Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Γ. Σεφέρης
Για ποιόν άραγε φτιάχνονται σήμερα τα έργα που φτιάχνονται; Το κοινό λιγοστεύει δραματικά, στρέφει τα νώτα του στην ομορφιά από απόγνωση και αντικαθίσταται από βιαστικούς καταναλωτές που προτιμούν αντί της τέχνης τη χρησιμότητα. Οι αληθινοί δημιουργοί, δηλαδή οι ευαίσθητοι, οι απελπισμένοι δημιουργοί που έχουν συνείδηση όλης της ματαιότητας της εποχής αλλά και που ο τρόμος της ομορφιάς τους καίει τα σπλάχνα, ασφυκτιούν τώρα διαπιστώνοντας πως δεν έχουν λόγο καλλιτεχνικής ύπαρξης … παρ΄ όλα αυτά συνεχίζουν. Ίσως ελπίζοντας πως τα έργα τους σήμερα θα βρουν φιλικά βλέμματα και ανοιχτές συνειδήσεις στους θεατές του αύριο. Ξέρουμε όμως με μια βεβαιότητα σχεδόν μαθηματική πως οι άνθρωποι του μέλλοντος θα είναι χειρότεροι –δηλαδή πιο αδιάφοροι- από τους σημερινούς. Με όλο και λιγότερες αισθητικές προσλαμβάνουσες, όλο και λιγότερες εστίες αντίστασης.
Απ’ την άλλη, οι άνθρωποι του παρελθόντος, εξιδανικευμένοι μέσα στα μαύρα τους φωτοστέφανα και τις τέφρες, με δεδομένες τους σημαίες την ανθρωπιά ή την ευαισθησία, θα ήσαν διαχρονικά οι ιδανικοί αποδέκτες των έργων τέχνης.
Άρα ζωγραφίζουμε, όσο ακόμη αντέχουμε να ζωγραφίζουμε, για τους νεκρούς …
Σαν πράξη υψίστης γενναιότητας. Αυτές τις σκέψεις, που επ’ ουδενί θεωρώ μακάβριες, μου προκάλεσε η γνωριμία με τα πρόσφατα έργα του Τζουλιάνο Καγκλή. Ζωγραφικές νοσταλγικές ενός χαμένου παραδείσου, χρωματικές συμφωνίες σε σουρντίνα ώστε να καταστούν εικόνες τα μύχια όνειρα και οι φόβοι των ανθρώπων.
Γιατί, ναι, η ζωγραφική του Καγκλή έχει πλέον το κύρος να μην εκφράζει μόνο το υποκείμενο που την παρήγαγε αλλά και πολύ περισσότερους ανθρώπους. Ανθρώπους οι οποίοι ζουν ανάμεσά μας και έχουν την αξιοπρέπεια να μην φοβούνται τους φόβους ή τις επιθυμίες τους, να θέλουν να ζήσουν αλλιώς. Εφόσον το βλέμμα ποτέ δεν σιωπά, εφόσον ποτέ η ματιά δεν είναι αθώα. Οι συνθέσεις του Τζουλίανο ξεκόβουν πλέον από την ασφάλεια ενός διαλόγου ανάμεσα στην, συνήθως γυναικεία, φιγούρα που χτίζεται με έντονα φωτιστικά κοντράστα και στο υδαρές φόντο που την αγκαλιάζει σαν αμνιακό υγρό και εκτίθενται σε φόρμες πιο επιθετικές, ημιτελείς, σε τοπία που διεκδικούνται από ανθρώπους και αγρίμια, σε φασματικές μορφές που ζουν την έκρηξη της ζωής σαν να ήταν η έκρηξη του θανάτου τους. Αισθησιασμός, σκοτεινιά, αίμα που λάμπει, αίμα που σκοτάζει, σώματα που σπαρταρούν στην κορύφωση της ύπαρξής τους, νεότητα που ανεπαισθήτως βουλιάζει όχι στο γήρας αλλά στην παρακμή ή στο θάνατο. Φιγούρες που έρχονται από ένα παρελθόν της μνήμης και κατευθύνονται στο μέλλον μιας ζωής που δεν θα υπάρξει ανάμεσα στην αφήγηση – αναπαράσταση και στο οπτικό πάρισο του συναισθήματος. Στους πίνακες του Καγκλή εντέλει οι ζωντανοί είναι αγαπημένοι σαν νεκροί….
ΥΓ: Οι γυναίκες του Καγκλή σκύβουν ή χορεύουν ή περιμένουν. Χορός, η πρώτη ή η τελευταία ευκαιρία του θήλεος.
Μάνος Στεφανίδης
4 Φεβρουαρίου 2011
Όταν τα κείμενα από αγάπη εκπορεύονται
ΑπάντησηΔιαγραφήσπορά είναι ομορφιάς στην ψυχή
Τέτοια, κυρίως, έχουμε ανάγκη
όταν η εποχή
δύσμορφη και είναι και φαίνεται
Και σκληρή...