Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΣΚΟΥΡΑ

 ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΤΕΣ
 
 
Εγκαίνια: Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013 στις 20.30.Στις 21.00, ξενάγηση από τον επιμελητή της έκθεσης Μάνο Στεφανίδη
 
Διάρκεια: 7 - 21 Μαρτίου
Ώρες λειτουργίας: καθημερινά από τις 20.00 - 00.00
Χώρος: Booze Gallery, Κολοκοτρώνη 57 (είσοδος και από την πλατεία Αγ. Ειρήνης)




    O αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις.
    Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.
    Νάσος Βαγενάς, “Γένεσις”

Πως ζωγραφίζεται το κενό; Ή, ακόμα χειρότερα, το αόρατο; Τι είδους εικόνες οφείλει σήμερα να ζωγραφίσει ένας ζωγράφος όταν από παντού του διαμηνύουν το θάνατο της ζωγραφικής; Πως κανείς μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο εικαστικά καίριο και τον ιδεαλισμό του ελάχιστου αποφεύγοντας τις κοινοτοπίες, τις επαναλήψεις και τη οπτική ανία; Πως αποδίδεται μορφοπλαστικά το βαθύτερο υπαρξιακό δράμα χωρίς να καταφεύγουμε σε μελό αφηγηματικότητες; Με ποιους τρόπους μπορεί να ανανεωθεί η εικονογραφική παράδοση χωρίς να καταφύγουμε στην εύκολη εικονογραφία και στην, ακόμη ευκολότερη, διακόσμηση;
Σ' αυτά και σε άλλα τόσα ανάλογα ερωτήματα θέλει ν' απαντήσει με τη ζωγραφική του ο Νίκος Κασκούρας. Μια ζωγραφική που δίνει υπόσταση στο ελάχιστο, στη χειρονομία,  στο πρωταρχικό, και που εμφανίζεται συνολικά σαν μια επίμονη άσκηση λιτότητας. Όλη της η θεματική επικεντρώνεται ανάμεσα στη φιγούρα και στο χώρο, ανάμεσα σ' ένα τοπίο-πλέγμα-φυλακή και σ' ένα κατακερματισμένο πρόσωπο-προσωπείο που θα μπορούσε να είναι όλοι εμείς. Τελικό ερώτημα: Πως ζωγραφίζονται η πτώση, η διάσπαση, η αποσύνθεση, η απώλεια, η έκπτωση της έννοιας αλλά και της εικόνας;
Τιμώ τη ζωγραφική του Νίκου Κασκούρα γιατί είναι ασυμβίβαστα γενναία σ' ένα κόσμο προσκυνημένων και εμπόρων και σ' ένα καλλιτεχνικό χώρο που κυριαρχείται από μετριότητες και “επαγγελματίες”. Ο Κασκούρας καταγγέλλει σιωπώντας, ζωγραφίζοντας, επιμένοντας. Μια εύκολη ακαδημαϊκή προσέγγιση θα ονόμαζε τους έντονα φορτισμένους, χειρονομιακούς πινάκες του εξπρεσιονιστικούς. Εγώ τους ονομάζω “ζωγραφική ενός απελπισμένου ανθρωπισμού”.


Το κρίσιμο ερώτημα

Τι είναι λοιπόν «τέχνη»; Πως προσλαμβάνεται; Αποτελείται από πολλά πρόσωπα ή από ένα; Σε ποιόν απευθύνεται και ποιος την δημιουργεί; Εξελίσσεται ανάλογα τον τόπο και τον χρόνο ή παραμένουν τα βασικά της χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα: Μπορεί να οριστεί με ασφάλεια ή κάθε καινούργια προσέγγισή της προσκρούει στην παλαιότερη επιτείνοντας την σύγχυση; Είναι η τέχνη ένα επιστημολογικό ζήτημα σαφώς οριοθετημένο ή συνιστά προσωπική υπόθεση του καθενός ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες; Όταν ο Roland Barthes δημοσιεύει το 1968 το ερεθιστικό του δοκίμιο “Ο θάνατος του Συγγραφέα” ανανεώνοντας την φιλολογία περί θανάτου της τέχνης, του καλλιτέχνη κλπ, υπαινισσόταν και την απώλεια –το πλέον οδυνηρό- του αισθητικού υποκειμένου. Μ’ άλλα λόγια όσο επίκαιρο είναι το ερώτημα “Τι ανάγκη έχουμε σήμερα τη τέχνη;” (ας πούμε τη τέχνη της εικόνας, αφού αυτό είναι το αντικείμενο των συγκεκριμένων σκέψεων με αφορμή τη ζωγραφική του Νίκου Κασκούρα), άλλο τόσο επίκαιρο πρέπει να είναι το ερώτημα “Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τέχνη;”
Ας πούμε ότι η τέχνη είναι ένα πολύτροπο, γοητευτικά παράξενο και ασυνήθιστα άγριο, σπάνιο ζώο. Κρύβεται μέσα στο τελευταίο αχανές τροπικό δάσος. Έτσι ώστε να είναι σχεδόν αδύνατο να την εντοπίσει κανείς· πολλώ μάλλον να την αιχμαλωτίσει. Για τον λόγο αυτό, εκστρατεύουν καθημερινά ως τη καρδιά του δάσους σε χώρο δημόσιο όσο και ψυχικά “ιδιωτικό”, κυνηγοί, έμποροι, φυσιοδίφες, ιστορικοί τέχνης, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, αισθητικοί της φιλοσοφίας, πολιτικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι και λογής τυχοδιώκτες, χρυσοκάνθαροι κριτικοί ή εστέτ δημοσιογράφοι νομίζοντας πως με μιαν, έστω, φωτογραφία της θα κάνουν τη τύχη τούς.
Όμως αυτό το σπάνιο και μονήρες αγρίμι, η τέχνη, ξέρει, χιλιετίες τώρα, και να επιβιώσει όπως η φύση του επιτάσσει αλλά και ν’ αποφύγει τις πολλές συνάφειες του κόσμου ενστικτωδώς γνωρίζοντας πως αυτή η συνάφεια με τον κόσμο αποτελεί και τη βασική αιτία απώλειας τόσων ειδών από την πανίδα και τη χλωρίδα του πλανήτη.
Το αγρίμι “τέχνη” έχει φτερά για να πετάει ενώ είναι και υδρόβιο. Το μακρύ και σκληρό του ρύγχος ανοίγει εύκολα λαγούμια όποτε χρειάζεται να κρυφτεί στη έγκατα της γης. Τη μέρα προσαρμόζεται στα χρώματα του περιβάλλοντος σαν χαμαιλέων ενώ το βράδυ φωσφορίζει εντυπωσιακά βρίσκοντας το δρόμο του από την ίδια του την φωταύγεια. Έχει επτά ζωές σαν τη γάτα, άλμα αίλουρου, σαγόνια καρχαρία, τρέφεται με τους κυνόδοντες και όχι με τους τραπεζίτες, η ουρά του θυμίζει ξωτικού  -αλλά όμως δεν είναι- και το λοφίο του  είναι απλά χάρμα ιδέσθαι. Πόσοι όμως έχουν αξιωθεί να το δουν; Το έχουν κυνηγήσει κατά καιρούς μάγοι και σαμάνοι της φυλής για να ταυτιστούν μαζί του, βασιλιάδες-ιερείς ή αυτοκράτορες-πολεμιστές για να ενσπείρουν δέος στους λαούς τους, μποέμ τύποι για να προσφέρουν το πτίλωμα ή τον πολύτιμο όνυχα των άκρων του στην αγαπημένη τους και κυνικοί έμποροι με αισθητικές όμως ανησυχίες για να αισχροκερδίσουν απ’ το χρυσόμαλλο δέρας του ή για να εντυπωσιάσουν τους κύκλους των νεόπλουτων στους οποίους συχνάζουν.  Να όμως που ήρθε και η εποχή όπου τα τροπικά δάση πατιούνται, τα παρθένα σημεία της γης εκλείπουν και τα σπάνια ζώα της χειμάζονται. Ο υπερθερμαινόμενος πλανήτης δεν επιτρέπει πια στα εκλεκτά εκ των ειδών του να προσαρμόζονται εύκολα αλλά και να κάνουν χρήση των τροπικαλιστικών τους ιδιοτήτων. Όταν εν γένει η επιβίωση των έμβιων όντων είναι τόσο προβληματική σε χρόνο συντελεσμένο μέλλοντα, αυτό το υπερνοήμον αγρίμι του έχει αντί για φολίδες ιδέες στο δέρμα του και είναι μαζί και εικόνα και λόγος και ενέργεια και η υπέρβαση τους ταυτόχρονα, μπορεί να δώσει, άραγε, παράταση ζωής σ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους; Ή, έστω μιαν ψευδαίσθηση αθανασίας όπως ανέκαθεν, εξάλλου, έκανε; Μήπως η μόνη, πολιτική πρωτίστως, απάντηση στο αδιέξοδο είναι η ουτοπική (;) πρόταση να γίνουμε το αγρίμι αυτό όλοι εμείς;
Ο Lévi-Strauss στην “Άγρια Σκέψη” του ονόμασε τους πρωτόγονους μύθους φαντασιακές λύσεις πραγματικών, κοινωνικών αντινομιών. Πράγμα που θα πει ότι η υπερπραγματικότητα της τέχνης ερμηνεύει αποκλειστικά τις διαφορές, πραγματικότητες που εγκυμονεί η πραγματικότητα της εποχής πας. Εφόσον η τέχνη, όπως και η γλώσσα, αποτελεί την επιτομή της κοινωνικής πρακτικής, το επιστέγμα της κοινωνικής διαδικασίας. Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί πως σε περιόδους κρίσης αυτό που πρώτα απ’ όλα αμφισβητείται, δεν είναι η τέχνη ή η ιδεολογία αλλά το κυρίαρχο σύστημα ιστορίας που συνέχει όλα τα’ άλλα. Αν στο κείμενο που διαβάζετε, υπάρχει απ’ την αρχή ως το τέλος μια ιστορική προοπτική, ένας ιστός φαινομένων που εξηγεί το παρόν μέσα από τις δράσεις του παρελθόντος και που το μέλλον προκύπτει διαλεκτικά από τις συνθήκες των δυο προηγουμένων, για τη τέχνη του 21ου αιώνα αυτός ο ιστορικός κάνναβος μοιάζει να έχει διαρραγεί. Στη θέση των ισχυρών προσωπικοτήτων του παρελθόντος ή των ρευμάτων που υλοποιούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το πρόταγμα της νεοτερικότητας, σήμερα έχουμε τη διάχυση και τον πολυμερισμό ενός μεταμοντερνισμού που φοβάται να επωμισθεί το ιστορικό βάρος του μοντέρνου. Εξ ου και η σοβούσα κρίση της σύγχρονης τέχνης.



Μαρσέλ Ντισάν, είσαι ακόμα εδώ;

Πολλοί είναι αυτοί που κατά καιρούς, μην μπορώντας να αποδεχθούν τις μεταλλάξεις του μοντερνισμού, προφητεύουν το “τέλος της τέχνης”, “τον θάνατο της ζωγραφικής” κ.λ.π.  Η αλήθεια είναι πως μετά την κοσμογονία των ρευμάτων του 20ού αιώνα, και ειδικά εκείνο του ντανταϊσμού, η τέχνη δεν ήταν ποτέ ίδια με πριν, όπως και η λογοτεχνία δεν ήταν ποτέ ίδια μετά τον Οδυσσέα του Τζόις. Κάθε καλλιτεχνική έκφραση όμως, είτε ως πνευματικό δημιούργημα είτε ακόμη και ως εμπορικό προϊόν συνέχισε να υφίσταται, γιατί η τέχνη είναι ένα παλίμψηστο, μια σειρά από αλλεπάλληλα στρώματα δημιουργίας σε διαφορετικό χώρο και χρόνο που συχνά επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα από μυστικά λαγούμια. Μονοχρωματικοί πίνακες,  για παράδειγμα, υπήρχαν στην Ινδία του 17ου αιώνα πολύ πριν τους επινοήσει ο Ρόθκο,  τα κυκλαδικά ειδώλια εμπεριείχαν τις αφαιρετικές μορφές των γλυπτών του Μουρ και του Τζακομέτι, τα νεκρικά πορτρέτα των Φαγιούμ δάνεισαν την υπερβατικότητά τους στις βυζαντινές εικόνες και στις προσωπογραφίες του Κόντογλου και του Τσαρούχη.
Η αγωνία τους βέβαια ίσως να πηγάζει από τη διαπίστωση πως το μεταμοντέρνο αποδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό την τελεολογική υπόσταση της μοντερνιστικής θεώρησης του κόσμου, δηλαδή μια “κάθετη” αντίληψη της προόδου, η οποία ήθελε όλες τις κοινωνίες να προοδεύουν προς ένα απόλυτο σημείο, άλλες με μεγαλύτερη και άλλες με μικρότερη ταχύτητα, και την αντικατέστησε με μια “οριζόντια” αντίληψη όπου πολλά πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα δίχως να συγκλίνουν  σε κάποιο σημείο.  Υπ’ αυτή την έννοια, πώς μπορούν  να μετουσιωθούν σε πράξη τα λόγια του Μισέλ Φουκό “μια νέα μορφή του μοντέρνου έκανε πάντα την εμφάνισή της, κάθε φορά που η ιστορία άλλαζε δραστικά τη σχέση μας με το παρόν;”. Ποια μπορεί να είναι σήμερα η έννοια του μοντέρνου και ποια θα είναι τα στοιχεία που θα την απαρτίζουν; Αρκεί η αντίσταση στην ομογενοποίηση του πολιτισμού, όταν ανά πάσα στιγμή οι αμείλικτοι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης είναι έτοιμοι να οικειοποιηθούν κάθε μορφή ρήξης και αμφισβήτησης; Μερικοί επιμένουν σε μια αισιόδοξη προοπτική, όπως ο Μαουρίτσιο Κατελάν που την ονομάζει μάλιστα «γλυκιά ουτοπία». Κάποιοι άλλοι,  όπως ο θεωρητικός Νικολά Μπουριό, συγγραφέας του γνωστού βιβλίου Σχεσιακή αισθητική,  προτείνει τον όρο “alter modernism”, ενός δηλαδή εναλλακτικού μοντερνισμού που δεν θα αποθεώνει την ιδέα της πρωτοτυπίας – σχετική ούτως ή άλλως, αφού ως γνωστόν παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει ̶ και θα αντικαθιστά τη στατική διδασκαλία με τη δυναμική εμπειρία που αναπτύσσεται μεταξύ του θεατή και του έργου τέχνης.
Όπως ήδη είπαμε, στη θέση των ισχυρών προσωπικοτήτων του παρελθόντος ή των ρευμάτων που υλοποιούν διαλεκτικά, το ένα μέσα απ’ το άλλο, το πρόταγμα της νεωτερικότητας σήμερα ισχύει μάλλον ένας κυρίαρχος “μηχανισμός” που έχει ελάχιστη σχέση με την αισθητική και τις σημασίες της. Και βέβαια η δεσποτεία της αγοράς που άγχεται μεν για όλο και πιο καινούργια προϊόντα αλλά όχι για την ιστορική αποκατάστασή τους. Κάτι πρέπει να χαθεί και κάτι να πεθάνει για να γεννήσει ένα έργο τέχνης. Κι αυτόν τον ισολογισμό των ψυχών και των μορφών αδυνατούν ν’ αντιληφθούν οι έμποροι.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο και την ιστορική συγκυρία, τοποθετώ το έργο του Νίκου Κασκούρα, αυτού του ιδιότυπου εκπροσώπου του δικού μας “alter modernism”.  Ένα έργο που αποστρέφεται το φολκλόρ και την Ελληνορθόδοξη αισθητική και διασαλπίζει μέσα από την κυρίαρχη, εθνικιστική υστερία ένα τραγούδι συναδέλφωσης και πανανθρώπινης αλληλεγγύης. Μοναδικός οδηγός σε αυτόν το δύσκολο δρόμο τι άλλο παρά η τέχνη...

Μάνος Στεφανίδης
επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών


Περισσότερα στο επίμετρο του βιβλίου μου Μια ιστορία της ζωγραφικής, εκδ. Καστανιώτη, 2008, το σχετικό με το μεταμοντέρνο και στο 10ο τόμο του Ελληνομουσείου-Επτά Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, β' έκδοση.



2 σχόλια:

  1. θα πω μονο πως η "ιχνοηση" ειναι η οπτικοποιηση μιας παγκοσμιας γονιδιακης γλωσσας που εκφερεται με διαφορους τροπους απο αναγκες και προσαρμογες κοινωνικης επιβιωσης και αντλει απο τον μεταξυ συνειδητου και ασυνειδητου χωρου ευκαιριακα και κατα τις αναγκες. η ομαδοποιηση και οι μη βιωματικοι νεωτερισμοι εκφορας που θεωρητικα προσφερονται και παγιωνουν, καταστρεφουν ουσιες μορφοποιοντας προαποφασισμενα δλδ ο στοχος πρεπει ναναι αμεσος και αυτο μονο αρκει περα απο αισθητικες που ωθουν σε μεσους ορους

    φιλικα

    στ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραίο κείμενο, Μάνο. Το απόλαυσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή