Συνολικές προβολές σελίδας
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025
Υψηλή τέχνη, υψηλή πολιτική
Ο κ. Χάιντ και ο καθρέφτης του
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025
Άγγελος, το διαρκές σκάνδαλο
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025
Ιστορία και Διακόσμηση
Τα μάρμαρα και οι υβριστές τους
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025
Ιουλίτα Καραμαύρου
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025
Τα μυστικά του προσώπου
Συγκρίσεις - Αποκλίσεις
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025
Ο Κώστας Ντιός στη Θεσσαλονίκη
Ο Διαμαντόπουλος και οι δαίμονες
Η ζωγραφική σαν αίνιγμα - Ο Διαμαντόπουλος και η εποχή του
"Να παγιδεύσεις το αόρατο στην ορατότητα..."
Νίκος Καρούζος
A painting is not a picture of an experience,
it is an experience... Mark Rothko
Πρόλογος
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η ιστορία της τέχνης, όπως εξάλλου και κάθε ιστορία, είναι εκείνη η αφήγηση που πρέπει σταθερά να ξαναγράφεται, αφού κάθε εποχή αφενός εφευρίσκει τον εαυτό της και αφετέρου επανεφευρίσκει το παρελθόν αξιοποιώντας το. Δηλαδή ερμηνεύοντας το με το δικό της, ιδιαίτερο βλέμμα. Θα συμπλήρωνα εδώ, με κίνδυνο η αφοριστική προσέγγιση να θεωρηθεί πονηρά απλουστευτική, πως καμία ερμηνεία δεν είναι αθώα. Αφού το αίνιγμα ή και η αντίφαση είναι και αυτά μέρος της κρυμμένης αλήθειας... Ό,τι δηλαδή προσπαθεί να αρθρώσει η μεγάλη ζωγραφική καθιστάμενη ένα είδος χειροποίητης φιλοσοφίας. Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος είναι ο πιο δύσκολος ερμηνευτικά ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και ο πιο αταξινόμητος... Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ εξελίσσεται ζωγραφικά δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη και είναι γνώριμος του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Γιώργου Μαυροΐδη, του Γιώργου Σικελιώτη και του Γιάννη Μόραλη, εντούτοις ο μόνος Έλληνας δημιουργός που αναφέρει στη μελέτη του Το έργο ζωγραφικής (εκδ. Ώρα, 1978) είναι ο Γεώργιος Μπουζιάνης.
Από την άλλη ένας διαρκής διάλογος χαρακτηρίζει το έργο του Διαμαντόπουλου με εκείνο του Πικάσο και του Ματίς και σε επίπεδο φόρμας και σε επίπεδο περιεχομένου... Όμως ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος ζωγραφίζει σταθερά έναν κόσμο ανεστραμμένο, ένα καρναβάλι από την ανάποδη όπως θα ήθελε ο Μπαχτίν, μία τελετουργία της φρίκης πού αποδεικνύει την απομάγευση του κόσμου, την ήττα της επανάστασης, την αποβολή του ιερού. Σαν τον Μίλτο Σαχτούρη... Η τρέλα στην τέχνη, εν τέλει, είναι μεταφορά ή είναι η πραγματικότητα; Μακάρι, λέει μέσα από τις εικόνες του, να μπορούσε η όποια γεωμετρία του σώματος να καλύψει τα σκοτεινά μαθηματικά της ψυχής. Την σκοτεινάγρα αυτή του μέσα βυθού. Τον γνόφο που το φως του τυφλώνει οδηγώντας στο σκοτάδι.
Ο Διαμαντόπουλος σιχαινόταν το χρήμα, δεν πουλούσε τα έργα του, δεν τα έδειχνε καν σε όσους περιφρονούσε. Φοβόταν τον κόσμο επειδή είχε πληγωθεί από τον κόσμο...Οι Τερατολογίες του, για παράδειγμα, είναι ένα οπτικό παραλήρημα και μία εφιαλτική προφητεία...Η Γκουέρνικα της εποχής μας όπως ονόμασε με οξυδέρκεια την σειρά αυτή των έργων του η Ελένη Βακαλό. Έργα ανάμεσα στον Bosch και την art brut, τη ζωγραφική των αποκλινόντων, που όμως σήμερα, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά, αποκτούν θαυμαστή ευκρίνεια καθώς δεν αποτελούν πλέον κακό οιωνό αλλά εφιαλτική πραγματικότητα.
Α. Στην τέχνη θέτεις ξανά και ξανά τα ίδια ερωτήματα που σε βασανίζουν επιμένοντας νευρωτικά παρότι γνωρίζεις πως δεν υπάρχει απάντηση. Ή, τουλάχιστον η απάντηση δεν είναι μόνο μία. Από την άλλη παρατηρούμε το φαινόμενο της ζωής άλλοτε έντρομοι, άλλοτε εκστατικοί κι ενώ είμαστε μέσα σε αυτό, δεν το συνειδητοποιούμε. Καμωνόμαστε τους παρατηρητές της ζωής μας της ίδιας ενώ είναι η ζωή μόνο αυτή που μας παρατηρεί με μεγάλα, διεσταλμένα μάτια. Αυτό είναι η τέχνη. Το αίνιγμα, όχι το εύρημα...Η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού όπως και η μουσική από τον φόβο της σιωπής. Ενώ πάλι η ποίηση δημιουργήθηκε από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.Μία μέρα, όχι πολύ καιρό πριν, μπήκαν στο δωμάτιο της ζωγραφικής οι ιμπρεσιονιστές και άναψαν όλα τα φώτα. Λίγο αργότερα ενοχλημένοι οι εξπρεσιονιστές απ'την άσκοπη κατ' αυτούς φωτοχυσία ήρθαν με τη σειρά τους και τα έσβησαν. Πράγμα που σημαίνει κατά βάθος το ίδιο. Η ζωή από την άλλη σαν την τέχνη δεν χρειάζεται υποβοηθήματα, συνθήματα, φώτα ή σκιές, κι έτερα ανάλογα. Η ζωή βλέπει όσα η τέχνη τής επιτρέπει να δει. Αυτήν την αλήθεια διατύπωσαν εμφατικά με το έργο τους ο Matisse, ο Picasso, ο de Chirico, ο Ernst, ο Kandinsky, ο Klee. Αυτοί επηρέασαν τους αξιολογότερους ζωγράφους της "εθνικής" μας σχολής, από τον Στέρη και τον Παπαλουκά ως τον Σπυρόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο, τον Μαυροΐδη ή τον Διαμαντοπούλο. Μιλώντας ειδικότερα για την τέχνη στον τόπο μας θα έλεγα ότι ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος παραμένει ο μεγάλος άγνωστος της νεοελληνικής ζωγραφικής. Ένας ακατάταχτος, κατ' ουσίαν, δημιουργός που δεν αρκέστηκε μόνο να εισαγάγει φόρμα στα καθ' ημάς - όπως ήταν και παραμένει ο συρμός - και να την επενδύσει σε εντόπια υλικά αλλά παράλληλα να επινοήσει μια φόρμα απόλυτα προσωπική, ιδιαίτερη και μυστηριώδη, διαφοροποιούμενος από ζωγράφους που γνώρισε και αγάπησε. Καθιστώντας τον κόσμο εικόνα όπως θα 'λεγε ο Χειμωνάς και καταθέτοντας ένα έργο βαθύ, δωρικό, σκοτεινό ενίοτε, απελευθερωτικό και απελευθερωμένο τις περισσότερες φορές. Ένα έργο που επιτυγχάνει - τουλάχιστον κατά την ωριμότητα του - την θαυμαστή όσο και επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στην πολύμορφη, λαϊκή μας παράδοση και τον ηθελημένο, μαχητικό πριμιτιβισμό της ευρωπαϊκής avant garde. Με άλλα λόγια εκείνη την έρευνα που θα επιχειρηματολογήσει όχι μόνο για το κάλλος ή την αναγκαιότητα του έργου τέχνης αλλά και για την σχέση του με τους διάφορους, τους διαφορετικούς, ποτέ όμως αδιάφορους, πολιτισμούς ολόκληρου του κόσμου για να προβληθεί το δράμα της μοναχικής ύπαρξης εντός της ιστορίας, μέσα στον χωροχρόνο που δρουν τα υποκείμενα της, χωρίς καμιάν ωραιοποίηση. Ο Διαμαντόπουλος φιλοσοφώντας μέσα από την εικονοποιία του υποστηρίζει ένα νέο, ανθρώπινο τύπο. Όχι απλά έναν ιδιαίτερο σωματότυπο ή μία φόρμα. Οι φιγούρες του, άντρες και γυναίκες, δεν έχουν, ή έχουν ελάχιστη, σχέση με τα ανθρωποειδή της πρώιμης δυτικοευρωπαϊκής avant-garde, τα πλάσματα δηλαδή που κινούνται ανάμεσα στο ανθρώπινο, το ζωώδες και το μηχανικό. Πράγμα που συμβαίνει λ.χ και στον Εγγονόπουλο. Ο ουμανισμός και η ιδεολογία του δεν του επιτρέπουν να ερευνήσει τον υπεράνθρωπο αλλά να αποδώσει αρχετυπικά τον άνθρωπο της νέας εποχής. Της νέας, πολιτικής και κοινωνικής ουτοπίας. Γι' αυτό και γίνεται γνωστός ζωγραφικά για τους ημίγυμνους εργάτες του, αυτούς που με τον μόχθο και το νεανικό τους σφρίγος οικοδομούν το μέλλον. Αυτούς των οποίων η γυμνότητα εκπορεύεται τόσο από τα "εκσυγχρονισμένα" αρχαία πρότυπα ή τις αισθητικές ανατροπές του μοντέρνου όσο και από τους "ήρωες" του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Όμως ο Διαμαντόπουλος πολύ γρήγορα μεταμορφώνει τα οποιαδήποτε κλισέ, παλιότερα και νεότερα, σε επίκαιρη, παλλόμενη ζωγραφική. Αν για τον Τσαρούχη ο νεαρός, γυμνός άντρας, πλήβειος κατά κανόνα, με τη λαϊκή συμπεριφορά και "ήθος" του, καθίσταται το σύμβολο της ομοφυλοφιλικής, ερωτικής επιθυμίας, για τον Διαμαντοπούλο το γυμνό σώμα πρωτίστως εκπροσωπεί το δράμα της ύπαρξης, το αίνιγμα της ύπαρξης, την αντίφαση της ύπαρξης και ενδεχομένως την αλήθεια της ύπαρξης;
Πώς δημιουργείται η υποβολή; Πώς προσεγγίζεται το θείο; Πώς οπτικοποιείται το τρομερό χωρίς να υποβιβαστεί η καταλυτική του ενέργεια; Πώς συντελείται το θαύμα με χειροποίητα μέσα και χωρίς την συνδρομή της μεταφυσικής; Πώς μεταμορφώνεται το υλικό της απελπισίας σε ποιητικό σώμα συνάπτοντας αόρατους αρμούς με τα πράγματα τις εικόνες και τη γλώσσα τους;
Β. Μελετώντας τις εικαστικές τέχνες με κατατρύχει η τρομερή φράση του Γκυ Ντεμπόρ: "Το θέαμα είναι αντίθετο του λόγου". Αντίθετα, η ζωγραφική του Διαμαντόπουλου επιμένει πως η τέχνη είναι ό,τι απομένει από εκείνη τη ζωή που καταρρέει, και ο στίχος του Νίκου Καρούζου την χαρακτηρίζει απόλυτα: να παγιδεύσεις το αόρατο στην ορατότητα. Ο ίδιος ο ζωγράφος χρησιμοποιεί με συστηματικό τρόπο διαφορές πλεκτάνες ώστε να εισχωρήσει σ' έναν μεγαλειώδη όσο και τρομακτικό κόσμο εικόνων και ανα - παραστάσεων. Όταν το ιερό διεκδικεί μορφή, παραμορφώνεται λέει ο Φίχτε. Συνήθως ο δημιουργός προσκολλάται σε ένα εξωτερικό στοιχείο ένα οπτικό δόλωμα, μιαν φενάκη του ορατού έτσι ώστε το ανοίκειο να καταστεί αιφνίδια οικείο. Υπάρχει κάτι το τραγικό και ηρωικό σε όλα αυτά. Παρανοϊκό μαζί και μεγαλειώδες. Υπερρεαλισμός; Μάλλον πρόκειται για τον κόσμο του Μύθου στον οποίο εγκλωβίζεται η τραγική μοίρα εγκλωβίζοντας με τη σειρά της τον τραγικό ήρωα. Εκεί που και ο τελευταίος ακόμα των ανθρώπων μετέχει υποχρεωτικά στην μοίρα του κόσμου. Εξπρεσιονισμός; Βέβαια εδώ στην τέχνη το παιχνίδι παίζεται στα ψέματα. Το αίμα είναι λαδομπογιά και οι πηγές του γιατρεύονται με τερεβινθίνη. Ο μύθος και το αίμα και η εικόνα του αίματος. Για αυτό οι εικόνες όταν είναι ζωντανές παραπέμπουν στο αίμα. Επειδή το αίμα φτιάχτηκε για να δημιουργεί ιστορία. Οι ιστορίες με τη σειρά τους γεννάνε τα πρόσωπα και τα πρόσωπα επιστρέφουν στο αίμα για να υπάρξουν. Όσο όμως περισσότερο φωτίζονται τόσο πιο εύκολα πεθαίνουν. Είναι νόμος. Ο νόμος του σκοταδιού, το παράδοξο της ζωγραφικής. Το σκοτάδι είναι γεμάτο πλάσματα. Όσο πιο πυκνό τόσο πιο πολύ ξεχειλίζει η αόρατη ζωή μέσα του. Τόσο μπορεί να χωρέσει τα πάντα. Εκείνα τα όντα που βλέπουν οι ιδιοφυείς, οι παράφρονες και τα παιδιά. Και αυτό είναι νόμος. Επίσης...Μακάρι να μπορούσε η όποια γεωμετρία του σώματος να καλύψει τα σκοτεινά μαθηματικά της ψυχής. Την σκοτεινάγρα αυτή του μέσα βυθού. Τον γνόφο που το φως του τυφλώνει οδηγώντας στο σκοτάδι.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος επέδρασε καθοριστικά στο θέατρο μας, επηρέασε πρόσωπα σαν τον Κάρολο Κουν ή τον Γιάννη Τσαρούχη απλά και μόνο ως σκηνογράφος μίας και μόνο παράστασης! Μίας παράστασης που ο μύθος της επέζησε ως σήμερα. Αναφέρομαι στην "Άλκηστη" που ανέβασε το 1934 η "Λαϊκή Σκηνή" με πενιχρά μεν μέσα αλλά πολύ συγκροτημένη, αισθητική άποψη. Μία άποψη η οποία αξιοποιούσε ευφάνταστα το λαϊκό και το πρωτόγονο στοιχείο και θα καθίστατο έκτοτε η βασική, καλλιτεχνική γραμμή του λεγόμενου λαϊκού εξπρεσιονισμού που υποστήριξε το Θέατρο Τέχνης. Κατά τ' άλλα γράφουμε για την ελληνική τέχνη και τους δημιουργούς της όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, βλέποντας αρετές ή αδυναμίες και μελετώντας ταυτόχρονα το γενικότερο, ιστορικό πλαίσιο και το διεθνές συγκείμενο. Κοιτώντας από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο. Όσο γίνεται. Γιατί είναι τα δικά μας πράγματα, άλλοτε σπουδαία κι άλλοτε λιγότερο.Όμως είναι εκείνη η έκφραση στην οποία μετέχουμε όλοι, έμμεσα ή άμεσα. Είναι η κοινή παράδοση και το κοινό μας μέλλον. Η κοινή μας οπτική γλώσσα. Αν δεν υπήρξαμε οι φυσικοί γονείς αυτών των δημιουργημάτων, είμαστε πάντως οι ανάδοχοι τους. Και ως τέτοιοι έχουμε ευθύνη για αυτά. Έχοντας πάντα συνείδηση της περιφερειακότητας μας σε σχέση με τα διεθνή κέντρα εξουσίας (άρα και τέχνης) αλλά και του χαώδους λαβύρινθου που συνιστά η παγκόσμια δημιουργία σήμερα. Όπου κατ' ουσίαν ισχύει ένας τεράστιος, ένας τερατώδης αντικατοπτρισμός. Αφού μόνο το παρελθόν δικαιούται να νομιμοποιήσει αισθητικά και ιστορικά το όποιο παρόν ή μέλλον. Ανήκει ο Διαμαντόπουλος στην μεγάλη, ευρωπαϊκή ζωγραφική; Ουσιαστικά ασφαλώς, πρακτικά όμως; Με λίγα λόγια ουδείς γνωρίζει τι θα επιλέξει η ιστορία κι ο χρόνος ως τέχνη και τι θα απορρίψει ως σκουπίδι ή μόδα. Που εντέλει σημαίνει το ίδιο. Αξίωμα: Επιτρέπεται να μην μού αρέσει ένα έργο τέχνης. Δεν μού επιτρέπεται όμως να μην το αγαπώ. Το έργο τέχνης a priori είναι αγαπητική διαδικασία. Γι' αυτό δεν μισείς ένα έργο τέχνης ποτέ. ( Ακριβώς όπως κι ένα παιδί ).
Η ζωγραφική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η τέχνη της ανάμνησης και του αινίγματος. Επειδή αποδίδει εκείνο που υπήρξε κάποτε και η ζωγραφική διατηρεί ακόμη την αύρα του. Εκεί οφείλεται και η βαθύτερη γοητεία της. Αφού παρά την κοινή πεποίθηση διαθέτουμε ελάχιστο μέλλον και άπειρο παρελθόν. Κατ' ουσίαν οι ζωγράφοι περισσότερο από τις εικόνες του κόσμου ζωγραφίζουν τον τρόπο που απέδωσαν τις εικόνες αυτού του κόσμου οι άλλοι ζωγράφοι. Με αλλά λόγια η ζωγραφική συνιστά ένα διαρκές παιχνίδι αλληλεπιδράσεων, επιρροών, αντιγράφων, ελεύθερων οπτικών συνειρμών κλπ του ενός ζωγράφου από τον άλλον μέσα στην διαδοχή των αιώνων. Ο Μπόρχες γράφει κάπου πως ο θεός πρώτα έφτιαξε τον κόσμο και έπειτα έφτιαξε έναν ζωγράφο με την εντολή να ζωγραφίσει στο πιο τεράστιο καμβά την εικόνα αυτού του κόσμου. Έκτοτε όλοι οι ζωγράφοι αντιγράφουν άλλος με μεγαλύτερη και άλλος με λιγότερη επιτυχία αυτόν τον πρώτο πίνακα που φτιάχτηκε αμέσως μετά την Δημιουργία. Στο διηνεκές...
ΠΟΙΌ ΠΡΟΣΩΠΟ ;
...Εσύ ο διπλοπρόσωπος με το πρόσωπο στραμμένο προς εμάς...
Νίκος Φωκάς
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη κάθε φορά όλο και πιο ξαφνιασμένος. Ποιός είναι αυτός που με κοιτάζει; Είμαι εγώ ασφαλώς ...αλλά και δεν είμαι! Φορές νομίζω πως με ατενίζει χλευαστικά ένας ξένος. Είναι αυτό το πρόσωπο μου; Έχω ένα μόνο πρόσωπο και ποιό είναι αυτό;
- Ποιό είναι, μ' άλλα λόγια, το αληθινό μας πρόσωπο; Ποιό πρόσωπο μας από τα άπειρα μας -κυριολεκτικά- μάς εκπροσωπεί; Αυτό το πρόσκαιρο που φοράμε σήμερα, τώρα, αύριο, κάπως απρόσεκτα ή ενοχικά και που είναι σχεδόν όμοιο με αυτό που φέραμε χτες και προχτές; Ή, μήπως αληθινό μας πρόσωπο είναι το πρόσωπο της πρώτης μας νεότητας, εκείνο το νεανικό και ανεπίληπτο, το αρυτίδωτο μέσα κι έξω, που μάς κοιτάει τώρα σαν ξένο και με απορία από το βάθος ξεθωριασμένων φωτογραφιών ; Γι' αυτό ζωγραφίζει έτσι τα πρόσωπα του ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, συχνά χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, συχνά με διεσταλμένες τις κόρες των ματιών. Τρόμος ή απορία; Πρόσωπα ή προσωπεία; Ποιό είναι το αληθινό τους, το αληθινό μας πρόσωπο; Μια φωτογραφία ή ένας εφιάλτης;
Εκτός κι αν οριστικό μας πρόσωπο θα γίνει το τελικό εκείνο πρόσωπο, το πρόσωπο - έμβλημα του τέλους που διαμορφώνεται από το ντομίνιο των γερατιών. Εκείνο με τις ρυτίδες και το θαμπό βλέμμα που προετοιμάζεται αργά και αναπότρεπτα για να καταστεί μάσκα του θανάτου. Ένα φαγιούμ είναι τελικά το πρόσωπο που δικαιούμαστε;
Ή, μήπως πάλι, ακόμα χειρότερα, δεν διαθέτουμε - δεν αξίζουμε καλύτερα - κανένα πρόσωπο, απλώς φοράμε βασανισμένες, κουρασμένες μάσκες σαν τους κακοποιούς ή τους θεατρίνους για τις ανάγκες του βαρετού, του άχαρου επαγγέλματος που είναι ο βίος μας ; Κι όταν αυτός τελειώσει, κι όταν πλησιάσει η τελευταία αυλαία, ανακουφισμένοι πετάμε τη μάσκα μακριά, αυτό το προσωπείο - μηχανή των ψεύτικων καγχασμών και των υποκριτικών δακρύων. Και αυτό λέγεται απλά θάνατος. Προσέξτε: Όχι ο δικός μας, αυτόν δεν θα τον ζήσουμε ποτέ, αλλά ο θάνατος κάποιου που κατά θανάσιμη σύμπτωση μάς μοιάζει. Αυτός πεθαίνει τελικά.
Και τότε, μόνο τότε, θα δούμε με τα μάτια κλειστά να υποφωτίζεται η μελιχρή σκιά του αληθινού μας προσώπου, μια εικόνα ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη αλλά όσο πιο πραγματική γίνεται. Αφού κάθε στιγμή και σε ζωή και σε θάνατο έχει την δική της μοναδική αλήθεια και είναι ανόητο να ψάχνουμε το όποιο ψεύδος εκ των υστέρων.
ΥΓ. Έγραψε κάπου ο Mark Rothko προβλέποντας λες τις Τερατολογίες του Διαμαντή Διαμαντόπουλου:
"Χωρίς δαίμονες και θεούς η τέχνη αδυνατεί ν' απηχήσει το δικό μας, το ανθρώπινο δράμα. Οι πιο εσωτερικές στιγμές της τέχνης εκφράζουν αυτή την απογοήτευση. Όταν όμως όλα αυτά τα τέρατα εγκαταλείφθηκαν σαν απαράδεκτες δεισιδαιμονίες, η τέχνη βυθίστηκε στη μελαγχολία".