Στον Πάρι, τον Φωκίωνα και τη Μπομπό
Την φωτογράφισα χτες σ' ένα δρόμο ανάμεσα στο Κουκάκι και τον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Τι εξώθυρα! Ταλαιπωρημένη μεν, γδαρμένη αλλά διατηρώντας ακέραιη την παλαιά αρχοντιά της. Προφανώς σώθηκε από παμπάλαιο κτίσμα και αξιοποιείται τώρα συντηρημένη ως είσοδος πια ενός ανακαινισμένου, νεοκλασικού...
Αν και έχεις αλλάξει σε αναγνώρισα αμέσως. (Εξάλλου και ποιος δεν έχει αλλάξει). Εσύ δεν είσαι; Εσύ είσαι! Με θυμάσαι; (Την ρώτησα αυθόρμητα). Έχεις αλλάξει ελάχιστα ... παρατήρησα τέλος υποκρινόμενος μετά από κάποια λεπτά αμηχανίας... Παρ' ότι σε είχαμε αρκετά ταλαιπωρήσει. Και εγώ και ο αδελφός μου. Αλλά κυρίως ο πατέρας μου. Αυτή την στιγμή δεν μπορώ παρά να το ομολογήσω. Μισόν αιώνα μετά!
Ο πατέρας μας σε μισούσε. Δεν σε χώνεψε πότε από την στιγμή που ήρθε σπίτι μας, στην οδό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη 143 στα Ταμπούρια του Πειραιά από τον Νέο Κόσμο (αλήθεια, τι ευφημισμός)! Δηλαδή από την οδό Πυθέου 35 στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης και την συνοικία του Νέου Κόσμου.
Αντίθετα, η μάνα μας σε λάτρευε. Σε καμάρωνε με το συμπαγές, επιθύριο χεράκι σου, το ρόπτρο, που πάντως, να τα λέμε κι αυτά, χαλούσε τον κόσμο όταν χτυπούσε. Αλλά και τις δύο στρόγγυλες λαβές σου, σαν κοριτσίστικα στήθη, μια σε κάθε σου φύλλο που σε στόλιζαν και σ' έκαναν να ξεχωρίζεις. Η μάνα μου κάθε Σάββατο τις γυάλιζε με μαγειρική σόδα και έτσι το βράδυ έλαμπαν περίεργα. Μάς έδειχναν την οδό της επιστροφής όταν γυρίζαμε σπίτι από το παιχνίδι και τα τρεχαλητά. Με συνήθως τα γόνατα γρατζουνισμένα στον χωματόδρομο και τον λαιμό γδαρμένο από τις στριγγλιές ή τις γαϊδουροφωνές.
Τα καλοκαίρια, τη γλυκιά και ράθυμη εποχή της ξεγνοιασιάς, ήσουν το καμάρι μας καθώς όλοι καθόμασταν στα σκαλιά σου κάθε σούρουπο. Οφείλω τώρα να στο ομολογήσω. Ξεχώριζες από τις άλλες πόρτες της γειτονιάς με την γλυπτική σου χάρη, τις κομψές καμπύλες και τα κρυστάλλινα παραθυράκια σου. Καλλονή από ξύλο! Ομορφιά από μπρούντζο! Και οι άλλοι γείτονες κάθονταν εμπρός από τις δικές τους εξώθυρες, στα δικά τους σκαλιά. Έτσι η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη.
Τους χειμώνες όμως μάς δυσκόλευες αφάνταστα τη ζωή! Μάς παίδευες κανονικά έτσι όπως φούσκωνες από την υγρασία, όπως κολλούσες κι όπως δεν άνοιγες με τίποτα. Τότε κι εμείς σε κλωτσούσαμε, σε σπρώχναμε και σε γδέρναμε όχι από μίσος αλλά από θυμό ή και από απόγνωση. Αφού θέλαμε να μπούμε σπίτι κι εσύ μάς εμπόδιζες. Τότε όλα, βλέπεις, λειτουργούσαν σε συμβολικό επίπεδο. Μάς δημιουργούσες έτσι, δεν ξέρω πόσο το συνειδητοποιούσες εκείνες τις στιγμές, ένα είδος πανικού. Έναν φόβο παιδιάστικο μεν αλλά υπαρκτό. Η μάνα μας που σε αγαπούσε γιατί ήσουν η προίκα από τον πατέρα της και τής θύμιζες τη δική της παιδική ηλικία, είχε βρει έναν τρόπο μαγικό να σε ανοίγει, όταν σε έπιανε το πείσμα σου. Σού δινε μια δυνατή σπρωξιά με τον γλουτό και εσύ πειθήνια υποχωρούσες.
"Κωλιά" την έλεγε την βίαιη μέθοδο της και πραγματικά ... σού άξιζε!
Ο πατέρας μας πάλι, που δεν σε χώνεψε πότε, επαναλαμβάνω, κάθε τόσο σε αποκαθήλωνε, τοποθετούσε τα φύλλα σου σε τάβλες και σε πλανάριζε γεμίζοντας τον τόπο ροκανίδια μήπως και σε φέρει σε λογαριασμό. Θυμάμαι ακόμη να σε καίει με πύρινο μπεκ, να σε γυμνώνει από τις λαδομπογιές σου και να σε ξαναβάφει. Πάντα πολύ περήφανος για τις τεχνικές του επιδόσεις. Άλλοτε γκρίζα, άλλοτε λαδοπράσινη σαν ελιά, άλλοτε βαθιά βιολέ... Ήταν τότε που σε μισούσα κι εγώ. Με όλη μου την ψυχή. Επειδή ο πατέρας μου μέ ήθελε ως πρωτότοκο, για σταθερό βοηθό του. Κι εγώ ήμουν παντελώς ατάλαντος τεχνικά. Και με κατέθλιβαν τα κάθε είδους μαστορέματα.
Έτσι μεγάλωνες κι εσύ ακριβώς όπως κι εμείς. Με καλοκαίρια και χειμώνες. Με περιπέτειες και με εντάσεις. Με σμιξίματα και χωρισμούς. Ίσως σε διαπέρασαν οι σφαίρες του Εμφυλίου. Είδες ασφαλώς νεκρούς κι άλλους να ψυχορραγούν. Σε διέρρηξαν άγρια ένα βράδυ και οδήγησαν τους ενοίκους σου στη σφαγή. Στο ρόπτρο σου αίμα ξεραμένο... Είδες την δικτατορία οι αργότερα. Είδες ...
Ώσπου πέρασαν τα χρόνια, ούτε η μάνα είχε πια την δύναμη να αντιμετωπίζει τα καπρίτσια σου ούτε ο πατέρας τα πείσματα σου και μετά από οικογενειακό συμβούλιο αποφασίσαμε να εκσυγχρονιστούμε! Δηλαδή να σε αντικαταστήσουμε με άλλην εξώθυρα, αλουμινένια αυτή την φορά. Ήσουν πλέον εκτός συρμού. Εκτός εποχής. Εκπροσωπούσες έναν κλασικισμό που φαινόταν στα μάτια μας αξιοθρήνητος. Θυμάμαι σαν τώρα το κονκλάβιο που έλαβε χώρα στην κουζίνα κάτω από το μεγάλο κλουβί με τα καναρίνια. Η απόφαση ήταν ομόφωνη σαν σταλινική δίκη. Θάνατος!
Πολύ γρήγορα λοιπόν, όπως είμαι βέβαιος ότι και εσύ θυμάσαι, σέ αντικατέστησε μια ελαφριά, επίχρυση μεταλλική κατασκευή, υπάκουη κι υποταγμένη, γραμμική και προβλέψιμη σαν τα τραγουδάκια που είναι σήμερα της μόδας. Εξέλιξη!
Αυτό είναι. Η μόδα σου, εκεί γύρω στα 1970, είχε περάσει. Μεσούσης της χούντας η πρόοδος σε μορφή φερ φορζέ και κόντρα πλακέ εισέβαλε από παντού στη χώρα. Η γειτονιά μας ασφαλτοστρώθηκε και οσονούπω αποκτήσαμε θερμοσίφωνα ενώ το αποχωρητήριο έγινε λουτρό με πλακάκια στους τοίχους.
Ήταν προφανές. Δεν ταιριάζαμε πλέον. Ήδη κειτόσουν ξεκοιλιασμένη στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας τον παλιατζή που θα μάς απάλλασσε από το, περιττό, βάρος σου. Όπερ και εγένετο. Η μητέρα ήταν ελαφρά λυπημένη, εμείς οι υπόλοιποι ευτυχείς, η γειτονιά παρακολουθούσε με αδιόρατη ζήλια. Εξάλλου σύντομα θα έσπευδαν να μάς μιμηθούν. Δεν σε ήθελε κανείς! Ούτε σαν χάρισμα! Ούτε για καυσόξυλα! Άλλες εποχές, νέα ήθη.
Κι εσύ; Δεν τολμώ να φανταστώ τι απέγινες. Από που και πως πέρασες για να φτάσεις ως εδώ. Όλον αυτόν τον καιρό. Μία μικρή αιωνιότητα... Και να 'σαι εδώ μπροστά μου, αλλοιώτικη μα τόσο ίδια, λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη. Θαλασσοδαρμένη αλλά ζωντανή! Με τα ξύλα σου έτοιμα να ξαναγεννηθούν πιο όμορφα από πριν.
Είναι φανερό όσο και αν από ευγένεια δεν μού το λες κατάμουτρα. Οι νέοι σου ιδιοκτήτες σε καταλαβαίνουν πιο πολύ και σε εκτιμούν περισσότερο. Με αποστόμωσες. Ντρέπομαι και το παραδέχομαι. Όμως εμείς τότε, μπορεί να μη σε εκτιμούσαμε με τον τρόπο που θα ήθελες και που ασφαλώς σού άξιζε, αλλά σε αγαπούσαμε! Και το, παροδικό, το εποχιακό μίσος από την αγάπη μας προερχόταν κι αυτό. Τώρα, εδώ, παραδέξου το. Και εσύ μάς αγάπησες. Η τωρινή σιωπή σου το αποδεικνύει.
Τί; Κλαις; Σταμάτα, δεν πρέπει. Η υγρασία ανέκαθεν σε πείραζε. Αυτή ήταν κι η μόνη αιτία των προστριβών μας. Τα κλάματα δεν ταιριάζουν στις ξύλινες εξώπορτες. Ούτε οι λυγμοί. Τις φουσκώνουν. Τις κάνουν να μην ανοίγουν.
Άφησε να δακρύσω μόνο εγώ. Τα δάκρυα πάντα κάνουν τους ανθρώπους λίγο καλύτερους. Και τους ανοίγουν πιο εύκολα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου