Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Στριγκάκια τη νύχτα

Félix Vallotton, Musée des Beaux-Arts, Genève


Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/06/2006

Μπήκε το καλοκαιράκι· το κατάλαβα από τα μηχανάκια της μάταιης επανάστασης που ουρλιάζουν στις ήσυχες γειτονιές βαθιά μεσάνυχτα και από τις πόρτες των αυτοκινήτων που κλείνουν με ευφρόσυνο πάταγο και επαναληπτικά σαν καραμπίνες στις τρεις το πρωί κάτω απ' το ανοιχτό μου παράθυρο. «Καληνύχτα σας, ωραία περάσαμε, πού θα πάτε, είπατε, διακοπές; Να το επαναλάβουμε σύντομα, να 'στε πάντα καλά!». Η ιεροτελεστία του αποχαιρετισμού όμως κρύβει ακόμη πολλές εκπλήξεις. Οι μερακλήδες νεαροί με τα μεγάφωνα έξω από το αυτοκίνητό τους επιμένουν ν' ακούν το τελευταίο καψουροτράγουδο με θέα την κρεβατοκάμαρά μου. Είναι η στιγμή που είτε τρελαίνεσαι είτε εγκληματείς, όπως έγραφε ο Βαν Γκογκ στον αδελφό του Τεό με αφορμή τους ρέμπελους πότες της Αρλ. Πάνω που σηκώνομαι με το μάτι μου να στάζει μίσος και ξαγρύπνια, αιφνιδιάζομαι από ένα ανέκδοτο που εκφωνεί ο αστείος της παρέας στεντόρεια εν είδει καληνύχτας: Είναι, που λέτε, δύο μπετατζήδες σ' ένα γιαπί και γυρίζει ο ένας και λέει στον άλλο: «Δεν βλέπω την ώρα να τελειώσουμε ρε Μήτσο τη δουλειά, να πάω σπίτι και να βγάλω το στριγκάκι της γυναίκας μου». «Γιατί ρε, τόσο ανυπόμονος είσαι;», απορεί ο έτερος μπετατζής. «Όχι μωρέ, αλλά με... κόβει».

Στον μεταμοντέρνο χυλό οι μπετατζήδες λέγονται Ούρσουλες, οι Ούρσουλες διεκδικούν το δικαίωμά τους να παντρεύονται άλλες Ούρσουλες ώστε να αναπαράγεται η ευτυχία της μικροαστικής οικογένειας στο διηνεκές και επίσης να εισέρχονται στο Δημόσιο με την ποσόστωση της μειονότητας. 'Η, μήπως της πλειοψηφίας; Τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας όταν συνδικαλίζονται, παράγουν τέρατα συναισθημάτων και δυσπλασίες ορμών. Η ίντριγκα ως επιθυμία, δηλαδή, και το σώμα ως διαβατήριο για πολιτική καριέρα. Κοντεύει να ξημερώσει και ακούω τη Νόρα Τζόουνς, την κόρη του Ραβί Σανκάρ, για να ηρεμήσω. Αρνούμαι να δω τηλεόραση από τότε που ο Λάλας μ' έκανε να μισήσω το Μουντιάλ και να ταυτίζω την μπάλα με το σουλούπι του. Μερικές φάτσες είναι αντιτηλεοπτικές, πώς να το κάνουμε, και συνιστά σαδισμό να μας τιμωρούν εμφανιζόμενες. Ας ζωγραφίζουν, ας εγκαινιάζουν υπουργοί τις εκθέσεις τους, ας παρουσιάζουν βιβλία γνωστών συγγραφέων μαζί με γνωστούς συγγραφείς, αλλά ας μη μας βασανίζουν και από το λαϊκό μέσο που λέγεται τηλεόραση. Φτάνει ο εθισμός προς το κακό και την οντολογία που του η ίδια η τηλεόραση προκαλεί, ό,τι και να προβάλλει.

Μπορεί το κανάλι της Βουλής να έχει Ντον Κάρλος κι ο ΣΚΑΪ τις «Τελευταίες μέρες του Χίτλερ» αλλά το τηλεκοντρόλ σε γαργαλάει να δεις αν έχει πάτο η γελοιότητα λ.χ. τον Alpha με τις «ψυχαγωγικές» εκπομπές για όλη την οικογένεια. Αυτή η έλξη προς την ξεφτίλα είναι σχεδόν νοσηρή, υφίσταται όμως. Ισως γιατί η τηλεόραση ταυτίστηκε με το χαλάρωμα και τη χουζουρλίδικη διασκέδαση· την ευφορία του καναπέ. Απ' την άλλη αποτελεί την ψυχαγωγία των φτωχών. Άσχετα αν στα καθ' ημάς καταλήγει να είναι των πτωχών τω πνεύματι. Εκεί ποντάρουν και οι εύσαρκοι αδίστακτοι «επιχειρηματίες» διαστροφής και αγοράζουν από το παζάρι της ιδιωτείας, τη μικρουτσικοψιψινάκεια πραμάτεια τους. Με την έγκριση μάλιστα σο-βα-ρο-φα-νών, δη-μο-σι-ο-γρα-φι-κών ντενεκέδων. Οι οποίοι βραβεύονται κατ' έτος από γκλαμουριάρικα έντυπα του χαμαίζηλου life style με το βραβείο της υπερφωτισμένης πατσαβούρας. Έπειτα επιστρέφουν περιχαρείς στη συμβία τους, χαϊδεύουν τη ρακέτα του τένις και βγάζουν ανακουφισμένοι το στριγκάκι τους. Η τηλεόραση εν Ελλάδι αποτελεί έμπρακτη δειλία· και από πλευράς παραγωγών και από πλευράς θεατών.

Γύρω στις 5 με παίρνει ο ύπνος, βλέπω εφιάλτες με αγελάδες και φουσκωμένα γλυπτά του Botero, την ίδια αποτυχημένη «μεταφορά» της ζωγραφικής του στον χώρο είχε επιχειρήσει κι ο Dali, εμφανίζεται το φάντασμα του Giacometti και με μια βελόνα σκάει όλη αυτή τη
manufactured κατάσταση. Ο εκκωφαντικός θόρυβος με ξυπνάει. Όχι, με ξύπνησαν οι σφυριές από τη διπλανή οικοδομή σε συνδυασμό με το κομπρεσέρ του δήμου που σκάβει την άσφαλτο και ξηλώνει πεζοδρόμια. Μύρισαν εκλογές, βλέπετε, και ο κάθε συνεπής δήμαρχος θυμάται τον εργολάβο που κρύβει μέσα του. Αυτό το σύμβολο της αειφόρου ανάπτυξης. Οι σφυριές δυναμώνουν, οι σκαλωσιές ανεβαίνουν, χρόνια τώρα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου στις συνοικίες της Αθήνας που αναπτύσσονται ραγδαία, εκεί στα αόρατα σύνορα ανάμεσα στο αστικό, το περιαστικό και τα χωράφια που υπήρχαν κάποτε στο Μοσχάτο ή την Καλλιθέα, σε συνδυασμό με τις ελεύθερες πλαγιές του Υμηττού ή της Πεντέλης, κάποιοι ευσυνειδήτως και κάθε μέρα σταυρώνουν έναν Χριστό. Έπειτα έρχονται οι μπετατζήδες για να καλουπώσουν το καινόν μνημείον, ένα ακόμη μνήμα της αρχιτεκτονικής και μετά μπαϊλντισμένοι σπεύδουν σπίτι τους για να βγάλουν, ξέρετε τι, που τους κόβει κι ύστερα να παραδοθούν αύτανδροι, μέσα στην υγρή νύχτα στη σαγήνη του γυάλινου ματιού της· πιο διαστροφικής απόδειξης, δηλαδή, ενός κόσμου που δεν υπάρχει...

ΥΓ.: Προσοχή όμως! Η τέχνη δεν μπορεί να είναι το ψυχοφάρμακο των αστών που πλήττουν (ελληνιστί, Art Fair). Έβλεπα τις προάλλες στο MoCA της Ν. Υόρκης το Hotel Sphinx Project της Ζωής Ζένγκελη (1937), μιαν αρχιτεκτονική που προτείνει μέσα από ανατροπές να ζήσουμε την καθημερινότητά μας ποιητικά. Ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Χατζιδάκις, ο Μαυροΐδης, ο Καρούζος, το είχαν πετύχει. Με τι κόστος όμως! Σε μια άλλη αίθουσα παρατηρούσα την κονστρουκτιβιστική σύνθεσή του 1934 «Χέρια που κρατούν το αόρατο αντικείμενο» και σκεφτόμουν πόση υποβολή μπορεί να κρύβει μια εικόνα όταν βούλεται να πλεύσει κόντρα στο ρεύμα. Θυμηθείτε πως ο Ουράνης προπαγάνδιζε τον ανάπλουν του Αμαζονίου!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου