Μια ιεροτελεστική πράξη του Βλάση Κανιάρη στη γκαλερί The Breeder
Χρόνος δράσης: Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009, 8-10 μμ
Διάρκεια έκθεσης: Παρασκευή 6 και Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009, 12-8μμ,
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009, 5-8μμ
Στην οδό Ιάσονος, στο Μεταξουργείο, την red light district της Αθήνας, ανάμεσα σε χαμηλά πορνεία και ντροπαλούς οικονομικούς μετανάστες, ο Βλάσης Κανιάρης θα πραγματοποιήσει στις 5 Νοεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, μια ιδιότυπη ιεροτελεστία, το “Αντίδωρο”. Πρόκειται για μια δράση στο χώρο που τον απασχολεί εντατικά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, συμπυκνώνοντας πρακτικά προβληματισμούς πενήντα χρόνων: “Τί είναι έργο τέχνης; Πώς διακινείται; Mε ποιούς τρόπους το προσλαμβάνει το κοινό και πώς αυτό ευαισθητοποιείται; Τί σημαίνει συμμετοχή ή διαμεσολάβηση; Ποιός καρπώνεται την υπεραξία της καλλιτεχνικής ιδέας; Πόσο επίκαιρος ή όχι είναι ο Duchamp και το έργο του σήμερα; Πόσο καλλιτέχνης είναι ο καθένας; κτλ.”
Το βράδυ λοιπόν της 5ης Νοεμβρίου, όταν οι επισκέπτες στα σπίτια της Ιάσονος πυκνώνουν και τα σώματα, λευκά ή έγχρωμα, προσφέρονται σαν αντίδωρα ενός παραδείσιου έρωτα που κακοφόρμισε έναντι 15 ευρώ, ο Κανιάρης θα προσφέρει σε όσους πιστούς έναν μεγάλο του πίνακα, έναν “τοίχο” από την δεκαετία του ’80, διαστάσεων 2,5x10 μέτρα, τεμαχίζοντάς τον και μοιράζοντάς τον, όπως ο Χριστός την Μεγάλη Πέμπτη τον Άρτον και τον Οίνον. Θα προβεί, λοιπόν, ο καλλιτέχνης σε μια κοινωνία-επικοινωνία και σε έναν μελισμό-διαμελισμό. Αυτή η πράξη στην ιερατική γλώσσα και εικονογραφία ονομάζεται “μελισμός” από το μέλος του σώματος ή το μέλος-μέλισμα της μουσικής, δηλαδή τη γλύκα της ακοής. Δηλαδή το ένα νόημα ανακαλεί κάπως αυθαίρετα – ή μήπως όχι; - ένα άλλο, με το οποίο συγγενεύει μεν ηχητικά αλλά όχι και ως προς το περιεχόμενο.
Παίζουμε με τις λέξεις; Ναι, κι αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι, επειδή πρόκειται έτσι να ενδυθούν νόημα οι εν πολλοίς α-νόητες εικόνες που μας κατακλύζουν και μας εξουθενώνουν. Βλέπετε στην εποχή των εικόνων, η εικόνα χρειάζεται πρώτα πρώτα και το νόημά της. Πώς εξορκίζουμε λοιπόν την κρίση της τέχνης, δηλαδή τη δική μας αδυναμία να λειτουργήσουμε καθοσιωμένοι στον πυρήνα της κι όχι σαν διανοητικά νευρόσπαστα στα απόνερά της; Αν την αποκαταστήσουμε στο χαμένο, ιερό της κέντρο, βαθιά στη συνείδησή μας. Σαν τρόπο ζωής μακριά από αγοραίες συμβάσεις. Σαν την επανάσταση που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν οι επαγγελματίες επαναστάτες. Πόσες φορές πρέπει να το ξαναπώ;
Για τον λόγο αυτό ο Κανιάρης προκρίνει στην παρούσα πράξη (performance – Aktion), μια διαδικασία τελετουργική. Έχει επιλέξει προς τούτο τον τεράστιο “τοίχο” που έφτιαξε στο Museum am Ostwall του Dortmund στις 5 Μαρτίου 1983 για τις ανάγκες του ανανεωμένου tableau vivant “Αλίμονο Ελλάδα, Hélas – Hellas” που έστησε εκεί. Υπενθυμίζεται πως η πρώτη, ιστορική εκδοχή του παρουσιάστηκε το 1979-80 στον τεχνοχώρο Φιξ, Bernier σαν ένα λαϊκό πανηγύρι που επεδίωκε τη μέθεξη, δηλαδή το μεθύσι του κοινού. Πάλι οι λέξεις! Μήπως και στέρξουν τα πράγματα όπως ονειρευόταν ο Foucault. Σήμερα αυτό το έργο (μικτή τεχνική, collage, νερομπογιές σε ντουμπλαρισμένο και τελαρωμένο χαρτί) εκτίθεται στον κεντρικό χώρο της γκαλερί The Breeder από την ανάποδη, δηλαδή αόρατο και με τη βοήθεια τριών φοιτητών της ΑΣΚΤ, “μελίζεται”, διαμοιράζεται σαν άραφος χιτώνας στους ενδιαφερόμενους, σε αυτοτελή, σφραγισμένα έργα, 30x30εκ. Το ένα σε όλα, το όλον σε ένα, δηλαδή. Μέσα από τη συμβολική αυτή χειρονομία του αντίδωρου, ο Κανιάρης επικοινωνεί πάλι άμεσα με το κοινό κοινωνώντας του κάποιες ιδέες και καταθέτοντας συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Στις 2 αυτές εικόνες παρατηρείστε πως ο Velázquez (Εσκοριάλ, 1656) και ο Κανιάρης (Μουσείο του Dortmund, 1983) επιχειρούν να μεταμορφώσουν έναν πίνακα ζωγραφικής σε εννοιολογικό έργο. Κατ’ ουσίαν βλέπετε τον ζωγράφο αλλά όχι το έργο ζωγραφικής. Αυτό είναι κρυμμένο –αόρατο –σβησμένο. Και πρέπει να το ανακατασκευάσετε μόνοι σας. Πράγμα που θα πει, πως ανάμεσα στις 2 εικόνες εμφιλοχωρεί αθέατος κι ο Duchamp. Δηλαδή ζωή και τέχνη (πρέπει να) είναι αδιαχώριστα.
Στο εκκλησιαστικό τυπικό τα εφτά μυστήρια προσφέρονται δωρεάν από τους πρεσβύτερους, σύμφωνα με τη ρήση του Ευαγγελίου “δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε”. Έτσι και τώρα. Κάπου εδώ όμως στο “μυστήριο”, στο “αίνιγμα” ή στο έργο που είναι αόρατο σαν τον πίνακα που ζωγράφισε ο Frenhofer και ιστορούσε ο Balzac με το “Chef-d'œuvre inconnu”, παρεισφρύει κι όλη η αναπαραστατική μυθολογία του Μπαρόκ, όπως κατασταλάζει στον αριστουργηματικό συμβολισμό των Meninas. Πρόκειται για τη σύνθεση εκείνη στην οποία παρατηρούμε μεν τον ζωγράφο να μας κοιτάζει και να ζωγραφίζει αλλά - αλίμονο! – δεν βλέπουμε τον πίνακα κατά πρόσωπο παρά μόνο την πλάτη του καμβά. Έτσι το έργο τέχνης παραμένει ανέγγιχτο από βέβηλα ή απαρασκεύαστα βλέμματα. Άρα εμείς οφείλουμε να αντιληφθούμε τι παίζεται εκεί ζωγραφικά χωρίς να δούμε χρώματα ή εικόνες, γραμμές ή σχέδια. Εντέλει οι Meninas θέτουν το πρόβλημα της τέχνης καθαρά σε μια βάση εννοιολογική χρησιμοποιώντας τον αμφιβληστροειδή του θεατή ως μέσο για να φθάσουν στη συνείδησή του. Μήπως εντέλει αυτό που θέλει να πει ο Velásquez προλαβαίνοντας τον Κανιάρη κατά 3,5 αιώνες είναι πως το μεγάλο έργο τέχνης το βλέπουμε με χίλιους άλλους τρόπους επιπλέον από τα μάτια μας; Ή, όπως το έθεσε ο Barthes, μήπως το αναπαραστατικό, το ρεαλιστικό σημείο είναι χυδαίο εξαιτίας αυτής ακριβώς της προφάνειας του; Και μήπως τέλος η πραγματική ηδονή βρίσκεται στο σώμα του αινίγματος; Εφόσον η όποια έννοια πρέπει να κερδηθεί μέσα από την σωματική εμπειρία; Ώστε να καταστεί κάθε μορφή τέχνης όχι απλά επικοινωνιακή αλλά ασυμβίβαστα ερωτική;
8.10.09
Μάνος Στεφανίδης
Σημαντικές οι παρατηρήσεις σας. Μεθοδολογικά βέβαια τίθεται και ένα ζήτημα ετεροχρονισμού ως προς την ανάγνωση. Όπως και να 'χει είναι συναρπαστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήArt of Painting or The Allegory of Painting (Johannes Vermeer, 1666-68)
Αναφορά στον Τιτσιάνο (Γιάννης Τσαρούχης, 1971)