Ναι, μιλάω μόνος μου...μιλάω πολύ μόνος μου τελευταία...και πιο συχνά μιλάω στον νεκρό μου πατέρα. Που για μένα βέβαια δεν είναι νεκρός... Μιλάω και του λέω πράγματα που δεν είχα ποτέ τολμήσει, δεν είχα ποτέ σκεφτεί να του πω όσο ζούσε...Δεν του μιλάω για το παρελθόν, του μιλάω για το σήμερα...ούτε του μιλάω για μένα προσπαθώντας να στήσω, τάχα, μία κουβέντα που θα με κάνει να τον γνωρίσω καλύτερα. Όχι, δεν αναφέρομαι σε ψυχολογικά παιχνίδια ή εκείνες τις συχνές ανοησίες που ακούμε από τους ειδικούς σχετικά με τις απωθήσεις και τις συγκρούσεις πατέρα και γιού που πρέπει εξάπαντος να ξεκαθαρίσει κανείς μέσα του, αν θέλει να συνεχίσει. Όχι, μιλώντας με τους νεκρούς οφείλεις να να μιλήσεις για πράγματα των νεκρών. Αυτά είναι τα επείγοντα. Εξάλλου δεν μιλάω μόνο σε αυτόν, στον πατέρα μου, όταν μιλάω μόνος μου... αλλά μιλάω και στη μάνα μου με την οποία, αντίθετα από τον πατέρα μου, μιλούσα πάρα πολύ όταν ζούσε...και για όλα τα θέματα, όπως εξάλλου και εκείνη μού μιλούσε εξίσου πολύ. Φαίνεται όμως πως αυτά τα πράγματα δεν έχουν εξαντληθεί και πως θέλω ακόμα να της πω πολλά, να τη ρωτήσω, να ακούσω τις απαντήσεις της αλλά και να απαντήσω κι εγώ με τη σειρά μου στις δικές τις ερωτήσεις. Μιλάω πολύ όταν μιλάω μόνος μου... ενώ κανονικά είμαι μάλλον σιωπηλός και συγκρατημένος τις φορές που βρίσκομαι μαζί με άλλους. Η ομιλητική σιωπή των νεκρών με ενδιαφέρει περισσότερο.
Επίσης μιλάω με τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου, από τον οποίο πήρα το όνομα μου και τον οποίο θυμάμαι ελάχιστα γιατί πέθανε όταν ήμουν μόλις έξι χρονών. Η εικόνα του και η φωνή του όμως, εικόνα και φωνή ενός ανθρώπου που έπασχε από άνοια και είχε αποκλίνουσα συμπεριφορά, παραμένουν στη συνείδησή μου πολύ έντονες. Ο παππούς αυτός, πολύ μικρός εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν σ' ένα άγονο νησάκι των μικρών Κυκλάδων, την Ηρακλειά, ήρθε μόνος του στην Αθήνα κι άνοιξε μαραγκούδικο στην αρχή της Βουλιαγμένης, το Νέο Κόσμο. Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας υπηρέτησε ως κληρωτός επί 10 ολόκληρα χρόνια και στην οδυνηρή αυτή εμπειρία που τον σημάδεψε μια ζωή, αποδίδω αφενός την λατρεία του για τον βασιλιά Κωνσταντίνο και αφετέρου το αργό, σταδιακό σάλεμα του μυαλού του. Ήταν πάντως με μένα συνήθως γλυκός και ήρεμος, με φώναζε "Μανωλιό μου" και μου χάριζε το πιο φωτεινό του χαμόγελο τη στιγμή που μου χάιδευε το κεφάλι. Αδύνατον να φανταστώ πως αυτός ο μικροκαμωμένος γέροντας, ο λιπόσαρκος και ασκητικός, με το λευκό μούσι - πολύ αργότερα παραλλήλιζα στο μυαλό μου την φυσιογνωμία του με τον Κωστή Παλαμά και τον Γιαννούλη Χαλεπά - μπορούσε να μην έχει τα λογικά του ή ακόμα και να είναι επικίνδυνος. Για μένα ήταν ο μοναδικός παππούς μου - τον πατέρα της μάνας μου δεν τον γνώρισα αφού είχε εκτελεστεί ήδη από το 1944, στα Δεκεμβριανά - κι έκανα συχνά ένα ολόκληρο ταξίδι με το λεωφορείο με τους γονείς μου, από τον Πειραιά ως την οδό Πυθέου 43, πάροδο της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, στο Νέο κόσμο για να τον δω να κάθεται και να μαζεύει ήλιο στο μικρό κήπο εμπρός από το ξυλουργείο του που μύριζε ρετσίνι και πριονίδια. Κάποιες φορές ξέφευγε από την επιτήρηση της μικρής του κόρης, της Μαρίας, ανέβαινε στην ταράτσα του πέτρινου σπιτιού από μια στριφογυριστή, μαντεμένια σκάλα και φώναζε με φωνή στεντόρεια "Ζήτω ο Βασιλέας μας, ζήτω ο Βασιλέας μας, ζήτω, ζήτω, ζήτω". Έπειτα ήρεμος και πειθήνιος, εντελώς εξαντλημένος κατέβαινε κάτω και καθόταν στη ρίζα μιας μουσμουλιάς.
Βέβαια το μαραγκούδικο ήταν πια ανενεργό καθώς ο γιος του ο πρωτότοκος, ο θείος Γιάννης, που το είχε κληρονομήσει, πολύ καλός μάστορας, πολύ συνεπής όπως ομολογούσαν οι πάντες, είχε φύγει ήδη για τον Καναδά με τις δύο του κόρες. Η γυναίκα του, η θεία Ειρήνη είχε πεθάνει, είχε λιώσει κυριολεκτικά από τον καρκίνο - αργότερα την παρομοίαζα με την κερένια κούκλα του Χρηστομάνου - και ο θείος Γιάννης δεν άντεχε άλλο το πένθος και την ανέχεια, βρισκόμαστε στις αρχές του'60, και μετανάστευσε στον Καναδά για να βρει εκεί τον Βενιαμίν της οικογένειας, τον θείο Τάκη ο οποίος είχε προηγηθεί, μόλις εικοσιπεντάρης, στην ξενιτιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ και κάπου σ' ένα συρτάρι καταχωνιασμένες πρέπει να βρίσκονται εκείνες οι μαυρόασπρες, τρομακτικές φωτογραφίες στις οποίες ο γέρο παππούς μου αποχαιρετούσε, καλύτερα νεκροφιλούσε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια το πιο μικρό του γιο που έφευγε με το υπερωκεάνιο Βασίλισσα Φρειδερίκη από την Ακτή Τζελέπη του Πειραιά για το μεγάλο άγνωστο, για το Μόντρεαλ. Πού, διερωτώμαι, μπόρεσε και βρήκε το μυαλό ο σαλεμένος γέροντας για να ρίξει τόσα πικρά δάκρυα εκεί, στην πολυάνθρωπη προβλήτα; Πώς αντιλήφθηκε το δράμα; Θυμάμαι ότι μου κρατούσε συνέχεια το χέρι. Θα ήθελα τώρα να τον ρωτήσω, θα ήθελα τώρα να μου εξηγήσει γιατί είναι Ψυχοσάββατο και οι ψυχές και ακούν και μιλάνε. Θα ήθελα να ρωτήσω τι κάνει. Θα ήθελα επίσης να ρωτήσω τον πατέρα μου που τράβηξε τότε αυτές τις "αναμνηστικές", αρπαγμένες από τον μεσημεριανό ήλιο φωτογραφίες, ο δεύτερος γιός κατά σειράν ανάμεσα σε έξι κορίτσια, γιατί δεν εμπόδισε τον θείο Τάκη να φύγει γιατί άφησε τον πατέρα και τις αδελφές του να σπαράζουν βουβά στο λιμάνι εμπρός από το λευκό, σημαιοστολισμένο υπερωκεάνιο που σφύριζε χαρούμενα λίγο πριν τον απόπλου. Ήταν Αύγουστος έκανε ζέστη, θυμάμαι έναν παγωτατζή να πουλάει παγωτό χωνάκι της παρηγοριάς και όλοι να φορούν λευκά. Αργότερα έμαθα πως στην Ινδία λευκό είναι το χρώμα του πένθους.
Ναι...μιλάω συχνά μόνος μου και μιλάω στον πατέρα μου, μιλάω στον παππού μου, μιλάω στον θείο Γιάννη που πέθανε πρόσφατα εκατό χρόνων (!) στον Καναδά, στο πλάι της δεύτερης γυναίκας του, της Ευγενίας και του γιου που απέκτησε με εκείνη, Μανώλης και αυτός, τον οποίο όμως δεν έχω δει ποτέ. Είμαστε, βλέπετε, όλοι πολύ γερά σκαριά, αρκεί να μην μας βάλει στο μάτι ο καρκίνος, όπως συνέβη με την θεία Πόπη, την θεία Λέλα, την θεία Ειρήνη και τον θείο τον Τάκη, τον πιο μικρό από τα τρία αγόρια όπως σας είπα που όμως πέθανε νέος και που τον θυμάμαι να φοράει γάντια πυγμαχίας και να θέλει να με προπονήσει, εμένα τον ανίδεο πιτσιρίκο, στη μικρή αυλή του σπιτιού μας, στα Ταμπούρια.
Φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα των ζωντανών πως ενώ μιλούν ακατάσχετα και για τα πάντα, δεν καταφέρνουν όσο ζουν, να πουν τα σοβαρά και τα κρίσιμα και τα μοιραία πράγματα στους δικούς τους ανθρώπους και να πρέπει ν' αποκαταστήσουν υστερόχρονα αυτή την μη πραγματοποιημένη εγκαίρως συνομιλία, όταν ο ένας από τους δύο συνομιλητές δεν υπάρχει πια...
Ναι, μιλάω μόνος μου και μιλάω με αγαπημένους νεκρούς αλλά και με αγνώστους με οποίους θα ήθελα ν' ανταλλάξω δύο κουβέντες, έστω και τώρα, ανθρώπους που γνώρισα φευγαλέα, που ίσως αντιπαθήσα ή και μίσησα χωρίς λόγο και θέλω τώρα να καταλάβω την αιτία και ενδεχομένως να ζητήσω συγχώρεση. Συγχώρεση από ποιούς και από τί; Συγχώρεση από τον αέρα που φυσάει άλλοτε νοτιάς και άλλοτε αψύς βοριάς τον Μάρτιο για να φέρει την Άνοιξη και ξυπνάει τα χόρτα και τα αγριολούλουδα στα μνήματα των πεθαμένων. Που φέρνει εκεί κάτω τα νέα του επάνω κόσμου.
Όταν έρχεται Ψυχοσάββατο, όπως σήμερα, οι ψυχές των νεκρών ταξιδεύουν σαν τις ιδανικές γυναίκες του Παπαδιαμάντη με ένα μικρό βαρκάκι το πανί του οποίου είναι ένα κοριτσίστικο μισοφόρι και μ' εκείνο το λευκό μαντήλι που κάποτε μούσκεψε από δάκρυα σε μία κηδεία αλλά τώρα καθαρό και ελεύθερο κυματίζει σαν σημαία στο πιο ψηλό σημείο του φανταστικού ιστού, κι είναι έτοιμες να σου απαντήσουν αν τις ρωτήσεις. Τί σημαίνει Ψυχοσάββατο; Να δίνουμε στους νεκρούς από τη ζωή που δεν έχουμε. Και με λίγο στάρι, λίγες σταφίδες, λίγες ρώγες ροδιού να ευχόμαστε καλήν αντάμωση. Στα Ιλίσια Πεδία των προπάππων μας που στις μέρες μας τα λέμε Τέμπη.
ΥΓ. Θυμάμαι σ' ένα σχολικό αναγνωστικό του Δημοτικού πόσο μ' είχε μαγέψει μία ειδυλλιακή περιγραφή των Τεμπών σε τρόπον ώστε να τα θεωρώ έκτοτε τον απόλυτο, επίγειο παράδεισο. Δεκαετίες τώρα τα Τέμπη σημαίνουν πολλά περισσότερα για όλους εμάς καθώς συχνά συνηχούν με τη λέξη φρίκη.
Στην φωτογραφία το βαρκάκι του ζωγράφου και γλύπτη Νεκτάριου Κοντοβράκη στην Αίγινα. Σπουδή σε κόκκινο, γαλάζιο και κίτρινο. Ποσοτική μελέτη των βασικών χρωμάτων και του λευκού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου