Οι λέξεις που
κάποτε άλλα σήμαιναν τώρα ηχούν αλλιώς
εντός μου. Χτες πήγα στους τελευταίους
Χαιρετισμούς για να ακούσω όλους τους
οίκους του Ακάθιστου.
Ήταν στη μικρή
εκκλησία του Αγίου Νικολάου πίσω από
το Βυζαντινό Μουσείο και πλάι στο Λύκειο
του Αριστοτέλη. Ήταν ωραία και απλά
καθώς όλο το εκκλησίασμα έψαλλε μαζί
με το χορό.
Περίμενα να σε
δω εκεί αλλά δεν σε είδα. Έψαχνα τα
λευκασμένα σου μαλλιά σ΄ άλλα σκυφτά
κεφάλια, σ’ άλλες γερόντισσες που είχαν
κι αυτές το πρόσωπό τους χωμένο στη
σύνοψη σαν κι εσένα. ‘Ηλπιζα ότι θα σου
έδινε μια μικρή άδεια ο Ουρανός για να
ξανακούσεις τα γνωστά λόγια που τόσο
αγαπούσες. Μπορεί πάλι να ήσουν εκεί
αλλά εγώ να μην σε είδα απορροφημένος
από τα δικά μου. Την ανασφάλειά μου, την
ολίγιστη πίστη μου. Ή, μπορεί να είχες
πάει στον Άγιο Δημήτριο στη γειτονιά
μας, εκεί που πηγαίνουν οι φίλες σου.
Όσες έχουν απομείνει πια. Εγώ, δεν
πιστεύω, όπως θα θυμάσαι, σε τίποτα…
Μόνο σ’ εσένα και στο μπαμπά. Αφού μόνο
εσείς υπάρχετε, εσείς έρχεστε στον ύπνο
μου, εσείς με συμβουλεύετε για τα παλιά.
Τα μόνα εντέλει που υπάρχουν. Κατά τα
άλλα οι λέξεις αλλάζουν συνέχεια
σημασίες, άνθρωποι αντικαθιστούν άλλους
ανθρώπους. Οι «τελευταίοι» Χαιρετισμοί
έχουν πάντα κάτι το τελεσίδικο. Τελευταίοι
για ποιους και πότε; Αν σκεφτείς ότι με
πήγαινες στον Άη Δημήτρη από όταν ήμουν
βρέφος, πρέπει να έχω παρακολουθήσει
περισσότερες από πενήντα τέτοιες
ακολουθίες στη ζωή μου. Χαιρετίσματα
θα μου πεις εσύ έχεις παρακολουθήσει
κοντά ογδόντα. Πάντα βέβαια έρχονται
οι τελευταίοι. Αλλά και η ελπίδα πως οι
«τελευταίοι» δεν θα είναι οι τελευταίοι.
Εξ ου κι η κατά βάθος τόσο απελπισμένη
ευχή «και του χρόνου!»
Πόσων χρόνων
χρόνος χωράει στο «του χρόνου»; Πόσες
ακόμη φορές; Πότε τελειώνουν τελειωτικά
οι «τελευταίοι»;
Μήπως γι’ αυτό
πήγα εχτές; Για να τους ξορκίσω;
Εν πάση περίπτωσει
μπήκα ήδη στο κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας
που επισημοποιείται κορυφούμενο με το
πέρας των Χαιρετισμών. Της πιο σημαντικής
εβδομάδας του χρόνου για όποιον ξέρει
να (την) ζει, όπως μ’ έμαθες. Ήλπιζα
βέβαια να σε δω χτες, μια σκιά στις θέσεις
των γυναικών. Ήλπιζα πως θα ήθελες και
συ να με συναντήσεις. Για μια στιγμή
φαντάστηκα κιόλας ότι σε είδα. Στη μικρή
ιδιοτελή σου αθανασία που την έφτιαξε
η δική μου ανάγκη. Με ολωσδιόλου
χειροποίητα, προσωρινά μέσα. Καθώς
άκουγα τα «χαίρε» τα «κεχαριτωμένη» ή
τα «νύμφη ανύμφευτε», πως μου ήρθε ότι
αναφέρονταν σε σένα; Κοντούλα πλην
χαριτωμένη με το πανέξυπνο βλέμμα ως
τα βαθιά γεράματα, το πείραγμα πάντα
στα χείλη και την αναγκαστική αγνότητα
αφού ο άντρας σου έλειπε χρόνια στα
καράβια. Γι’ αυτό λοιπόν πήγαινες στους
«Χαιρετισμούς»! Γιατί ήξερες ότι σε
αφορούσαν. Μήπως και εγώ για τον ίδιο
λόγο δεν θέλω να τους χάνω κάθε χρόνο;
Μπερδεμένες οι
αγαπημένες γυναίκες στο μυαλό μου,
αγαπημένες και κάποτε-κάποτε μισητές,
αλλά πάντα κεχαριτωμένες, με κυρίαρχη
την υψηλή την παθητικότατη κατασκευή
της Παναγίας, ένα από τα ποιητικότερα
δημιουργήματα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ενός θνητού πολιτισμού που από τη πρώτη
στιγμή της εμφάνισής του βάλθηκε να
φτιάχνει αθάνατα δημιουργήματα για
απαντοχή.
Σιγόψελνε το
εκκλησίασμα τα «χαίρε» χαμήλωναν ακόμη
περισσότερο τα σκυμμένα κεφάλια κι
όποιος έκλεινε τα μάτια, έβλεπε πλάι
αγαπημένους νεκρούς να χαίρονται κι
αυτοί με τις αθάνατες λέξεις και τα
κυμαινόμενα νοήματα όμοια με κύματα
θαλάσσης. (θάλασσα, το απόλυτο σημαίνον,
τα κύματα της σημαινόμενα).
Χαμήλωνε έξω
το φως, ακούγονταν τα τελευταία τιτιβίσματα
αόρατων πουλιών, σαν ψυχές. Ένιωθα βαθιά
να συμβαίνει κάτι χωρίς να μπορώ να
εξηγήσω τι, κάτι που με λίγωνε σαν να
πολιορκούνταν όλοι μου οι πόροι από τον
σύμπαντα χρόνο της ζωής μου. Ήταν σαν
να με φιλούσαν στο στόμα με υγρά φιλιά
όσοι δεν ζούσαν πια πουθενά αλλού παρά
μέσα στην καρδιά μου. Υγρά χείλη,
βουρκωμένα μάτια και αιφνίδια να
συνειδητοποιώ τι πραγματικά σημαίνει
μια λέξη που έχω ακούσει παθητικά
χιλιάδες φορές : απειρόγαμε.
Έτσι προσφωνεί
τη Μαρία ο κρυφά ερωτευμένος με το
ίνδαλμά του υμνωδός. Και συνειδητοποιώ
αιφνίδια πόσος παγανισμός χωράει μέσα
στην πρωτοβυζαντινή σεμνοπρέπεια. Το
άπειρο ερωτεύεται το ελάχιστο, το όλον
σπαρταράει για να χωρέσει στο κλάσμα,
το μέρος εξισούται με ό, τι το υπερβαίνει,
υπερεκχειλίζει η αίσθηση καλύπτει το
σώμα της έννοιας, της θεωρίας. Σήμερα
Γάμος γίνεται όπως και πάντα και όλοι
και όλα είναι ελεύθερα ν’ αγαπηθούν.
Τα πάντα τώρα εξηγούνται : Διόνυσος,
Αριάδνη, Πενθέας, Αγαύη τα κορίτσια-Βάκχες,
οι Μωραί Παρθένοι, ο μυστικός αρραβώνας
του Βρέφους με την Αικατερίνη, ο Ιωσήφ
ο μνήστωρ, η Κεχαριτωμένη, η καλύτερη
των καλυτέρων με άπειρο τον έκοχο γάμο
της. Απειρόγαμος. Το άπειρο ως νυμφίος.
Έτσι κάπως νικιέται ο θάνατος. Ή καλύτερα,
παύει να έχει τόσο απόλυτη, τόσο ακατάλυτη
σημασία…..
Απρίλιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου