβίες που ίσως ισχύουν στη χώρα του ως προς την σύγχρονη τέχνη, αλλά που σίγουρα ισχύουν στην Ελλάδα.
Παρότι συχνά μιλάμε στον τόπο μας για τις εικόνες, την εποχή και τη δυναμική τους, εντούτοις ένας βαθύς, σχεδόν αταβιστικός, φόβος μας καταλαμβάνει όταν βρισκόμαστε εμπρός σε μιαν εντυπωσιακά φταγμένη εικόνα, ένα γκράφιτι, μια υπερμεγέθη φωτογραφία ένα γλυπτό με νέον ή με κινητικά στοιχεία σε κάποιο δημόσιο χώρο. Αντίθετα οι χύδην τηλεοπτικές εικόνες που εκπέμπονται στον ιδιωτικό μας χώρο ασταμάτητα, ακόμη κι αν δεν μας ευχαριστούν πλήρως πάντως μας χαλαρώνουν, λειτουργούν κατευναστικά και τις θεωρούμε οικείες. Η οθόνη της τηλεόρασης έχει πάρει στα σύγχρονα σπίτια τη θέση που είχε ήδη από τον 17ο αιώνα στα μικροαστικά νοικοκυριά, φερ' ειπείν της Ολλανδίας, ο πίνακας ζωγραφικής, το ταμπλώ κάποιου μικρού μαιτρ με θέμα συνήθως μιαν ηθογραφία ή ένα πορτρέτο.
Η ζωγραφική τότε, μπορούσε -ακόμη- να λειτουργεί κατευναστικά-παρηγορητικά, να ταξιδεύει με την ψευδαισθητική της ικανότητα τον θεατή. Να υπερασπίζεται δηλαδή έναν άλλο κόσμο πιο γοητευτικό από τον ισχύοντα και άρα, έστω και sotto voce, να διαμορφώνει μια συνθήκη επαναστατική. Ήδη στις δύο αυτές μικρές παραγράφους που διαβάσατε χρησιμοποίησα για να μιλήσω για τη τέχνη τις μαγικές λέξεις “ελευθερία” και “επανάσταση”. Άρα έχετε το τρίπτυχο διαμορφωμένο: χωρίς τις υπόλοιπες δύο, καμιά δεν μπορεί να ισχύσει πραγματικά ενώ αντίθετα και ο τρεις αλληλοσυμπληρώνονται. Πολύ απλά μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η τέχνη (οφείλει να) ανανεώνει ή και να καταργεί παλιότερες μορφές έκφρασης που έχουν εξαντλήσει το περιεχόμενό τους, να εφευρίσκει καινούριες και να ονειρεύεται το μέλλον της. Αυτό κι αν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη.
Προσωπικά μου αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να το τελειοποιήσουν -αυτό θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται, τον εαυτό τους· αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιότητας (που όμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφού η αμαρτία, υπό όρους, δηλαδή όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιότητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης. Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενότητα πινάκων του Ηρακλή Παρχαρίδη, επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεύεται παλιότερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. Επιχειρώντας να καταστήσει ζωντανό, όχι το πραγματικό, αλλά το ονειρικό. Δηλαδή, το αόρατο. Σαν τους βυζαντινούς μαΐστορες ή τους παλαιούς αγιογράφους. Που ζούσαν και δούλευαν στην προ ευκολίας εποχή. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. Εφόσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρώμε. Έχουν μεν χρώμα αλλά είναι άνοστες. Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σύμπαν έψαχνε το σχέδιο του θεού. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτό το σχέδιο σα μουτζούρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικών, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδών αντικειμένων. Που τα καταναλώνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τόσο εύκολα. Έτσι όμως, απόλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρόπον ώστε σήμερα δεν θα μπορούσε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φύση». Επειδή θα αδυνατούσε να βρει αληθινά αντικείμενα και όχι ομοιώματα πραγμάτων, ώστε να οργανώσει τη σύνθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευόταν και σε ανθρώπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι όλο και λιγότερο σε κοιτούν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικούν κάτι από σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημμένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία όπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα όρια της απουσίας βλέμματος.
Για τον Ηρακλή Παρχαρίδη, ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό βλέμμα, ιερότητα της ματιάς. Ο πίνακας δεν είναι απλώς μια αφηγηματική φαντασμαγορία, αλλά κάτι το ιερό και το μυστικό. Τα αχανή τοπία με τους φράχτες, τα τείχη των παλαιών πόλεων, τα σπίτια που μισοβυθίζονται στο σκοτάδι και το χιόνι, δεν είναι τόσο αναπαραστάσεις όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες φιγούρες. Πρόκειται για αρχέτυπα μοναξιάς ή μελαγχολίας μάλλον, παρά για ρεαλιστικές προσεγγίσεις του θέματος. Και το κυριότερο: Άτομα και τοπία αποδίδονται από τον ζωγράφο με μέσα αμιγώς μορφοπλαστικά και με συνεχή την αγονία της ανανέωσης της φόρμας, σε βαθμό ώστε το κλασικό και το πειραματικό να εξισορροπούν.
Επειδή συχνά επαναπαυόμαστε ως θεατές σε παλαιότερες -μουσειακές καλλιτεχνικές εκφράσεις, ας πούμε στην pompier ζωγραφική του 19ου αιώνα- αδυνατώντας από συναισθηματική οκνηρία να αντιληφθούμε το τώρα και να δούμε τις ανάγκες του σήμερα. Η τέχνη και ιδιαίτερα η ζωγραφική με την εξεικονιστική της γοητεία ανέκαθεν εξέφραζε και αντανακλούσε τις κοινωνικοϊδεολογικές συνθήκες της κάθε εποχής. Άλλοτε οπτικοποιούσε την αντιμεταρρυθμιστική διδασκαλία του Παπισμού κι άλλοτε περιέγραφε με ζωντανά χρώματα την ευμάρεια της Γαλλίας κατά τη περίοδο της Β’ Αυτοκρατορίας (γύρω στο 1860).
Σήμερα όμως; Σήμερα, η εικόνα, η εξεικόνιση αντιμετωπίζουν κρίση λόγω υπερπληθωρισμού της ζήτησης και της προσφοράς οπτικού υλικού, υπερκορεσμού της αγοράς και αποπροσανατολισμού του μεγάλου κοινού.
Λέει η Μάσα στις “Τρεις Αδελφές”: εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος έχει χρέος να πιστεύει σε κάτι ή τουλάχιστον να ψάχνει για κάτι που θα πιστέψει αλλιώς η ζωή του είναι άδεια, πολύ άδεια...”
Ζούμε σε μιαν θλιβερή περίοδο κρίσης και παρακμής. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, σου απαγορεύεται ακόμη και να πενθήσεις. Αφού δεν υπάρχει νεκρός. Υπάρχουν μόνο κάποια εκατομμύρια ζόμπι, φαντάσματα, ζωντανόνεκροι που καμώνονται τις ατομικές περιπτώσεις, υποστηρίζουν σπασμωδικά την ανθρώπινη τους υπόσταση αλλά κατ' ουσίαν είναι από καιρό νεκρωμένοι. Προσέξτε, όχι νεκροί...Νε-κρω-μέ-νοι, φυλακισμένοι, σε μιαν μικροαστική απάθεια, σε μιαν ατομική ιδιωτεία. Η τέχνη, πάλι, μπορεί να κάνει, όχι χωρίς κόπο, 'εμείς” τα χιλιάδες αδιέξοδα “εγώ”. Μπορούμε με εικόνες ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο; Μπορούμε;
Επειδή η ζωγραφική διαθέτει τη σχεδόν μαγική δυνατότητα, παρά τη μαζική της υπερπαραγωγή σ’ όλους τους αιώνες του αστικού πολιτισμού, να κερδίζει απ’ τα λάθη της, να τ’ αφομοιώνει και να επηρεάζει δραματικά τις νεότερες τέχνες της εικόνας που έχουν εν τω μεταξύ εμφανιστεί. Μυστήριο! Αβάσταχτα ταυτολογική πολλές φορές, εμμανώς ανθρωποκεντρική, απαρασάλευτα στατική –τουλάχιστον εξωτερικά– σαφώς αγκυλωμένη από φόρμες που τις σημάδεψε ο χρόνος, δύναται (η ζωγραφική) ακόμη να φθέγγεται με κύρος ερμηνεύοντας την εποχή, σηματοδοτώντας το άγνωστο, δανείζοντας μορφές στο αόρατο. Επιβάλλοντας εντέλει το δικό της μεγαλειώδες όσο και περίκομψο, οπτικό πένθος απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα.
H ζωγραφική, βλέπετε, κινείται σε δρόμους παράλληλους με την ιστορία. Απόλυτα ταυτισμένη με το χρόνο και την εντελέχειά του, το θαύμα του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και μ’ επίγνωση των αιτιών της καταρράκωσής του, η ζωγραφική στέκει σαν προκατακλυσμιαία θεότητα-μήτρα, εκκολάπτει και καθοδηγεί τα τέκνα της, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, την ηλεκτρονική εικονογραφία έστω κι αν η ίδια μυρίζει τερεβυνθίνη ή κάρβουνο. O τρόμος ή η έκσταση δεν είναι αποκλειστικά προϊόντα του προηγούμενου αιώνα. Αντιθέτως. Ούτε πάλι τα ανθρώπινα σώματα μπορούν να αντικατασταθούν από ρομπότ και η σάρκα των πραγμάτων, η σάρκα των εικόνων να εξισωθούν με τις προσομοιώσεις τους (simulacres, που έλεγε ο Baudrillard)
Στην εποχή που οι εικόνες κατακυριεύουν τα πράγματα επειδή η ορατότητα κατάντησε δυνάστης και που υπάρχει μόνο ό, τι φαίνεται, η ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει την παλιά της αποστολή: Να μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο και να ξαναδιεκδικήσει τη ψυχή των πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’ όλα το σώμα τους. Αν ο Duchamp μέσα από μία ντανταϊστική άρνηση καταδίκαζε τη ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς ως χυδαία, σήμερα η ζωγραφική, υπό προϋποθέσεις, αναλαμβάνει μία σταυροφορία εναντίον της χυδαιότητας του ορατού και διεκδικεί την επιφάνεια-θεοφάνεια εκείνου που κρύβεται πίσω από την όραση. Του σώματος που αναζητεί την αθανασία του. Των σωμάτων-απέραντων τοπίων με το διάφανο φως του Παρχαρίδη που ονειρεύονται μέσα από την “κόλαση” μιας χειρονομιακής παραφοράς την οπτική γαλήνη εκείνου του παραδείσου που κρύβει ο καθένας από μας μέσα του...
ΥΓ. Γι’ αυτούς τους λόγους συνοπτικά καταδικάζουμε τη ζωγραφική της διακόσμησης, γι’ αυτούς τους λόγους αποκηρύσσουμε και τη ζωγραφική που ντρέπεται για το σώμα της κρυμμένη πίσω από αφηρημένες έννοιες και εξυπνακίστικα τρικ. Γι’ αυτό ζητάμε μία ζωγραφική της αποκάλυψης, το πιο δύσκολο!
Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο πρόλογο για την παρούσα έκθεση του Ηρακλή Παρχαρίδη από το κείμενο του Μπουριώ, επειδή αυτό νηφάλια καταργεί προκαταλήψεις ή φοβίες που ίσως ισχύουν στη χώρα του ως προς την σύγχρονη τέχνη, αλλά που σίγουρα ισχύουν στην Ελλάδα.
Παρότι συχνά μιλάμε στον τόπο μας για τις εικόνες, την εποχή και τη δυναμική τους, εντούτοις ένας βαθύς, σχεδόν αταβιστικός, φόβος μας καταλαμβάνει όταν βρισκόμαστε εμπρός σε μιαν εντυπωσιακά φταγμένη εικόνα, ένα γκράφιτι, μια υπερμεγέθη φωτογραφία ένα γλυπτό με νέον ή με κινητικά στοιχεία σε κάποιο δημόσιο χώρο. Αντίθετα οι χύδην τηλεοπτικές εικόνες που εκπέμπονται στον ιδιωτικό μας χώρο ασταμάτητα, ακόμη κι αν δεν μας ευχαριστούν πλήρως πάντως μας χαλαρώνουν, λειτουργούν κατευναστικά και τις θεωρούμε οικείες. Η οθόνη της τηλεόρασης έχει πάρει στα σύγχρονα σπίτια τη θέση που είχε ήδη από τον 17ο αιώνα στα μικροαστικά νοικοκυριά, φερ' ειπείν της Ολλανδίας, ο πίνακας ζωγραφικής, το ταμπλώ κάποιου μικρού μαιτρ με θέμα συνήθως μιαν ηθογραφία ή ένα πορτρέτο.
Η ζωγραφική τότε, μπορούσε -ακόμη- να λειτουργεί κατευναστικά-παρηγορητικά, να ταξιδεύει με την ψευδαισθητική της ικανότητα τον θεατή. Να υπερασπίζεται δηλαδή έναν άλλο κόσμο πιο γοητευτικό από τον ισχύοντα και άρα, έστω και sotto voce, να διαμορφώνει μια συνθήκη επαναστατική. Ήδη στις δύο αυτές μικρές παραγράφους που διαβάσατε χρησιμοποίησα για να μιλήσω για τη τέχνη τις μαγικές λέξεις “ελευθερία” και “επανάσταση”. Άρα έχετε το τρίπτυχο διαμορφωμένο: χωρίς τις υπόλοιπες δύο, καμιά δεν μπορεί να ισχύσει πραγματικά ενώ αντίθετα και ο τρεις αλληλοσυμπληρώνονται. Πολύ απλά μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η τέχνη (οφείλει να) ανανεώνει ή και να καταργεί παλιότερες μορφές έκφρασης που έχουν εξαντλήσει το περιεχόμενό τους, να εφευρίσκει καινούριες και να ονειρεύεται το μέλλον της. Αυτό κι αν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη.
Προσωπικά μου αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να το τελειοποιήσουν -αυτό θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται, τον εαυτό τους· αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιότητας (που όμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφού η αμαρτία, υπό όρους, δηλαδή όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιότητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης. Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενότητα πινάκων του Ηρακλή Παρχαρίδη, επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεύεται παλιότερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. Επιχειρώντας να καταστήσει ζωντανό, όχι το πραγματικό, αλλά το ονειρικό. Δηλαδή, το αόρατο. Σαν τους βυζαντινούς μαΐστορες ή τους παλαιούς αγιογράφους. Που ζούσαν και δούλευαν στην προ ευκολίας εποχή. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. Εφόσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρώμε. Έχουν μεν χρώμα αλλά είναι άνοστες. Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σύμπαν έψαχνε το σχέδιο του θεού. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτό το σχέδιο σα μουτζούρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικών, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδών αντικειμένων. Που τα καταναλώνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τόσο εύκολα. Έτσι όμως, απόλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρόπον ώστε σήμερα δεν θα μπορούσε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φύση». Επειδή θα αδυνατούσε να βρει αληθινά αντικείμενα και όχι ομοιώματα πραγμάτων, ώστε να οργανώσει τη σύνθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευόταν και σε ανθρώπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι όλο και λιγότερο σε κοιτούν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικούν κάτι από σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημμένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία όπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα όρια της απουσίας βλέμματος.
Για τον Ηρακλή Παρχαρίδη, ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό βλέμμα, ιερότητα της ματιάς. Ο πίνακας δεν είναι απλώς μια αφηγηματική φαντασμαγορία, αλλά κάτι το ιερό και το μυστικό. Τα αχανή τοπία με τους φράχτες, τα τείχη των παλαιών πόλεων, τα σπίτια που μισοβυθίζονται στο σκοτάδι και το χιόνι, δεν είναι τόσο αναπαραστάσεις όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες φιγούρες. Πρόκειται για αρχέτυπα μοναξιάς ή μελαγχολίας μάλλον, παρά για ρεαλιστικές προσεγγίσεις του θέματος. Και το κυριότερο: Άτομα και τοπία αποδίδονται από τον ζωγράφο με μέσα αμιγώς μορφοπλαστικά και με συνεχή την αγονία της ανανέωσης της φόρμας, σε βαθμό ώστε το κλασικό και το πειραματικό να εξισορροπούν.
Επειδή συχνά επαναπαυόμαστε ως θεατές σε παλαιότερες -μουσειακές καλλιτεχνικές εκφράσεις, ας πούμε στην pompier ζωγραφική του 19ου αιώνα- αδυνατώντας από συναισθηματική οκνηρία να αντιληφθούμε το τώρα και να δούμε τις ανάγκες του σήμερα. Η τέχνη και ιδιαίτερα η ζωγραφική με την εξεικονιστική της γοητεία ανέκαθεν εξέφραζε και αντανακλούσε τις κοινωνικοϊδεολογικές συνθήκες της κάθε εποχής. Άλλοτε οπτικοποιούσε την αντιμεταρρυθμιστική διδασκαλία του Παπισμού κι άλλοτε περιέγραφε με ζωντανά χρώματα την ευμάρεια της Γαλλίας κατά τη περίοδο της Β’ Αυτοκρατορίας (γύρω στο 1860).
Σήμερα όμως; Σήμερα, η εικόνα, η εξεικόνιση αντιμετωπίζουν κρίση λόγω υπερπληθωρισμού της ζήτησης και της προσφοράς οπτικού υλικού, υπερκορεσμού της αγοράς και αποπροσανατολισμού του μεγάλου κοινού.
Λέει η Μάσα στις “Τρεις Αδελφές”: εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος έχει χρέος να πιστεύει σε κάτι ή τουλάχιστον να ψάχνει για κάτι που θα πιστέψει αλλιώς η ζωή του είναι άδεια, πολύ άδεια...”
Ζούμε σε μιαν θλιβερή περίοδο κρίσης και παρακμής. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, σου απαγορεύεται ακόμη και να πενθήσεις. Αφού δεν υπάρχει νεκρός. Υπάρχουν μόνο κάποια εκατομμύρια ζόμπι, φαντάσματα, ζωντανόνεκροι που καμώνονται τις ατομικές περιπτώσεις, υποστηρίζουν σπασμωδικά την ανθρώπινη τους υπόσταση αλλά κατ' ουσίαν είναι από καιρό νεκρωμένοι. Προσέξτε, όχι νεκροί...Νε-κρω-μέ-νοι, φυλακισμένοι, σε μιαν μικροαστική απάθεια, σε μιαν ατομική ιδιωτεία. Η τέχνη, πάλι, μπορεί να κάνει, όχι χωρίς κόπο, 'εμείς” τα χιλιάδες αδιέξοδα “εγώ”. Μπορούμε με εικόνες ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο; Μπορούμε;
Επειδή η ζωγραφική διαθέτει τη σχεδόν μαγική δυνατότητα, παρά τη μαζική της υπερπαραγωγή σ’ όλους τους αιώνες του αστικού πολιτισμού, να κερδίζει απ’ τα λάθη της, να τ’ αφομοιώνει και να επηρεάζει δραματικά τις νεότερες τέχνες της εικόνας που έχουν εν τω μεταξύ εμφανιστεί. Μυστήριο! Αβάσταχτα ταυτολογική πολλές φορές, εμμανώς ανθρωποκεντρική, απαρασάλευτα στατική –τουλάχιστον εξωτερικά– σαφώς αγκυλωμένη από φόρμες που τις σημάδεψε ο χρόνος, δύναται (η ζωγραφική) ακόμη να φθέγγεται με κύρος ερμηνεύοντας την εποχή, σηματοδοτώντας το άγνωστο, δανείζοντας μορφές στο αόρατο. Επιβάλλοντας εντέλει το δικό της μεγαλειώδες όσο και περίκομψο, οπτικό πένθος απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα.
H ζωγραφική, βλέπετε, κινείται σε δρόμους παράλληλους με την ιστορία. Απόλυτα ταυτισμένη με το χρόνο και την εντελέχειά του, το θαύμα του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και μ’ επίγνωση των αιτιών της καταρράκωσής του, η ζωγραφική στέκει σαν προκατακλυσμιαία θεότητα-μήτρα, εκκολάπτει και καθοδηγεί τα τέκνα της, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, την ηλεκτρονική εικονογραφία έστω κι αν η ίδια μυρίζει τερεβυνθίνη ή κάρβουνο. O τρόμος ή η έκσταση δεν είναι αποκλειστικά προϊόντα του προηγούμενου αιώνα. Αντιθέτως. Ούτε πάλι τα ανθρώπινα σώματα μπορούν να αντικατασταθούν από ρομπότ και η σάρκα των πραγμάτων, η σάρκα των εικόνων να εξισωθούν με τις προσομοιώσεις τους (simulacres, που έλεγε ο Baudrillard)
Στην εποχή που οι εικόνες κατακυριεύουν τα πράγματα επειδή η ορατότητα κατάντησε δυνάστης και που υπάρχει μόνο ό, τι φαίνεται, η ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει την παλιά της αποστολή: Να μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο και να ξαναδιεκδικήσει τη ψυχή των πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’ όλα το σώμα τους. Αν ο Duchamp μέσα από μία ντανταϊστική άρνηση καταδίκαζε τη ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς ως χυδαία, σήμερα η ζωγραφική, υπό προϋποθέσεις, αναλαμβάνει μία σταυροφορία εναντίον της χυδαιότητας του ορατού και διεκδικεί την επιφάνεια-θεοφάνεια εκείνου που κρύβεται πίσω από την όραση. Του σώματος που αναζητεί την αθανασία του. Των σωμάτων-απέραντων τοπίων με το διάφανο φως του Παρχαρίδη που ονειρεύονται μέσα από την “κόλαση” μιας χειρονομιακής παραφοράς την οπτική γαλήνη εκείνου του παραδείσου που κρύβει ο καθένας από μας μέσα του...
ΥΓ. Γι’ αυτούς τους λόγους συνοπτικά καταδικάζουμε τη ζωγραφική της διακόσμησης, γι’ αυτούς τους λόγους αποκηρύσσουμε και τη ζωγραφική που ντρέπεται για το σώμα της κρυμμένη πίσω από αφηρημένες έννοιες και εξυπνακίστικα τρικ. Γι’ αυτό ζητάμε μία ζωγραφική της αποκάλυψης, το πιο δύσκολο!
Μάνος Στεφανίδης
18/9/2012
να πω μονο προχειρα γενικευοντας πως ο υπερδομημενος επεξηγηματικος διερευνητικος λογος που δεν ταυτιζεται με σαφηνεια στο εικαστικο αντικειμενο αφορμης του αποδομει το ολο εγχειρημα και του προσδιδει προσχηματικη παρουσια
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ φίλε,
Διαγραφήπροσωπικά γράφω πάντα "εξ αφορμής" πιστεύοντας ότι το εικαστικό έργο και το εξ αυτού κείμενο κινούνται σε τροχιές παράλληλες οι οποίες δεν συναντώνται ποτέ. Άρα δεν αναλύεις τόσο το έργο αλλά μάλλον προσπαθείς να καταθέτεις ένα κείμενο "ισάξιο", ανάλογο, ισότιμο του έργου.
Η δική μου φιλοδοξία, επειδή σας διαβεβαιώ πως δεν γράφω διεκπεραιωτικά, είναι το κείμενο τέλει να αυτονομείται ως αισθητική πράξη.
Μ' ενδιαφέρει, μέσω ενός συγκεκριμένου έργου η γενικότερη ευαισθητοποίηση. Περιμένοντας κάποτε το έργο αυτό να καταστεί όπως έλεγε ο Κανιάρης,ιστορία, Και ασφαλώς -όσο και ιδιοτελώς- ' ενδιαφέρει το κείμενο. Πάνω απ' όλα.
Καλημερα καλημερα
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροφανως γνωριζω ότι γνωριζεις ότι γνωριζω πως δεν γραφεις διεκπεραιωτικα και στην προκειμενη περιπτωση ακριβως αναφερομαι στην αυτονομια των Λογων που ο ενας προκυπτει «εξ αφορμης» του αλλου καταθετοντας την προσωπικη βιωματικη μου αποψη πως αυτό τελικα αποδομει την ουσια κάθε «ποιητικης» προτασης μετασχηματιζοντας την σε αφορμη δηλαδη της στερει προοπτικες ακριβως επειδη δεν ασχολειται ακριβως με αυτην
Με εκτιμηση φιλικα Στελλιος