Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Ιστορία και Διακόσμηση

(Μνήμη Διονύση Σαββόπουλου)

Υπάρχουν καλλιτέχνες που διακοσμούν την Ιστορία κι άλλοι που την αλλάζουν...
Στο μουσείο του Ορσαί εκτίθεται αυτό το συνταρακτικό ανάγλυφο του μεγάλου καρικατουρίστα ζωγράφου και γλύπτη, του πατέρα της σύγχρονης, πολιτικής γελοιογραφίας, του ρεαλιστή των αδύναμων, του Ονορέ Ντωμιέ. Τίτλος του έργου "Πρόσφυγες". 
Διακρίνεται, νομίζω, ακόμη και στην ελλειπή φωτογράφηση μου, η φιγούρα του ξεριζωμένου με τον μπόγο στη πλάτη. Πλάι σ'ένα παιδί. Ανάμεσα στο πλήθος που φεύγει. Σταθερά οικείες εικόνες και σήμερα. Εδώ, το δράμα δεν χρειάζεται δραματική εικονογράφηση αλλά  απλώς κυριαρχεί η υποβολή μέσω του υλικού.

Αμέσως το μυαλό μου πηγαίνει στον Χαλεπά και στα "μεταλογικά" έργα του. Στους ομιλούντες, σοφά πρωτόγονους, δηλαδή αδιακόσμητους, γύψους του. Έναν ολόκληρο κόσμο υπαινιγμών και οπτικών μύθων. Θαύμα. Απίστευτη συγγένεια!
Από την άλλη σκέφτομαι γιατί μετανάστες ο Ντωμιέ. Η χρονολογία με διαφωτίζει αμέσως. Πρόκειται για το 1848 ! Την χρονιά δηλαδή των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη και του κομμουνιστικού μανιφέστου. Ο κόσμος μας πάλι σε αναβρασμό με την Ιστορία να ξαναγράφει τους κανόνες της με όρους παρόντος. Με τους λογής κυνηγημένους να θέλουν να μπουν από το περιθώριο στο προσκήνιο. Με κόστος τη ζωή τους την ίδια. 
Να γιατί τότε, να γιατί ο σαραντάχρονος Ντωμιέ... Αντίθετα προς τους Ζερόμ, Μπουγκρώ, Καμπανέλ, Ντελαρός κλπ. Είπαμε: 
Άλλοι καλλιτέχνες διακοσμούν την Ιστορία κι άλλοι την αλλάζουν. Διαλέξτε!


Στις μικρές φωτογραφίες το σπίτι που έζησε τα τελευταία, ευτυχισμένα, χρόνια της ζωής του ο Γιαννούλης Χαλεπάς, στην Δαφνομήλη της Νεάπολης και ο αείμνηστος ζωγράφος, ο ρομαντικός και φίλος μου, Κυριάκος Κατζουράκης που έφυγε σαν σήμερα το 2021. 

Τα μάρμαρα και οι υβριστές τους

Αντί ανοιχτής επιστολής  προς Μαρέβα 

(Στη θέση ανώδυνων διαμαρτυριών για εσωτερική κατανάλωση, ας κάνετε κάτι ουσιαστικό για τον πολιτισμό του τόπου)
Αυτά δήλωσε η κ. Μαρέβα Μητσοτάκη στο διαδίκτυο:

«Το Βρετανικό Μουσείο διοργάνωσε το περασμένο Σάββατο φιλανθρωπικό δείπνο στην Duveen Gallery, στην αίθουσα όπου φιλοξενούνται τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Την ώρα που έχει ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος για την επανένωση του μνημείου, η απόφαση του Μουσείου να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση σε αυτόν τον χώρο ήταν -το λιγότερο - άστοχη», έγραψε η Μαρέβα Μητσοτάκη στην ανάρτησή της, κάνοντας tag τον επίσημο λογαριασμό του Μουσείου.

Κι ως εδώ καλά. Όμως η είδηση έγινε πρώτο θέμα στην ΕΡΤ και παρουσιάστηκε δίπλα στις δηλώσεις της υπουργού πολιτισμού κυρίας Μενδώνη. Με την κ. Μαρέβα να προηγείται! Συνέχεια είδα την είδηση ν' αναπαράγεται κι από ιδιωτικούς τηλεδιαύλους. Σε κάποιους μάλιστα και χωρίς την Μενδώνη. Το μήνυμα αλλά και ο συμβολισμός είναι σαφέστατοι ως προς το ποιος κάνει κουμάντο στα θέματα πολιτισμού, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος μοιράζει δημόσιο χρήμα χορηγώντας παραστάσεις ... θείων στο Μέγαρο Μουσικής, ποιος διορίζει τα μέλη του Δ.Σ - έστω κι αν έχουν καταδικαστεί πρωτόδικα από την δικαιοσύνη - ή τις διευθύντριες ΟΛΩΝ των μουσείων ή των πινακοθηκών της χώρας, έστω κι αν δεν έχουν ούτε τα τυπικά, ούτε και τα ουσιαστικά προσόντα. Χωρίς ανοιχτές διαδικασίες και εκτός ΑΣΕΠ. Και ερωτώ: Ποιά είναι η θεσμική ιδιότητα της κ. Γκραμπόφσκι ώστε η ΕΡΤ ν' αναπαράγει τις δηλώσεις της από το διαδίκτυο; Μα είναι απλό! Επειδή αυτή είναι η άτυπη υπουργός του ΥΠΠΟ. 
Έτσι, αντί της διευθύντριας του Εθνικού μας Μουσείου, αντί του διευθυντή του Μουσείου της Ακρόπολης, ή έστω των προέδρων των Δ.Σ αυτών των ιδρυμάτων, ή του προέδρου του ΚΑΣ, ή της Ακαδημίας Αθηνών, εκφράζει την δυσαρέσκεια της προς το Βρετανικό Μουσείο- ως μη όφειλε - η σύζυγος του ΠΘ. Δεν έπραξε όμως το ίδιο όταν διοργανώθηκε πάρτι με ζεϊμπέκικα στο Βυζαντινό Μουσείο ή δεν εκφράζει την ανάλογη ανησυχία για την δραματική μείωση των αρχαιοφυλάκων σε όλη τη χώρα, την οριζοντιοποίηση όλων των αρχαιολογικών εφοριών της χώρας - καταργώντας (!) τις επιμέρους υπηρεσίες των προϊστορικών, κλασικών, βυζαντινών και νεότερων μνημείων με ό, τι μπορεί αυτό να σημαίνει - ή την λαθρανασκαφή που οργιάζει ελλείψει αστυνόμευσης. Τέλος, η υποκρισία και η λήθη των ηλιθίων περισσεύουν. Ανάλογες φιέστες έχουν γίνει και στον Ιερό Βράχο αλλά και στο ίδιο το Μουσείο της Ακρόπολης. Και οι υπερόπτες Βρετανοί και το γνωρίζουν και είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τα χρησιμοποιήσουν...
 Για παράδειγμα προσωπικά φωνάζω από το '90 ότι το παλαιό μουσείο μέσα στον βράχο της Ακρόπολης πρέπει να αξιοποιηθεί ως εκθετήριο των αριστουργημάτων του παγκόσμιου πολιτισμού. Κι σαν αποθήκη όπως το είχαν καταδικάσει. Ήδη το ΚΑΣ έχει λάβει θετική απόφαση. Κι όμως. Το υπουργείο πολιτισμού και η ηγεσία του αρνούνται να αξιοποιήσουν αυτό το μοναδικό, πολιτιστικό επιχείρημα του τόπου. Αντί λοιπόν να διαμαρτυρόμαστε και να γκρινιάζουμε για θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα μας - δηλαδή η εσωτερική λειτουργία ενός ξένου, εμβληματικού όσο και απολύτως αυτοδιοικούμενου μουσείου - θα ήταν καλύτερα να προωθήσουμε πρόσωπα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν αυτό το όραμα που η νυν, διεκπεραιωτική πια, ηγεσία του τόπου αδυνατεί να προσφέρει. 

Σημ. Και κάτι καθησυχαστικό προς όψιμους ανησυχούντες ή θιγομένους: 
Τα μνημεία αυτά δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε από τις όποιες ανοησίες ή τα ροζ πάρτι των ανθρώπων που τα άρπαξαν. (Κάτι τέτοιο εξάλλου είναι η πάγια τακτική όλων των μεγάλων μουσείων του κόσμου. Και να αρπάζουν και να ευτελίζουν τη μεγάλη τέχνη. σε θέαμα. Για λεφτά! Και εμείς, εμπρός τους χορηγούς - θυμηθείτε τον ανελκυστήρα της Ακρόπολης - κάνουμε κωλοτούμπες...Τα μάρμαρα του Ιερού Βράχου έχουν δει πολλά περισσότερα. Μην ξεχνάτε πώς όταν βρίσκονταν πάνω στο ναό, την κλασική και τη ρωμαϊκή εποχή, μπροστά τους και πάνω στον βωμό, καίγονταν σφάγια - θυσία στους θεούς. Τσίκνα, αποφάγια, στίφη που γαυριούσαν και καπνοί. Θα τα ενοχλήσουν τώρα οι σερβιτόροι με τα παπιγιόν των νεόπλουτων;


Συνεπώς ...Αγαπητή κ. Γκραμπόφσκι, στο όνομα της πολύ σύντομης γνωριμίας μας, σας παρακαλώ προσωπικά να ασκήσετε κάθε επιρροή σας ώστε να διασωθεί το μοναδικό μνημείο της Παπούρας στην Κρήτη που απειλείται τόσο ωμά και απροκάλυπτα, παρά τον ξεσηκωμό όλης της επιστημονικής κοινότητας διεθνώς. Στη θέση ανώδυνων διαμαρτυριών μόνο για εσωτερική κατανάλωση, κάντε, παρακαλώ, κάτι ουσιαστικό για τον πολιτισμό του τόπου.

ΥΓ. Έχω πει πολλές φορές πώς ο τρόπος με τον οποίον ή επίσημη Ελλάδα διεκδικεί τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι εντελώς λανθασμένος και ότι και το Βρετανικό Μουσείο που είναι κράτος εν κράτει, απλώς μας εμπαίζει με τις παρελκυστικές δηλώσεις του. Εν ολίγοις, οι φίλοι και σύμμαχοι μας Άγγλοι όσο επέστρεψαν τότε την Κύπρο στην Ελλάδα παρά τις δεσμευτικές υποσχέσεις τους άλλο τόσο θα επαναπατρίσουν και τα κλοπιμαία του Ελγίνου από τον Παρθενώνα.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Ιουλίτα Καραμαύρου

Ιουλίτα Καραμαύρου
Φαντασμα - γορίες


Λένε - και κατά τη γνώμη μου πολύ ορθά - ότι το σχέδιο είναι η τιμιότητα της τέχνης. Της κάθε τέχνης θα συμπλήρωνα: Από την ζωγραφική ως τη μουσική κι από την αρχιτεκτονική ως τη φωτογραφία ή και το σινεμά. Εφόσον σχέδιο σημαίνει την άμεση, αυθόρμητη οργάνωση της πρώτης, πυρηνικής σκέψης, της σπίθας εκείνης που ξεκινάει από το ασυνείδητο για να καταλήξει μέσα από μυστικές, απροσδιόριστες διαδικασίες σ' αυτό το λογικό σχήμα που θ' αποτελέσει τη μήτρα του τελικού έργου τέχνης. Την ολοκλήρωση, την τελική ενσάρκωση της έμπνευσης, αυτής της τόσο περίεργης λέξης όσο και πολύτιμης λέξης...

Στο πρωταρχικό σχέδιο, που μπορεί να είναι ένα απλό σκαρίφημα αλλά και μία εξαιρετικά επιμελημένη από πλευράς φόρμας εικόνα, αντιλαμβάνεται κανείς και τις τεχνικές δυνατότητες αλλά και την ποιότητα σκέψης του (της) δημιουργού. Την συναισθηματική φόρτιση αλλά και ήθος αφού, ας το πούμε ξανά, αισθητική σημαίνει πρωτίστως ηθική. Αλλιώς το όλο εγχείρημα καταντά διακόσμηση και η εύκολη συγκίνηση των μικροαστών που καμώνονται τους εστέτ. 

Πιο συγκεκριμένα στην Ιουλίτα Καραμαύρου το παραδοσιακό σχέδιο γίνεται - καλύτερα μεταμορφώνεται - σ' ένα πλήρες έκφραστικό μέσο το οποίο μπορεί να συναιρεί ποικίλες αναφορές, από το μαυρόασπρο κινηματογράφο ως τις παλιές, οικογενειακές φωτογραφίες και από τη χαρακτική πλάκα και τις ρομαντικές δημιουργίες της ως τις φασματικές εικόνες που μας συντροφεύουν καθ' ύπνους. Αφού και τα όνειρα, ως γνωστόν, είναι ασπρόμαυρα. Και έρχομαι τώρα στην ουσία της δουλειάς αυτής της νέας δημιουργού, της Ιουλίτας Καραμαύρου: Τεχνική αρτιότητα και εμμονή στην καθαρότητα της γραφής αφενός και έμφαση σε μιαν απόλυτα υπερεαλιστική, άκρως προσωπική θεματική αφετέρου. Στη ζωγραφική της, ένα συνεχές, υποβλητικό γκριζάιγ με συμβολική την παρουσία εξουδετερωμένων συνήθως χρωμάτων σαν μικρές εκρήξεις, εμφανίζονται φασματικά πρόσωπα σε close up, αγαπημένοι απόντες ή απούσες (;) και περίεργα ζώα, άλλοτε προστατευτικά κι άλλο απειλητικά, σαν αυτά που συναντούσε η Αλίκη του Lewis Carroll στον μαγικό της κόσμο. Γοητευτική είναι τέλος η παρουσία μωσαϊκών δαπέδων ως φόντο κάποιων έργων που παραπέμπει τόσο στην λαϊκή μυθολογία των σπιτιών του '60 όσο και στην επιβλητική στιγματογραφία (pointillism) του Gustav Klimt. Δηλαδή μέσα απ' τη χρήση του ανορθόδοξου ή του παράταιρου να επιτυγχάνεται το υψηλό, αισθητικό αποτέλεσμα. Η εικόνα ως απείκασμα ενός ψυχικού τοπίου. Μιας διαφοράς με την λακανική έννοια. Εγώ θα έλεγα "Ζωγράφισε ό τι δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πεις". 

 Νομίζω πάντως ότι γενικά η ζωγραφισμένη εικόνα συνιστά, ακόμα και στις πιο ανώδυνες εκδοχές της, μια βελούδινη απειλή. Κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τον προσχεδιασμένο λ.χ εφιάλτη των ταινιών splatter, όσο με την αμφισβήτηση της κοινόχρηστης άποψης που λίγο ως πολύ έχουμε όλοι για τον κόσμο. Η ζωγραφική (οφείλει να) ξεβολεύει πρώτα κι έπειτα να παρηγορεί. Κάτι που επιτυγχάνει με εντελώς ξεχωριστό τρόπο η Ιουλίτα Καραμαύρου, μία δημιουργός που έχει επιτύχει, μετά από εξαιρετικές σπουδές, έναν γοητευτικό συνδυασμό της θεωρητικής και της πρακτικής γνώσης και που έχει διαμορφώσει, παρά την πολύ νεαρή ηλικία της, ένα απόλυτα προσωπικό και αναγνωρίσιμο ύφος. Κάτι καθόλου εύκολο...



ΥΓ. 
Γιατί εφευρέθηκαν οι σκύλοι; 
Για να οδηγούν κάθε πρωί 
τους γέροντες ως το πάρκο.
Γιατί εφευρέθηκαν οι γάτες;
Για να έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης 
τα μοναχικά χάδια των γεροντισσών. 

Γιατί έχουμε τις γάτες, γιατί τους σκύλους;
 Για άλλοθι στην αναλγησία των ανθρώπων. 


24/8/2025     

Καθ. Μάνος Στεφανίδης 
Πρόεδρος Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Δημοτικής Πινακοθήκης Καρδίτσας 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Τα μυστικά του προσώπου


Συγκρίσεις - Αποκλίσεις 
Η γοητεία του ζωγραφισμένου προσώπου 

Δύο σύγχρονες αυτοπροσωπογραφίες εδώ, φτιαγμένες γύρω στα 1600, δηλαδή κατά το πέρασμα από τον μανιερισμό στο μπαρόκ: Ο ένας είναι ο Federico Barocci (1535 - 1612) κι άλλος ο El Greco (1541 - 1614). Προσέξτε και στα δύο πορτρέτα την υγρασία των ματιών. Την πιο μεγάλη απόδειξη της τεχνικής επάρκειας του ζωγράφου. Επιπλέον στην αισθητική του μπαρόκ το υγρό, παθιασμένο βλέμμα λειτουργεί ως συναισθηματικός προβοκάτορας. Προσωπικά βλέπω να έχει αποδοθεί ιδιοφυώς το συγκαταβατικό βλέμμα των γερόντων. Το κουρασμένο, το έμφορτο εμπειριών αλλά και ήρεμης εγκαρτέρησης για το τέλος που  επίκειται.

 Στο δεύτερο πάντως πορτρέτο δεν είναι μάλλον ο Δομήνικος αλλά ο αδελφός του Μανούσος. Είναι όμως εντυπωσιακό το πόσο μοιάζουν και στυλιστικά και χρωματικά τα δύο έργα. Με τον σχετικά άγνωστο Μπαρότσι από το Ουρμπίνο - στην εποχή του ήταν περιζήτητος, ιδίως από τον Πάπα Πίο Δ, ενώ επηρέασε και τον Ρούμπενς - να είναι πιο "ηδύς", πιο εκφραστικός και τον Ελ Γκρέκο να παρουσιάζεται ως σκόπιμα "μεταφυσικός". Αμφότεροι μαρτυρείται ότι υπήρξαν πολύ ξεχωριστοί και ως χαρακτήρες. Δηλαδή με ιδιορρυθμίες, φοβίες αλλά και εκρηκτικές συμπεριφορές. Ο τρίτος σύγχρονος τους που υπήρξε μεγάλος προσωπογράφος ήταν ο "ψυχογράφος" των ασήμαντων ανθρώπων Giambattista Moroni (1520 - 1579). Οι οποίοι πάντως παρουσιάζονται γεμάτοι αξιοπρέπεια και ήθος. Πρόκειται για τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εδραιώνεται όλο και περισσότερο διεκδικώντας τα δικά της δικαιώματα ως προς την απαθανάτιση του προσώπου. Σας παραπέμπω, για του λόγου το αληθές, στον γνωστό "Ράφτη" του Moroni που εκτίθεται στη National Gallery του Λονδίνου. Πάντως, συμπερασματικά μπορώ να πω ότι ενώ η Αναγέννηση, ως ανθρωποκεντρική, αποδίδει τα τυπολογικά, τα ακριβή χαρακτηριστικά του ατόμου, το μπαρόκ εμβαθύνει στην ιδιοτυπία του προσώπου, στο βλέμμα του. Συγκρίνετε για παράδειγμα τα πορτρέτα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Μπελίνι μ' εκείνα του Μπαρότσι ή του Μορόνι. Ή, τέλος, το πορτραίτο του λόγιου μοναχού και ποιητή Παραβιθίνο του Greco.


Σημ. Τα κείμενα μου στο facebook μοιάζουν με σελίδες προσωπικού ημερολογίου επειδή συμπληρώνονται συνεχώς, ξαναγράφονται χωρίς ποτέ να τελειώνουν. Έγραφα, λοιπόν, τις προάλλες για τον ζωγράφο, κάρτουνιστ και σκηνοθέτη Άγγελο Σπάρταλη και τον θείο του Νίκο Κούνδουρο. Λίγο μετά ο Άγγελος με ενημέρωσε πώς ο νάνος Λουίτζι (κατά κόσμον Λευτέρης Πανταζής) που ήταν το μοντέλο του για το διπλό πορτρέτο που ανεβάζω εδώ, πέθανε. (Οι νάνοι ζουν γύρω στα 40 έως 50 χρόνια, συνήθως). Αξίζει στη μνήμη του να αναφερθώ στην μικρή ιστορία αυτής της ζωγραφιάς: Όπως ανέφερα σε χθεσινό μου σημείωμα στο facebook, το 2013 είχα οργανώσει μία έκθεση σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών στους ιερούς χώρους και τα μόνιμα εκθέματα του Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Συχνά ονομάζω αυτή την έκθεση την πιο θριαμβευτική μου αποτυχία - θριαμβόλεθρος - κυρίως γιατί και ο τότε αναπληρωτής διευθυντής Γιώργος Κακκαβάς αλλά και η γραφειοκρατία του υπουργείου υπό τον τότε Υπουργό Νίκο Παναγιωτόπουλο, μου δημιούργησαν απίστευτα, κωμικοτραγικά εμπόδια. Παρ' ότι την έκθεση εγκαινίασε ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς 
Χαρακτηριστικά ο αρχαιολόγος (!) Κακκαβάς, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, απαγόρευσε να εκτεθεί ο γυμνός Λουίτζι γιατί λέει ήταν ασέβεια προς τα λοιπά γυμνά του Μουσείου. Ρατσισμός, σεξισμός και ηλιθιότητα* συγχρόνως. Δυστυχώς έτσι και έγινε. Εξετέθη μόνο ο ντυμένος Luigi γιατί κ. διευθυντής είχε ισχυρές πλάτες. Ο Άγγελος Σπάρταλης εν τέλει δώρισε το διπλό έργο στο μουσείο Βορρέ όπου και εκτίθεται σήμερα. Αξίζει να ειπωθεί πως αρχική έμπνευση του ζωγράφου ήταν τα απίστευτα πορτρέτα των νάνων του βασιλιά που φιλοτέχνησε στο Εσκοριάλ ο μεγάλος Ντιέγκο Βελάσκεθ.

Αινίγματα
Το μεγάλο έργο τέχνης μάς παρατηρεί με τη σειρά του ενώ το κοιτάζουμε. Συχνά το ίδιο ερευνητικά· σε μία σχέση αμφίπλευρη. Όσο εμείς το προσεγγίζουμε και το ερμηνεύουμε, άλλο τόσο κι εκείνο μάς καθορίζει, μετρά και αναμετράται με τις δυνατότητες και την συλλογική ευαισθησία και ημών αλλά και της εποχής μας. Μας καθορίζει όπως και να 'χει.Το ερώτημα είναι, υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας με το μεγάλο έργο τέχνης ή αυτό κρατά σταθερά τα μυστικά του κι εμείς τις επισφαλείς βεβαιότητες αλλά και την ακαδημαϊκή κομπορρημοσύνη μας γύρω από αυτό; 
Πιστεύω ακράδαντα πως τα ιστορικά καλλιτεχνήματα είναι κάποιες φορές αμείλικτα προς τις αντικαλλιτεχνικές εποχές και τις εκδικούνται με τον τρόπο τους που δεν είναι άλλος από τη σιωπή. Αντιλαμβάνεστε; 
Όσο πιο πολύ, όσο πιο πολλοί σχετίζονται με τα έργα τέχνης, επισκέπτονται αγεληδόν μουσεία ή πινακοθήκες σπρωγμένοι από τη μόδα, τη συνήθεια ή τον μιντιακό ορυμαγδό, όσο πιο πολύ το ζην περί την τέχνη γίνεται κοσμικό must, τόσο λιγότερο, τόσο πιο επιδερμικά επικοινωνούν όλοι αυτοί, το επίζηλο "μεγάλο" κοινό, με το μεγάλο έργο τέχνης και τόσο πιο κρυπτικά το ίδιο συντηρεί το αίνιγμα του. Παρότι οι πάντες μιλούν γι αυτό ναρκισσευόμενοι εκείνο, το έργο τέχνης, κρατά καλά το μυστικά του. Έτσι είναι. Αφού το μεγάλο έργο δεν λειτουργεί σαν πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσω της τυπικής λογικής αλλά ως αίνιγμα του οποίου η απάντηση δε μπορεί παρά να είναι εξίσου αινιγματική. Ως χρησμός που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά που υποδειγματικά όσο και υπόρρητα σημαίνει.

Φωτό: Βερολίνο, Μάιος 2015, Gemäldegalerie, Neues Museum, Alte Nationalgalerie κλπ. Ξεναγώντας τους φοιτητές του Freie Universität στην εποχή και τα έργα των Franz von Stuck, Lenbach, Klinger, Mentzel, Böcklin...

Σημ. Στην φωτό πιο κάτω ο Άγγελος Σπάρταλης για χρόνια ολόκληρα λειτουργούσε ως alter ego του Κούνδουρου, ένας σιωπηλός μαθητής και σύντροφος στις περιπέτειες των εικόνων, όντας ζωγράφος και σκηνοθέτης ο ιδιος, αλλά και ως ο μικρανηψιός που μετέφερε την ζέστη της ιδιαίτερης κοινής πατρίδας στο επιβλητικό σπίτι του Μετς. Ένα είδος μπαστουνιού για τον Νίκο που σταδιακά βάραινε, μια μαγκούρα που ήξερε να μαγειρεύει χοχλιούς και να μιλάει όσο πιο διακριτικά γινόταν. Ο Νίκος εμπιστευόταν την αφοσιωμένη ειλικρίνεια του Άγγελου, καθοδηγούσε το ατίθασο ταλέντο του ενώ ο παροιμιώδης του ναρκισσισμός τρεφόταν ξεδιάντροπα από τον ανεπιτήδευτο θαυμασμό του μαθητή του. Ο Άγγελος πάλι ρουφούσε αχόρταστα όχι μόνο τις ταινίες και το κινηματογραφημένο θέατρο που έπαιζαν διαρκώς στο μεγάλο σαλόνι - γραφείο αλλά και τις ζωγραφιές του Κούνδουρου, τις σπαρμένες στα διάφορα καβαλέτα των δυο ορόφων όπως επίσης ζούσε με όλο του το είναι τους θυμούς, τις απογοητεύσεις ή τις χίμαιρες του σκηνοθέτη, ζωγράφου, συγγραφέα, γλύπτη, εραστή κλπ. Προπάντων τις χίμαιρες. Ήταν τότε που έμοιαζαν οι δυο τους ένας Δον Κιχώτης και ένας Σάντσο Πάντσα από την Κρήτη, αθώοι, όμορφοι και αποξεχασμένοι σαν παιδιά σε μεγάλο κήπο με βλάστηση οργιαστική.
Έζησα τον Νίκο και τον Άγγελο τόσο στην μυθική βίλα του Αγίου Νικολάου όσο και σε διάφορα θέατρα, ταβέρνες, βόλτες της Αθήνας, σε ποικίλες εκδηλώσεις ή ομιλίες όταν είχα την μοναδική τύχη και την χαρά να μιλάω ενθουσιαστικά για τον Νίκο με τον Νίκο να είναι παρών, δίπλα μου και να λάμπει από χαρά. Έστησα εκθέσεις ζωγραφικής και του Κούνδουρου και του Σπάρταλη συζητώντας ώρες ατέλειωτες για την μυστική σχέση στατικής και κινούμενης εικόνας αλλά και για τον Τσαρούχη, τον Καπάνταη, τον Γκοντάρ, τον Χατζιδάκι, τον Σουκούρωφ, τον Κακογιάννη, την Μελίνα, τον Αγγελόπουλο, τον Ταρκόφσκι, τον Μιχάηλ Δαμασκηνό, την Ειρήνη Παπά, τον Κατράκη, τον Μίκη, την Μακρόνησο, την Αριάδνη, την Αρετούσα, τον Ταύρο και την Ευρώπη, τους πνιγμένους του Αιγαίου,τον Βέγγο και την ανοικονόμητη τρέλα του, τα παλιότερα λάθη και τις νεότερες γελοιότητες της Αριστεράς… Τις μέσα πληγές μας, τους έρωτες που γίνονται όλο και πιο νεανικοί όσο κανείς αγγίζει το τέλος. Την Μαρία, την Ιωάννα, την Κατερίνα, την άλλη Κατερίνα, την άλλη Μαρία. Τώρα, δύο πορτρέτα με την ιδιότυπη τεχνική του Σπάρταλη, λίγο πουαντιγισμός, λίγο ράστερ, λίγο πίξελ, μένουν για να συνεχίζουν μιαν άγαρμπα σταματημένη συζήτηση. Για τόσα πολλά, ανοιχτά θέματα. Και μια τελευταία εικόνα: Η σορός του Κούνδουρου να εισέρχεται όρθια (!) στον οικογενειακό τάφο του Α! Νεκροταφείου με τα πλήθη του κόσμου γύρω να αρνούνται να φύγουν. Αίφνης ο Άγγελος από απέναντι αρχίζει αυθόρμητα να τραγουδάει όσο πιο δυνατά μπορεί, ένα ριζίτικο. Τον ακολουθώ βαθιά συγκινημένος- ανακουφισμένος. Κλαίω. Κλαίμε. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποιώ πως είχα την τιμή να δω και τον Κούνδουρο να κλαίει κάποτε για υποθέσεις ψυχής. Αθάνατος.

ΥΓ. Αντί μνημοσύνου: Τα ζωγραφισμένα πρόσωπα δεν πεθαίνουν ποτέ γιατί τα προστατεύει συνεχώς η τρομερή Γιαγιά ζωγραφική με τα  προκατακλυσμιαία μαγικά της κόλπα. Γιατί τα καθιστά ιερά. Και είναι αυτή που δανείζει σε ήρωες και σε θεούς τα πρόσωπα των ανθρώπων τάχα μου για τα σώσει από την φθορά... Που ντύνει με άσεμνα, δηλαδή αιώνια χρώματα το πένθος της θνητότητας. Που καταπραΰνει τον πόνο και την έλλειψη μέσα ακριβώς και από πόνο και από έλλειψη. Επειδή για να γεννηθεί κάτι στην τέχνη πρέπει απαραιτήτως κάτι άλλο να πεθάνει. Πάντα μα πάντα μια μικρούλα Ιφιγένεια ν’ ανεβαίνει στον βωμό, πάντα μα πάντα ένα αργυρό μαχαίρι να σπιθίζει στον ήλιο αποφασισμένο.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Ο Κώστας Ντιός στη Θεσσαλονίκη

Κώστας Ντιός - Κάποιες  ιστορίες 
με παράξενο τέλος - Την Παρασκευή 10/10, τα εγκαίνια στην Θεσσαλονίκη, γκαλερί Chalkos + ξενάγηση !

" Επειδή η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική
δεν είναι η ηθική του παρόντος,
επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος 
είναι η απάτη, επειδή η αισθητική 
δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα...
...η ενασχόληση 
με την τέχνη στην Ελλάδα
καθίσταται πρόβλημα επείγον".

Βασίλης Ραφαηλίδης 

Το ότι η ζωγραφική αφηγείται ιστορίες χωρίς να χρησιμοποιεί λόγια, το ξέραμε. Όπως επίσης ξέραμε ότι οι εικόνες της - ακόμη και οι πιο ενστικτώδεις ή  αφηρημένες - προϋποθέτουν δυναμικά τον λόγο και την σκέψη ή παραπέμπουν, έμμεσα ή άμεσα, σε κείμενα. Είτε κείμενα γραμμένα ήδη, είτε μελλοντικά. Δηλαδή παραπέμπουν είτε σε βιωμένες αναμνήσεις, είτε σε όνειρα που τα βλέπει κανείς και με κλειστά και με ανοιχτά τα μάτια. Αφού η ζωγραφική διαθέτει τον τρόπο να δείχνει με τους τρόπους του παρελθόντος εικόνες του μέλλοντος. 
Ούτως ή άλλως όμως η ζωγραφική κι ο λόγος, δηλαδή το κείμενο διατηρούν σχέση ανάλογη εκείνης που συνδέει την ποίηση με τη μουσική. Ολοκληρώνει το ένα την άλλη. Δεν γίνεται αλλιώς. Επειδή αυτό που ονομάζουμε έμπνευση, εκπηγάζει από την ίδια, σκοτεινή κι άδηλη πηγή του υποσυνείδητου. Από εκείνη την σκιά που κυοφορεί το φως. Από τον πιο βαθύ πυρήνα της ύπαρξης. Από την πηγή για τα χρώματα και τις λέξεις και τους ήχους και τις εικόνες και τις μουσικές. Δεν γίνεται αλλιώς. Επίσης αξίζει εδώ να πούμε ότι οι τέχνες όσο πιο αυτόνομες και αυτάρκεις παρουσιάζονται, τόσο πιο άμεσα κι αβίαστα επικοινωνούν μεταξύ τους. Τόσο πιο ουσιαστικά, θα έλεγα , αλληλοσυμπληρώνονται. Ή, καλύτερα, "αλληλοερμηνεύονται". 
Στο μυαλό μου έρχεται αυτή την στιγμή ο απροσδόκητος (;) διάλογος ανάμεσα στον Ραμώ και τον Τιέπολο. Ή, του Ντεμπισί με τον Μονέ. Παραδείγματα ύψιστα αυτών των "επισυνάψεων" είναι ασφαλώς η τραγωδία για τον αρχαίο κόσμο και η όπερα για τον πολιτισμό που άνθισε στη Δύση με την Αναγέννηση. Το Gesamtkunstwerk του Βάγκνερ, το συνολικό έργο τέχνης.
Η ζωγραφική του Κώστα Ντιού, ενός σπουδαίου πραγματικά,  κατά τη γνώμη μου, δημιουργού αλλά ελάχιστα γνωστού εκτός των τειχών της εικαστικής μας Ιερουσαλήμ, εμπεριέχει με δαψίλεια όλα τα ανωτέρω στοιχεία: Δηλαδή τη βαθιά γνώση της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης - έχει σπουδάσει στο Παρίσι - πλάι στην έντονη εξισορρόπηση του προσωπικού του ιδιώματος ανάμεσα στο συναίσθημα και τον ορθολογισμό, την εμπειρία και το ένστικτο, τον σεβασμό αλλά και ταυτόχρονα την τολμηρή αμφισβήτηση της, οποίας, παράδοσης. Ιθαγενούς ή εισαγόμενης. Αλλά και πάλι όλες αυτές οι ιδιότητες θα ήταν στεγνός, επιδερμικός τύπος, αν δεν προσθέσαμε στα παραπάνω την έξοχη του ικανότητα να λέει μαγικές ιστορίες με τις αινιγματικές εικόνες του, ν' ανασταίνει το παρελθόν δίνοντας ζωή στους πεθαμένους φίλους του και να καθιστά τη γενέθλια πόλη του, την Κοζάνη, το κέντρο ενός ιδιότυπου σύμπαντος που για έναν περίεργο λόγο - προσωπικά δεν διαθέτω εύκολη απάντηση - μάς αφορά όλους. 
Όπως εξίσου μας ενδιαφέρουν οι περιπέτειες αλλά και το τέλος των ηρώων που διασταυρώνονται με μαεστρία στις συνθέσεις του. Όπου το αφηγηματικό - ρεαλιστικό γίνεται εικαστικό - αισθητικό. Και πάντα με το γλυκόπικρο αίσθημα του απραγματοποίητου που διαθέτουν για παράδειγμα κάποιες από τις σονάτες για πιάνο του Μότσαρτ (ιδίως η ένατη που έγραψε νεότατος στο Μάνχαϊμ μετά από έναν διαψευσμένο έρωτα). Αλλά και το χιούμορ εμπρός στην ματαιότητα των ανθρωπίνων. Η φόρμα του Ντιού, συχνά επική με τους τρόπους των παλιών δασκάλων, μπορεί να υπηρετεί με επάρκεια τόσο την συνολική ιδέα του πίνακα όσο και τις μικρές του λεπτομέρειες. Άλλοτε μινιατουρίστας κι άλλοτε μουραλίστας ( όπως λέμε κιθαρίστας ή ντράμερ)! 
Ούτως ή άλλως οι παράξενες ιστορίες του διασταυρώνονται, επικαλύπτονται σαν μικρά δράματα τσέπης, οι ήρωες του συνεχίζουν να ζουν από το ένα έργο στο άλλο σαν φαντάσματα που αρνούνται να κατέβουν στον κάτω κόσμο αλλά επιμένουν να ταράζουν τον ύπνο των ζωντανών. Υπέροχο μάθημα για τους νεότερους δημιουργούς. Αφού ό τι κι αν λέμε, όλη η ιστορία της ζωγραφικής έχει να κάνει με την περιπέτεια μιας ανάμνησης. Και ο καλός ζωγράφος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Ντιό, διακρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την ανάμνηση αυτή ώστε να αφορά σε όσο το δυνατόν περισσότερους. Επειδή το κάθε έργο τέχνης αρχίζει από τα χέρια του καλλιτέχνη αλλά ολοκληρώνεται στην ψυχή και το μυαλό όποιου μπορεί να το αγαπήσει...

11/9/2025  

Αποσπάσματα από τις μέσα σελίδες του καταλόγου που εξεδόθη για την έκθεση με θέμα την πραγματικότητα...του έρωτα: 


Ίσως η χρησιμότητα της ιστορίας της τέχνης να έγκειται μόνο στο ότι λειτουργεί σαν ένα καλό εργαλείο δουλειάς, σαν το μπαστούνι του τυφλού, ας πούμε, που ενώ δεν δείχνει τον κόσμο, ο τυφλός δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο δίχως αυτό.
Μ.Σ

"Κάθε ρεαλισμός μού είναι αποκρουστικός.
 Εγώ τί άλλο να θέλω πάρεξ το όνειρο; "

Η Μπλανς Ντιμπουά στο"Λεωφορείον ο Πόθος" 

Έχουμε και λέμε: Πραγματικότητα δεν υπάρχει. Επειδή απλά δεν μπορεί να υπάρχει. Δεν μπορεί να υπάρχει αυτό που τόσο αφελώς ονομάζουμε μέσα στην ακόμη πιο αφελή μας οίηση, ρεαλισμό και "πραγματικότητα".
 Επειδή μόνο με το ασήμαντο σώμα μας, κατά την διάρκεια της ακόμη πιο ασήμαντης ύπαρξης μας, δηλαδή με μόνα εργαλεία την εφήμερη σάρκα και το μυαλό μας, αντιλαμβανόμαστε, όσο μπορούμε, όπως μπορούμε, ένα ασήμαντο πολλοστημόριο των απείρων πραγματικοτήτων που συμπλέκονται ιλλιγιωδώς στον αχανή όσο και άχρονο κόσμο.
 Κι ο καθένας έτσι, μ' αυτά τα ευτελή, θνησιγενή υλικά, δημιουργεί την, όποια, δική του, έωλη, υποκειμενική πραγματικότητα.
Μ.Σ

 Επειδή η πραγματικότητα είναι απλώς το μονοδιάστατο απείκασμα εκείνων των λέξεων που - νομίζουν ότι - την περιγράφουν. Δηλαδή η σκιά της σκιάς σ' ένα βαθύτατο σκοτάδι.
 Άρα οι λέξεις μου, το γλωσσικό μου όργανο, η όποια, επικοινωνιακή μου δυνατότητα, αποτελούν τη μόνη - όσο και τραγικά μονοσήμαντη -  "πραγματικότητα" μου. Ό τι δύναμαι να αρθρώσω και μόνο υπάρχει. Αυτό είναι η πραγματικότητα! Μέσα σε πολλά εισαγωγικά όμως. Αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία μπορώ, όσο μπορώ, να υπο - φέρω.
Μ.Σ

 Συμπέρασμα: Όσο υπάρχει ο έρωτας,
 τί χρειάζεται η πραγματικότητα;
 Όταν πάλι αυτός εκλείψει, 
γίνεται κι η πραγματικότητα ανώφελη.

Ο Διαμαντόπουλος και οι δαίμονες


Η ζωγραφική σαν αίνιγμα - Ο Διαμαντόπουλος και η εποχή του

"Να παγιδεύσεις το αόρατο στην ορατότητα..."
Νίκος Καρούζος

A painting is not a picture of an experience,
 it is an experience...     Mark Rothko

Πρόλογος

 
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η ιστορία της τέχνης, όπως εξάλλου και κάθε ιστορία, είναι εκείνη η αφήγηση που πρέπει σταθερά να ξαναγράφεται, αφού κάθε εποχή αφενός εφευρίσκει τον εαυτό της και αφετέρου επανεφευρίσκει το παρελθόν αξιοποιώντας το. Δηλαδή ερμηνεύοντας το με το δικό της, ιδιαίτερο βλέμμα. Θα συμπλήρωνα εδώ, με κίνδυνο η αφοριστική προσέγγιση να θεωρηθεί πονηρά απλουστευτική, πως καμία ερμηνεία δεν είναι αθώα.  Αφού το αίνιγμα ή και η αντίφαση είναι και αυτά μέρος της κρυμμένης αλήθειας... Ό,τι δηλαδή προσπαθεί να αρθρώσει η μεγάλη ζωγραφική καθιστάμενη ένα είδος χειροποίητης φιλοσοφίας. Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος είναι ο πιο δύσκολος ερμηνευτικά ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και ο πιο αταξινόμητος... Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ εξελίσσεται ζωγραφικά δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη και είναι γνώριμος του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Γιώργου Μαυροΐδη, του Γιώργου Σικελιώτη και του Γιάννη Μόραλη, εντούτοις ο μόνος Έλληνας δημιουργός που αναφέρει στη μελέτη του Το έργο ζωγραφικής (εκδ. Ώρα, 1978) είναι ο Γεώργιος Μπουζιάνης.
Από την άλλη ένας διαρκής διάλογος χαρακτηρίζει το έργο του Διαμαντόπουλου με εκείνο του Πικάσο και του Ματίς και σε επίπεδο φόρμας και σε επίπεδο περιεχομένου... Όμως ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος ζωγραφίζει σταθερά έναν κόσμο ανεστραμμένο, ένα καρναβάλι από την ανάποδη όπως θα ήθελε ο Μπαχτίν, μία τελετουργία της φρίκης πού αποδεικνύει την απομάγευση του κόσμου, την ήττα της επανάστασης, την αποβολή του ιερού. Σαν τον Μίλτο Σαχτούρη... Η τρέλα στην τέχνη, εν τέλει, είναι μεταφορά ή είναι η πραγματικότητα; Μακάρι, λέει μέσα από τις εικόνες του, να μπορούσε η όποια γεωμετρία του σώματος να καλύψει τα σκοτεινά μαθηματικά της ψυχής. Την σκοτεινάγρα αυτή του μέσα βυθού. Τον γνόφο που το φως του τυφλώνει οδηγώντας στο σκοτάδι.
Ο Διαμαντόπουλος σιχαινόταν το χρήμα, δεν πουλούσε τα έργα του, δεν τα έδειχνε καν σε όσους περιφρονούσε. Φοβόταν τον κόσμο επειδή είχε πληγωθεί από τον κόσμο...Οι Τερατολογίες του, για παράδειγμα, είναι ένα οπτικό παραλήρημα και μία εφιαλτική προφητεία...Η Γκουέρνικα της εποχής μας όπως ονόμασε με οξυδέρκεια την σειρά αυτή των έργων του η Ελένη Βακαλό. Έργα ανάμεσα στον Bosch και την art brut, τη ζωγραφική των αποκλινόντων, που όμως σήμερα, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά, αποκτούν θαυμαστή ευκρίνεια καθώς δεν αποτελούν πλέον κακό οιωνό αλλά εφιαλτική πραγματικότητα.


Α. Στην τέχνη θέτεις ξανά και ξανά τα ίδια ερωτήματα που σε βασανίζουν επιμένοντας νευρωτικά παρότι γνωρίζεις πως δεν υπάρχει απάντηση. Ή, τουλάχιστον η απάντηση δεν είναι μόνο μία. Από την άλλη παρατηρούμε το φαινόμενο της ζωής άλλοτε έντρομοι, άλλοτε εκστατικοί κι ενώ είμαστε μέσα σε αυτό, δεν το συνειδητοποιούμε. Καμωνόμαστε τους παρατηρητές της ζωής μας της ίδιας ενώ είναι η ζωή μόνο αυτή που μας παρατηρεί με μεγάλα, διεσταλμένα μάτια. Αυτό είναι η τέχνη. Το αίνιγμα, όχι το εύρημα...Η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού όπως και η μουσική από τον φόβο της σιωπής. Ενώ πάλι η ποίηση δημιουργήθηκε από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.Μία μέρα,  όχι πολύ καιρό πριν, μπήκαν στο δωμάτιο της ζωγραφικής οι ιμπρεσιονιστές και άναψαν όλα τα φώτα. Λίγο αργότερα ενοχλημένοι οι εξπρεσιονιστές απ'την άσκοπη κατ' αυτούς φωτοχυσία ήρθαν με τη σειρά τους και τα έσβησαν. Πράγμα που σημαίνει κατά βάθος το ίδιο. Η ζωή από την άλλη σαν την τέχνη δεν χρειάζεται υποβοηθήματα, συνθήματα, φώτα ή σκιές, κι έτερα ανάλογα. Η ζωή βλέπει όσα η τέχνη τής επιτρέπει να δει. Αυτήν την αλήθεια διατύπωσαν εμφατικά με το έργο τους ο Matisse, ο Picasso, ο de Chirico, ο Ernst, ο Kandinsky, ο Klee. Αυτοί επηρέασαν τους αξιολογότερους ζωγράφους της "εθνικής" μας σχολής, από τον Στέρη και τον Παπαλουκά ως τον Σπυρόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο, τον Μαυροΐδη ή τον Διαμαντοπούλο. Μιλώντας ειδικότερα για την τέχνη στον τόπο μας θα έλεγα ότι ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος παραμένει ο μεγάλος άγνωστος της νεοελληνικής ζωγραφικής. Ένας ακατάταχτος, κατ' ουσίαν, δημιουργός που δεν αρκέστηκε μόνο να εισαγάγει φόρμα στα καθ' ημάς - όπως ήταν και παραμένει ο συρμός -  και να την επενδύσει σε εντόπια υλικά αλλά παράλληλα να επινοήσει μια φόρμα απόλυτα προσωπική, ιδιαίτερη και μυστηριώδη, διαφοροποιούμενος από ζωγράφους που γνώρισε και αγάπησε. Καθιστώντας τον κόσμο εικόνα όπως θα 'λεγε ο Χειμωνάς και καταθέτοντας ένα έργο βαθύ, δωρικό, σκοτεινό ενίοτε, απελευθερωτικό και απελευθερωμένο τις περισσότερες φορές. Ένα έργο που επιτυγχάνει - τουλάχιστον κατά την ωριμότητα του - την θαυμαστή όσο και επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στην πολύμορφη, λαϊκή μας παράδοση και τον ηθελημένο, μαχητικό πριμιτιβισμό της ευρωπαϊκής avant garde. Με άλλα λόγια εκείνη την έρευνα που θα επιχειρηματολογήσει όχι μόνο για το κάλλος ή την αναγκαιότητα του έργου τέχνης αλλά και για την σχέση του με τους διάφορους, τους διαφορετικούς, ποτέ όμως αδιάφορους, πολιτισμούς ολόκληρου του κόσμου για να προβληθεί το δράμα της μοναχικής ύπαρξης εντός της ιστορίας, μέσα στον χωροχρόνο που δρουν τα υποκείμενα της, χωρίς καμιάν ωραιοποίηση. Ο Διαμαντόπουλος φιλοσοφώντας μέσα από την εικονοποιία του υποστηρίζει ένα νέο, ανθρώπινο τύπο. Όχι απλά έναν ιδιαίτερο σωματότυπο ή μία φόρμα. Οι φιγούρες του, άντρες και γυναίκες, δεν έχουν, ή έχουν ελάχιστη, σχέση με τα ανθρωποειδή της πρώιμης δυτικοευρωπαϊκής avant-garde, τα πλάσματα δηλαδή που κινούνται ανάμεσα στο ανθρώπινο, το ζωώδες και το μηχανικό. Πράγμα που συμβαίνει λ.χ και στον Εγγονόπουλο. Ο ουμανισμός και η ιδεολογία του δεν του επιτρέπουν να ερευνήσει τον υπεράνθρωπο αλλά να αποδώσει αρχετυπικά τον άνθρωπο της νέας εποχής. Της νέας, πολιτικής και κοινωνικής ουτοπίας. Γι' αυτό και γίνεται γνωστός ζωγραφικά για τους ημίγυμνους εργάτες του, αυτούς που με τον μόχθο και το νεανικό τους σφρίγος οικοδομούν το μέλλον. Αυτούς των οποίων η γυμνότητα εκπορεύεται τόσο από τα "εκσυγχρονισμένα" αρχαία πρότυπα ή τις αισθητικές ανατροπές του μοντέρνου όσο και από τους "ήρωες" του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Όμως ο Διαμαντόπουλος πολύ γρήγορα μεταμορφώνει τα οποιαδήποτε κλισέ, παλιότερα και νεότερα, σε επίκαιρη,  παλλόμενη ζωγραφική. Αν για τον Τσαρούχη ο νεαρός, γυμνός άντρας, πλήβειος κατά κανόνα, με τη λαϊκή συμπεριφορά και "ήθος" του, καθίσταται το σύμβολο της ομοφυλοφιλικής, ερωτικής επιθυμίας, για τον Διαμαντοπούλο το γυμνό σώμα πρωτίστως εκπροσωπεί το δράμα της ύπαρξης, το αίνιγμα της ύπαρξης, την αντίφαση της ύπαρξης και ενδεχομένως την αλήθεια της ύπαρξης;


Πώς δημιουργείται η υποβολή; Πώς προσεγγίζεται το θείο; Πώς οπτικοποιείται το τρομερό χωρίς να υποβιβαστεί η καταλυτική του ενέργεια; Πώς συντελείται το θαύμα με χειροποίητα μέσα και χωρίς την συνδρομή της μεταφυσικής; Πώς μεταμορφώνεται το υλικό της απελπισίας σε ποιητικό σώμα συνάπτοντας αόρατους αρμούς με τα πράγματα τις εικόνες και τη γλώσσα τους;


Β. Μελετώντας τις εικαστικές τέχνες με κατατρύχει η τρομερή φράση του Γκυ Ντεμπόρ: "Το θέαμα είναι αντίθετο του λόγου". Αντίθετα, η ζωγραφική του Διαμαντόπουλου επιμένει πως η τέχνη είναι ό,τι απομένει από εκείνη τη ζωή που καταρρέει, και ο στίχος του Νίκου Καρούζου την χαρακτηρίζει απόλυτα: να παγιδεύσεις το αόρατο στην ορατότητα. Ο ίδιος ο ζωγράφος χρησιμοποιεί με συστηματικό τρόπο διαφορές πλεκτάνες ώστε να εισχωρήσει σ' έναν μεγαλειώδη όσο και τρομακτικό κόσμο εικόνων και ανα - παραστάσεων. Όταν το ιερό διεκδικεί μορφή, παραμορφώνεται λέει ο Φίχτε. Συνήθως ο δημιουργός προσκολλάται σε ένα εξωτερικό στοιχείο ένα οπτικό δόλωμα, μιαν φενάκη του ορατού έτσι ώστε το ανοίκειο να καταστεί αιφνίδια οικείο. Υπάρχει κάτι το τραγικό και ηρωικό σε όλα αυτά. Παρανοϊκό μαζί και μεγαλειώδες. Υπερρεαλισμός; Μάλλον πρόκειται για τον κόσμο του Μύθου στον οποίο εγκλωβίζεται η τραγική μοίρα εγκλωβίζοντας με τη σειρά της τον τραγικό ήρωα. Εκεί που και ο τελευταίος ακόμα των ανθρώπων μετέχει υποχρεωτικά στην μοίρα του κόσμου. Εξπρεσιονισμός; Βέβαια εδώ στην τέχνη το παιχνίδι παίζεται στα ψέματα. Το αίμα είναι λαδομπογιά και οι πηγές του γιατρεύονται με τερεβινθίνη. Ο μύθος και το αίμα και η εικόνα του αίματος. Για αυτό οι εικόνες όταν είναι ζωντανές παραπέμπουν στο αίμα. Επειδή το αίμα φτιάχτηκε για να δημιουργεί ιστορία. Οι ιστορίες με τη σειρά τους γεννάνε τα πρόσωπα και τα πρόσωπα επιστρέφουν στο αίμα για να υπάρξουν. Όσο όμως περισσότερο φωτίζονται τόσο πιο εύκολα πεθαίνουν. Είναι νόμος. Ο νόμος του σκοταδιού, το παράδοξο της ζωγραφικής. Το σκοτάδι είναι γεμάτο πλάσματα. Όσο πιο πυκνό τόσο πιο πολύ ξεχειλίζει η αόρατη ζωή μέσα του. Τόσο μπορεί να χωρέσει τα πάντα. Εκείνα τα όντα που βλέπουν οι ιδιοφυείς, οι παράφρονες και τα παιδιά. Και αυτό είναι νόμος. Επίσης...Μακάρι να μπορούσε η όποια γεωμετρία του σώματος να καλύψει τα σκοτεινά μαθηματικά της ψυχής. Την σκοτεινάγρα αυτή του μέσα βυθού. Τον γνόφο που το φως του τυφλώνει οδηγώντας στο σκοτάδι.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος επέδρασε καθοριστικά στο θέατρο μας, επηρέασε πρόσωπα σαν τον Κάρολο Κουν ή τον Γιάννη Τσαρούχη απλά και μόνο ως σκηνογράφος μίας και μόνο παράστασης! Μίας παράστασης που ο μύθος της επέζησε ως σήμερα. Αναφέρομαι στην "Άλκηστη" που ανέβασε το 1934 η "Λαϊκή Σκηνή" με πενιχρά μεν μέσα αλλά πολύ συγκροτημένη, αισθητική άποψη. Μία άποψη η οποία αξιοποιούσε ευφάνταστα το λαϊκό και το πρωτόγονο στοιχείο και θα καθίστατο έκτοτε η βασική, καλλιτεχνική γραμμή του λεγόμενου λαϊκού εξπρεσιονισμού που υποστήριξε το Θέατρο Τέχνης. Κατά τ' άλλα γράφουμε για την ελληνική τέχνη και τους δημιουργούς της όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, βλέποντας αρετές ή αδυναμίες και μελετώντας ταυτόχρονα  το γενικότερο, ιστορικό πλαίσιο και το διεθνές συγκείμενο. Κοιτώντας από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο. Όσο γίνεται. Γιατί είναι τα δικά μας πράγματα, άλλοτε σπουδαία κι άλλοτε λιγότερο.Όμως είναι εκείνη η έκφραση στην οποία μετέχουμε όλοι, έμμεσα ή άμεσα. Είναι η κοινή παράδοση και το κοινό μας μέλλον. Η κοινή μας οπτική γλώσσα. Αν δεν υπήρξαμε οι φυσικοί γονείς αυτών των δημιουργημάτων, είμαστε πάντως οι ανάδοχοι τους. Και ως τέτοιοι έχουμε ευθύνη για αυτά.  Έχοντας πάντα συνείδηση της περιφερειακότητας μας σε σχέση με τα διεθνή κέντρα εξουσίας (άρα και τέχνης) αλλά και του χαώδους λαβύρινθου που συνιστά η παγκόσμια δημιουργία σήμερα. Όπου κατ' ουσίαν ισχύει ένας τεράστιος, ένας τερατώδης αντικατοπτρισμός. Αφού μόνο το παρελθόν δικαιούται να νομιμοποιήσει αισθητικά και ιστορικά το όποιο παρόν ή μέλλον. Ανήκει ο Διαμαντόπουλος στην μεγάλη, ευρωπαϊκή ζωγραφική; Ουσιαστικά ασφαλώς, πρακτικά όμως; Με  λίγα λόγια ουδείς γνωρίζει τι θα επιλέξει η ιστορία κι ο χρόνος ως τέχνη και τι θα απορρίψει ως σκουπίδι ή μόδα. Που εντέλει σημαίνει το ίδιο. Αξίωμα: Επιτρέπεται να μην μού αρέσει ένα έργο τέχνης. Δεν μού επιτρέπεται όμως να μην το αγαπώ. Το έργο τέχνης a priori είναι αγαπητική διαδικασία. Γι' αυτό δεν μισείς ένα έργο τέχνης ποτέ. ( Ακριβώς όπως κι ένα παιδί ).
Η ζωγραφική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η τέχνη της ανάμνησης και του αινίγματος. Επειδή αποδίδει εκείνο που υπήρξε κάποτε και η ζωγραφική διατηρεί ακόμη την αύρα του. Εκεί οφείλεται και η βαθύτερη γοητεία της. Αφού παρά την κοινή πεποίθηση διαθέτουμε ελάχιστο μέλλον και άπειρο παρελθόν. Κατ' ουσίαν οι ζωγράφοι περισσότερο από τις εικόνες του κόσμου ζωγραφίζουν τον τρόπο που απέδωσαν τις εικόνες αυτού του κόσμου οι άλλοι ζωγράφοι. Με αλλά λόγια η ζωγραφική συνιστά ένα διαρκές παιχνίδι αλληλεπιδράσεων, επιρροών, αντιγράφων, ελεύθερων οπτικών συνειρμών κλπ του ενός ζωγράφου από τον άλλον μέσα στην διαδοχή των αιώνων. Ο Μπόρχες γράφει κάπου πως ο θεός πρώτα έφτιαξε τον κόσμο και έπειτα έφτιαξε έναν ζωγράφο με την εντολή να ζωγραφίσει στο πιο τεράστιο καμβά την εικόνα αυτού του κόσμου. Έκτοτε όλοι οι ζωγράφοι αντιγράφουν άλλος με μεγαλύτερη και άλλος με λιγότερη επιτυχία αυτόν τον πρώτο πίνακα που φτιάχτηκε αμέσως μετά την Δημιουργία. Στο διηνεκές...

ΠΟΙΌ ΠΡΟΣΩΠΟ ;
...Εσύ ο διπλοπρόσωπος με το πρόσωπο στραμμένο προς εμάς...

                          Νίκος Φωκάς

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη κάθε φορά όλο και πιο ξαφνιασμένος. Ποιός είναι αυτός που με κοιτάζει;  Είμαι εγώ ασφαλώς ...αλλά και δεν είμαι! Φορές νομίζω πως με ατενίζει χλευαστικά ένας ξένος. Είναι αυτό το πρόσωπο μου; Έχω ένα μόνο πρόσωπο και ποιό είναι αυτό;
- Ποιό είναι, μ' άλλα λόγια, το αληθινό μας πρόσωπο; Ποιό πρόσωπο μας από τα άπειρα μας -κυριολεκτικά- μάς εκπροσωπεί; Αυτό το πρόσκαιρο που φοράμε σήμερα, τώρα, αύριο, κάπως απρόσεκτα ή ενοχικά και που είναι σχεδόν όμοιο με αυτό που φέραμε χτες και προχτές;  Ή, μήπως αληθινό μας πρόσωπο είναι το πρόσωπο της πρώτης μας  νεότητας, εκείνο το νεανικό και ανεπίληπτο, το αρυτίδωτο μέσα κι έξω, που μάς κοιτάει τώρα σαν ξένο και με απορία από το βάθος  ξεθωριασμένων φωτογραφιών ; Γι' αυτό ζωγραφίζει έτσι τα πρόσωπα του ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, συχνά χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, συχνά με διεσταλμένες τις κόρες των ματιών. Τρόμος ή απορία; Πρόσωπα ή προσωπεία; Ποιό είναι το αληθινό τους, το αληθινό μας πρόσωπο; Μια φωτογραφία ή ένας εφιάλτης;
Εκτός κι αν οριστικό μας πρόσωπο θα γίνει το τελικό εκείνο πρόσωπο, το πρόσωπο - έμβλημα του τέλους  που διαμορφώνεται από το ντομίνιο των γερατιών. Εκείνο με τις ρυτίδες και το θαμπό βλέμμα που προετοιμάζεται αργά και αναπότρεπτα για να καταστεί μάσκα του θανάτου. Ένα φαγιούμ είναι τελικά το πρόσωπο που δικαιούμαστε;
Ή, μήπως πάλι, ακόμα χειρότερα, δεν διαθέτουμε - δεν αξίζουμε καλύτερα - κανένα πρόσωπο, απλώς φοράμε βασανισμένες, κουρασμένες μάσκες σαν τους κακοποιούς ή τους θεατρίνους για τις ανάγκες του βαρετού, του άχαρου επαγγέλματος που είναι ο βίος μας ;  Κι όταν αυτός τελειώσει, κι όταν πλησιάσει η τελευταία αυλαία,  ανακουφισμένοι πετάμε τη μάσκα μακριά, αυτό το προσωπείο - μηχανή των ψεύτικων καγχασμών και των υποκριτικών δακρύων. Και αυτό λέγεται απλά θάνατος. Προσέξτε: Όχι ο δικός μας, αυτόν δεν θα τον ζήσουμε ποτέ, αλλά ο θάνατος κάποιου που κατά θανάσιμη σύμπτωση μάς μοιάζει. Αυτός πεθαίνει τελικά.
Και τότε, μόνο τότε, θα δούμε με τα μάτια κλειστά να υποφωτίζεται η μελιχρή σκιά του αληθινού μας προσώπου, μια εικόνα ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη αλλά όσο πιο πραγματική γίνεται. Αφού κάθε στιγμή και σε ζωή και σε θάνατο έχει την δική της μοναδική  αλήθεια και είναι ανόητο να ψάχνουμε το όποιο ψεύδος εκ των υστέρων.



ΥΓ. Έγραψε κάπου ο Mark Rothko προβλέποντας λες τις Τερατολογίες του Διαμαντή Διαμαντόπουλου:
"Χωρίς δαίμονες και θεούς η τέχνη αδυνατεί ν' απηχήσει το δικό μας, το ανθρώπινο δράμα. Οι πιο εσωτερικές στιγμές της τέχνης εκφράζουν αυτή την απογοήτευση. Όταν όμως όλα αυτά τα τέρατα εγκαταλείφθηκαν σαν απαράδεκτες δεισιδαιμονίες, η τέχνη βυθίστηκε στη μελαγχολία". 

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Εικόνες από το Φρέαρ

Λία Σταμοπούλου
Εικόνες από το Φρέαρ 

"Ευτυχία είναι πάντα κάτι που έχει ήδη συμβεί".

Κατά βάθος όλη η ιστορία της ζωγραφικής είναι η επανεγγραφή μιας ανάμνησης. Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας που επιμένοντας στις πανάρχαιες τεχνικές και τις προκατακλυσμιαίες εικόνες δεν εννοεί να μεγαλώσει... Ευτυχώς. Το έργο τέχνης πάλι - και ιδιαίτερα αυτό που χτίζει τον κόσμο των μορφών, δηλαδή η ζωγραφική -  αποτελεί σταθερά μια πρόκληση για περιπέτεια και λειτουργεί σαν αίνιγμα που περισσότερο από την απάντηση ενδιαφέρει το ερώτημα. 
Κι όταν ακόμη μοιάζει η εικαστική δημιουργία απόλυτα προσιτή και εφησυχαστικά αναγνώσιμη, σχεδόν πάντα διαφεύγει από τους προσφερόμενους ορισμούς επισείοντας γοητευτικές διακινδυνεύσεις. Τίποτα το βέβαιο. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα. 
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σ' όλες τις ενότητες της ζωγραφικής έρευνας της Λίας Σταμοπούλου που απλώνονται σε χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων, καθώς υποβόσκει διακριτικά πλην ευδιάκριτα ένας ελεγειακός τόνος, σαν την δυσοίωνη κλίμακα του ρε μινόρε. Ακόμη κι όταν τα σώματα της χορεύουν κι όταν ανοίγουν σαν πέταλα λουλουδιών και συμπλέκονται ερωτικά - όπως συμβαίνει στη σειρά "Κάμα Σούτρα" ή στην "Κινησιολογία της Σκιάς" - πάντα κάποιες αποχρώσεις του γκρίζου ή η καθοριστική παρουσία των μαύρων θα υπογραμμίζουν με νόημα τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Ακόμη κι όταν η αλαζονεία της νεότητας ομνύει στην αθανασία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η ζωγραφική της Σταμοπούλου ξεκίνησε εκρηκτικά πολύχρωμη και πολύχρωμα ευφορική για να καταλήξει μαυροάσπρη, δηλαδή στο σκοτάδι που δημιουργεί ένα ελάχιστο φως και στα μαύρα που επιβάλλονται με δραματικό τρόπο επάνω στα λευκά. Θα έλεγα πώς η ζωγραφική της Λίας είναι εκείνο το ιδεατό σκάκι στο οποίο τα λευκά δεν νικάνε ποτέ. Αφού η ζωγραφική της συμπυκνώνει το δράμα και το έπος. Κι αφού, ό τι κι αν λέμε, ο σκοπός της τέχνης  κατά βάθος είναι να δίνει λόγο ύπαρξης σε ραγισμένους ανθρώπους.  Σκοπός εντελώς διαφορετικός από τον (δεδομένο) ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Κι αφού η τέχνη, κατά βάθος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο σημαίνουσα, η πιο εναργής εκδοχή της υπαρξιακής μας θλίψης. 

Επίσης στην τέχνη τίποτα δεν είναι αφηρημένο. Απλώς το πραγματικό συνορεύει τόσο πολύ με το φανταστικό ώστε αυτά τα δύο να συγχέονται δημιουργικά. Ώσπου στο τέλος μόνη πραγματικότητα να καθίσταται η φαντασία. Σαν ένα είδος οντολογικής Νέμεσης. Όπως συμβαίνει στη σειρά Αρχέτυπα και στην ενότητα Σώματα - Πλανήτες (εκεί δηλαδή που το χρώμα επιστρέφει για να μιλήσει μέσω του μικρόκοσμου που συγκροτεί το ανθρώπινο κορμί τον μεγάκοσμο του σύμπαντος). 

Ιστορικά μιλώντας βλέπω ότι η ζωγραφική μας από τις αρχές του εικοστού αιώνα αρδεύεται από δύο σχολές: Εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα με εξπρεσιονιστικό παροξυσμό και του Τσαρούχη που το αποθεώνει με διονυσιακή λαγνεία. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος και κάπου πιο μακριά ο λυρικός Παπαλουκάς με τον Οικονόμου, τον Μαλέα και τον Νικόλαο Λύτρα. Ο Παρθένης, μόνος του, Θεός ή θηρίον. Η Σταμοπούλου ανήκει στους επιγόνους του Μπουζιάνη μαζί με τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο ή τον φίλο και δάσκαλο της Χρόνη Μπότσογλου. Δηλαδή με εκείνους τους ζωγράφους που σφράγισαν μιαν ολόκληρη εποχή και σχεδίασαν το αισθητικό πρόσωπο και την ταυτότητα μιας πατρίδας. Μια πατρίδα - μνήμη, μία πατρίδα - σώμα, μια πατρίδα - ιδέα. Προσωπικά συνδέω τον Μπουζιάνη με τον Διαμαντόπουλο και μέσω αυτού τους ζωγράφους του '70 που προανέφερα ήδη (Θα μπορούσα να προσθέσω τον Κυριάκο Κατζουράκη, τον Κυριάκο Μορταράκο, την Πελαγία Κυριαζή κ.α). Κάτι τέλος που ενοποιεί και τον Διαμαντόπουλο και όλες αυτές τις τόσο ετερόκλητες αλλά και αυτόνομες προσωπικότητες της κρίσιμης γενιάς του '30 και των νεότερων της μεταπολίτευσης είναι η έκφραση - συχνά αμφίστομη - της έννοιας "Ελληνικότητα" - ή, ακριβέστερα του Ελληνοκεντρισμού - έννοια η οποία στην πράξη, δηλαδή και στον ποιητικό και τον εικαστικό λόγο, προσδιορίζεται άμεσα από την λατρεία του σώματος. Έχουμε λοιπόν μία τέχνη που είναι ασυμβίβαστα ανθρωποκεντρική δηλαδή κλασική παρά τις μοντερνιστικές αναφορές της, η οποία αντιμετωπίζει το σώμα  χωρίς ενοχές ως εκπεφρασμένη ηδονή, ως αισθησιασμό αλλά και ως ιδιάζουσα, πνευματική οντότητα, ως ένδυμα της ψυχής. Από τη μία ο Τσαρούχης με τη μαχητική λατρεία του ανδρικού γυμνού και από την άλλη ο Διαμαντόπουλος με τον συγκεκαλυμμένο αισθητισμό του και την ντροπαλή ενοχή εμπρός στην επιθυμία. Και έπονται, τέλος, οι επίγονοι: Ας πούμε οι Μοτοσυκλετιστές του Μάκη. Γεμάτοι οργή και επιθυμία θανάτου. Αλλά και τόσο διψασμένοι για ζωή. Συμπληρώνω τον ερωτισμό ή το πένθος των γυμνών κοριτσιών του Γιάννη Μόραλη και του Γιώργου Μαυροΐδη αλλά και την σπερματική ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, του εμπειρικού της ηδονής και Πρωτόκλητου. Κι όπως έλεγε ο ίδιος μιλώντας και για τον έρωτα και για την τέχνη:
"Δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι η μη νόμιμοι. Υπάρχουν μόνο έρωτες χωρίς επίθετο." Φαντάζομαι πως θα συμφωνήσετε. Η Λία έχει ήδη συμφωνήσει έμπρακτα. Και με το έργο και με τη ζωή της.

Όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως η τέχνη είναι κυρίως τρόπος για να βλέπουμε όχι τον κόσμο αλλά τον εαυτό μας τον ίδιο μέσα στον κόσμο. Είναι τρόπος να σταθούμε απέναντι σε καταστάσεις υπαρξιακές και να αποδώσουμε εκείνη την αλήθεια που όσο μας ξεπερνά άλλο τόσο υπάρχει μέσα μας και υπάρχουμε μέσα σ' αυτή. Η Σταμοπούλου στην έρευνα και στις διάφορες φάσεις της δουλειάς της άλλοτε αφήνεται αφήνοντας το ένστικτο της να την  οδηγεί και άλλοτε στηριζόμενη στη γνώση και την εμπειρία, λειτουργεί περισσότερο ορθολογικά. Κι όλα αυτά ισχύουν εφόσον αναγνωρίζουμε στη ζωγραφική κάτι ζωντανό κι όχι μουσειακό και εκείνο το νόημα που δεν λέγεται με λόγια. Αντιθέτως. Και είναι τότε που έργο έχει κάποιο λόγο ύπαρξης.
Σε εποχές όπου η τέχνη συχνά καταναλώνεται με την επιπολαιότητα ενός scroll, και η εικόνα αντιμετωπίζεται ως αισθητικό κολάζ χωρίς ουσία, υπάρχουν ακόμη καλλιτέχνες που επιμένουν να σπρώχνουν την εικόνα πίσω στο πεδίο του νοήματος. Να την φορτίζουν με μνήμη, αλήθεια, υπαρξιακό δάκρυ.

Ας είναι λοιπόν αυτή η αναδρομική έκθεση με τον τίτλο "Εικόνες από το Φρέαρ" μια ακόμη απόδειξη της δύναμης που διαθέτει η τέχνη τόσο για να παρηγορεί όσο και για να υπερβαίνει την φθορά κάνοντας ένα βήμα προς το φως. Εκείνο το ιδιαίτερο, το δυσπρόσιτο, πνευματικό φως που γεννιέται σαν από θαύμα μέσα από χρώματα, από σκιές αλλά και αποκαλυπτικές σιωπές... Η ζωγράφος μέσα από ένα υπαρξιακό βάθος, μέσα από την αγωνία της ύπαρξης, ή και την μελαγχολία και την κατάθλιψη λόγω της φθοράς που κατάσταρκα φέρει ο άνθρωπος, αναθρώσκει, κοιτάζει από την άκρη του το φρέατος επάνω ψηλά και βλέπει τον ουρανό και τις εικόνες του. Αυτές τις εικόνες ζωγραφίζει. Αντιμετωπίζοντας το σώμα - όπως όλη η ζωγραφική του εξπρεσιονισμού - ως υπαρξιακό δράμα αλλά και σαν δυνατότητα ανάστασης. 

Λένε - και κατά τη γνώμη μου πολύ ορθά - ότι το σχέδιο είναι η τιμιότητα της τέχνης. Της κάθε τέχνης θα συμπλήρωνα: Από την ζωγραφική ως τη μουσική κι από την αρχιτεκτονική ως τη φωτογραφία ή και το σινεμά. Εφόσον σχέδιο σημαίνει την άμεση, αυθόρμητη οργάνωση της πρώτης, πυρηνικής σκέψης, της σπίθας εκείνης που ξεκινάει από το ασυνείδητο για να καταλήξει μέσα από μυστικές, απροσδιόριστες διαδικασίες σ' αυτό το λογικό σχήμα που θ' αποτελέσει τη μήτρα του τελικού έργου τέχνης. Την ολοκλήρωση, την τελική ενσάρκωση της έμπνευσης, αυτής της τόσο περίεργης λέξης όσο και πολύτιμης λέξης...Στο πρωταρχικό σχέδιο, που μπορεί να είναι ένα απλό σκαρίφημα αλλά και μία εξαιρετικά επιμελημένη από πλευράς φόρμας εικόνα, αντιλαμβάνεται κανείς και τις τεχνικές δυνατότητες αλλά και την ποιότητα σκέψης της δημιουργού. Την συναισθηματική φόρτιση αλλά και ήθος αφού, ας το πούμε ξανά, αισθητική σημαίνει πρωτίστως ηθική. Αλλιώς το όλο εγχείρημα καταντά διακόσμηση και η εύκολη συγκίνηση των μικροαστών που καμώνονται τους εστέτ. Το σχέδιο στην Σταμοπούλου διαθέτει σταθερά, από τα μολύβια και τα κάρβουνα ως τις ακουαρέλες μιαν επίζηλη πρωτοκαθεδρία. Είναι η εσωτερική της ασφάλεια, η εσωτερική της έκφραση αλλά και η βαθύτατη απόδειξη ότι κατέχει την τέχνη της αλλά και τις ποικίλες τεχνικές της τέχνης αυτής. Αν κανείς παρατηρήσει τα πρώτα σχέδια της Σχολής με το μοντέλο, την περίφημη Έφη ως τις τελευταίες της μνημειακές συνθέσεις στις οποίες κυριαρχεί η mentalité του σχεδίου, θα διαπιστώσει μιαν συνεχή, όσο και συνεπή εξέλιξη. Αφού το σχέδιο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της εικαστικής της σκέψης. Αυτό δηλαδή που μέσα απ' τη χρήση του ακόμη και του ανορθόδοξου ή του παράταιρου επιτυγχάνει να εκφράσει το υψηλό και το αισθητικό. Την ζωγραφισμένη εικόνα ως απείκασμα ενός πολύτιμου, ψυχικού τοπίου. Ενός έσω κόσμου. Της διαφωράς κατά Ντεριντά ή του συμβολικού σημαίνοντος κατά Λακάν. Εγώ πάλι θα έλεγα απλά : "Ζωγράφισε ό τι δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πεις. Ζωγράφισε πρώτα με τα μάτια κλειστά"! 


Υστερόγραφα: 

1. Ο συλλέκτης

«Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά
πτώματα από τον ουρανό
λουλούδια

κι ό,τι το καλό
σ’ αυτό τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει

ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός
ο Σταυραετός να φεύγει

αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν

ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας

μονάχα η ψυχή στ’ αφτί μου

ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;»

Μίλτος Σαχτούρης

2. Ο Διαμαντόπουλος στα πορτρέτα του ζωγραφίζει αποκλειστικά νεκρούς έστω κι αν αυτοί δεν έχουν ακόμη πεθάνει. Η ζωγραφική ως τελετουργία θανάτου και μύηση στον υπαρξιακό τρόμο. Όπως κι ο Μίλτος Σαχτούρης στους στίχους του. Αυτό είναι το μυστήριο αλλά και το μεγαλείο της δουλειάς του. Η οικείωση με το επέκεινα όχι σαν μεταφυσική αλλά ως η φυσική της ύπαρξης. Η Μοίρα των αρχαίων Ελλήνων που εξακολουθεί να στοιχειώνει τους σύγχρονους. Η βασική ιδεολογική συνιστώσα της γενιάς του '30. 

3. Μια παραλλαγή της ζωγραφικής από τον Κορνάρο:
''...με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες''.
Ερωτόκριτος, Γ΄, 1633-1636


4. "Η Ελλάδα ζει από τις εξαιρέσεις"
Γιάννης Τσαρούχης 

5. Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας πείσει να αφήσουμε τη σημαία της φαντασίας
 Αντρέ Μπρετόν, μανιφέστο Α, 1924

25/8/2025     

Μια Αφροδίτη για τον καθένα

Όλοι μας δικαιούμαστε μιαν Αφροδίτη. Όπως κι οι Αφροδίτες δικαιούνται κι αυτές τον Άρη τους. Η Αφροδίτη όμως της Δρέσδης είναι μοναδική. Έργο του Giorgione ( 1475/6 - 1510 ) μαθητή του Bellini και σύγχρονου του Tiziano τον οποίο πάντως πρόλαβε σε καινοτομίες και υπερέβαλε σε πειραματισμούς ή δημιουργία υποβολής. Πρόκειται πραγματικά για έναν αινιγματικό και πολυσήμαντο πίνακα. Με την γυμνότητα του μοντέλου να προσλαμβάνει σχεδόν μεταφυσική διάσταση.

... Ιδού, λοιπόν, ένα από τα μυστήρια της τέχνης: Ο Τζορτζόνε με δέκα μόλις γνωστά έργα που του αποδίδονται με ασφάλεια, είναι πιο μεγάλος καλλιτέχνης από τον Τισιανό με τα εκατοντάδες αριστουργήματα. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι ο ένας πέθανε νεότατος από χολέρα, σε μιαν πανδημία όπως και τώρα, ενώ ο άλλος υπερήλικας και αποδεκτός από αυτοκράτορες ή βασιλιάδες. Το κατεστημένο δηλαδή της εποχής. Κι ότι ως πρόσφατα κάποια  έργα του Τζορτζόνε χρεώνονταν στον Τισιανό. Καθόλου περίεργο πράγμα αφού πολλές ημιτελείς συνθέσεις του συμπληρώθηκαν από τον ίδιο τον Τισιανό, τους μαθητές του αλλά και από τον Sebastiano del Piombo. 

Εν προκειμένω η Αφροδίτη της Δρέσδης (1505 π.) υπήρξε το πρότυπο για την Αφροδίτη του Ουρμπίνο του Τισιανού τριάντα ολόκληρα χρόνια αργότερα! Φιλοτεχνήθηκε την ίδια εποχή με την Μόνα Λίζα και θεωρείται ανώτερη της στο αίνιγμα και την ατμόσφαιρα. 

Εδώ η γυμνότητα της κοιμωμένης θεάς είναι τόσο φυσική αλλά και μυστηριώδης όσο και το τοπίο του ιταλικού βορρά γύρω της. Η στάση της θυμίζει την "Εύα" του Κωνσταντίνου Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη μόνο που εδώ η αιδημοσύνη είναι το κύριο χαρακτηριστικό της γυναίκας. Τα κλειστά της μάτια μάλιστα επιτρέπουν στον άντρα θεατή - βιαστή να την κουρσέψει ανενόχλητος με το βλέμμα της επιθυμίας. Η τέχνη του Τζορτζόνε συνδιαλέγεται άμεσα με την καθαρή ποίηση. Έγραφα πριν χρόνια:

" ... ο Τζορτζόνε επιτυγχάνει μια μοναδική απόδοση της ερωτικής χαράς αλλά συγχρόνως της γλυκιάς μελαγχολίας που δημιουργεί ο έρωτας". Τέλος, εδώ ο ύπνος υποδηλώνει και την ερωτική πράξη αλλά και τον επικείμενο "θάνατο" της σχέσης. Ή μήπως υπονοείται επιπλέον μια μορφή αυτοϊκανοποίησης; Αν σκεφτεί κανείς πως είναι ιδιωτική παραγγελία και μάλιστα από ανθρώπους υψηλού επιπέδου και ελευθερίων τρόπων ζωής, η υπόθεση είναι πολύ εύστοχη. (Επειδή με ρωτήσατε πολλοί αλλά όχι πολλές)!


( από το βιβλίο μου Μια Ιστορία της Ζωγραφικής, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 199 )



2.  (Κείμενο της πιο καλής μου μαθήτριας)


Διαβάζοντας το προοίμιο της Ιλιάδας στέκομαι στο στερεοτυπικό μοτίβο της έναρξης των επών σύμφωνα με το οποίο πάντα η Μούσα εμπνέει τον ποιητή. Εκτός της Οδύσσειας και της Ιλιάδας το ίδιο συμβαίνει στα έπη του Ησίοδου κλπ. Να η ιστορική μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά: 

"Ψάλλε, θεά, τον τρομερόν θυμόν του Αχιλλέως, πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων." 


Πώς εικονίζονται όμως οι μούσες στη ζωγραφική;  Στο μυαλό μου έρχεται ο πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου "Ποιητής και Μούσα", του 1938.  Κι όπως είναι φυσικό στον πασίγνωστο πίνακα του Nicolas Poussin, L' enspiration du poète, του 1629, στο Λούβρο. Η Έμπνευση του Ποιητή!

 Εδώ, αριστερά παρουσιάζεται  η μούσα της ποίησης, η Ευτέρπη ή η Καλλιόπη, δεξιά ο ποιητής που δέχεται την έμπνευση, εξ ορισμού θεόπνευστη, και στο μέσο ο θεός Απόλλωνας, η πηγή των τεχνών. Ο μετρημένος κλασικισμός του Πουσέν υπηρετεί εν προκειμένω την τόσο θεατρική σκηνογραφία του μπαρόκ. Οι ομοιότητες των δύο πινάκων είναι προφανείς ώστε να υποθέσουμε βάσιμα ότι ο κλασικός του ελληνικού σουρεαλισμού, ο γαλλομαθής Εγγονόπουλος, επηρεάστηκε άμεσα από τον μέγιστο εκπρόσωπο του γαλλικού Μπαρόκ. Εν προκειμένω η Μούσα παραδίδει στον ποιητή - νευρόσπαστο ένα βιολί. Ένα βιολί που όμως εκείνος δεν έχει χέρια για να παίξει. Μπορείτε να βρείτε τις ομοιότητες τους;  Ή, έστω κάποιες από τις διαφορές;