Ο ζωγράφος
μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλα, λάδι, νέφτι και άλλα. Ξέρει όμως ότι πίσω
από το τελάρο του υπάρχει μια φοβερή, βαθειά, μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την
τόλμη του ονείρου, το τελάρο και σκύβοντας μεσ’ στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει
μακριά, πολύ μακριά, κοντά στο βάθος κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ
πετούν – αθόρυβα- μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο
φως. Ανάμεσα σε αυτόν και το τελάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι
δε φοβάται…
«Η γνώμη του ζωγράφου κ.
Νίκου Εγγονόπουλου».
Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1938 (Ιανουάριος), τχ. 3, σ. 131.
Μέσα απ' το φως ακόμη και το κενό αποκτά υπόσταση. Και η τέχνη είναι
εκείνος ο Λαβύρινθος, στον οποίο ο Μίτος δίνεται στην έξοδο κι όχι στην είσοδο.
Και εκείνο το ψέμα που υποστηρίζει την κρυμμένη αλήθεια του καθενός. Θα το πω εν είδει αφορισμού: Ο
κλασικιστής ζωγράφος ζωγραφίζει τον κόσμο, ο εξπρεσιονιστής το χάος του κόσμου.
Την εσωτερική άβυσσο. Το τοπίο σαν λαβύρινθο της ψυχής.
Η παρούσα
μικρή αναδρομική που οργανώνει η γκαλερί Ευριπίδης δεν τιμά απλώς τη μνήμη του
Σταύρου Ιωάννου, ενός ιδιαίτερου ζωγράφου και από πλευράς ψυχισμού και από
πλευράς αισθητικών επιτευγμάτων. Κατ’ ουσίαν αναψηλαφεί εκείνη τη ζωγραφική
πρόταση που σχηματίζεται και κυριαρχεί στην δεκαετία του ’70 προτείνοντας ένα
εικαστικό όραμα το οποίο διαφοροποιείται τόσο από τις γραφικότητες της γενιάς του ’30 και από τον υπερφίαλο
διεθνισμό της γενιάς του ’60. Βασική της θεματολογία υπήρξε η επώδυνη ιθαγένεια
όπως διαμορφώνεται μετά από μια ντροπιαστική δικτατορία αλλά και η κατάδυση
στις αντιφάσεις του βαθύτερου εαυτού. Δηλαδή στο ένδον τοπίο. Επιπλέον αποτίνει
φόρο τιμής στο ανεξερεύνητο εν πολλοίς ακόμη κεφάλαιο του ελληνικού εξπρεσιονισμού
καλύπτοντας έτσι ένα πραγματικό κενό στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Ο μαθητής
του Μόραλη Σταύρος Ιωάννου (1945-2009) δεσπόζει σε αυτόν τον «κύκλο των χαμένων
ποιητών», σε αυτή την ομάδα που διεκδίκησε ξανά την πιο ουσιαστική γλώσσα της
ζωγραφικής μακριά από οποιουδήποτε φολκλόρ ή αφηγηματική επίδειξη επιμένοντας
στην εκτονωτική χειρονομία και το ένδον σκάπτειν μέσω του χρώματος. Καμία
φαντασμαγορία εν προκειμένω αλλά επιμονή
στην ποιητική του υλικού του ίδιου. Την ομάδα εκτός του Σταύρου Ιωάννου
συμπληρώνουν ο Νίκος Χουλιαράς, ο Γιάννης Παρασκευάδης, ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος,
ο Γιάννης Μιχαηλίδης, ο Μηνάς Σεμερτζιάν, ο Μανώλης Πολυμέρης, ο Χρόνης
Μπότσογλου, η Βάνα Ξένου, ο Νίκος Κασκούρας, ο Κυριάκος Μορταράκος, ο Γιάννης Φωκάς, η Πελαγία Κυριαζή, ο Γιάννης Αδαμάκος, ο Λάκης
Πατρασκίδης, ο Γιώργος Ξένος, ο Γιάννης Αντωνόπουλος, ο Περικλής Γουλάκος , ο
Δημήτρης Ράτσικας, ο Γιάννης Τζερμιάς, για να μείνω στους πιο επιδραστικούς.
Πόση ζωή
χωράει ο θάνατος; Πόσο νόμιμη είναι η αντιστροφή του προηγούμενου ερωτήματος;
Δηλαδή πόσο θάνατο χωράει η ζωή για να είναι πράγματι αντάξια του ονόματός της;
Και πόσο, τέλος, αντέχουμε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη λαχτάρα της ζωής και
το φόβο του θανάτου; Η τέχνη, με όλα της τα πρόσωπα είναι μια ελπίδα και ένα
σωσίβιο απέναντι στο φόβο αυτό. Είναι ένα πολύτιμο κλειδί για να ξεκλειδώσουμε
τον ούτως ή άλλως ερμητικά κλειδωμένο κόσμο. Ο Γιάννης Τσαρούχης, ζωγράφος όσο
και διανοούμενος, έλεγε συχνά: «Υπάρχουν δύο σχολές έκφρασης. Από τη μια η
φαντασία της πραγματικότητας κι απ’ την άλλη η πραγματικότητα της φαντασίας».
Να αποτολμήσω και μια τρίτη; Εννοώ το αβέβαιο ταξίδι ανάμεσα στο αντικείμενο
και την απομυθοποίησή του, αιτία και για τη σημερινή μας αλλοτρίωση σύμφωνα με
το Roland Barthes. Με άλλα λόγια το δράμα των πραγμάτων που δεν αντέχουν (δεν
αντέχουμε) το νόημά τους. Ο Σταύρος Ιωάννου με ενστικτώδεις χειρονομίες,
δραματική φόρτιση της πινελιάς και ταξίδια στο λαβύρινθο του υποσυνείδητου
έδωσε εικόνες που αντιστέκονται σε εύκολες ερμηνείες ως αληθινός διάδοχος του
Γεωργίου Μπουζιάνη.
Είναι
ενδεικτικό πως το 1988 ονόμασα «Αναφορά στον Μπουζιάνη» την ομαδική έκθεση που
διοργάνωσα στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηναίων και στην οποία συμμετείχαν οι
περισσότεροι από τους παραπάνω καλλιτέχνες. Το 1983 με την έκθεσή του στην Ώρα
και τα ανάλογα αφιερώματα του περιοδικού «Εικαστικά» ο Σταύρος κατοχυρώνοντας
την ιδιαίτερη γραφή του, γίνεται ευρύτερα γνωστός. Το 1985 συμμετέχει στην
σημαντική έκθεση «Νέοι Έλληνες ζωγράφοι – Διαδρομές» στην Πινακοθήκη Πιερίδη
και στο πλαίσιο της «Αθήνας, πολιτιστικής πρωτεύουσας». Ήδη πια βρίσκεται στην
πρώτη γραμμή μιας εγχώριας πρωτοπορίας.
Η
ιδιαιτερότητα του Σταύρου Ιωάννου έγκειται στο ότι συνδυάζει την δυναμική
εξπρεσιονιστική χειρονομία και τον βαθύ χρωματικό λυρισμό. Πολιτικοποιημένος
αλλά όχι προπαγανδιστής μις πολιτικής ιδέας μοιράζεται καλλιτεχνικά συνεχώς ανάμεσα
στις φαντασμαγορικές δυνατότητες του χάους που του προσφέρει η εικόνα αλλά και
στην ανάγκη για την ύπαρξη μιας στοιχειώδους δομής αυτής της εικόνας. Έστω και
αν ψάχνει φαντάσματα σε ένα λαβύρινθο. Ακριβώς για αυτό τα ώριμα έργα του
μοιάζουν με τους σκελετούς ενός φανταστικού κτίσματος, ενός πύργου από
τραπουλόχαρτα. Από τις πρώτες του σπουδαστικές νεκρές φύσεις ως τα τελευταία
του εκρηκτικά τοπία της Αίγινας, ο Ιωάννου παραμένει μοναδικός κολορίστας, όχι
της επιδερμίδας αλλά του πυθμένα.
Ο Σταύρος
Ιωάννου εξελίσσεται σταδιακά σε κορυφαίο εκπρόσωπο της εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης
στην Ελλάδα. Στη ζωγραφική του, η επιφάνεια γίνεται βάθος και η αντανάκλαση ή ο
αντικατοπτρισμός, καταβύθιση. Οι εικόνες δεν είναι πια κάπου εκεί έξω, αλλά εδώ
μέσα μας, βαθιά. Όπως και τα τοπία εξάλλου. Οι εικόνες δεν συγκροτούν πλέον
μιαν αφήγηση απλώς, αλλά ένα παραλήρημα, μιαν ενέργεια, ένα βιο-ψυχογράφημα.
Είναι μια διαδικασία κι όχι ένα αποτέλεσμα. Είναι ο αόρατο που αγωνίζεται και
αγωνιά να καταστεί ορατό, χωρίς όμως να απολέσει το οντολογικό του μυστήριο.
Όχι ένα συμβάν, αλλά ένα γίγνεσθαι. Ένα διαρκώς ανανεούμενο σημαίνον (και έχουν
πολλά να μάς πουν τα σημαινόμενα).
Η αφηρημένη
τέχνη πρόκυψε βέβαια από την αναλυτική διαδικασία του Cézanne ως προς τα οπτικά φαινόμενα και τη
νοητική λειτουργία της όρασης αλλά και από τους κώδικες του Κυβισμού, του
Σουπρεματισμού και του Κονστρουκτιβισμού που αναδύθηκαν και ευδοκίμησαν κατά το
πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Έχει προδρόμους της τις Improvisations του
Kandinsky όπως και την αργή ωρίμανση των Nymphéas του Monet που εξελίσσονται
από την γοητευτική αναπαράσταση ως την καθαρή ενέργεια. Στη συνέχεια, γίνεται η
εκτονωτική, απελευθερωτική διαδικασία που απαλλάσσει τον δημιουργό από τις
παρεμβάσεις του παρελθόντος, εγχειρίζοντάς του εκείνη την ελευθερία που δρα
πέρα από τα όρια, συχνά ερήμην των ορίων. Η αφαίρεση έτσι καθίσταται μια θεολογία
χωρίς Θεό, μια φαινομενολογία χωρίς ρασιοναλισμό. Ο Σταύρος το γνώριζε πολύ
καλά. Η απεικόνιση, όχι του αόρατου, αλλά του ανίδωτου. Ή όπως θα το έλεγε ο Ν.
Καρούζος «να παγιδεύεις το αόρατο στην ορατότητα». Το τοπίο, εν τέλει, ως
πρόσχημα. Αφού δεν μένει τίποτε πια για να δούμε!
Ο ζωγράφος
του abstrait, δηλαδή ο ζωγράφος του σήμερα, μοιάζει με τον τυφλωμένο Οιδίποδα:
Δεν χρειάζεται να βλέπει, επειδή ξέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου