Όσοι με ξέρουν ουσιαστικά και όχι τυπικά, θα αναγνωρίσουν πώς δεν φείδομαι καλών λόγων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανθρώπους του χώρου μου. Επειδή ξέρω από πρώτο χέρι τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εκείνοι που έτυχε να βρεθούν επικεφαλής μουσείων. Κι αυτό κυρίως εξαιτίας των εκάστοτε πολιτικών τους προϊσταμένων. Έτσι, μπορεί να γίνομαι αυστηρός, ή και κακός με τα πρόσωπα της εξουσίας, τα οποία με ευκολία παρεμβαίνουν, αποφασίσουν, ανακατεύουν αλλά και καθορίζουν πράγματα και θέματα που βαθιά αγνοούν, όμως οφείλω να στηρίξω - όπως οφείλουμε όλοι μας να στηρίξουμε - τους εντεταλμένους των υπουργών, δημάρχων κ.λπ δίνοντας και χρόνο προσαρμογής και περίοδο ανοχής.
Έτσι οφείλω να παραδεχτώ ότι η νέα διευθύντρια του ΕΜΣΤ κυρία Κατερίνα Γρέγου, στο μικρό διάστημα της θητείας της, έχει δώσει θετικά δείγματα γραφής ανοίγοντας το μουσείο σ' ένα ευρύτερο κοινό, επαναξιολογώντας τις συλλογές του και προτείνοντας ένα ευρύ ρεπερτόριο περιοδικών εκθέσεων. Αρχής γενομένης από την αφρικανική συλλογή Δαβίδ και προχωρώντας στον "ψυχρό έρωτα" της εποχής του κόβιντ. Επιμέρους ενστάσεις υπάρχουν. Αυτό όμως δεν αμαυρώνει τη γενική εικόνα. Όπως επίσης βρίσκω πολύ αξιόλογη την πρωτοβουλία να παραχωρηθεί το μουσείο σε νεότερους επιμελητές έτσι ώστε να ενισχυθεί με νέο αίμα ένας χώρος a priori περιχαρακωμένος. Ελπίζω, τέλος, η νέα διευθύντρια να εκτιμήσει την σύγχρονη, ελληνική ζωγραφική αλλά και να δώσει μεγαλύτερο βάρος στην ιστορική διάσταση που ένα εθνικό μουσείο οφείλει να υπερασπίζεται. Αλλά και την τόσο αδικημένη γλυπτική. Εκτός φαβοριτισμών και παρεών.
Όμως η μεγάλη έκπληξη των δύο τελευταίων χρόνων είναι σαφώς ο Χριστόφορος Μαρίνος, διευθυντής δημοτικής πινακοθήκης Αθηναίων, ή επικεφαλής του ΟΠΑΝΔΑ. Ο Μαρίνος, λειτουργώντας και σε διοικητικό και σε επιμελητικό επίπεδο, σε μικρό, χρονικό διάστημα κατάφερε να παρουσιάσει πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ζωγράφων της γενιάς του, όπως ο Ηλίας Παπαηλιάκης ή ο Γιάννης Αδαμάκος αλλά και αναδρομικές ιστορικών περιπτώσεων όπως ο αείμνηστος Γιώργος Ιωάννου. Λειτούργησε δηλαδή αναλογικά όπως λειτουργούσε η Εθνική Πινακοθήκη επί Δημήτρη Παπαστάμου, την δεκαετία του '80 όπου κάθε δύο μήνες περίπου παρουσίαζε μία μικρή αναδρομική καλλιτεχνών ευρέος φάσματος:
Από τον Βάλια Σεμερτζίδη στον Κώστα Πλακωτάρη, από τον Αριστείδη Παπαζόρζ στον Χρήστο Καπράλο, από τον Λευτέρη Κανακάκη στο Γιώργο Μαυροΐδη, από τον Κώστα Ηλιάδη στους Έλληνες ζωγράφους της Αιγύπτου όπως για παράδειγμα ήταν ο Δημήτρης Λίτσας κ.λπ. Και όλα αυτά πλάι σε, μείζονες ιστορικές εκθέσεις όπως οι Γερμανοί Εξπρεσιονιστές, οι Γάλλοι Ιμπρεσιονιστές, η ιαπωνική χαρακτική, η αναδρομική του Γιάννη Μόραλη, η αναδρομική του Διαμαντή Διαμαντοπούλου, Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν κ.ο.κ.
Κάτι τέτοιο, λοιπόν, θα συμβούλευα και στους νεότερους συναδέλφους μου, την Γρέγου και τον Μαρίνο, να κάνουν. Δηλαδή να επιμείνουν στην ιστορική προσέγγιση της νεοελληνικής τέχνης μέσα από γνωστά και άγνωστα έργα, γνωστούς και άγνωστους δημιουργούς, επιμένοντας στις ομάδες που δημιούργησαν εντόπια κινήματα πώς π.χ. ο Αρμός ή η Στάθμη αλλά και σε εκείνες τις προσωπικότητες που δημιούργησαν γόνιμο αντίλογο και αντίστιξη στην εγχώρια ακαδημία όπως ήταν ο Δανιήλ, ο Τούγιας, ο Κανιάρης, η Καίτη Αντύπα, η Ελένη Ζέρβα, ο Τσίγκος, ο Γιάννης Χαΐνης κ.α. Και πάνω από όλα ο μέγιστος, όσο και μέγιστα αδικημένος Θόδωρος Στάμος. Ξεφεύγοντας έτσι από τα κλισέ της κακής παράδοσης που η προηγούμενη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και κάποιοι, κοντόφθαλμοι, μονοδιάστατοι συλλέκτες έχουν δημιουργήσει. Μια νεοακαδημαϊκή σχολή δηλαδή που αποπνέει αφόρητο επαρχιωτισμό. Ο πλουραλισμός της τέχνης μας, από τον Μπάϊκα ως τον Θόδωρο Δασκαλάκη και από τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο ως τον Μανώλη Πολυμέρη ή τον Απόστολο Γεωργίου, δεν το επιτρέπει.
Τέλος, θετικό είναι και το κλίμα που εισπράττω ως τώρα από τη νέα διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης. Παρά τα εξόφθαλμα προβλήματα του μουσείου όπως είναι η παλιομοδίτικη παρουσίαση και ο φωτισμός των μόνιμων εκθεμάτων και η εντελώς γραμμική αντιμετώπιση και των καλλιτεχνών και των σχέσεων που αυτοί δημιούργησαν με τα κινήματα της εποχής. Π.χ ο Λεμπέσης, ο Πανταζής, Αλταμούρας, ο Οικονόμου, ο Τριανταφυλλίδης, ή αργότερα η Μαραγκοπούλου, η Λαγάνα, ο Γαΐτης, ο Φασιανός, κ.ο.κ. Επίσης ο ιθαγενής μοντερνισμός μας οφείλει πάρα πολλά στο θέατρο σκιών, και σε μορφές παραγνωρισμένες ή υποβαθμισμένες όπως είναι οι Σπαθάρηδες, ο Μιχαλόπουλος ή κι ο Μποστ. Ο πολύτιμος κ. Μέντης, ο πρόδρομος του Γιώργου Ιωάννου και του Αρκά. Αλλά και την αδικημένη γλυπτική. Πρόσφατα ανέδειξα το έργο ενός σπουδαίου γλύπτη, του Μεμά Καλογηράτου, ο οποίος επί σαράντα χρόνια φιλοτεχνεί μυστικά το έργο του στην Κεφαλονιά. Αξίζει να προσεχτεί.
Δεν ξέρω πόση γνώση διαθέτει σχετικά κυρίως για τον 19ο αιώνα η κυρία Τσιάρα. Τι έχει γράψει, τι έχει οργανώσει σχετικά. Η προσπάθειά της πάντως να ξαναδεί τις συλλογές μ' ένα καινούργιο μάτι, είναι σωστή. Αλλά πρέπει επίσης να εμπλουτίσει αυτές τις συλλογές οι οποίες έχουν μείνει για πολύ καιρό χωρίς καμία (!) ενίσχυση. Παρά τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν. Για κάποιους φοβάμαι πως μουσείο είναι μόνο τα μεγάλα κλιμακοστάσια και οι τζαμαρίες. Χαρακτηριστικά παρουσιάζω σήμερα ένα ως τώρα αφανές έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, από ιδιωτική συλλογή, την "Ανάσταση" από την, λεγόμενη, τριλογία του δήμου Αθηναίων. Η Πινακοθήκη κατέχει τους δύο άλλους πίνακες. Μακάρι κάποιος χορηγός να αγοράσει κι αυτό το έργο και να το προσφέρει στο Ίδρυμα ώστε να ολοκληρωθεί η σπάνια, αυτή ενότητα.
Δυστυχώς δεν θα μπορούσα να πω τα ίδια καλά λόγια για το μουσείο Μπενάκη το οποίο μετά την αποχώρηση του Άγγελου Δεληβοριά αλλά και την κάκιστη επιλογή του επόμενου - μετά μάλιστα από διεθνή διαγωνισμό! - και η σε έξι μήνες απόλυση του, παραδέρνει χωρίς στόχο και ουσιαστικό πρόγραμμα. Φοβάμαι πως αυτό που λείπει γενικότερα και από το Υπουργείο Πολιτισμού αλλά και από τα διοικητικά συμβούλια των εικαστικών μουσείων μας είναι η πιο επισταμένη τεχνογνωσία και οι συμβουλές ανθρώπων που ξέρουν τον χώρο, την ιστορία του και δεν κάνουν απλώς δημόσιες σχέσεις.
ΥΓ. Κατά τα άλλα επιμένω στις πάγιες θέσεις μου:
Οι θέσεις διευθυντών πρέπει να προκηρύσσονται ανοιχτά και να μην διορίζονται οι εκάστοτε κομματικοί φίλοι. Επίσης, οι πάντες κρίνονται και ουδείς βρίσκεται στο απυρόβλητο. Διάβολε, πρόκειται για τον σύγχρονο μας πολιτισμό, το εθνικό μας πρόσωπο. Τα διοικητικά συμβούλια πρέπει να πλαισιώνονται από τους πραγματικά άριστους και όχι από τους ευνοούμενους της κάθε κυβέρνησης. Δεν επιτρέπεται ο Έλληνας Πρωθυπουργός να μην διαθέτει έναν σύμβουλο πολιτισμού εγνωσμένου κύρους, έναν Έλληνα του εξωτερικού σαν τον καθηγητή κ. Νεχαμά ο οποίος κυρίως οφείλει να προωθεί την ελληνική τέχνη ως μέγιστο, πολιτικό επιχείρημα στο εξωτερικό. Όλα τα άλλα είναι απλώς για εγχώρια κατανάλωση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου