“Το ξέρω. Με γνωρίζεις από το πρόσωπό μου. Με γνωρίζεις ως πρόσωπο και ποτέ δεν (με) γνώρισες διαφορετικά. Έτσι δεν μπόρεσε να σου περάσει η ιδέα ότι το πρόσωπό μου δεν είμαι εγώ.” Ο Πωλ απάντησε με την καρτερική στοργή ενός γέρου γιατρού: “Πώς μπορείς να παριστάνεις ότι δεν είσαι το πρόσωπό σου; Ποιος βρίσκεται πίσω από το πρόσωπό σου; Φαντάσου ότι έχεις ζήσει σ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν καθρέφτες. Θα το είχες ονειρευτεί το πρόσωπό σου, θα το είχες φανταστεί σαν ένα είδος εξωτερικής αντανάκλασης αυτού που θα υπήρχε μέσα σου. Κι έπειτα, υπόθεσε ότι στα σαράντα σου χρόνια θα σου έτειναν έναν καθρέφτη. Φαντάσου τη φρίκη σου. Θα είχες δει ένα τελείως ξένο πρόσωπο. Και θα είχες καταλάβει καθαρά αυτό που αρνείσαι να παραδεχτείς: το πρόσωπό σου δεν είσαι εσύ.”
Μίλαν Κούντερα, «Η Αθανασία» εκδ. Εστία, μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Αθήνα 1991
Η πρώτη εκδήλωση πολιτισμού πριν την ταφή των νεκρών ή την χρήση της φωτιάς, είναι η ανακάλυψη του ειδώλου, η αντανάκλαση του εαυτού σε μιαν ακίνητη επιφάνεια. Σε μια λίμνη – καθρέπτη. Είναι τότε που ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του και ταυτίζει τη συνείδηση του εγώ του με κάτι άλλο εκεί έξω. Το πρόσωπό του γίνεται ο αντικειμενικός προσδιορισμός ενός απροσδιόριστου αριθμού μη αντικειμενικών πραγμάτων. Είναι τότε που η κλίση της προσωπικής αντωνυμίας γίνεται εξίσου αυθαίρετη όσο και αναγκαία όπως και μια μαθηματική εξίσωση. Τι σημαίνει “εγώ”; Να όλος μας ο πολιτισμός στον πιο αυταπόδεικτο παραλογισμό του. Ας γυρίσουμε όμως πάλι σ' εκείνο το ον που συλλαβίζει το πρόσωπό του εμπρός σε έναν καθρέφτη, ή τη σκιά του στο τοίχο. Μπορεί να είναι ο Νάρκισσος που τρελαίνεται από έρωτα για κάτι που δεν μπορεί να αγγίξει, μπορεί να είναι ο Rembrandt που ψάχνει στις αλλεπάλληλες αυτοπροσωπογραφίες του την αιτία που τον γερνά κάθε μέρα και πιο πολύ, την αιτία της δυστυχίας του. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Αυτός εκεί έξω είμαι εγώ εδώ μέσα. Ασύλληπτο! Ίσως γι αυτό οι ψυχολόγοι έχουν ονομάσει εκείνη την περίοδο της βρεφικής ηλικίας που το νήπιο αναγνωρίζει έκθαμβο το είδωλό του «εποχή του καθρέφτη». Πράγμα που τους απαλλάσσει από την υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων ή ερμηνειών. Ο Κούντερα πάλι στην «Αθανασία» του βάζει την Ανιές να διαμαρτύρεται στον Πωλ ότι όχι δεν ταυτίζεται αυτή και το πρόσωπό της. Υπονοώντας ίσως πως το πρόσωπό μας είναι μια κοινωνική σύμβαση, μια εφεύρεση που υποτίθεται ότι δείχνει όσα δεν δείχνονται. Ό,τι δηλαδή ήταν η ζωγραφική κατά τον πασίγνωστο ορισμό του Paul Klee. Κι εγώ προχωράω ακόμη περισσότερο και λέω πως το πρόσωπο δεν υπάρχει. Πως υπάρχουν μόνο οι άπειροι καθρέφτες που κάποτε καθρέφτισαν τα άπειρα των απείρων πρόσωπα· τα οποία εντούτοις δεν υπάρχουν πια. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αλλά και οι ίδιοι οι καθρέφτες έσπασαν θάμπωσαν ή θα σπάσουν κι αυτοί κάποτε προμηνύοντας άπειρες επταετίες γρουσουζιάς. Στο διηνεκές. Όμως πως μπορεί ένα πρόσωπο να μην υπάρχει; Έστω λοιπόν πως υπάρχει, για την τιμή της μνήμης, ένα κοριτσίστικο πρόσωπο που κάποτε μας κοίταξε και γιαυτό χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συνείδηση μας. Υπάρχει λοιπόν όσο εξακολουθεί να υπάρχει η ανάμνησή της. Το δικό μας όμως αποκλειστικό πρόσωπο όσο νομίζουμε ότι το διαφεντεύουμε τόσο αυτό μας διαφεύγει. Κάθε μέρα γίνεται ανεπαισθήτως πιο διαφορετικό όσο και αν εξορκίζουμε τον καθρέφτη μας πυρετικά για το αντίθετο. Όσο κι αν κοιταζόμαστε με φόβο και με μάτια, στην πραγματικότητα, μισόκλειστα. Το πρόσωπο μας φεύγει, μα διαφεύγει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Για παράδειγμα, ποιο πρόσωπο θα διαλέγαμε να μας αντιπροσωπεύει στην αιωνιότητα, με ποια προσωπίδα θα θέλαμε ν αναστηθούμε όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες; Με το πρόσωπο των είκοσι, των σαράντα, των εξήντα χρόνων; Ή, με μια σύνθεση όλων αυτών βγαλμένη από ένα θεϊκό και γιαυτό ακριβοδίκαιο υπολογιστή; Κι έτσι όμως αν είναι, εκείνο το πρόσωπο που πρωτοσυλλάβισε μια πρόταση, που πρωτοφίλησε ένα άλλο πρόσωπο – φιλώντας κατ ουσίαν το πρόσωπό του – εκείνο το πρόσωπο που ακτινοβολούσε στον καθρέφτη του μπάνιου ενώ ετοιμαζόταν για ένα βραδινό χορό, για κάποια θριαμβευτική επέτειο, για κάποια στιγμή δόξας ή χαράς δεν θα το ξαναδούμε ποτέ πια. Και ίσως για αυτό φτάνουμε στο θλιβερό συμπέρασμα πως το πρόσωπό μας δεν το είδαμε ποτέ παρά μόνο αρκεστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια σε χλωμές καθημερινές εκδοχές ενός τριαντάφυλλου που όσο πιο πολύ φυλλορροούσε τόσο πιο πολύ άγγιζε το τίποτε. Η Ανιές η γυναίκα του Πωλ συνειδητοποίησε ότι δεν αγαπούσε πια τον άντρα της όταν κατάλαβε πόσο πολύ έμοιαζε στη μάνα του. « Ήταν σαν να είχε ξαπλωμένη επάνω της μια γηραιά κυρία» γράφει ο Κούντερα Κι ο Ηράκλειτος πάλι αυτό εννοεί όταν ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές το ίδιο ποτάμι. Κάθε στιγμή το καθρέφτισμα του εαυτού μας είναι διαφορετικό, το πρόσωπό μας έχει αλλάξει αδιόρατα. Πράγμα που σημαίνει ότι κι εμείς οι ίδιοι έχουμε ανεπαίσθητα όσο και αναπότρεπτα αλλάξει!
ΥΓ. 1 Μιλώντας για καθρέφτες και είδωλα το μυαλό μου πάει στη μακρόβια, ίσως λόγω δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας εκπομπή της ΕΡΤ «Η εποχή των εικόνων». Τι αφελής στη ματαιόδοξη πόζα του, τίτλος! Σίγουρα τον σκέφτηκε κάποιος διανοούμενος εικαστικός και τον σφύριξε στην αειθαλή παρουσιάστρια. Κι αυτή τον υιοθέτησε, αβασάνιστα. Λες και υπήρξαν εποχές χωρίς εικόνες ή λες και η εποχή μας δεν χαρακτηρίζεται κυρίως τόσο από την καταβαράθρωση της εικόνας μέσα από την ηλεκτρονική της τερατογονία όσο και από την έκλειψη του οποιουδήποτε νοήματος. Αν λοιπόν αυτάρεσκα εκθειάζουμε μιαν εποχή των εικόνων, τότε απλώς δεν έχουμε αντιληφθεί σε ποια κρίση των εικόνων ζούμε. Δηλαδή σε ποια κρίση του λόγου ο οποίος και παραμένει ο μόνος που μπορεί να νοηματοδοτήσει εικόνες. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες. Δηλαδή τηλεοπτικές ευκολίες οι οποίες οφείλουν να συρρικνώσουν τη σκέψη σε σύντομες, εύληπτες ατάκες αλλά και την ίδια την οπτική διαδικασία, τη χαρά του οράν σ' ένα κατασκευασμένο σοκ, που θα ζήσει τόσο όσο του επιτρέψει η εμφάνιση ενός καινούριου σοκ πολύ πιο κατασκευασμένου πολύ πιο «θεαματικού». Αυτή είναι η εποχή των εικόνων “τους”. Δηλαδή μια περίοδος όπου η υπερπροσφορά της οπτικής φλυαρίας απαγορεύει σχεδόν τη δημιουργία οπτικής συνείδησης. Εννοώ ουσιαστικής σχέσης τόσο με τις εικόνες όσο, και τα περιεχόμενα τους. Πραγματικά ή υποτιθέμενα. Έστω κι έτσι όμως μια εικόνα, δηλαδή κατ ουσίαν ένα συμβολοποιημένο “κείμενο”, μια πληροφορία κωδικοποιημένη αλλιώς, πέραν της γραφής, της βασικής δηλαδή μήτρας κάθε εικονοποιίας, αποτελούσε ανέκαθεν αφορμή για σκέψη. Αλλιώς δεν είχε λόγο ύπαρξης. Και μην ξεχνάμε πως ποτέ δεν υπήρξε συγκλονιστικότερη εικόνα από εκείνη της γραφής της ίδιας. Η οποία και εγκαινίαζε τις εποχές των εικόνων. Ανέκαθεν...
Μια και ο λόγος για καθρέφτες, βρήκα θέμα που πιθανόν να σας ενδιαφέρει. Ρίξτε μια ματιά στην ανάρτηση (των σχολίων συμπεριλαμβανομένων) τη σχετική με την Τήνο, στο :www.manivestogallery.blogspot.com
ΑπάντησηΔιαγραφή