Ενα
είναι βέβαιο: τα πολιτιστικά γεγονότα
δεν τα προκαλούν οι πολιτικοί και η
παρελκόμενη γραφειοκρατία τους. Τα
φαινόμενα του πολιτισμού, όμως,
επηρεάζονται από τις εκάστοτε πολιτικές
και καταγράφουν συνειδητά ή ασυνείδητα
την κοινωνική δυναμική.
Η Arte Povera, η «φτωχική τέχνη», υπήρξε μια τέτοια συγκρουσιακή έκφραση, λειτούργησε ως αντίδραση και διαμαρτυρία, επιχειρηματολόγησε πάνω σε μιαν άλλη αισθητική που σιχαίνεται την εύκολη «γοητεία» του κοινού και αναδύθηκε μέσα από το εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας του '60.
Ο μέντοράς της, ο εικοσιπεντάχρονος Germano Celant, ζητούσε από τους καλλιτέχνης της να γίνουν guerrilas των πόλεων ταυτίζοντας την Arte Povera με τον ανταρτοπόλεμο!
Η τέχνη των φτωχικών μέσων και υλικών εξέφρασε την αντίθεση προς τη θεοποιημένη τεχνολογία της Op Art και το ρηχό λαϊκισμό της απαστράπτουσας Pop Art. Αμφότερες συμβόλιζαν έναν αστικό φορμαλισμό που υπαγορευόταν από εμπόρους και απευθυνόταν σε ημιμαθείς καταναλωτές. Οι θιασώτες της Povera διαδήλωναν προκλητικά εναντίον του «εκπολιτισμού» και υπέρ της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τα υλικά, τη φύση, την Ιστορία. Μιλούσαν για την ενέργεια των πραγμάτων και όχι για τις σχέσεις τους υπερθεματίζοντας στον εμπειρικό-διαισθητικό κι όχι θεωρητικό-κανονιστικό χαρακτήρα της τέχνης.
Αναρχισμός, αριστερή ουτοπία, αντικομφορμιστική συμπεριφορά και μια νέα -πολιτική- ανάγνωση της Ιστορίας (κυρίως με τον Mario Merz και τον Κουνέλλη) αποτελούν τα «μέσα» για ν' αξιοποιηθούν τα φτωχικά υλικά. Οι ιταλοί δημιουργοί παρουσιάζονται ως αντίλογος στην αμερικανική παντοδυναμία και ως σήμα κινδύνου στην προϊούσα ευρωπαϊκή αστικοποίηση. Εμπνέονται από το «κενό» του Lucio Fontana αλλά και τις ατασθαλίες των χριστιανοδημοκρατών, από το Βιετνάμ αλλά και τον Αντονιόνι, τον Piero Manzoni, τον αυθεντικό επαναστάτη καλλιτέχνη που πέθανε στα 30 του, αλλά και την ελληνική χούντα, τον Benqs αλλά και την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Οι καλλιτέχνες της εκθέτουν συχνά εκτός θεσμοθετημένων χώρων παρουσιάζοντας άλογα, παπαγάλους, δέντρα αυτούσια, σάκους καφέ, πέτρες χώμα κ.λπ., πράγματα δηλαδή που ούτε πωλούνται, ούτε αποθηκεύονται σαν μια άρνηση του κυρίαρχου μηχανισμού της αγοράς. Στην πορεία του χρόνου βέβαια και τα έργα απέκτησαν υψηλή οικονομική αξία και οι poveri artisti έγιναν ζάπλουτοι και διάσημοι, απόδειξη ότι το «σύστημα» μπορεί να ενσωματώνει αρμονικά και τους χαλαστές του. Ο ίδιος ο Celant το 1997, ως διευθυντής της Biennale Βενετίας, δεν ξεχνά το πολιτικό παρελθόν του και βραβεύει την Abramovic με το ελεγειακό «βαλκανικό μπαρόκ» αλλά και συνθέτει το κυρίαρχο ύφος σύμφωνα με ό,τι ισχύει διεθνώς, χωρίς συγκρούσεις.
Η Arte Povera όμως υπήρξε ιστορία, ενεπλάκη στην καθημερινή ιστορία της εποχής και ως τέτοια, σαν ιστορία δηλαδή, την αντιμετώπισαν οι διοργανωτές της έκθεσης που γίνεται τώρα στην Modern Tate. Ετσι, το πολυεπίπεδο χρονολόγιο του καταλόγου καθορίζει τη διάταξη της έκθεσης επιμένοντας σε κάποια έργα-κλειδιά όπως οι πολιτικοί χάρτες του Alighiero Boetti (1940-1994), τα Πόδια-Κολόνες του Luciano Fabro (1936) ή το Igloo του στρατηγού των Βιετκόγκ Vo Nguyen Giap: «Εάν ο εχθρός συσπειρώσει τις δυνάμεις του χάνει χώρο, εάν τις διαμοιράσει χάνει δύναμη».
Εκτίθενται ακόμη τ' αποκεφαλισμένα γλυπτά (που όμως είναι ζωγραφικές κατασκευές) του Pino Pascali (1936-1968) και τέλος η Σφαίρα-Εφημερίδα του Pistoletto (1933), η οποία με 2 μ. διάμετρο πρωτοφτιάχτηκε το 1966 αλλά έπειτα από δύο χρόνια ο καλλιτέχνης τής πρόσθεσε νέες εφημερίδες και μετά την κυλούσε στους δρόμους του Τορίνο σαν μια υδρόγειο των πληροφοριών. Γενικά, η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, τον έρωτα και τη δημιουργία -στο σημείο αυτό η σκέψη του Marcuse είναι καθοριστική- ή το φυσικό και το κατασκευασμένο είναι βασικό ερώτημα των έργων της Arte Povera.
Στην περίφημη Biennale του 1968 ο Pistoletto παρουσιάζει την «Αφροδίτη των σκουπιδιών» όπου ένα γύψινο αντίγραφο της Κνιδίας Αφροδίτης οργανώνεται μαζί μ' έναν πολύχρωμο όγκο παλιόρουχων.
Ο κατ' εξοχήν όμως «ιστορικός ζωγράφος» του κινήματος είναι ο Γιάννης Κουνέλλης (1936), τον οποίο τιμά ιδιαίτερα η έκθεση της Modern Tate (κι όχι μόνο εφόσον το Μουσείου του Prato, στην περιοχή της Φλωρεντίας, του παρουσιάζει ταυτόχρονα μεγάλη αναδρομική).
Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Fontana, ο εισηγητής της τέχνης του Zero («Η ζωγραφική μου -έλεγε- βασίζεται στη φιλοσοφία του τίποτε· μόνο που πρόκειται για ένα τίποτε δημιουργικό») και σκοτώνεται σε τροχαίο ο λαμπερός Pascali. Επίσης, στην Biennale εκείνου του έτους ο Pistoletto καταγγέλλει τον ανταγωνισμό των καλλιτεχνών και προτείνει σε όποιον θέλει να συνεκθέσουν στα Giardini.
Να ιδέες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πάντοτε καθυστερημένη ελληνική συμμετοχή στη Βενετία. Μια συμμετοχή που συνήθως πνίγουν η άγνοια για τις ιδιαιτερότητες του χώρου και η γραφειοκρατία του ΥΠΠΟ. (Φαντάζεστε τον Κουνέλλη στο ελληνικό περίπτερο; 'Η ακόμη ένα περίπτερο «ανοιχτό» σε μια διεθνή πρόταση, σε μιαν ιδέα πέραν της πεπατημένης; Πάταγος!)
Η έκθεση Arte Povera, Zero and Infinity διαπραγματεύεται πειστικά και την εποχή (1962-1972) και τους ιδεολογικούς της προβληματισμούς και την ανατρεπτική της διάθεση, που ισορροπούσε ανάμεσα στην επανάσταση και την τρυφερότητα, την ηδονή και την οδύνη.
Το 1979 ο Κουνέλλης, παραλαμβάνοντας το (πέμπτο) βραβείο Pascali, έχει πει: «Δεν μιλώ από τη σκοπιά του ιστορικού, όμως το κάθε πράγμα έχει τις ρίζες του σ' ένα άλλο πράγμα κι είναι σημαντικό αυτή τη στιγμή να διαβάσουμε το παρελθόν». Οχι με μουσειακό αλλά με δυναμικό τρόπο, θα συμπληρώναμε.
Η Arte Povera, η «φτωχική τέχνη», υπήρξε μια τέτοια συγκρουσιακή έκφραση, λειτούργησε ως αντίδραση και διαμαρτυρία, επιχειρηματολόγησε πάνω σε μιαν άλλη αισθητική που σιχαίνεται την εύκολη «γοητεία» του κοινού και αναδύθηκε μέσα από το εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας του '60.
Ο μέντοράς της, ο εικοσιπεντάχρονος Germano Celant, ζητούσε από τους καλλιτέχνης της να γίνουν guerrilas των πόλεων ταυτίζοντας την Arte Povera με τον ανταρτοπόλεμο!
Η τέχνη των φτωχικών μέσων και υλικών εξέφρασε την αντίθεση προς τη θεοποιημένη τεχνολογία της Op Art και το ρηχό λαϊκισμό της απαστράπτουσας Pop Art. Αμφότερες συμβόλιζαν έναν αστικό φορμαλισμό που υπαγορευόταν από εμπόρους και απευθυνόταν σε ημιμαθείς καταναλωτές. Οι θιασώτες της Povera διαδήλωναν προκλητικά εναντίον του «εκπολιτισμού» και υπέρ της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τα υλικά, τη φύση, την Ιστορία. Μιλούσαν για την ενέργεια των πραγμάτων και όχι για τις σχέσεις τους υπερθεματίζοντας στον εμπειρικό-διαισθητικό κι όχι θεωρητικό-κανονιστικό χαρακτήρα της τέχνης.
Αναρχισμός, αριστερή ουτοπία, αντικομφορμιστική συμπεριφορά και μια νέα -πολιτική- ανάγνωση της Ιστορίας (κυρίως με τον Mario Merz και τον Κουνέλλη) αποτελούν τα «μέσα» για ν' αξιοποιηθούν τα φτωχικά υλικά. Οι ιταλοί δημιουργοί παρουσιάζονται ως αντίλογος στην αμερικανική παντοδυναμία και ως σήμα κινδύνου στην προϊούσα ευρωπαϊκή αστικοποίηση. Εμπνέονται από το «κενό» του Lucio Fontana αλλά και τις ατασθαλίες των χριστιανοδημοκρατών, από το Βιετνάμ αλλά και τον Αντονιόνι, τον Piero Manzoni, τον αυθεντικό επαναστάτη καλλιτέχνη που πέθανε στα 30 του, αλλά και την ελληνική χούντα, τον Benqs αλλά και την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Οι καλλιτέχνες της εκθέτουν συχνά εκτός θεσμοθετημένων χώρων παρουσιάζοντας άλογα, παπαγάλους, δέντρα αυτούσια, σάκους καφέ, πέτρες χώμα κ.λπ., πράγματα δηλαδή που ούτε πωλούνται, ούτε αποθηκεύονται σαν μια άρνηση του κυρίαρχου μηχανισμού της αγοράς. Στην πορεία του χρόνου βέβαια και τα έργα απέκτησαν υψηλή οικονομική αξία και οι poveri artisti έγιναν ζάπλουτοι και διάσημοι, απόδειξη ότι το «σύστημα» μπορεί να ενσωματώνει αρμονικά και τους χαλαστές του. Ο ίδιος ο Celant το 1997, ως διευθυντής της Biennale Βενετίας, δεν ξεχνά το πολιτικό παρελθόν του και βραβεύει την Abramovic με το ελεγειακό «βαλκανικό μπαρόκ» αλλά και συνθέτει το κυρίαρχο ύφος σύμφωνα με ό,τι ισχύει διεθνώς, χωρίς συγκρούσεις.
Η Arte Povera όμως υπήρξε ιστορία, ενεπλάκη στην καθημερινή ιστορία της εποχής και ως τέτοια, σαν ιστορία δηλαδή, την αντιμετώπισαν οι διοργανωτές της έκθεσης που γίνεται τώρα στην Modern Tate. Ετσι, το πολυεπίπεδο χρονολόγιο του καταλόγου καθορίζει τη διάταξη της έκθεσης επιμένοντας σε κάποια έργα-κλειδιά όπως οι πολιτικοί χάρτες του Alighiero Boetti (1940-1994), τα Πόδια-Κολόνες του Luciano Fabro (1936) ή το Igloo του στρατηγού των Βιετκόγκ Vo Nguyen Giap: «Εάν ο εχθρός συσπειρώσει τις δυνάμεις του χάνει χώρο, εάν τις διαμοιράσει χάνει δύναμη».
Εκτίθενται ακόμη τ' αποκεφαλισμένα γλυπτά (που όμως είναι ζωγραφικές κατασκευές) του Pino Pascali (1936-1968) και τέλος η Σφαίρα-Εφημερίδα του Pistoletto (1933), η οποία με 2 μ. διάμετρο πρωτοφτιάχτηκε το 1966 αλλά έπειτα από δύο χρόνια ο καλλιτέχνης τής πρόσθεσε νέες εφημερίδες και μετά την κυλούσε στους δρόμους του Τορίνο σαν μια υδρόγειο των πληροφοριών. Γενικά, η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, τον έρωτα και τη δημιουργία -στο σημείο αυτό η σκέψη του Marcuse είναι καθοριστική- ή το φυσικό και το κατασκευασμένο είναι βασικό ερώτημα των έργων της Arte Povera.
Στην περίφημη Biennale του 1968 ο Pistoletto παρουσιάζει την «Αφροδίτη των σκουπιδιών» όπου ένα γύψινο αντίγραφο της Κνιδίας Αφροδίτης οργανώνεται μαζί μ' έναν πολύχρωμο όγκο παλιόρουχων.
Ο κατ' εξοχήν όμως «ιστορικός ζωγράφος» του κινήματος είναι ο Γιάννης Κουνέλλης (1936), τον οποίο τιμά ιδιαίτερα η έκθεση της Modern Tate (κι όχι μόνο εφόσον το Μουσείου του Prato, στην περιοχή της Φλωρεντίας, του παρουσιάζει ταυτόχρονα μεγάλη αναδρομική).
Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Fontana, ο εισηγητής της τέχνης του Zero («Η ζωγραφική μου -έλεγε- βασίζεται στη φιλοσοφία του τίποτε· μόνο που πρόκειται για ένα τίποτε δημιουργικό») και σκοτώνεται σε τροχαίο ο λαμπερός Pascali. Επίσης, στην Biennale εκείνου του έτους ο Pistoletto καταγγέλλει τον ανταγωνισμό των καλλιτεχνών και προτείνει σε όποιον θέλει να συνεκθέσουν στα Giardini.
Να ιδέες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πάντοτε καθυστερημένη ελληνική συμμετοχή στη Βενετία. Μια συμμετοχή που συνήθως πνίγουν η άγνοια για τις ιδιαιτερότητες του χώρου και η γραφειοκρατία του ΥΠΠΟ. (Φαντάζεστε τον Κουνέλλη στο ελληνικό περίπτερο; 'Η ακόμη ένα περίπτερο «ανοιχτό» σε μια διεθνή πρόταση, σε μιαν ιδέα πέραν της πεπατημένης; Πάταγος!)
Η έκθεση Arte Povera, Zero and Infinity διαπραγματεύεται πειστικά και την εποχή (1962-1972) και τους ιδεολογικούς της προβληματισμούς και την ανατρεπτική της διάθεση, που ισορροπούσε ανάμεσα στην επανάσταση και την τρυφερότητα, την ηδονή και την οδύνη.
Το 1979 ο Κουνέλλης, παραλαμβάνοντας το (πέμπτο) βραβείο Pascali, έχει πει: «Δεν μιλώ από τη σκοπιά του ιστορικού, όμως το κάθε πράγμα έχει τις ρίζες του σ' ένα άλλο πράγμα κι είναι σημαντικό αυτή τη στιγμή να διαβάσουμε το παρελθόν». Οχι με μουσειακό αλλά με δυναμικό τρόπο, θα συμπληρώναμε.
ART
& ΘΕΑΜΑΤΑ - 08/07/2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου