Σαν πρόλογος
Η
μεγάλη δοκιμασία που πλήττει τον τόπο
δεν ήταν δυνατό να αφήσει τη τέχνη και
τον κόσμο της αλώβητους. Εννοώ καλλιτέχνες,
εμπόρους, αγορές αλλά και θεσμούς ή
καλλιτεχνικά ιδρύματα, μουσεία, γκαλερί
κλπ. Λεπτομέρεια: παρά τις τεράστιες
θυσίες που υποβάλλεται η κοινωνία και
τα μικρομεσαία της στρώματα για να
ξεπεραστεί ο σοβούσα οικονομικοπολιτική
κρίση, είναι λυπηρό γεγονός πως στη
προσπάθεια αυτή δεν μετέχουν εκείνοι
που κατ’ εξοχήν είναι υπεύθυνοι για
την κατάντια της πατρίδας. (Όλοι μας
βέβαια είμαστε υπεύθυνοι, μόνο που οι
ευθύνες επιμερίζονται). Πολύ απλά δε
συμμετέχουν στα βάρη και βέβαια δεν
πληρώνουν οι νεόπλουτοι της τελευταίας
τριακονταετίας και η μεταπρατική
τάξη που
επωφελήθηκε τα μέγιστα από το
διαγούμισμα
του κράτους. Όπως επίσης οι περισσότεροι
πολιτικοί –οι περικοπές των απολαβών
τους είναι εμετικά
αστείες- η εκκλησία η οποία αρνείται να
φορολογηθεί εν ονόματι του …φιλανθρωπικού
της έργου και βέβαια όλοι όσοι κυκλοφορούν
με φυμέ τζάμια και λιμουζίνες και κρύβουν
μυστικούς λογαριασμούς ποντάροντας
στην επόμενη μέρα.
Με
ένα τέτοια σκηνικό απόλυτης παραλυσίας
και εθνικής χρεοκοπίας θα ήταν αστείο
να μιλάμε για τέχνη. Τουλάχιστο για αυτή
τη που μας προτείνουν το πτωχευμένο
ΥΠΠΟ με την ανέραστη
ή ανεπαρκή
ηγεσία του (απήλθε ο«αθώος» Παύλος, ο
προερχόμενος από τη παιδική χαρά του
ηγέτη Γιωργάκη, μαζί με Δρούτσα, Πεταλωτή,
Μπιρμπίλη κ.α., και ανήλθε Τζαβάρας, με
καταγωγή από τη σκληροπυρηνική Δεξιά),
τα διάφορα κρατικά μουσεία, με τις δοτές,
αμετακίνητες διευθύνσεις και τις
ψευτογκλάμουρ αισθητικές ή ακόμη και
το ίδιο το Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο
λόγω του στενά παρεϊστικου ύφους του
διευθυντή
κινήθηκε
φέτος σε πολύ χαμηλά επίπεδα . Διότι
πόσο ακόμη ν’ αντέξει κανείς τον Φασουλή,
τη Μπρούσκου, το Λιγνάδη και την
Κιτσοπούλου ως μόνιμες περσόνες του;
Για να μην αναφέρω την ανίερη συνεργασία
του ΚΘΒΕ με το «Ακροπόλ» και τη συνεχή
υποβάθμιση της Επιδαύρου. Πέρσι
εμφανίστηκε στη σκηνή της Κραουνάκης,
φέτος Ζουγανέλης. Του χρόνου φαντάζομαι
θα επιστρέψει ο Γιώργος Μαρίνος αν
ξανασκηνοθετήσει ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Βλέπετε στον τόπο μας υπήρχαν ανέκαθεν
αμερικανόφιλοι, ρωσόφιλοι, κινεζόφιλοι
αλλά παιχνίδι κάνουν σταθερά οι
κιναιδόφιλοι.
Η
χρονιά πάντως στιγματίστηκε κυριολεκτικά
με
την πρωτοφανή όσο και πανεύκολη κλοπή
των τριών πινάκων από την Εθνική
Πινακοθήκη, μεταξύ των οποίων ένα νεανικό
τοπίο του Mondrian
και ένα ιστορικό έργο του Picasso,
το οποίο ο καλλιτέχνης δώρισε στην
Ελλάδα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο
εις αναγνώριση της προσφοράς του λαού
μας στη νίκη εναντίον του φασισμού και
του ναζισμού. Γεγονός σημαδιακό και με
πολλές αναγνώσεις: α) τα μουσεία μας,
ξέφραγα αμπέλια εφόσον ακολούθησαν οι
κλοπές στο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας
και στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας
(η οποία, πάντως, αποσιωπήθηκε), β) οι
πολυκαιρισμένες διευθύνσεις που δεν
παραιτούνται, ούτε αναλαμβάνουν τις
ευθύνες τους, γ) η χώρα χάνει το έργο-εύσημο
της ιστορικής προσφοράς της στη κοινή
ευρωπαϊκή υπόθεση τη στιγμή ακριβώς
που η ευρωπαϊκή ηγεσία μοιάζει να
«εκδικείται»
τη Ελλάδα και δ) η γενικευμένη απάθεια
ως προς τους πολιτιστικούς μας θησαυρούς.
Κι ενώ ο κ. Τζαβάρας
πιστεύει ότι ο ρηξικέλευθος κ. Λουκος
έδωσε ότι είχε να δώσει στο Φεστιβάλ
Αθηνών κατά την οκταετή θητεία του ο
ίδιος ανανεώνει τη θητεία της κ. Λαμπράκη
– Πλάκα, παρά τη λαϊκή κατακραυγή, για
μια ακόμη πενταετία...
Υπενθυμίζεται
ότι η κ. Λαμπράκη πρωτοδιορίστηκε στην
Εθνική Πινακοθήκη το
1991
επί υπουργίας
της κ. Άννας Ψαρουδα-Μπενάκη. Συμπέρασμα:
Το κράτος μπορεί να στέλνει τους νέους
επιστήμονες στην αλλοδαπή χωρίς καμία
τύψη, στηρίζει όμως σταθερά όσους γέρους
ή γερόντισσες υποστηρίζονται από το εν
αμαρτίαις γηράσαν πολιτικοκοινωνικό
κατεστημένο. Σ’ αυτόν τον τόπο δήθεν
όλα αλλάζουν ακριβώς για να μην αλλάξει
τίποτε, ποτέ…
Ιδιωτικές
αρετές, δημόσια βίτσια
Πιο
συγκεκριμένα η χρονιά υπήρξε φτωχική
όχι μόνο σε γεγονότα αλλά και σε ατομικές
στάσεις ή πρωτοβουλίες. Μέσα στη δίνη
της επιβίωσης και υποταγμένοι στο
επιβληθέν κλίμα αρνητισμού και καχεξίας
ελάχιστοι καλλιτέχνες αντέδρασαν θετικά
αντιπροτείνοντας εναλλακτικούς τρόπους
ζωής,
εναλλακτικούς τρόπους αντίστασης.
Αντιπροτείνοντας κυρίως ερμηνείες
ουσιαστικές και όχι λαϊκίστικες, για
το πώς φτάσαμε ως εδώ, για τις ευθύνες
δηλαδή και της πνευματικής ηγεσίας
εκτός εκείνων της πολιτικής και της
οικονομικής ελίτ. Ισχυρίζομαι δηλαδή
πως καλά κρατεί ο αυτολιβανιζομενος
ναρκισσισμός ενίων αστέρων που θεωρούν
τους εαυτούς τους υπεράνω κάθε συλλογικής
κρίσης και πιστεύουν πως αυτό που έχουν
να κάνουν τη παρούσα στιγμή είναι
απλώς... ασκήσεις αυτοπροβολής. Έτσι
γνωστός συλλέκτης και ιδιοκτήτης
ιδιωτικού μουσείου οργάνωσε έκθεση
ζωγραφικής με θέμα την … προσωπογραφία
του ενώ έτερος σταρ της γενιάς του ’60
μόλις ανακάλυψε τη Σπιναλόγκα, από το
σχετικό τηλεοπτικό σήριαλ, βιάστηκε να
επωφεληθεί συγκεντρώνοντας ως χορηγούς
της παρέμβασης του στο νησί το σύνολο
σχεδόν των οργανισμών του κατά τ’ άλλα
χρεοκοπημένου κράτους . Ως προς τα
πορτρέτα, τώρα, του συμπαθούς συλλέκτη
οι ενστάσεις μου δεν αφορούν στον ίδιο
αλλά στους ζωγράφους που έσπευσαν να
εμπνευστούν από ένα μοντέλο το οποίο
σαφώς θυμίζει τον μακαρίτη Γάλλο κωμικό
Louis
de Funès. Μόνο
και μόνο για να εκτεθούν σε μιαν ολίγιστη
έκθεση. Θλίψη.
Το
πιο δυσάρεστο στοιχείο στην τωρινή
κρίση είναι πως τα πρόσωπα χωρίς καμία
συνείδηση ιστορίας επιχειρούν να
επιβιώσουν ατομικά χωρίς κανένα συλλογικό
ανακλαστικό, καμία διάθεση συλλογικής
ερμηνείας των προβλημάτων . Και συγκρίνω
το τώρα με τη δράση, τη συσπείρωση και
τις συλλογικότητες που αναπτύχθηκαν
στην περίοδο της Δικτατορίας, με υπέρβαση
του εγώ εμπρός στο δράμα που εξελισσόταν
στον τόπο – εμπρός στο εμείς. Αυτό που
ελλείπει τραγικά σήμερα . Γι’ αυτό θεωρώ
τις ευθύνες της πνευματικής ηγεσίας
σχεδόν ισοδύναμες με εκείνες της
πολιτικής ή της οικονομικής. Επειδή η
πνευματική ηγεσία και η καλλιτεχνική
ελίτ μαζί της δεν κατήγγειλαν έγκαιρα
και με κύρος το ψευδομοντέλο της δήθεν
ανάπτυξη και του βουλιμικού καταναλωτικού
lifestyle.
Από κοντά και τα υπαλληλοποιημένα και
διαπλεκόμενα ΜΜΕ που «έχασαν» την
είδηση της δεκαετίας : τη χρεοκοπία της
χώρας.
Άρα
τα εικαστικά τα οποία στο φαντασιακό
του αστού ταυτίζονται με το έργο φετίχ
με τη βαρύγδουπη – μυθική υπογραφή του
πίνακα και με το συνακόλουθο prestige
που αυτή προσθέτει στον κατέχοντα,
βρίσκονται σε μεγάλη ένδεια . Το πτωχευμένο
κράτος αδυνατεί να συντηρήσει τα μουσεία
του κι έτσι ο ιδιωτικός παράγων καλείται
να καλύψει το κενό.
Αποτέλεσμα
αυτού είναι ιδιωτικοί φορείς όπως το
Ίδρυμα Θεοχαράκη ή η Στέγη Γραμμάτων
και Τεχνών ν’ αναλαμβάνουν δράση. Στο
Μουσείο Θεοχαράκη είδαμε τις επαρκέστατες
αναδρομικές παρουσιάσεις των βετεράνων
Χρίστου Καρά και Γιάννη Παρμακέλλη, μια
ενδιαφέρουσα ενότητα ζωγράφων του ΧΧ
αιώνα από την Αγία Πετρούπολη κ.α.. Στη
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η οποία
πάντως δεν επενδύει πολύ στο όνομα του
ευεργέτη της -του Ωνάση, έλαμψαν ο Paolo
Colombo
και οι απόψεις του ενώ η διεθνής Συλλογή
Δασκαλόπουλου μετά το Μπιλμπάο βρέθηκε
στο Εδιμβούργο στο πλαίσιο των εξωστρεφών
δραστηριοτήτων του ιδιοκτήτη της. Το
αντίπαλο δέος, ο Δάκης Ιωάννου έκανε
αυτό που θα έπρεπε να κάνει το ΥΠΠΟ,
δηλαδή οργάνωσε έκθεση εκτός Ελλάδας,
συγκεκριμένα στο Palais
de Tokyo του
Παρισιού αποδεικνύοντας πως η χώρα δεν
είναι μονό χρέη, αναξιόπιστοι πολιτικοί
και κλέφτες του δημόσιου χρήματος.
Επιμελήτρια της έκθεσης η Νάντια
Αργυροπούλου
και αποκαλυπτικός ο τίτλο της: “Hell
as
Pavilion”.
Μεγάλος σταρ αυτής της έκθεσης είναι ο
muralist
και street
artist
Στέλιος Φαϊτάκης, ένας ερημίτης των
Εξαρχείων ο οποίος πέρσι ξετρέλανε
τη Biennale
Βενετίας τοιχογραφώντας με επικό-αναρχικό
τρόπο τη πρόσοψη του περιπτέρου τη
Δανίας ! (Δες περισσότερα στον «ΕΠΙΛΟΓΟ
2011»). Επίσης ο Φαϊτάκης συμμετείχε στην
έκθεση Newtopia
στην πόλη Mechelen
του Βελγίου σε επιμέλεια της Κατερίνας
Γρέγου.
Έξω
πάμε καλά; Δεν θα το’ λεγα. Πάντως έξω
συμβαίνουν τα πιο παρήγορα πράγματα
που θα μπορούσαν σαφώς να είναι περισσότερα
και συνεπέστερα αν….
Όπως
παρήγορα πράγματα συμβαίνουν εκτός
επίσημων θεσμών, κουρασμένων και
φθαρμένων ιδρυμάτων,
προσώπων γηρασάντων εν αμαρτίαις που
εξακολουθούν ακόμη να υπερασπίζονται
ένα σύστημα που έχει προ καιρού
καταρρεύσει. Βγείτε λοιπόν στους δρόμους,
στην Πειραιώς, στον Κεραμεικό, στα
Εξάρχεια για να δείτε το αληθινό,
εικαστικό μας πρόσωπο. Θα έχετε δει τις
φράσεις “Wake
up”
ή “Βασανίζομαι” ή “Λάθως” στις πιο
απροσδόκητες επιφάνειες της πόλης, αλλά
και τα πορτρέτα τα οποία αναρτήθηκαν
στο Μοναστηράκι και στου Ψυρρή από ομάδα
συνεργατών του Γάλλου street
artist
JR
με τίτλο “Be
the
change”,
ενός συμμετοχικού σχεδίου στο οποίο
εμπλέκονται 20 χώρες μαζί με την Take
Gallery
και το Centre
Pompidou.
Τι να μας πει τώρα το ΕΜΣΤ, οι κονσέρβες
και το κρυπτοφοβικό ιερατείο του στο
οποίο έχει δεκαετίες τώρα ασκηθεί σε
δύο μόνο δραστηριότητες: στο να αποκλείει
και στο να δογματίζει, «Γίνε
η Αλλαγή»
λοιπόν μπας και αλλάξουν κάποιες από
τις κατεστημένες και βραχυκυκλωμένες
δομές. Μπας και επαναδιεκδικηθεί ο
δημόσιος χώρος και εκδικηθούμε τη
κρατική αισθητική. Μη ξεχάσω τις
δραστηριότητες της Μαρίνας Φωκίδη στην
Kunsthalle
Athena,
ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό στο
Μεταξουργείο και την ομαδική της έκθεση
«Μια υπέροχη ζωή», ένα παυσίλυπο
αισιοδοξίας δηλαδή στη διάχυτη κατάθλιψη.
Κράτος ανάδελφον
Θ. Παπαγιάννης, Τα
φαντάσματά μου, Μουσείο Μπενάκη
Τα
οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν
ακόμη και τα μουσεία τέχνης, όπως λ.χ.
το Μπενάκη, μπορούν
να συμβολοποιηθούν
μ’ ένα
παράδειγμα: οι δύο καλύτερες γλυπτικές
παρεμβάσεις της χρονιάς ήταν κατά τη
γνώμη μου ο συνταρακτικός Γιάννης
Κουνέλλης ,με τις οπτικές εμμονές του
με τον Χρόνο, την Ιστορία και την ανθρώπινη
ευθραυστότητα, στο Μουσείο Κυκλαδικής
Τέχνης και η διπλή έκθεση το Θόδωρου
Παπαγιάννη στο Μπενάκη επί της Πειραιώς
και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό
Μουσείο της Αθήνας. Ε, λοιπόν και τις
δυο παρουσίες του, τα «Φαντάσματα» και
τον «Άρτο», ο Παπαγιάννης τις χρηματοδότησε
μόνος του όπως ακριβώς χρηματοδότησε
και την έκδοση του διπλού καταλόγου. Με
τις δύο αυτές λιτανείες του Θόδωρου
Παπαγιάννη έχουμε πραγματικά μια έντιμη
πρόταση σύγχρονης γλυπτικής. Ο δημιουργός
στοχάζεται μέσα από την ύλη, το χρόνο
και το χώρο, τη μοίρα του ανθρώπου και
των πραγμάτων, το πένθος της Ιστορίας.
Κλασικός ως προς την σύλληψη του θέματος,
μοντέρνος ως προς την διαχείρισή του,
στήνει αυτό τον διαχρονικό, κύκλιο χορό
με τις 29 τοτεμικές φιγούρες και οργανώνει
τον θρήνο τους εμπρός στην πεπτωκυία
φιγούρα, σε έναν άνθρωπο που έπεσε αλλά
δεν λύγισε. Τα μέλη του χορού συμβολίζουν
την παλαιότερη και την πρόσφατη ιστορία
μας , για αυτό και είναι στολισμένα με
πολυτίμητα “τζοβαϊρικά” της παράδοσης.
Είναι ιερείς μιας προνεοτερικής θυσίας,
είναι οι αγλαές σκιές των κεκοιμημένων,
είναι ο υπόκωφος ρόγχος του Μύθου που
έρχεται να εκβάλει στα αμφίσημα νερά
της νεοτερικότητας. Είναι τα σύμβολα
του χρέους που μας κοιτούν σαν να λένε
“κάθε εποχή και οι ήρωές της, κάθε εποχή
και οι νεκροί της”. Εδώ το δράμα στέκει
άφωνο, χωρίς λόγια. Γι αυτό και είναι
τόσο υποβλητικό, τόσο καίριο....
Επίσης
στην Πειραιώς είδαμε την επιβλητική
έκθεση του Παριζιάνου γλύπτη Κώστα
Κουλεντιανού
(1915-1995),
ενός από εκείνους που φυγαδεύτηκαν από
την εμφυλιοπολεμική Ελλάδα στις 22
Δεκεμβρίου 1945. Ως εδώ καλά, είναι όμως
τουλάχιστον αφελές να ισχυρίζεται ο
επιμελητής της έκθεσης και συνεργάτης
του γιου της κληρονόμου του καλλιτέχνη
Μπεν
ότι ο
Κουλεντιανός
υπήρξε ο
μεγαλύτερος γλύπτης του ΧΧ αιώνα (sic.
ΤΟ ΒΗΜΑ 9.9.12). Και τούτο γιατί πρώτον η
τέχνη δεν είναι πασαρέλα, δεύτερον ο
ίδιος κριτικός τέχνης είχε σε ανύποπτο
χρόνο θαυμάσει τον Ζογγολόπουλο τον
μεγαλύτερο γλύπτη μπλα μπλα …αλλά και
τον Χαλεπά και τρίτον του διαφεύγουν
οι περιπτώσεις του Σκλάβου , του Μαϊκ
Λεκάκη, του
Καπράλου και πάει λέγοντας. Γιατί τέτοιοι
μαξιμαλισμοί αγαπητέ Ντένη Ζαχαρόπουλε,
σύμβουλε του τέως Γερουλάνου και συντάκτη
ομού μετά της Μυρσίνης Ζορμπά ενός
μεταμοντέρνου, σταλινικού κειμένου για
την ανόρθωση του ελληνικού πολιτισμού;
Στον
ίδιο χώρο είδαμε την συγκινητική αναδρομή
του ζωγράφου και χαράκτη Βάλια Σεμερτζίδη
(1911-1983), μαθητή του Κων/νου Παρθένη, που
γεννήθηκε στο Καύκασο
και ήρθε στην Αθήνα το 1923 για ν’ ανέβει
στο βουνό το 1944 και να καταγράψει τον
αγώνα των ανταρτών. Ο επιμελητής της
έκθεσης καθηγητής Νίκος Χατζηνικολάου
υποστήριξε την ιδεολογικοποιημένη θέση
πως ο Σεμερτζίδης, όντας αριστερός,
κυνηγήθηκε από τους κριτικούς συλλήβδην
και το έργο του αποσιωπήθηκε από το
αστικό κράτος. Πρόκειται περί μύθου με
επιστημονικοφανές περίβλημα. Στη
πραγματικότητα ο καλλιτέχνης είχε
σταθερή παρουσία στην καλλιτεχνική ζωή
του τόπου, εξέθετε όντος και εκτός (π.χ.
το 1973 στο Λιβόρνο και το 1974 στη Φερράρα
στο Palazzo
dei
Diamanti),
έγραφαν συχνά γι’ αυτόν ο Γ. Πετρής, ο
Τ. Σπητέρης, η Ε. Βακαλό (δες το βιβλίο
της «Ο μύθος της Ελληνικότητας»), ο Εμμ.
Μαυρομάτης κ.λ.π.. Η έκθεση μάλιστα που
του είχε διοργανώσει το 1977 η Εθνική
Πινακοθήκη –Μουσείον
Αλεξάνδρου Σούτζου, ήταν κατά τη γνώμη
μου πιο πλούσια από την παρούσα και
λιγότερο μονόπλευρη. Δηλαδή
η εμμονή του Σεμερτζίδη με τον σοσιαλιστικό
ρεαλισμό μετριαζόταν από την παρουσία
πολυάριθμων ενεργειακών τοπίων μέσα
από την δραματική προσέγγιση των οποίων
ο ίδιος ο ζωγράφος απελευθερωνόταν
(Σημείωση: κι αυτή η έκθεση στο Μπενάκη
«χορηγήθηκε»από την χήρα του ζωγράφου!)
Στην
Πειραιώς τέλος κυριάρχησαν τα Monsters
της ομάδας Beetroot
η χιουμοριστική προσέγγιση δηλαδή της
ελληνικής μυθολογίας μια πολυδιαφημισμένη
και βραβευμένη έκθεση η οποία πάντως
δεν μας γοήτευε, παρά τον ορυμαγδό των
free
press, κυρίως
γιατί έχουμε χορτάσει τη διασκεδαστική
εκδοχή
της παρα-τέχνης και των ποικίλων εκδοχών
της.
Χρειαζόμαστε
άλλα και οφείλουμε να στραφούμε προς
τους δημιουργούς εκείνους που αντιστέκονται
στη γενικότερη αισθητική αφασία .
Παράδειγμα: Στα εγκαίνια των «Τεράτων»
οι διοργανωτές έδεσαν δεκάδες μπαλόνια
–Στυμφαλίδες Όρνιθες στο κράσπεδο της
κεκλιμένης φιγούρας η οποία δέσποζε
στο κέντρο των «Φαντασμάτων» του Θόδωρου
Παπαγιάννη. Την άλλη μέρα τα μπαλόνια
αποσύρθηκαν αλλά η κίνηση και μόνη
σηματοδοτεί
πολλά. Πρώτον το σεβασμό ή την έλλειψη
του από το ένα δημιουργό προς τον άλλο,
δεύτερον την
θυσία των
πάντων –της ατμόσφαιρας, του δράματος,
των υπαινιγμών ή των μετωνυμιών της
εικόνας- στο βωμό της φαντασμαγορίας
και τρίτον τη λογική της διαφήμισης που
υπερκαλύπτει, ακόμη,
όλα τα
υπόλοιπα. Εκεί εντοπίζω, προσωπικά, τη
κρίση: Στην έλλειψη μαθητείας και
συνεπώς βιωμένης γνώσης, στην κατάργηση
του οποιουδήποτε αξιολογικού κανόνα ή
νοοτροπίας περί
αριστείας.
Στο μεταμοντέρνο χυλό που βιώνουμε, όλα
πάνε με όλα, δυστυχώς.
Κι
ενώ τα κρατικά μουσεία οχυρώνουν το
γραφειοκρατικό τους πνεύμα και την
έλλειψη ιδεών πόσω από την έλλειψη
χρημάτων -έδω σε θέλω μάστορα- οι ιδιωτικοί
φορείς έλαμψαν με τις δράσεις τους σε
όλο το 2012. 'Οπως για παράδειγμα οι
κοοπερατίβες του Booze,
του Bios,
του Tau,
του About
και βεβαίως του Camp
στη πλατεία Κοτζια (Contemporary
art
meeting
point!).
Εκεί είδαμε την πολυσυλλεκτική, ομαδική
έκθεση “Tout
va
bien”
του Ανδρέα Βούσουρα, τα “Post
craps”
της ομάδας Provo
principles
(όπου έλαμψαν τα έργα της Αλίκης Παπά,
του Κωνσταντίνου Πάσιου, του Θόδωρου
Χρυσικού) και
βέβαια την, μουσειακού επιπέδου, αναφορά
στο Αθηναϊκό Underground
με τον εξαιρετικό κατάλογο (κείμενα,
εκτός των άλλων, του Κωστή Τριαντάφυλλου,
του Στέργιου Δελιαλή, του Τεό Ρόμβου,
του Μιχάλη Μήτρα, του Παντελή Αραπίνη
κ.α.). Κι εδώ , προσεξτε τι συμβαίνει: Ο
κατάλογος της έκθεσης εξαντλείται,
πράγμα σπανιότατο, επανεκδίδεται αλλά
από τα ΜΜΕ τηρείται σιγή ιχθύος. Βλέπετε
το Underground
είναι politically
incorrect,
άρα … Έστω κι αν πρόκειται για μιαν
έκθεση που θα έπρεπε να έχει οργανώσει
το ΕΜΣΤ, το βυθισμένο στη κρατική
γραφειοκρατία και
τον αναλφάβητο “μοδερνισμό”. Αυτόν
τον “μοδερνισμό” που πετσόκοψε το
κτίσμα του Τάκη Ζενέτου, το
επένδυσε με “πλινθοδομές” à
la rustique και
που εξαφάνισε τη μαγική του διαφάνεια
την οποία απολαμβάναμε παιδιά. Το
ισόγειο ήταν γυάλινο ώστε η παραγωγή
της μπίρας να είναι έξωθεν
ορατή σ’ ένα θαύμα ρεαλισμού και
φαντασίας. Τώρα το
κτίριο που ετοιμάζουν οι επιτροπές
της διαχρονικής γραμματέως Μενδώνη και
του μέντορά της Βενιζέλου του
“αρχιλιστοφάγου” είναι ήδη καταδικασμένο
από την
κρατικοδίαιτη αισθητική και τον
δημοσιοϋπαλληλικό αυταρχισμό. Είπαμε,
τα πράγματα όταν και αν συμβαίνουν, αυτά
βρίσκονται εκτός και του κράτους και
των μανδαρίνων του. Apropos
το ΕΜΣΤ ασχολείται αυτή τη στιγμή με
την αναδρομική της Δανάης Στράτου. Τι
να κάνουμε, όλα στην Ελλάδα αρχίζουν
από την οικονομική νομενκλατούρα και
καταλήγουν στο ιδεολογικοποιημένο life
style.
Μιλώντας πάντως για Underground
θέλω να σταθώ στο είκοσι χρόνια ζωγραφικής
του Γιώργου Λαναρά στο Titanium.
Εξπρεσιονισμός, μύθοι της Δύσης και
…Θεοφάνια. Βλέπετε φέτος δεν είχαμε
Art
Athina
επειδή το Hypourgeio
den
edose
lefta.
Τόσο απλά, τόσο εντός του αξιοθρήνητου
Zeitgeist
και
της παρακμής.
Δεν
κάνω συσχετισμούς αλλά η αξιόλογη
καλλιτέχνις κ. Στράτου είναι η κόρη του
πρώην προέδρου του ΣΕΒ Ιάσονα Στράτου.
Δεν είναι τυχαίο πως και ο νυν πρόεδρος
ονομάζει την έκθεση που θα παρουσιάσει
τον Δεκέμβριο στην Εθνική Πινακοθήκη
Μοντέρνας Τέχνης του Εδιμβούργου «Από
τον θάνατο στον θάνατο της άλλης
Ιστορίας». Μας λένε πως ο τίτλος είναι
παρμένος από τον Beuys
αλλά και εμείς τους θυμίζουμε την έκθεση
μας στο κεντρικό κτήριο του Μουσείου
Μπενάκη «Ο Χρόνος. Οι άνθρωποι. Οι
ιστορίες τους» πριν μόλις δύο χρόνια.
Βέβαια για να επιβάλεις σήμερα κάτι
χρειάζεται, όχι γνώση και ευαισθησία
αλλά μάλλον μηχανισμό. Και οι άρχοντες
του ΣΕΒ ανέκαθεν τον είχαν ....
Στο
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
αίσθηση δημιούργησαν τα «Πρόσωπα» του
Γιάννη Λασηθιωτάκη
(1956), μετωπικές
ως επί το πλείστον αποδόσεις μορφών,
οικείων στον ζωγράφο. Στα πορτρέτα αυτά
το διάλυμα του ακρυλικού πάνω στο υγρό
πανί δημιούργησε μιαν υπερβατική
ατμόσφαιρα ανάμεσα στον Alex
Katz
και τον Gerhard
Richter.
Το μόνο που ενοχλεί σ’ αυτή την τόσο
αξιέπαινη προσπάθεια του Μουσείου να
ανοιχτεί στη σύγχρονη τέχνη είναι η
κρατικίστικη (;) αντίληψη να συνδέει
σώνει και καλά το σημερινό με την
ιερατικότητα της βυζαντινής φόρμας. Ο
ευαίσθητος θεατής προσλαμβάνει τις
σχέσεις χωρίς τη θεωρητική «βία». Οι
άλλοι πάλι χαίρονται αποκλειστικά τις
εκθέσεις υπό τον όρο να είναι καλές.
Επίσης στο Βυζαντινό Μουσείο και στο
Καστέλο της Δουκίσσης Πλακεντίας είδαμε
την «Τέχνη της βιβλιοδεσίας» σ’ έναν
γοητευτικό συνδυασμό του παλαιού με το
σύγχρονο, καθώς συμμετείχαν καλλιτέχνες
όπως ο Δ.
Ξόνογλου, ο Χρ. Μποκόρος, ο Χρ. Μαρκίδης
ή ο Μάρκος Καμπάνης.
Ιδιαίτερη
αναφορά οφείλω να κάνω στην γλύπτρια
Βένια Δημητρακοπούλου η οποία συμμετείχε
με εξαιρετικά βιβλία-αντικείμενα (τα
λεγόμενα Artist's
books), σηματωρούς
ύπαρξης και οπτικές εξομολογήσεις που
φέρουν τους ενδεικτικούς τίτλους
«Νυχτερινά», «Φυλαχτά», «Ημερολόγια»
κ.ά. (Σημείωση:
Στον ΕΠΙΛΟΓΟ 2011 την Βένια Δημητρακοπούλου
είχαμε εκ παραδρομής αναφέρει
«Γεωργακοπούλου»). Η Δημητρακοπούλου
επίσης συμμετείχε στην έκθεση-πανόραμα
ελληνοαμερικανών δημιουργών που οργάνωσε
η γκαλερί ΚΟΥΡΟΣ στη Ν. Υόρκη. Μεταξύ
των άλλων συμμετείχαν ο Jean
Xceron,
ο Michael
Lekakis,
ο Philip
Tsiaras,
η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη (την οποία είδαμε
και σε υποβλητική ατομική της στη γκαλερί
ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ), η Πελαγία Κυριαζή, ο Chris
Giannakos.
Τίτλος απόλυτα ενδεικτικός της έκθεσης,
“The
other
Greece”.
Πρόκειται για κάτι που θα έπρεπε να
οργανώνει συστηματικά και με φανατισμό,
εκτός και εντός το ΥΠΠΟ, αξιοποιώντας
και τον τελευταίο του υπάλληλο και τον
έσχατο του πόρο (από
το ΠροΠο, διάβολε, εκτός
τον άλλων). Όμως είπαμε, περισσότερο από
το πτωχευμένο κράτος έχουν πτωχεύσει
η φαντασία και το
θυμικό των
κρατούντων, μαζί με τη δυναμική των
πολιτιστικάριων υφισταμένων τους. Να
μην ξεχάσουμε να υπογραμμίσουμε τον
καταλυτικό ρόλο της μόνιμης πλέον, ελέω
Βενιζέλου, γενικής γραμματέως του ΥΠΠΟ
κας Μενδώνη στη γενικότερη κατάντια
και τον λήθαργο του Υπουργείου. Και του
χρόνου!
Μικρές
γκαλερί, μικροί ήρωες
Τον
Φεβρουάριο εξέθεσε στην αίθουσα
«Μπαταγιάννη» η νεαρή ζωγράφος Ελεάννα
Μαρτίνου την ενότητα πινάκων Radar,
για την οποία ο Θανάσης Μουτσόπουλος
έγραψε: “Επιπλέον η ζωγραφική της Ε. Μ.
παίρνει θέση, όταν οι περισσότεροι
συνομήλικοι της εικαστικοί αποφεύγουν
να το κάνουν όπως ο Διάβολος το λιβάνι.
Μπορεί ένας καλλιτέχνης να φτιάξει έναν
δικό του, πυκνό κόσμο, μια Προσωπική
Αυτόνομη Ζώνη (Τ.Α.Ζ.), ένα ορμητήριο του
γιατρού Τσιρώνη, μια αυτόνομη δημοκρατία
στην καρδιά της Αθήνας;”
Ο
Φαίδων Πατρικαλάκης (1935) εξέθεσε στον
«Αστρολάβο/Δεξαμενή» την ενότητα «Η
Μέρα διώχνει τη Νύχτα» επιδιώκοντας
όπως ο ίδιος σημειώνει «ν’ απομακρύνει
τους καταλυτικούς εφιάλτες και να
επαναφέρει την προνομιούχα εγρήγορση
της φαντασίας και των χρωμάτων». Η
ωριμότερη, η πιο στοχαστική του δουλειά,
κατά την άποψη μου.
Στον
“Τεχνοχώρο Art
gallery” εξετέθη
ο ιδανικός διάλογος 12 σύγχρονων
καλλιτεχνών μ’ έναν εικαστικό τους
προπάτορα, τον Κωνσταντίνο Παρθένη
(1878-1967). Σημείο αναφοράς η μορφή της
Ελευθερίας, ένας πίνακας που προηγήθηκε
της Biennale
Βενετίας του 1938, ως προπαρασκευαστικό
τμήμα της μεγάλης σύνθεσης «Η Αποθέωσις
του Αθανασίου Διάκου» (σήμερα στην
Εθνική Πινακοθήκη). Συμμετείχαν ο Γιάννης
Ασημακόπουλος, ο Σταύρος Διακουμής, ο
Στάθης Βατανίδης, ο Μανώλης Αναστασάκος,
ο Χάρης Κοντοσφύρης, ο Γιώργος Κόρδης,
η Μαρία Γιαννακάκη, ο Μιλτιάδης Πεταλάς,
ο Ανδρέας
Κοντέλλης,
η Ρένα Ανούση και βέβαια ο Πέτρος
Ζουμπουλάκης με δύο πίνακες αληθινό
μάθημα προς τους νεότερους. -Πόσο
λειτουργούν στην εποχή τη δική μας οι
κώδικες και τα σύμβολα
του ;
-Είναι
ο Παρθένης "παρωχημένος" ή εμείς
έχουμε χάσει την υπαρξιακή σχέση μας
με την Ιστορία;
-
Μπορεί ένας σύγχρονος εικαστικός όπως
οι 12 συμμετέχοντες να εμφορείται από
ανάλογες ιδέες ή η κάθε εποχή συγκροτεί
το δικό της, αποκλειστικά, ιδιόλεκτο;
-Πόσο
εν τέλει αντέχουμε
σήμερα μιαν ελευθερία αγγελόμορφη, πόσο
μπορούμε να την διεκδικήσουμε έξω
από τα κυρίαρχα κλισέ;
Π.
Ζουμπουλάκης, Αναφορά στον Παρθένη
Κ.
Παρθένης, Του Νεκρού Αδελφού, Συλλογή
Π. Κόκκα
Από
το συνέδριο “Το λάθος”, κτίριο Κ. Παλαμά,
2-16 Νοεμβρίου
Στην
κορυφαία του σύνθεση "Η Αποθέωσις
του Αθανασίου
Διάκου" (ελαιογραφία
σε μουσαμά, 380x380
εκ. 1930-1933 περ.,
Δωρεά Σ. Παρθένη, Εθνική
Πινακοθήκη), ο Παρθένης αρμολογεί
τη
δική μας Guernica
βάζοντας
όμως στη θέση της φρίκης και της
απόγνωσης,
τη θυσία και τη δικαίωση. Εδώ την συμβολική
ψυχή
του Αθανασίου Διάκου που αναλαμβάνεται
στους ανοιχτούς
ουρανούς και που γίνεται
δεκτός από αγγέλους - μουσικούς
(φόρος
τιμής στον Greco),
ξεπροβοδίζουν από αριστερά πρoς τα
δεξιά η Άνοιξη η οποία τον ραίνει με
άνθη, μία πτεροφορούσα
πολεμική
φιγούρα με κράνος δόρυ και ασπίδα (ο
Άρης) και τέλος
η μορφή της Ελευθερίας
- Ανάστασης η οποία εγκαταλείπει τον
τάφο της και
δοξολογεί τη ζωή.
Τόσο
τη μεγάλη "Αποθέωση" της Πινακοθήκης
όσο και τη μικρότερη replica της ο ζωγράφος
τις εξέθεσε στη Biennale Βενετίας το 1938 όπως
διαβάζουμε στον σχετικό κατάλογο, μαζί
με κάποιες συμπληρωματικές μελέτες της
εν λόγω μνημειώδους σύνθεσης. Ο πίνακας
με τον οποίο συνομιλούν οι 12 καλλιτέχνες
προέρχεται από αυτήν ακριβώς, την ενότητα
που φιλοτεχνήθηκε τη δεκαετία του '30
και εξετέθη στη Biennale υπό τον τίτλο “La
Liberté” και αριθμό καταλόγου 39. Σ' αυτό
το έργο έχουμε συμπυκνωμένα τα βασικά
χαρακτηριστικά του Δάσκαλου: κομψότητα,
έμφαση στη γραμμή, λυρισμός, αποπνευματωμένο
χρώμα, έντονο στιλιζάρισμα, ποίηση που
προκύπτει από την υπερευαίσθητη χρήση
της ύλης, πίστη πως η ζωγραφική όπως και
η μουσική είναι τ' απόλυτα, τα προνομιούχα
μέσα για να εκφραστούν οι ιδέες.
Εξαιρετική
ήταν επίσης η ομαδική έκθεση «Πλατφόρμα
20» που παρουσιάστηκε από τον Μάιο έως
τον Ιούνιο στο Ινστιτούτο Σύγχρονης
Ελληνικής Τέχνης στη Βαλαωρίτου. Το
σημαντικό στοιχείο αυτής της εκδήλωσης
έγκειται στο ότι συνδυάστηκαν προσφορά
η ποίηση, τα εικαστικά, το σινεμά υπό
την μπαγκέτα 3 επιμελητριών, της Νίκης
Παρασπύρου, της Ναυσικάς Σαββέλου και
της Άρτεμης Σταματέλου. Ζωγραφικά
ξεχώρισαν η Άλικη Παπά, ο Ιβαν Μαστερόπουλος,
η Αναστασία-Ζωή Σουλιώτη και στο video
ο Αλέξανδρος Κακλαμάνος. Όσο για την
ποίηση κρατήστε τους στίχους του Γιώργου
Πρεβεδουράκη (1977): “Ειν’ η καρδιά μου/
μητέρα ναυτικού/ αν αύριο έχει θάλασσα/
όλο ζητάει να μάθει” ή του Γιάννη Στίγκα
(1977): “Άμα πεινάσει το θαύμα/ λάμπουν
και τα ψέματα…» .
Θέλω
να σταθώ τώρα σε δύο εντελώς διαφορετικές
εκθέσεις : πρώτα στην αναδρομική του
Τάσου Μαντζαβίνου, στη νέα πτέρυγα του
Μουσείου Μπενάκη, με τίτλο «Η δύναμις
μου εν ασθενεία τελειούται» (τον
επιμελημένο κατάλογο υπογράφει ο
Φίλιππος Μπεγλέρης). Ο Μαντζαβίνος
παραμένει ο πλέον απρόβλεπτος, ο πιο
μεταφυσικός, ο πιο υποψιασμένος
εικονολάτρης της γενιάς του. Ο οποίος
μπορεί, ακόμη, να οπτικοποιεί τόσο τον
μύθο όσο και το αρχέγονο δέος του. Ο
Μαντζαβίνος ζωγραφίζοντας τον εαυτό
του ζωγραφίζει το τρομερό που κοιμάμαι
στις συνειδήσεις, ακόμη και των πλέον
αθώων. Ο Γιώργος
Μελάτος γεννήθηκε στο Κάιρο το 1955 και
ένα ενεργό μέλος του συλλόγου ενάντια
στην προκατάληψη για τις ψυχικές
διαταραχές «Η Αναγέννηση». Το 2000 η Ειδική
Μονάδα Αποκατάστασης και Αναγέννησης
Επαγγελματικής Επανένταξης (ΕΜΑΕΕ) τον
εκπαίδευσε εικαστικό. Ο Μελάτος γέμισε
κυριολεκτικά τη γκαλερί ‘Titanium”
με τα art
brut
εκρηκτικά έργα του, με τα οποία mutatis
mutandis
ξαναγράφει
κανείς την ιστορία της νεοελληνικής
ζωγραφικής. Στον ίδιο χώρο γοήτευσαν
οι υποβλητικοί και στοχαστικοί «Φράχτες»
του Ηρακλή Παρχαρίδη, ενός ζωγράφου
σπουδαγμένου στην Άλμα-Ατα, ο οποίος
διαφοροποιείται πλήρως από το εγχώριο
καλλιτεχνικό milieu.
Για τον Παρχαρίδη,
ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό
βλέμμα, ιερότητα της ματιάς. Ο πίνακας
δεν είναι απλώς μια αφηγηματική
φαντασμαγορία, αλλά κάτι το ιερό και το
μυστικό. Τα αχανή τοπία με τους φράχτες,
τα τείχη των παλαιών πόλεων, τα σπίτια
που μισοβυθίζονται στο σκοτάδι και το
χιόνι, δεν είναι τόσο αναπαραστάσεις
όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες
φιγούρες. Πρόκειται για αρχέτυπα μοναξιάς
ή μελαγχολίας μάλλον, παρά για ρεαλιστικές
προσεγγίσεις του θέματος. Και το
κυριότερο: Άτομα και τοπία αποδίδονται
από τον ζωγράφο με μέσα αμιγώς μορφοπλαστικά
και με συνεχή την αγονία της ανανέωσης
της φόρμας, σε βαθμό ώστε το κλασικό και
το πειραματικό να εξισορροπούν. Στην
Αποθήκη 9 του Λιμένα Θεσσαλονίκης εξέθεσε
τους εφιαλτικούς μουσικούς του σε
τεράστιες επικές διαστάσεις ο Σάββας
Πουρσανίδης σε οργάνωση της γκαλερί
Tsatsis.
Στη
σύγχρονη τέχνη περισσότερο από τα έργα
κοιτάμε τον εαυτό μας που κοιτάει.
Ευτυχώς! Παρακολουθούμε δηλαδή τις
αντιδράσεις μας εμπρός στο ανοίκειο ή
το άγνωστο. Ελέγχουμε το πώς συνήθως
διαβάζουμε την πραγματικότητα μέσα από
τα κλισέ. Έτσι, οι μηντιακές εικόνες
συχνά μας καθοδηγούν ως προς την
«κατανόηση» ενός έργου τέχνης, εφόσον
η τηλεόραση, με ευθύνη όλων μας, έχει
καταστεί το ουσιαστικό «σχολείο»
αισθητικής αγωγής και κοινωνικών
συμπεριφορών. Η τηλεόραση παράγει
πρότυπα και θα ήταν αφέλεια ή υποκρισία
να τα παρακάμψουμε. Η ζωγραφική παρά
την διαχρονική γοητεία της βολεύεται
σε μια δεύτερη θέση. Μήπως θα έπρεπε να
αντιδράσουμε; Οι τεράστιες σχεδόν μπαρόκ
συνθέσεις του Σάββα Πουρσανίδη συνιστούν
μια τέτοια πρόταση για αντίδραση κυρίως
λόγω του οπτικού σοκ που δημιουργούν.
Σ.
Πουρσανίδης, Αποθήκη Λιμένος Θεσσαλονίκης,
Γκαλερί Τσάτσης
Ο
Σπύρος Στούκας έδειξε του χαμηλόφωνους
περιπατητές του στην «Έκφραση» της
Γιάννας
Γραμματοπούλου. Είναι περίεργο αλλά η
ζωγραφική του Στούκα παρά τους κοινούς
τόπους με ότι θεωρούμε “Ελληνική σχολή”,
δηλαδή την ηλιοφάνεια, τη θάλασσα, τον
ανθρωποκεντρισμό, την αφηγηματική
διάθεση, κινείται σε άλλους χώρους,
λιγότερο φολκλορικούς, περισσότερο
στοχαστικούς, μεταφυσικούς θάλεγα. Η
δομή των εικόνων του είναι στέρεη,
καλοχτισμένη, συχνά με βασανισμένο το
σχέδιο. Από ανασφάλεια; Γιατί όχι…
Αλίμονο αν δεν έχει ανασφάλειες ο
δημιουργός. Όμως και από μίαν έντονη
επιθυμία ν’ αποδοθεί η βαρύτητα, η
βαρυτική έλξη της γης, το απελπισμένο
βάρος της σκιάς. Οι τόποι του επίσης
είναι υλικοί, φαινομενολογικά
προσγειωμένοι. Και οι φιγούρες του
ωσαύτως. Ζούνε, λες, σαν από μία παραχώρηση
του φωτός και σαν από μία συγκατάβαση
του σκότους. Ζούνε όσο τις βλέπουμε.
Έπειτα, όταν χαμηλώσουν οι προβολείς
κι όταν τα έργα κλειστούν σε ιδιωτικές
συλλογές ή πάρουν τον δρόμο του
εργαστηρίου, οι μορφές και οι χώροι του
Στούκα θα πάνε να βρουν εκείνη την
γυναίκα του Bonnard
που πλένεται συνέχεια στο λουτρό της,
έναν αιώνα τώρα, και δεν της σώνεται το
σαπούνι, ούτε σταματούν να λαμπυρίζουν
τ΄ απόνερα στα πλακάκια του μπάνιου σαν
άστρα…
Κατακλείδα
Ολοκληρώνοντας
θα ήθελα να υπογραμμίσω πόσο αισιόδοξη
ήταν η εικόνα των πολλαπλών εκδηλώσεων,
μουσικών–θεατρικών παρεμβάσεων κ.λ.π.
που διοργανώθηκαν γύρω από την πλατεία
Κοτζια υπό τον τίτλο “Back
to
Athens”.
Ουσιαστικά ξανακέρδισαν αυτές οι ομάδες
των εθελοντών καλλιτεχνών που
δραστηριοποιήθηκαν στο Camp,
τα ξενοδοχεία Fresh
και Πίνδαρος ή τα εργαστήρια στη Κρατίνου
και την Κλεισθένους, μια υποβαθμισμένη
περιοχή της Αθήνας, ανώδυνα και ουσιαστικά.
Δεν το έκαναν τα «συναρμόδια» υπουργεία
ή ο δήμος, το έκαναν η Cheapart
και οι Γιώργος και Δημήτρης
Γεωργακόπουλοι.
Και
μια τελευταία εκδήλωση εκτός συστήματος,
κρατικών χορηγιών ή την ομπρέλα
μεγαλοσυλλεκτών. Πρόκειται για την
έκθεση «Στα Όρια του Μαζί», οργανωμένη
από τον Κωστή Σταφυλλάκη στο παλαιό
Νοσοκομείο της Άμφισσας, η οποία επιχειρεί
να διερευνήσει τις συνέπειες της απότομης
συλλογικοποίησης της σύγχρονης μας
ζωής έστω και μέσα από μορφές συλλογικής
διαμαρτυρίας ή την αμφιθυμία και τις
αντοχές απέναντι στο συλλογικό υποκείμενο.
Είναι η τρίτη χρονιά που ενεργοποιείται
το ευρηματικό Symptom
Project
κι αυτό συνιστά καλό … σύμπτωμα. Φέτος
εκθέτουν ο Δημήτρης Ντοκατζής, ο Γιάννης
Γρηγοριάδης, η Δέσποινα Μειμάρογλου, ο
Γιώργος Γυπαράκης, ο Poka
Yio κ.ά. Είναι
χαρακτηριστικό πως ενώ δραστηριοποιούνται
δυναμικά δεκάδες νέοι καλλιτέχνες η
ΑΣΚΤ με τις εκατοντάδες φοιτητές της
κράτησε κλειστό το «Εργοστάσιο» όλο το
2012. Ούτε μια εκδήλωση, έστω και χωρίς
λεφτά.
Συμπερασματικά
το ζόρικο και άνισο 2012 μας ζύγισε όλους
και μας μέτρησε ανάλογα. Για τις αντοχές,
τη στάση, τ’ αντανακλαστικά, τη διάθεση
αντίστασης κι ανάταξης.
Όλους,
δημιουργούς, κοινό, άρχοντες και
αρχομένους.
Αντί
επιλόγου τώρα ένα απόσπασμα απ’ το
κείμενο που έγραψα για τον κατάλογο του
ζωγράφου Ανδρέα Δεβετζή πριν τέσσερις
μήνες
(Νοέμβριος, γκαλερί Titanium):
«Στα μάτια
μου πλέον ο ρόλος του δημιουργού
παρουσιάζεται προδιαγεγραμμένος: είτε
υπαλληλοποιείται και βουβαίνεται εμπρός
στο άτεγκτο
κράτος – θεατρώνη που τον χρησιμοποιεί
αποκλειστικά –δηλαδή τον επιδοτεί- ως
προπαγανδιστικό υλικό, είτε ασκεί ως
πρώτιστο καθήκον του κριτική στους
μηχανισμούς του κράτους αυτού
αποκαλύπτοντας τις τρομοκρατικές του
στρατηγικές ως προς το “ωραίο”.
Ουδετερότητα δεν επιτρέπεται, ούτε
ισχύουν
πρωθύστερα σχήματα,
παλαιότεροι τίτλοι ή επαναστατικά
εύσημα…».
Dimitris
Αlithinos, Αssisi, Ιταλία, amore e perdono
Α.
Δεβετζής, Περί κτισμάτων
Η
ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει
την παλιά της αποστολή:
Να
μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο
και να ξαναδιεκδικήσει την ψυχή
των
πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’
όλα το σώμα τους.
Οκτώβριος
2012
γραφωντας σχεδον με το θυμικο δεν μπορω παρα να αναφωνησω ενα μεγαλο οχι στο κρατος των Αθηνων και στους θεωρητικους ανορθωτες του απο θεση ή απο αρνηση θεσης αδιαφορο που αγνοει την επικρατεια που θεωρει πως το εξω ειναι εκτος Ελλαδος προφανως επειδη το εξω για την λοιπη Ελλαδα ειναι η Αθηνα της που δεν ξερει τι παιζει εκτος του αστεως που θεωρει πως ο κατα τα πολλα συμπαθης Μαντζαβινος ειναι ο καλυτερος της γενιας του ποιας γενιας αγνωστον ποιου τοπου αγνωστον και με ποιες συγκρισεις αγνωστον που αγνοει οτι οι πινακοθηκες την μοιρα των οποιων αναλογιζομαστε δεν εχει την ουσια της παραγωγης εντος της αλλα τα ξεζουμισμενα τελειωματα της κατεστημενης σοου μπιζ που γεμιζει αναρθρες ξενοφερτες παρεες και τις προτυποποιει...θλιβοβαι για την μονομερεια θλιβομαι περισσοτερο γιατι αυτο δεν γινεται κατανοητο
ΑπάντησηΔιαγραφήκλεινοντας γιατι μαλλον δεν μου πεφτει λογος ως αγνωστος εν πολλοις εις την Αθηναικη σκεψη να πω πως ειναι ορθον να ενσκυψουμε στον ορισμενο χωρο μας στα ορια του, χωρα ειναι οπου ο τοπος που καθεις καταλαμβανει με μια δραση του, να δουμε τι παιζει κριτικα, να φερουμε κατι στο προσκηνιο και μαλλον ειναι αδιαφορο αν ποιος προισταται οποιουδηποτε μαυσωλειου και δεν ειμαστε ηλικιακοι ρατσιστες. και κατι ακομη κλεινοντας να πω πως προσωπικα δεν επαθα κανενα πολιτιστικο σοκ απο αυτα που ειδα αλλα απο τον τροπο που αυτα επιχειρειται να εμφανιστουν ως κατι
ε ρε φτωχεια που μας χρειαζεται..
Από εκείνα που ξέρω,εκ των ανωτέρω-δεν τα ξέρω όλα,δυστυχώς-μπορώ να πω ότι,για μιαν ακόμη φορά:bingo! ή ελληνιστί:διάνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια φορά ,θα παρακαλούσα,να μάθαινα γιατί πρέπει να μ' αρέσει η βυζαντινή ζωγραφική,την οποίαν άκαρδα,ίσως,προσπερνώ,γιατί το απαράδεκτο (για μένα) περιεχόμενο, μού επηρεάζει αρνητικά την αισθητική κρίση.Γιατί,για παράδειγμα, να απολαμβάνω την εικονιζόμενη γέννηση ενός ψεύτικου θεού;Όσο εικαστική και νά'ναι...Τι πρέπει να μού λέει δηλαδή;Να χαίρομαι;