Για τα πρόσφατα γλυπτά του
Νίκου Γιώργου Παπουτσίδη
«Η ευτυχία
είναι φτιαγμένη από σίδερο όχι για να αντέχει περισσότερο αλλά για να σπάει πιο
εύκολα». Έγραψα κάπου πρόσφατα παίζοντας με τις λέξεις. Μ’ αρέσει αυτή η
παραδοξολογία επειδή με βοηθάει τώρα να μιλήσω πιο εύκολα για τα γλυπτά του
Νίκου Γιώργου Παπουτσίδη. Δηλαδή εκείνες τις εικόνες της υλικής πραγματικότητας
που ο ίδιος με αφοσίωση κατασκευάζει και που ισορροπούν ανάμεσα στην αφήγηση
και τη σιωπή, την ποίηση και το σώμα, το δράμα και τη χαρά των πραγμάτων. Εννοώ
τα μέταλλα, τη φωτιά που τα μεταλλάσσει και τα αναμορφώνει, τα όρια ανάμεσα τους,
την ιδέα που γεννιέται μέσα από αυτές τις «καυτές» σχέσεις, τους έρωτες των
στοιχείων και τα συνακόλουθα
πάθη τους.
Γιατί έτσι
γεννιέται η τέχνη: Από τους ακράτητους έρωτες κι από τους αναπόφευκτους θανάτους
των ερώτων. Από το τέλος των αγκαλιασμάτων είτε των ανθρώπων είτε των πραγμάτων
και από το ειμαρμένο πένθος τους. Και τότε έρχεται η τέχνη να διεκδικήσει το
αιώνιο στο όνομα του εφημέριου. Αρκεί να πιστεύεις πως τα πάντα, πράγματα,
ιδέες, άνθρωποι, τοπία, θάλασσες και νερά διαθέτουν ένα είδος ψυχής.
Έτσι συμβαίνει
πάντα με την τέχνη: Είτε κόβεις σε κομμάτια μια μεγάλη δυστυχία είτε λιώνεις
πολλές, μικρές ευτυχίες για να φτιάξεις μια μεγαλύτερη που ν’ αντέχει
περισσότερο στον χρόνο. Μόνο που αυτή η καινούργια, η μεγαλύτερη ευτυχία δεν
αφορά τόσο εσένα, τον δημιουργό της αλλά τους άλλους. Εσένα η δική σου ευτυχία
έσπασε στο σφυροκόπημα της ευτυχίας των άλλων. Να ένα μέγα μυστικό της τέχνης.
Επειδή τί θα άξιζε ο κόσμος χωρίς τη μελαγχολία του; Και ο καλλιτέχνης θέλει
την μελαγχολία του κόσμου ολότελα δική του.
Τί είναι όμως
βαθύτερα η γλυπτική του Νίκου Γιώργου Παπουτσίδη; Είναι η προσπάθεια κατασκευής
μικρών, αυτόνομων κόσμων που να εντάσσονται αρμονικά αλλά και να ξεχωρίζουν
εμφαντικά μέσα στον μεγάλο, άπειρο κόσμο. Να φαίνονται τα βράδια από τους
περιπατητές της σελήνης! Άλλοτε έφτιαχνε περισσότερο μεταλλικά παραμύθια με τεράστια,
σιδερένια λουλούδια και χρωματικές φωτιές, με σπίτια - ναούς που επαναμάγευαν
τον κόσμο, με θρόνους για να καθίσουν λιλιπούτειες πριγκίπισσες και βαριά,
πολύτιμα στέμματα για το κεφάλι, (το ξεροκέφαλο!) του κοντορεβιθούλη... Με
χέρια που ανέμιζαν χωρίς κορμιά σαν κλαδιά από κορμούς δέντρων. Σήμερα το
παραμύθι έγινε μάλλον στοχασμός - χωρίς όμως να αποβάλει τη μυθική του προέλευση
- και αναφέρεται πλέον σε χρησμούς, σε αινίγματα, σε τρόπαια από μυστικές νίκες
και σε λάβαρα που πρωτοεμφανίστηκαν σε μυστικές νύχτες. Σε κατασκευές που το
μνημειακό παραμένει χαριτωμένο και το δωρικό δεν χάνει την τρυφερότητα του.
Επειδή ο γλύπτης – ποιητής όλων αυτών των εικόνων που προσπαθώ να σας
περιγράψω, ξέρει πολύ καλά ότι η τρυφερότητα φτιάχνεται από ατσάλι κι ότι οι
τρυφεροί, ατσαλωμένοι για πάντα, θα σώσουν τον κόσμο. Ξόανα, τρόπαια, αντένες,
σινιάλα, σειρήνες, καθρέπτες, βωμοί, σίδηρος, σιδηρογραφίες, πέτρες, γυαλί,
χρώμα, ένθετα στοιχεία, ζωγραφιές με διαφορετικά υλικά, φακοί, συμβολικά μάτια
τέλειων μηχανών σ’ έναν ατελή κόσμο! Ενός ορατού, υλικού κόσμου που ψάχνει να
ερμηνεύσει άλλους κόσμους, αόρατους, πνευματικούς.
Εδώ, τώρα, σ’ αυτή
την ενότητα που παρουσιάζει ο Εικαστικός Κύκλος, με την έντονα θεατρική αίσθηση
του χώρου, η γεωμετρία και οι μαγικοί αριθμοί του Πυθαγόρα, μαγικοί οφθαλμοί
που κατοπτεύουν το σύμπαν, έρχονται για να προβληματίσουν τους μυημένους και
για να εντυπωσιάσουν τους αμύητους. Μικρό το κακό. Στο τέλος πάντα θα μένει κάτι
ανεξήγητο. Ευτυχώς. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να αρχίσει το επόμενο παραμύθι...
Μάνος
Στεφανίδης,
Θεοφάνια ‘19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου