Λίγες, ακόμη σημειώσεις για τη συνεχιζόμενη αποσύνθεση του αστικού τοπίου αλλά και της ιδεολογίας που το συνέχει.
Του Μάνου Στεφανίδη
Αυτό θα πει αστική σύμβαση και μικροαστικός καθωσπρεπισμός. Το ότι οι άνθρωποι ντρέπονται να βγουν έξω και να ουρλιάξουν: « Ναι, φοβάμαι το θάνατο. Ναι, δεν θέλω να πεθάνω. Γίνεται να μην πεθάνω;» Κι έτσι μαραζώνουν ζώντας με τις φοβίες τους στοιχειωμένες και πεθαίνουν χωρίς να έχουν καν ζήσει. Η τέχνη πάλι, είναι μια μορφή αθανασίας. Ιδιότυπη, μυστική, διφορούμενη˙ εντέλει, καταδικασμένη. Ο Nietsche και ο Heidegger μίλησαν πολύ γι’ αυτό. Και οι δύο υπήρξαν μεγάλοι ποιητές για τον αιώνα τους. Πολύ περισσότερο και από φιλόσοφοι. Κυρίως γιατί στοχάστηκαν ποιητικά και είδαν την ύλη με όρους αιωνιότητας. Ό,τι δηλαδή κάνει - ή μάλλον έκανε – η πιο αρχέγονη από τις εικαστικές τέχνες, η γλυπτική. Ένα πέτρινο αγρίμι, ένα χαλκοχυτευμένο άλογο, ένα μαρμάρινο κορμί είναι ταυτόχρονα αντικείμενα, έννοιες που προβάλλονται στο χώρο «αναπαραστάσεις» της ζωής στην επική της διάσταση. Η γλυπτική κυριάρχησε στον αρχαίο κόσμο ως η έμπρακτη απάντηση του ανθρώπου στη δυσοίωνη φθορά του κόσμου. Επανέκαμψε στην Αναγέννηση ως συνεπίκουρος της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής και δέσποσε στην έκφραση του 19ου αιώνα, ως το «κόσμημα» του αστικού βίου, το στολίδι της αστικής εποποιίας, το μνημείο της αστικής μνήμης (όπως π.χ ο Rodin). Έκτοτε βρίσκεται σταθερά σε κρίση παρά την παρουσία γιγάντων όπως ο Giacometti, ο Brancusi, ο Barlach, ο Moore, η Nevelson κ.α. Ακόμη και ο Picasso που έκανε γλυπτική με τη σέλα ενός ποδήλατου κλείνοντας το μάτι στον Duchamp ( ή, μάλλον βγάζοντάς του τη γλώσσα ).
Η προϊούσα παρακμή, τώρα, του αστικού τοπίου μέσα από την εξάπλωση των τυποποιημένων μεγα-πόλεων του μοντερνισμού κατέστησε σταδιακά τη γλυπτική άχρηστη και το χειρότερο ασήμαντη. Για τον Le Corbusier ή τον Mies Van de Rohe γλυπτική ήταν τα έπιπλα και τα οικοδομήματά τους. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο υποβιβασμός τέλος της έννοιας «δημόσιος χώρος», η τυποποίηση των δημοσίων κτηρίων, η απώλεια της πλατείας στην οποία συγκεντρωνόταν δημοκρατικά το πλήθος για να περπατήσει, να φλερτάρει ή να επαναστατήσει οδήγησαν τη γλυπτική, μια έκφραση ρομαντική και γενναία σε αναπόφευκτη συρρίκνωση. Σήμερα τις πλατείες συνήθως τις βλέπουμε μέσα από τα τροχοφόρα και οι δημόσιοι χώροι, τα βουλεβάρτα, αστυνομεύονται ασφυκτικά ή επιτηρούνται από κάμερες. Ο δημόσιος χαρακτήρας της γλυπτικής έχει υποβαθμιστεί σε διακοσμητικό κτέρισμα της νεκροζώντανης ματαιοδοξίας των νεόπλουτων. Τα «μνημεία» προάγουν μάλλον τη λήθη και όχι τη μνήμη.
Ο Ανδρέας Λόλης που γεννήθηκε το 1970, είναι ένας καλλιτέχνης με βαθιά γνώση της γλυπτικής παράδοσης αλλά κυρίως με βαθιά πίστη στις αξίες της τέχνης αυτής. Τα σημαντικά του προσόντα δεν είναι μόνο η απαράμιλλη δεξιοτεχνία που τον φέρνει ιδεολογικά κοντά στους μαγικούς μάστορες του ύστερου Μεσαίωνα και το Style Internationale, ούτε η σκηνοθεσία ιλουζιονιστικών εκπλήξεων που χαρακτηρίζει τη δουλειά του. Είναι κυρίως ο προβληματισμός που εκφράζεται μέσα από τα έργα του και η ανατροπή κάποιων στερεοτύπων που τα τόσο θεατρικά γλυπτά του επιχειρούν. Νομίζω πως η πρόταση του Λόλη , όπως μορφοποιείται εντυπωσιακά στην παρούσα έκθεση, αφορά γενικότερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική προτείνοντας μοντερνιστική πράξη ακριβώς μέσα στην επικράτεια του μεταμοντέρνου συμψηφισμού, της μεταμοντέρνας θεωρητικής αμηχανίας. Γιατί, τι κατ’ ουσίαν φτιάχνει ο γλύπτης; Κατασκευάζει δήθεν ready mades, συνθέσεις από τα σκουπίδια των σύγχρονων πόλεων, χρησιμοποιώντας όμως τα πιο παραδοσιακά και ευγενή υλικά της γλυπτικής. Κι ενώ ο θεατής υποκύπτει στο trompe l’ oeil νομίζοντας ότι βλέπει χαρτόκουτα και φελιζόλ, στην πραγματικότητα έχει εμπρός του λευκά και χρωματισμένα μάρμαρα, καρπούς απίστευτης αυτοσυγκέντρωσης, απίστευτου μόχθου αλλά και σκέψης.
Θα έλεγα πως ο Λόλης πραγματοποιεί στην αρχή του 21ου αιώνα εκείνα τα objets trouvés που συναρμολογούσε ο Duchamp στις αρχές του 20ου αιώνα, χρησιμοποιώντας όμως, αυτή τη φορά, υλικά μη ευτελή ούτε εφήμερα. Επιδιώκει, ο νεαρός αυτός γλύπτης, με άλλα λόγια να κατασκευάσει το σαρκαστικό μνημείο της πιο πειραματικής avant garde, αξιοποιώντας το βαρύτιμο υλικό που το προσπορίζει η Παράδοση: το μάρμαρο.
Γι’ αυτό και μίλησα στην αρχή για αντι-θέατρο. Επειδή εδώ η ψευδαίσθηση του υλικού μέσου λειτουργεί αντίστροφα: Στο θέατρο το ευτελές οφείλει να φαίνεται πολύτιμο. Στα γλυπτά του Λόλη τα πολύτιμα μοιάζουν ευτελή ˙ ενώ συγχρόνως προβληματίζουν το θεατή ως προς τα όρια και τις δυνατότητες της αντιληπτικότητας του σχετικά με μια τόσο αυτονόητη αλλά και μαχητή και φευγαλέα έννοια: την πραγματικότητα.
Παιχνίδια λοιπόν ενός επιβλητικού φορμαλισμού που κατά βάθος δεν παίζει καθόλου και μια ιδιότυπη arte povera φτιαγμένη όμως με τους τρόπους ενός Bernini ή ενός Thordvalsen. Τι ισχυρίζομαι μ’ αυτό; Ότι ο Λόλης ξεφεύγει από την ακαδημαϊκή ακαμψία της παράδοσης επανεφευρίσκοντάς την και αποφεύγει την ευκολία ενός δημαγωγικού μοντερνισμού, επιμένοντας στην ιερότητα της ύλης, στην αρχέγονη μεταφυσική της όπως θα ήθελε ο Heidegger, υπηρετώντας φανατικά τη μαγεία που η ύλη περικλείει. Θα έλεγα επίσης ότι οι συνθέσεις αυτές αποτίουν φόρο τιμής στο Nouveau Réalisme του Restany και τους Έλληνες «συνενόχους» του, Δανιήλ, Νίκο και Βλάση Κανιάρη. Εφόσον τα χαρτόκουτα, οι παλέτες και τα κουτιά του Λόλη παραπέμπουν έμμεσα στην ιστορική έκθεση που διοργάνωσε με τους τρεις αυτούς δημιουργούς ο Restany στο θέατρο La Fenice και στο πλαίσιο της Biennale Βενετίας του 1964. Συμβολικός τίτλος του happening: Προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική (sic). Τίτλος που νομίζω πως ταιριάζει απόλυτα και στα έργα που εκτίθενται εδώ. Έργα τα οποία συνδυάζουν τον εννοιολογικό προβληματισμό (conceptual) και τη μινιμαλιστική φόρμα με την πιο υψηλή τεχνική και σημασιολογική παράδοση του είδους. Είναι έργα χαράς των ματιών και της αντίληψης σε μιαν εποχή που η γλυπτική μοιάζει να διακόπτει τις σχέσεις της με τη χαρά, με τις μνημειακές μορφές, με την ηδονή του κατασκευάζειν, με τα παλιά αλλά όχι παλιωμένα, ούτε ξεπερασμένα υλικά. Αλλά είναι και έργα αγωνίας γιατί όλο και πιο ατιθάσευτη ανθρώπινη βία για το πρώην εύθραυστο που έγινε πιο αδιαπέραστα σκληρό.
Κατ’ ουσίαν, ο Λόλης ακολουθεί την αρχή του Hofmannsthal όταν έλεγε πως το βάθος πρέπει να το κρύβουμε καλά στην επιφάνειά! Ιδού το αντι-θέατρο του, φτιαγμένο από ιδέες, σχόλια στην ιστορία της τέχνης και μάρμαρο.
Τέλος, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και να μη σκεφτώ τι θα σκεφτόταν ο Arthur Danto εμπρός στα παραπλανητικά αυτά χαρτόκουτα. Θα διατύπωνε τις ίδιες μίζερες ενστάσεις και θα ένοιωθε το ίδιο σοκ που ένοιωσε όταν πρωτοείδε τα κοινότοπα (commonplace) κουτιά Brillo του Andy Warhol μισό αιώνα πριν; Θα εκτιμούσε την τεχνική τους επάρκεια αναγνωρίζοντας τους αισθητική υπόσταση ή θα τα κατέτασσε στην ενδιάμεση κατηγορία των artifacts όπως ίσως και ο Kant; Το πρόβλημα με τους φιλοσόφους είναι πως αντιμετωπίζουν την τέχνη πολύ ρασιοναλιστικά θέλοντας να ερμηνεύσουν το παν. Όμως στην πραγματικότητα – να πάλι αυτή η δυσερμήνευτη και απροσέγγιστη λέξη – όσο πιο γοητευτικό είναι ένα έργο τέχνης, τόσα περισσότερα ερωτήματα θέτει παρά δίδει απαντήσεις. Για να διαπορούν οι φιλόσοφοι, για να χαίρονται οι φιλότεχνοι – έστω και συχνά μελαγχολώντας – και για να αισθανόμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι πως η ζωή μας μέσω της τέχνης αλλάζει ανεπαίσθητα, μεγαλώνει αδιόρατα κερδίζοντας μερικές – ακόμη – στιγμές αυτής της ιδιότυπης αθανασίας που υπαινίχθηκα πιο πάνω…
Μάνος Στεφανίδης
Τήνος, 27 Ιουλίου 2011
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στα γερμανικά στο κατάλογο της έκθεσης του Ανδρέα Λόλη στο Μόναχο. Τα συγκεκριμένα έργα εκτίθενται με μεγάλη επιτυχία στη 3η Μπιεννάλε Αθήνα “Μονόδρομος”.
...traigo
ΑπάντησηΔιαγραφήsangre
de
la
tarde
herida
en
la
mano
y
una
vela
de
mi
corazón
para
invitarte
y
darte
este
alma
que
viene
para
compartir
contigo
tu
bello
blog
con
un
ramillete
de
oro
y
claveles
dentro...
desde mis
HORAS ROTAS
Y AULA DE PAZ
COMPARTIENDO ILUSION
CON saludos de la luna al
reflejarse en el mar de la
poesía...
ESPERO SEAN DE VUESTRO AGRADO EL POST POETIZADO DE TOQUE DE CANELA ,STAR WARS, CARROS DE FUEGO, MEMORIAS DE AFRICA , CHAPLIN MONOCULO NOMBRE DE LA ROSA, ALBATROS GLADIATOR, ACEBO CUMBRES BORRASCOSAS, ENEMIGO A LAS PUERTAS, CACHORRO, FANTASMA DE LA OPERA, BLADE RUUNER ,CHOCOLATE Y CREPUSCULO 1 Y2.
José
Ramón...
καλησπερα, εχω κατα νου τις εργασιες του Κωστα Καρανου που ειναι ακριβως αντιστροφης προσεγγισης δηλαδη εξαιρετικου ρεαλισμου ζωγραφικη απομιμιση μαρμαρων και μωσαϊκων σε μοριοσανιδες
ΑπάντησηΔιαγραφή