Δύο αγόρια. Όπως τόσα άλλα αγόρια. Που εκείνη την ώρα έκαναν διακοπές κάπου. Χόρευαν ή έπιναν. Απλώς αυτά τα αγόρια εκείνη τη μαύρη ώρα έκαναν τη δουλειά τους σωστά και με το παραπάνω. Φιλότιμα. Τιμούσαν τα γαλόνια που με τόσο κόπο απόκτησαν.
Γιαυτό και βούτηξαν ως χαμηλά στη χαράδρα. Πολλές φορές. Δεν σκέφτηκαν πού μας στέλνουν, είναι παλιό και δεν αντέχει το αεροπλάνο. Ας ξεμπερδεύουμε μια ώρα αρχύτερα. Δεν φοβήθηκαν την ύπουλη φωτιά, τους καπνούς. Δεν καταδέχτηκαν να φοβηθούν. Δεν σκέφτηκαν ότι κάποιοι άλλοι χόρευαν ή αγκαλιάζονταν εκείνη την ώρα. Δεν ζήλεψαν. Σκέφτονταν, τουλάχιστον το βράδυ έχει μπάλα. Σκέφτονταν ένα κρύο ντους και μια παγωμένη μπύρα. Σκέφτονταν πως μετά...Θα τα ξεχνούσαν όλα μετά ακούγοντας από το κινητό την φωνή του κοριτσιού τους.
Δεν άδειασαν το νερό από ψηλά. Είπαν, λίγο ακόμα και θα τα καταφέρουμε. Κι έπειτα ξεκούραση. Έπειτα παιχνίδι με το κινητό και μηνύματα όπως όλα τα αγόρια της ηλικίας τους. Είχαν όμως κοιμηθεί καθόλου την προηγούμενη νύχτα; Είχαν φάει; Ποιός ξέρει; Ήταν, λένε, στο πόδι σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες. Όσα και τα χρόνια του μικρού. Του Περικλή. Ο "μεγάλος" ήταν συνηθισμένος πια. Είχε μεγαλύτερη εμπειρία. Άντεχε περισσότερο. Λίγο ακόμα, έλεγε... Για τους άλλους ο Ιούλιος είναι μήνας διακοπών. Όχι για αυτούς. Τουλάχιστον να έσβηνε η φωτιά. Λίγο ακόμα, έλεγαν. Λίγο πιο κάτω. Πιο κοντά... Αντέχεις Περικλή, ρωτούσε ο "μεγάλος" κι ο Περικλής χαμογελούσε με το πιο παιδικό χαμόγελο του κόσμου.
Για το βράδυ συμφώνησαν να δουν τη μπάλα. Θα χαίρονταν σίγουρα με τα τρία γκολ. Ήρωας θα έλεγαν ο Χουάνκαρ. Ήταν Παναθηναϊκός ο ένας, Ολυμπιακός ο άλλος. Ήρωες και οι έντεκα νικητές. Αληθινοί ήρωες, λιοντάρια! Έτσι θα έλεγαν, θα πειράζονταν πίνοντας μπύρες στη μονάδα. Ο μικρός κι ο μεγάλος. Επειδή μόνο κάποιος που λιώνει μέσα στη στολή πετώντας με τον ήλιο στα μάτια πάνω από πύρινη κόλαση, καταλαβαίνει την αξία μιας παγωμένης μπίρας. Την αξία του παγωμένου νερού πάνω στο δέρμα...
Τώρα το δέρμα τους καψιαλιασμένο. Δύο ακόμη καμένα δέντρα στα εκατομμύρια υπόλοιπα καρβουνιασμένα έμψυχα και άψυχα του μαύρου, φετινού Ιουλίου. Τώρα οι άλλοι μιλάνε για ήρωες, για εθνικό πένθος, για αναπόφευκτη θυσία. Τα δύο αγόρια δεν ακούν και δεν καταλαβαίνουν τίποτα πια. Θέλουν να ξεχάσουν και να ξεχαστούν (το μόνο βέβαιο). Μόνο να... λυπούνται που έχασαν το ματς και που δεν δροσίστηκαν με την παγωμένη μπύρα, όπως λογάριαζαν. Όλα τα άλλα δεν τους αφορούν.
ΥΓ. Και βέβαια η ζωή συνεχίζεται. Όπως δήλωσε με οξυδέρκεια ο πραγματιστής υφυπουργός. Μόνο που η ζωή συνεχίζεται για όλους τους άλλους εκτός από τα δύο αγόρια, τις μανάδες και τους πατεράδες τους. Για όλους αυτούς η ζωή σταμάτησε προχθές πάνω από ένα καψαλισμένο δέντρο. Σταμάτησε τόσο άδικα και τόσο άδοξα. Ας μιλάνε όλοι οι άλλοι για δόξες και για τιμές. Τα δύο αγόρια το ξέρουν καλά όπως επίσης το ξέρουν και οι γονείς τους...
Στη φωτογραφία ένας στρατιωτικός άγιος, ο μελαγχολικός Άγιος Προκόπιος, που μάταια ξεσπαθώνει. Το κακό είναι ανίκητο. Από το ιερό χέρι του κυρ Φώτη Κόντογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου