Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη -
Σπύρου Στεφανίδη
Ο πατέρας μου δεν έπινε ποτέ ή για να ακριβολογώ, έπινε ένα ποτηράκι λευκό κρασί μόνο και μόνο για να τραγουδήσει στις σπάνιες, οικογενειακές μας συνάξεις το αγαπημένο του τραγούδι :
" Ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια..."
Ο πατέρας μου περιφρονούσε τους πότες ως αδύναμους όντας ο ίδιος αλκοολικός του καθήκοντος και της σταχανοβίτικης εργασίας. Δούλευε παντού όπου και όπως μπορούσε, για να μην μας λείψει τίποτε. Γιαυτό κι εγώ μεγάλωσα σαν πρίγκιπας χωρίς ποτέ να νιώσω ανέχεια στην φτωχική γειτονιά των Ταμπουρίων.
Χτες το βράδυ ο πατέρας μου μπήκε στον ύπνο μου τρεκλίζοντας. Κουτρουβαλώντας πάνω σε φεγγαρόπετρες και μαξιλάρια πρησμένα από ανήσυχα όνειρα. Μυρίζοντας το αλκοόλ των γιασεμιών.
_ "Πατέρα, είναι δυνατόν, εσύ πίνεις;" Τον ρώτησα έκπληκτος. "Πατέρα, επιτέλους, μού 'μοιασες", συμπλήρωσα προσπαθώντας να αστειευτώ.
_ "Στον ουρανό όλοι πίνουν. Δεν βγαίνει αλλιώς" μού απάντησε εκείνος σοβαρά.
"Ο άλλος κόσμος είναι γεμάτος μεθυσμένους".
_ "Πίνετε εκεί για να ξεχάσετε; " ξαναρώτησα αμήχανα. " Όχι" αποκρίθηκε με κατακόκκινα μάτια. "Πίνουμε μήπως και θυμηθούμε".
Μούσκεψα τότε με δάκρυα το μαξιλάρι μου τόσο που εκείνο άρχισε να πλέει μέσα στη νύχτα σαν σύννεφο από βαμβάκι κι ο πατέρας άπλωσε το χέρι του σαν για να με παρηγορήσει. Σαν για να κουνήσει ένα μαντήλι από αστερόσκονη. Ο αποχαιρετισμός της απόγνωσης.
_ "Πίνε, πίνε όσο μπορείς περισσότερο, μη τυχόν και φτάσεις νηφάλιος εκεί επάνω".
Τα τελευταία του λόγια. Τ' άκουσα ή τα φαντάστηκα; Δεν θυμάμαι.
Το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι ξύπνησα αμέσως κάθιδρος προσπαθώντας να βρω κάποιες άφθαρτες λέξεις. Λέξεις που να μιλάνε για αγάπη αλλά να μην είναι η λέξη "αγάπη" ή κάτι ανάλογο και γνωστό. Λέξεις καινούργιες που θα με βοηθούσαν μήπως και καταλάβω. Δεν βρήκα. Δεν κατάλαβα.
(Σημείωση: Σας έχει συμβεί να κλαίτε στον ύπνο σας και να ξυπνάτε με αληθινά δάκρυα στο μαξιλάρι; Αυτό περιγράφω).
Φωτογραφία : Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών... Εικόνα του Μιχαήλ Βασιλάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου