Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος, Κέδρος, 2011
Στην υγειά σας πεθαμένοι!
Ένα γερασμένο παιδί είναι η ποίηση. Μια φωτογραφία είναι που μας χαμογελάει, χτες, προχτές, πριν από τόσα χρόνια; Είναι το ποίημα εκείνος ο θάνατος που κλαίει για τους θανάτους των ανθρώπων; Είναι ένα πένθος που δεν τελειώνει, ένα μαύρο πανί που δεν κατεβαίνει ποτέ από τον βραχίονα του ποιητή; Τι κι αν παίζει με τους έρωτες η ποίηση, τι και αν παίζει με τις χαρές και τις χάρες της ζωής... Κατ' ουσίαν διαπραγματεύεται το κόστος των αναμνήσεων. Ζητάει καλύτερες τιμές, ανεβάζει καιροσκοπικά το ΦΠΑ σε εικόνες που έχουν ήδη πεθάνει. Η ποίηση είναι ο εντολοδόχος του θανάτου στο ντομίνιο της ζωής. Χλευάζει οικτίρει, παρωδεί ό, τι ζει ανακαλώντας ακόμη και στα επιθαλάμια την αμνήμονα μνήμη του θανάτου. Κατ' ουσίαν η ποίηση είναι ελεγεία. Κατ' ουσίαν η ελεγεία που δεν ντρέπεται για τον εαυτό της, έχει τις προδιαγραφές να καταστεί μεγάλη ποίηση. Η ποίηση δεν (μπορεί να) είναι τίποτε άλλο παρά το λεκτικό απείκασμα του θανάτου. Ο συνειδητός ποιητής γράφει (για) τον θάνατο του. Περιγραφεί ό, τι τυπικά αγνοεί και ουσιαστικά ξέρει. Δεν χωρούν ναρκισσισμοί, ωραιοπάθειες ή πόζες εδώ. Τα πάντα (πρέπει να) είναι απλά, για να είναι αμείλικτα. Ο θάνατος ν' αφήνει στην πόρτα μας τα αυγά του όπως κάποτε ο γαλατάς το γάλα. Όρθρου βαθέος. Η ποίηση γίνεται τότε ένας διαμεσολαβητής του επέκεινα. Πραΰνει το φόβο, την απελπισία, τον θρήνο, το πένθος μέσα στον άπειρο ωκεανό της μόνης πραγματικότητας που υφίσταται. Συνομιλεί με τους νεκρούς από θέση ισχύος. Δίνοντας στους νεκρούς δικαίωμα λόγου γίνεται το Σύνταγμα στη Δημοκρατία του Άδη. Τωόντι ο θάνατος είναι η απόλυτη έννοια, κι η ζωή η σχετική, η εξαίρεση, το περιπτωσιακό, η εφημερότητα, το παρατυχόν, το συμβεβηκός, η υποδιαίρεση, το νυν και γε έχον και έπειτα ου. Η ζωή είναι η εξαίρεση, ο θάνατος ο κανόνας. Η ζωή υπάρχει όσο διαρκεί η εκφορά του ρήματος “υπάρχω”· εκφορά όπως ξόδι και ξόδιασμα. Ο θάνατος πάντως δεν στέργει τέτοιους θεατρινισμούς. Δεν ενοσφίζεται. Η ζωή εποφθαλμιά, ο θάνατος ενοφθαλμίζεται. Ο θάνατος νυν και αεί και εις τους αιώνες ο άχρονος, ο παλαιός των ημερών, ο αχώρητος, ο ακόρεστος, η κοκκινίλα του...
Έτσι συμβαίνει και με τον Βαρβέρη στην post mortem εκδοθείσα ποιητική συλλογή του “Βαθέος γήρατος” (Κέδρος, 2011). Απέριττη ως όφειλε. Καίρια και αναπόφευκτη σαν το βήμα των νεκροπομπών. Επειδή πολλά οίδε άλγεα και νόστον ουκ έγνω ο ποιητής της: Φωτογραφία, ΙΙ, (σ.73). “Τώρα είναι πια / αυτή η παλιά φωτογραφία του γάμου σας / πιο πολλά χρόνια χήρα / απ' όσα παντρεμένη.” Κομψότητα, επιφανειακή ηρεμία, άσκηση μέσων αναζητώντας το ελάχιστο, μινιατούρες της φθοράς, το άλγος του ποιητή δεν σαρκάζει την υγεία απλώς θλίβεται με την υπερβολή της αισιοδοξίας της. Σαν τη μελαγχολική μουσική του Tino Rossi (σ. 56). Ή σαν αντηχήσεις των λεπταίσθητων θρήνων της Παλατινής Ανθολογίας. Εξάλλου εδώ το επίτευγμα του Βαρβέρη είναι ο ισότιμος (!) διάλογος όχι με τον Προπάτορα Ποιητή -όπως σχεδόν οι πάντες επιχείρησαν- αλλά με τη μητέρα του: Χαρίκλεια Π. Καβάφη, ϯ 4.2.1899 (σσ. 83, 84). “ ... τι τυχερή γυναίκα / στον θρήνο της προσήλθε / ένας Καβάφης.” Ο Γιάννης στάθηκε πολύ τυχεράκιας τελικά. Δεν υπήρξε μέρα που να μην τζογάρει τον θάνατό του. Έτσι, διαρκώς χάνοντας, δεν το κατάλαβε, όταν τελικά εκείνος προσήλθε. Έγειρε κομψά στο πίσω κάθισμα του ταξί καθ' οδόν για το πουθενά -εξαιρετικός στο ρόλο του περατάρη Αχέροντα ο ταξιτζής- και έτσι πεθαίνοντας λίγο πριν την Ομήρου γλύτωσε το κόμιστρο. Από κει και έπειτα όλα ήταν πιο εύκολα: Β' Νεκροταφείο (σ. 39). “Τέλη δημοτικά ζητάνε κάθε χρόνο / απ' το Νεκροταφείο / για τον ιδιωτικό μας τάφο. / Μικρό ποσό που πάντα θες / να το πηγαίνουμε μαζί / στο κοντινό ταχυδρομείο. / Ακραία νομοταγής / ευελπιστείς σε παρατάσεις.” Πάντα η μεγάλη ποίηση, από Ομήρου αρχομένη, γράφεται από τους νεκρούς για τους νεκρούς...
ΥΓ. Ο Γ.Β. ίσως είναι ο τελευταίος επίγονος του αστισμού του '50. Ένας μικρομέγαλος πιτσιρίκος που συνάντησε τον Τσέχοφ στο Λουτράκι, στα Μέθανα ή σε μια βεγγέρα στη Κυψέλη. Η σκηνογραφία της ποίησης του ξεκινάει από μια πολυθρόνα σε ένα μικροαστικό σαλόνι όπως ακριβώς και οι μεταφράσεις του στο Μένανδρο: Παπιγιόν, κολάρα, γραμμόφωνα, λινά τραπεζομάντιλα, καράφες με νερό, Σουγιούλ, Μπρασένς, φωτογραφίες-ενθύμια Χριστουγέννων στη πλατεία Συντάγματος, μαραζωμένος λυρισμός, Αλέξανδρος Μπάρας, Κώστας Oυράνης , savoir-mourir.
Αν έλθετε στη κηδεία μου
Θα έλθω κι εγώ στη δική σας.
Η ποίηση σαν διαδήλωση σε δυάρι, σαν σημαία σε ιδιωτικό χώρο, σαν σύντομο διαφημιστικό της αιωνιότητας...
ΦΟΥΛ ΤΟΥ ΠΑΣΟΥ, Ι.Ν.Κυριαζή
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι μέρες ανακατεύτηκαν σαν τραπουλόχαρτα
και μοιραστήκαν στους ανθρώπους.
Τα καρό έφτιαξαν τραπεζομάντιλο
και πάνω τους οι κούπες μας γέμισαν με καφέ.
Τα μπαστούνια τα έβρισκα αμέσως παντού
μα πουθενά δεν είδα σπαθιά-
ήτανε όλα καρφωμένα στην πλάτη μου.
δημοσιευση στο ποιειν 17/1/2008
http://www.poiein.gr/archives/1730/index.html
Επάνω σε καρό τραπεζομάντιλα
με κούπες του καφέ αχνιστές
παίζουν χαρτιά στη λέσχη τους συχνά τα ζώα
συχνά τα βρίσκουνε μπαστούνια.
από τη μετά θάνατο συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη «Ζώα στ σύννεφα» 2013
http://www.diastixo.gr/images/images/pdf/zoa_sta_sinnefa.pdf