Kalos & Klio
Αυτός
ο ιδιοφυής κατεργάρης, ο Τζούλιαν Μπαρνς
(Julian Barns) γράφει στην
«Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια»
πως η φράση I love
you είναι σπουδαία και
απέριττη μ΄ ένα υποκείμενο ελάχιστο
που υποδηλώνει την ταπεινοφροσύνη του
εραστή και μ΄ ένα ρήμα ισχυρό που
απελευθερώνει όλη την ενέργεια του
φωνήεντος.
Σκέφτομαι
πως η ίδια φράση στα ελληνικά «Σ΄ αγαπώ»
έχει εξαφανίσει το υποκείμενο
ενσωματώνοντάς το στο ρήμα. Το οποίο
(ρήμα) ταξιδεύει πια σ΄ ένα μακρύ ωκεανό
με ούριο αν και κάπως βιαστικό άνεμο.
Όλα εξαρτώνται πάντως από το πώς θα
προφερθεί το ~ω. Κοφτά, δηλαδή αμετάκλητα
και κάπως εκβιαστικά, σαν να είναι η
τελευταία λέξη που λέει ο ερωτευμένος
και μετά θα σιωπήσει ολοκληρωτικά, ή το
μακρό φωνήεν θα διεκδικήσει ολόκληρο
το χρόνο του σβήνοντας σαν το τελευταίο
πνευστό μιας καντέντσας, σαν απόηχος
φωνής πουλιού από βελούδο σε νυχτερινό
δάσος; Τέλος στο «σ΄ αγαπώ» το αντικείμενο
προτάσσεται αποθεωτικά, υψώνεται σαν
λάβαρο αν και κάπως θεατρικά στην αρχή
των πάντων.
Είσαι
εσύ που αγαπώ και μόνο εσύ κι εγώ δεν
είμαι τίποτε άλλο ούτε μπορώ να κάνω
κάτι διαφορετικό από το να σ΄ αγαπάω.
Να σ΄ αγαπάω; Εδώ τα πράγματα παρουσιάζουν
μια ποικιλία που δεν συναντάται σ΄ άλλες
γλώσσες. Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στο
«σ΄ αγαπώ» και στο «σ΄ αγαπάω»
κρύβει τόσους χρωματισμούς ή μετατονισμούς,
όσες και διαφορές τις οποίες ο καθένας
μπορεί να συλλάβει αρκεί απλώς να
ψιθυρίσει συνειδητοποιημένα τις δυο
φράσεις. Ας πούμε, στα γερμανικά, δεν
υπάρχει αυτή η επιλογή: Ich
liebe dich και
μόνο ich liebe
dich. Μονόχορδα, απόλυτα,
σαν Πρώσος ουλάνος έξω από τη Βαρσοβία.
Μόνο που, βέβαια, εδώ το υποκείμενο,
αιχμηρό και υποψιασμένο, κυλάει γρήγορα
πάνω στα υγρά του αγαπημένου ρήματος
και καρφώνεται στο αντικείμενο του
πόθου σαν κανονική αναπαράσταση λεκτικής
συνουσίας. Στο je t'aime τα
πράγματα είναι ρυθμικά μοιρασμένα,
ισοζυγιασμένα, ακριβοδίκαια. Μετά από
το αριστοκρατικά και θεατρικό “je
vous aime” των Λουδοβίκων,
το je t'aime αντηχεί
όλη την égalité της
Γαλλικής Επανάστασης. Και βέβαια το
παχύ ηδονικό je
μετράει όλους τους
αναβαθμούς του υποκειμένου από την απλή
φρικίαση ως τον απόλυτο ερεθισμό...
ΥΓ.
1 Και τώρα ένα μικρό δράμα: Στα νέα
ελληνικά, δεν μπορούμε να κάνουμε έρωτα.
Κυρίως γιατί κάθε φορά που μας κυριεύει
ο ίμερος, μεταφράζουμε το make
love ή το faire l'amour! Αλήθεια,
τι σημαίνει “κάνω έρωτα”; Προσέξτε
πόσο ανέμπνευστη, διεκπεραιωτική και
εργαλειακή είναι αυτή η φράση. Επειδή
μπορώ να κάνω στιφάδο, να κάνω γυμναστική,
να κάνω πόλεμο, να κάνω πυρετό άλλα όχι
και έρωτα! Ο Σεφέρης έλεγε “κάνουν ΤΟΝ
έρωτα”. Καλύτερο... Οι παλιότεροι
χρησιμοποιούσαν τις μεταφορές “πλάγιασαν
μαζί”, “χάρηκαν το κρεβάτι”, “έσμιξαν”,
“ζευγάρωσαν”, κλπ. Ο παππούς μου θα
'λεγε “της έκανε τη δουλειά”. Ή ακόμα
χειρότερα “τη χάλασε”. Προσπαθούσα να
εξηγήσω στους φοιτητές μου πως ο στίχος
“Σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει”
του Χατζιδάκι από τη “Στέλλα” αναφέρεται
στην ερωτική πράξη. “Αποκλείεται, κύριε,
δεν κάνουνε έτσι έρωτα”, με αποστόμωσαν!
Εγώ πάλι θα προτιμούσα το “αγαπήθηκαν”
αντί του “έκαναν έρωτα”, έστω κι αν
αυτή η απόδοση σπάνια κυριολεκτεί.
ΥΓ.2 Την ένοιωθε
να λιγοθυμάει με μικρές κραυγές ανάμεσα
στο πόδια του, να τρέμει, να λυγίζει, να
τινάζεται ολόκληρη από την ηδονή, να
τρικυμίσει σαν κύμα το σώμα της κι έπειτα
ο παφλασμός να καταλαγιάζει, να ξαναρχίζει
όπως σεισμός που δεν ελέγχει τη δύναμή
του.
Την κοίταζε
εκστατικός τόσο ώστε λησμόνησε τη δική
του επιθυμία και χαιρόταν αποκλειστικά
τη δική της . Σαν στρατηγός που καμαρώνει
ευτυχισμένος το στρατό του να επελαύνει.
Έπειτα σαν να
ηρέμησε εκείνη, το κύμα πια έτρεχε βουβό,
χαλάρωσε τη μέγγενη των ποδιών του και
με τα χέρια ελεύθερα της χάιδεψε τα
μαλλιά. Κοίταγε τα χέρια του πάνω στους
ανακατωμένους πλοκάμους, τους πυκνούς
βοστρύχους και σαν να τους έδωσε μια
διαταγή. Τώρα χωρίς καθυστέρηση πρέπει
να ζωγραφίσετε, τους είπε.
Και βέβαια ο
πίνακας θα παρουσίαζε μια γυναίκα με
την πλάτη γυρισμένη σ΄ ένα τραπέζι
γεμάτο φρούτα. Μισόγυμνη και το ημίφως
θα έμοιαζε με ρούχο επάνω της. Στο
παράθυρο, ένα φεγγάρι έκανε τα δικά του.
Όπως πάντα. Κι ένα γύρω φιγούρες
μικροκαμωμένων ανδρών σαν να κοιμούνται,
σαν να πλησιάζουν ντροπαλοί,, σαν να
γδύνονται για να πουν την προσευχή τους.
Σήκωσε το σώμα
της γυναίκας κι ακούμπησε στα στήθη της
τις παλάμες του ανοιχτές.
Σαν να ανίχνευε
ένα θησαυρό… Σαν να προσευχόταν…
'Ομορφο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν "κάνουμε έρωτα", είναι αλήθεια.
Βέβαια,είναι κατανοητό το πως προέκυψε αυτή η φράση για την ερωτική πράξη.
Τον έρωτα όμως, θα τον βιώσουμε βαθιά μέσα μας, αν ποτέ έχουμε την τύχη.
Σαν εραστές θα έλεγα πως μπορούμε να "κοιμόμαστε" ή να "πλαγιάζουμε" μαζί, καθώς οι στιγμές αυτές μοιάζουν τόσο ιερές.
Αν και σπάνια τόσο ιδανικές.
Ίσως να μην κάνουμε έρωτα, αλλά να ζούμε στιγμές ευτυχίας.
Χωρίς να χρειάζεται το γιατί και το πως.
Αν το ζούμε,ίσως να μη χρειάζεται να τον ονομάσουμε τον έρωτα.Ή να μην μπορούμε.