Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Εισαγωγή στην Performance



Οι περισσότεροι μελετητές παραδέχονται ότι η μυθική προϊστορία της performance βρίσκεται στην παράσταση του Alfred Zarry «Ubu Roi» («Υμπύ Βασιλιάς») του 1896. Και αυτό κυρίως λόγω των στοιχείων του αυτοσχεδιασμού, της πρόκλησης του κοινού και του αντισυμβατικού χιούμορ που περιείχε. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν (Mikhail Bakhtin), Ρώσος θεωρητικός, στη μνημειώδη μελέτη του για τον Φρανσουά Ραμπελέ (François Rabelais) και το μυθιστόρημα του τελευταίου «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ», υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο αναγεννησιακός συγγραφέας αξιοποιεί τα λαϊκά δρώμενα, τα καρναβάλια και την χοντρή σάτιρα τους, τα μπουλούκια και το τσίρκο του Μεσαίωνα, τα πανηγύρια με τα τραγούδια που απροκάλυπτα μιλούσαν για την ερωτική πράξη ή τις διαστροφές της (ουρολαγνεία, κοπρολαγνεία κλπ). Κεντρικό στοιχείο στον Ραμπελέ, αλλά και σε όλη αυτή την παραστασιολογία του «λαϊκού», της φάρσας, των μίμων κλπ., είναι το γέλιο και η διαβρωτική δύναμη του χιούμορ. Είναι ο αυτοσαρκασμός και η βαθιά, τόσο ανθρώπινη παρόρμηση της γελοιοποίησης του άλλου. Έτσι είναι: το «πάθημα» του άλλου στην διαρκή performance της ζωής γιατί λειτουργεί οιονεί δική μας «δικαίωση». 

 


Oskar Schlemmer


Αν η τραγωδία και η κωμωδία έχουν κάποιο κοινό στοιχείο στην αφετηρία τους, αυτό έγκειται στην ευκολία με την οποία η ανθρώπινη συνθήκη μετατρέπει το γέλιο σε κλάμα και το αντίθετο. Για παράδειγμα, κάποιος πατάει μια μπανανόφλουδα σε ένα κεντρικό πεζοδρόμιο και σωριάζεται κάτω φαρδύς πλατύς. Επειδή το θέαμα είναι αστείο καθώς έχουμε την απρόοπτη μεταβολή μιας ισχύουσας τάξης, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, οι άλλοι περιπατητές ξεσπάνε σε αυθόρμητα γέλια. Αυτοί μόλις απόλαυσαν μια κωμωδία που ήταν συγχρόνως και τραγωδία για εκείνον που έπεσε. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας πω πώς αισθάνθηκε και η μπανανόφλουδα. Η performance τώρα ξεκίνησε ως ένα εικαστικό είδος, όταν κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι εικαστικοί καλλιτέχνες ήθελαν να υπερβούν τα παραδοσιακά εκφραστικά μέσα, να ξεφύγουν από το τελάρο, να απλωθούν στο χώρο και να καταστήσουν το ίδιο τους το σώμα και την ακέραιη σωματικότητά τους, πρωταγωνιστή του καλλιτεχνικού έργου. Μοιάζει το σώμα να επιστρέφει παντοδύναμο στο προσκήνιο της τέχνης μετά τα Άουσβιτς και τις Χιροσίμες ζητώντας όχι την μεταφυσική, αλλά την υπαρξιακή του δικαίωση “hic et nunc” («εδώ και τώρα»). Ιδιαίτερα μάλιστα, μετά την αποτυχία της μηχανής, η οποία από τις απαρχές του μοντερνισμού και από την αφετηρία του 20ου αιώνα, έμοιαζε να εξασφαλίζει όλες τις προϋποθέσεις εκείνης της ουτοπίας που θα καθιστούσε τον άνθρωπο υπεράνθρωπο, δηλαδή ευτυχισμένο και απελευθερωμένο από τη φθορά του χρόνου, την αρρώστια, την αδυναμία κλπ. Ας μην ξεχνάμε πως το δίπολο «Άνθρωπος και Μηχανή» αναλύθηκε διεξοδικά τόσο από τους Φουτουριστές περφόρμερς, όσο και από το Bauhaus (Metal Tanz, 1929) ή τον ρωσικό Κονστρουκτιβισμό.  Αν στην αφετηρία των μοντερνιστικών κινημάτων πρωταγωνιστούσε η προσομοίωση μιας ιδανικής μηχανής, (από τα ανδρείκελα του De Chirico στο «Μηχανικό μπαλέτο» (1924) του Fernand Léger και το «Τριαδικό Μπαλέτο» (1922) ή το « Glass Tanz» (1929) του Oskar Schlemmer και από τον «Φράνκενστάιν» της Shelley ως τον «Κοριό» του Mayakovsky), μεταπολεμικά το σώμα επιστρέφει φέροντας την οδύνη, αλλά και τη γνώση δύο παγκοσμίων πολέμων και αρκετών ολοκαυτωμάτων. Τώρα το σώμα είναι η φόρμα και όχι μια αφηρημένη συζήτηση περί μορφής. Έτσι μοιραία, η performance από προϊστορία γίνεται ιστορία και από περιθώριο mainstream. Το θέρος του 1948, ο John Cage και ο Merce Cunningham οργανώνουν δράσεις για το Black Mountain College της Βόρειας Καρολίνας, ήδη γνωστό από τα μέσα του 1930 ως η αμερικάνικη συνέχεια του Bauhaus που είχαν κλείσει οι Ναζί στο Βερολίνο. Δίπλα τους βρίσκονταν ο Willem de Kooning, ο Buckminster Fuller και αργότερα ο Robert Rauschenberg, ο Charles Olsen, κλπ. Η performance είχε γεννηθεί. Το 1959, ο Alan Kaprow μετέφερε απλώς το νεότευκτο είδος στη καρδιά της Νέας Υόρκης και στην πρωτοποριακή γκαλερί Reuben. Εκεί είχε το κοινό την ευκαιρία να μυηθεί άλλοτε με έκπληξη άλλοτε θυμηδία, στο σπονδυλωτό έργο «18 Happenings in 6 Parts».



John Cage - Merce Cunningham


Κατά βάθος performance σημαίνει ότι η συζήτηση για το σώμα, τη σωματικότητα, τη σωματική δράση, την εμπειρία του σώματος, γίνεται πάλι επίκαιρη. Το σώμα όχι ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως καθημερινή εμπειρία, και κυρίως το σώμα ως «σώμα του άλλου». Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως πρωταρχική performance για τον καθένα, την πρώτη πράξη της ημέρας, αλλά και την τελευταία πριν τον ύπνο, δηλαδή το βούρτσισμα των δοντιών. (Τουλάχιστον για όσους έχουν αυτή την υγιεινή συνήθεια). 

 
Marcel Duchamp
Θα με ρωτήσετε: «Μα μπορεί να είναι performance κάτι τέτοιο; Είναι αυτό τέχνη;» Και βέβαια έτσι, ξαναρχόμαστε στο πρωταρχικό ερώτημα της modernité, όπως το διατύπωσε με προκλητικό χιούμορ και σαφείς, σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις το 1917 ο Marcel Duchamp με την «Κρήνη» του (το ουρητήριο). Μα ήταν αυτό τέχνη; Κι όμως το happening και η performance κατά βάθος, δεν θέλουν να είναι ούτε βαθυστόχαστα, ούτε αινιγματικά, ούτε δυσνόητα. Κι εδώ έγκειται ένα άλλο πρόβλημα: έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις μας, όταν μιλάμε για τέχνη, με το απλό, το αυθόρμητο, το εφήμερο, το μη σπουδαίο. Κυρίως φοβόμαστε να θεωρήσουμε τέχνη κάτι που μπορεί να προέρχεται από εμάς τους ίδιους! Κι αυτό επιδιώκει να επιτύχει η performance. Δηλαδή να επιτρέψει σε όλους να συμμετάσχουν σε μια καλλιτεχνική δράση. Κι ακόμα περισσότερο να καταστήσει τους πάντες έτοιμους, που θα πει ευαισθητοποιημένους, ώστε να δουν μια οποιαδήποτε πράξη ως καλλιτεχνική δράση. Θα πει με άλλα λόγια να ζήσουν την καθημερινότητα τους ποιητικά (δηλαδή να αντέξουν και τον εαυτό τους και την καθημερινότητα). Κι αυτό το τόσο απλό και σχεδόν αυτονόητο αποκτά ιδιάζουσα βαρύτητα, γιατί μαθαίνει στον καθένα να λειτουργεί εκτός της πεπατημένης. Έξω από τη φθορά της μικροαστικής συνήθειας. Λίγο αλλιώς. Λίγο καλύτερα. Πιο προσωπικά.
Μια performance, τώρα, απαιτεί τουλάχιστον ένα δρων πρόσωπο και έναν θεατή. (Αν και κατά τη γνώμη μου ένας συνειδητός θεατής είναι πολλά περισσότερα από μιαν απλή performance). Το δρων πρόσωπο, ο performer, ΔΕΝ υποδύεται ένα ρόλο, αλλά είναι ο εαυτός του. Προσοχή! Είναι ο εαυτός του όσο πιο βαθιά και ουσιαστικά μπορεί. Επειδή ακόμα και η πιο απλή μηχανική, κοινότυπη ή και βαρετή performance αποτελεί πρώτα μιαν εμβάθυνση στον ψυχισμό των performer και έπειτα μιαν εμβάθυνση στον ψυχισμό, στα όρια και τις αντοχές εκείνου του θεατή που είναι διατεθειμένος να αφεθεί και να παίξει. Το καταλάβατε ήδη, η performance είναι πρωτίστως ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όμως που στοχάζεται πάνω στα όρια του χώρου και του χρόνου αλλά και στην συχνά δραματική, την φορτισμένη υπαρξιακά σημασία του παιχνιδιού του ίδιου. Το θέατρο, η μουσική, ο χρόνος, η ποίηση, ενσωματώνουν στο ξεδίπλωμά της αισθητικής τους πρότασης και μάλιστα πρωταγωνιστικά, την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος, το στιγμιαίο ή η διάρκειά του βρίσκεται στον πυρήνα της αισθητικής απόλαυσης. Η κατάχρηση ή η έλλειψη του χρόνου μπορούν να οδηγήσου ακόμα και στην καταστροφή του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Εδώ όμως αναφερόμαστε στον αντικειμενικό, τον μετρήσιμο χρόνο. Στην performance, ο χρόνος υποκειμενοποιείται.   

 
Δημήτρης Αληθεινός

Άγγελος Παπαδημητρίου


Η συνειδητοποίηση του χρόνου που περνάει μπορεί το κυρίαρχο μοτίβο της performance. Ακόμη και η ανία από τον χρόνο που μοιάζει να σπαταλιέται χωρίς νόημα, έχει πολύτιμη παιδαγωγική σημασία για τον σύγχρονο θεατή. Εννοώ τον θεατή που μετράει το χρόνο μόνο ως ευχαρίστηση, κατανάλωση, ξόδεμα ή εκείνη τη συνεχή δραστηριότητα που μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουμε. Στην performance ο χρόνος μοιάζει με ένα κενό που ξαφνικά γεμίζει με ένα τρόπο σχεδόν λυτρωτικό. Και το ότι δεν σημαίνει τίποτε.  Αποκτά εν τέλει σημασία όπως π.χ. και με το θέατρο του Μπέκετ π.χ. στο εξαίσιο περιεχόμενο του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ήδη η εικαστική performance έχει προσεγγίσει το θέατρο. Όχι τόσο λόγω του performer όσο του θεατή, που είναι και το διακύβευμα της όποιας δράσης. Του θεατή που εν τέλει γίνεται και ρόλος και κείμενο και περιεχόμενο και θέαμα. Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η performance προέκυψε από την επιθυμία της υπέρβασης των ορίων που είναι διάχυτη στην μοντερνιστική ιδεολογία. Συσχετίζεται με τις έννοιες του collage, του assemblage, του environmental και του happening. Είναι τότε που ο πίνακας γίνεται γλυπτό, το γλυπτό γίνεται περιβάλλον, ο χορός γίνεται θέατρο, το θέατρο γίνεται πολυθέαμα με βιντεοπροβολές κλπ και που κατά βάση εικαστικοί καλλιτέχνες όπως ο Bob Wilson, ή ο Jan Fabre, αποδεικνύονται σε maîtres της σκηνής και ανανεωτές του θεάτρου. Από την άλλη, πατέρες της performance με την έννοια της σωματικής δράσης-πρόκλησης, μπορεί να θεωρηθούν τόσο ετερόκλητοι δημιουργοί όσο ο Duchamp, ο Hugo Ball, η Emmy Hennings, ο Switters, ο Picabia, η Martha Graham, ο John Cage, o Merce Cunningham, o Allan Kaprow, o Mayakovsky, η Elsa Triolet, ο Tristan Tzara, o Breton, η Gala με τον Dali, ο Wedekind, ο Brecht, o Antonin Artaud, Laurie Anderson, Mariko Mori, Paul McCarthy, Matthew Barney, Δημήτρης Αληθεινός, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λήδα Παπακωνσταντίνου, Ευαγγελία Μπασδέκη, κλπ. Τι ενώνει όλους αυτούς; Μα τι άλλο από το σώμα! Το σώμα και το δράμα του. Τον χρόνο που το σώμα εκκολάπτει τα πάθη του προσδοκώντας την ανάστασή τους. Πόσο αντέχετε να κοιτάζετε τον διπλανό σας κατάματα; Πόσο φαίνονται ατέλειωτα τα δευτερόλεπτα; Τι ένταση ανάμεσα στα δυο αυτά ανθρώπινα όντα που απλώς κοιτιούνται χωρίς να συμβαίνει τίποτε άλλο; Αυτό κι αν είναι performance!

Ευαγγελία Μπασδέκη
 
Ευαγγελία Μπασδέκη

Ο Beuys το 1974 οργανώνει από το Düsseldorf στη Νέα Υόρκη μιαν εντυπωσιακή περφόρμανς - αναφορά στην καταστροφή που επέφεραν στην πανίδα και την χλωρίδα, στην γενοκτονία που επέβαλαν στη νέα ήπειρο οι δυτικοί εισβολείς. Ο καλλιτέχνης απέναντι σε ένα κογιότ ως συμβολική πράξη συμφιλίωσης. Ένα έργο - σταθμός και ένα μήνυμα που έγινε γνωστό μόνο στον μικρό, εικαστικό κύκλο. Ώσπου το 1990 ένας ηθοποιός - σταρ στήνει μιαν επική ταινία με leit motiv την αγαπητική σχέση ενός μοναχικού στρατιώτη και ενός λύκου που τελικά συμφιλιώνεται με τον εχθρό του. Και σ’ αυτή την περίπτωση η μεγάλη τέχνη προηγείται για να ακολουθήσει η λαϊκή τέχνη του κινηματογράφου και να καταστήσει τις ιδέες της avant-garde κοινό κτήμα. 

Joseph Beuys, Performance « I like America and America likes me », galerie René Block, New York, 1974

Kevin Costner, Dance with the Wolves




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου