Θανάσης Μακρής, ιστορίες με σκιές που υποδύονται τους ήρωες και φαντάσματα που ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία
"Ο Γκόγια επιστρέφει για να δουλέψει στο στούντιο του.Τώρα ζωγραφίζει. Τον ακούτε; Πρόσωπα εμφανίζονται πάνω στον καμβά. Μετά εξαφανίζονται. Όλα έφυγαν".
John Berger
Σαν εισαγωγή
Αντιλαμβάνομαι, υπό περιπτώσεις, την τέχνη σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ' όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυία και
ρίσκο. Κυρίως αυτό.
Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τί να κρατήσεις και τί να χάσεις...Αρχικά η τέχνη, η δημιουργία, το κάθε έργο ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις,16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά... Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου.
Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, οι αναπόφευκτες απώλειες, το δράμα που είναι και η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις, αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά πράγματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, φτάνουμε διαλεκτικά, ας πούμε, στον μοντερνισμό... Εκεί που επιβιώνουν, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Αφού το νόημα βρίσκεται μέσα στην απώλεια. Πάντα λίγο πριν, ελάχιστα πριν, από το τέλος.
Εν προκειμένω ο Θανάσης Μακρής ανασύρει τα φαντάσματα του μύθου και της ιστορίας και ζωγραφίζει σκιές που υποδύονται τους ήρωες. Εφαρμόζει αυτό που ο Ρομπέρτο Μπολάνιο ονομάζει realismo visceral, δηλαδή ρεαλισμό των σπλάχνων ή του ενστίκτου (Οι άγριοι ντετέκτιβ, εκδ. Καστανιώτη, 2007, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, σελ.18). Ο ζωγράφος, με άλλα λόγια, ψάχνει εναγώνια τον ζωοποιό μύθο, τα "παληκάρια τα παλιά του Γιάννου Επαχτίτη σε μια εποχή που έχει την έπαρση να πιστέψει πως δεν έχει ανάγκη ούτε των μύθων, ούτε των ηρώων.
Αρχή του παραμυθιού
Τον Ιανουάριο του 1920 όταν πεθαίνει ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, έχουν ήδη συντελεστεί όλα τα σπουδαία και ανατρεπτικά στον χώρο των οπτικών τεχνών...Στην κηδεία του ο Πικάσο παραδέχεται με ζήλια πως αυτός πρώτος, έγκαιρα "κλείδωσε" την ιστορία στο έργο του. Αφού ήδη απ'το κρεβάτι του θανάτου είχε αρχίσει η μετεωρική αναγνώριση του ως μέγιστου δημιουργού. Επιπλέον ως την χρονιά εκείνη, δηλαδή το 1920, είχαν υλοποιηθεί οι σημαντικότερες καινοτομίες μοντερνισμού του 20ου αιώνα: Μεταϊμπρεσιονισμός, Εξπρεσιονισμός, Σεζάν, Κυβισμός, Φουτουρισμός, νταντά, Νέα Αντικειμενικότητα, ρωσική πρωτοπορία, Μπάουχαους. Επιπλέον Μάλεβιτς και Μοντριάν. Γκρόπιους και Λεκορμπυζιέ. Ντυσάμπ και Μαν Ραίη. Δηλαδή η Ιστορία ήταν ήδη εκεί, καταγεγραμμένη.
Οι αξιολογήσεις της έκτοτε διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα.
Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, μοιάζει να έχουν γίνει πάρα πολύ λίγα - ουσιαστικά - βήματα μορφοπλαστικής εξέλιξης κι απλώς να σχολιάζουμε τα επιτεύγματα εκείνης της εποχής, είτε με αμηχανία, είτε με το σνομπ ύφος των νεόπλουτων. Κατ' ουσίαν ο 21ος αιώνας δεν έχει ακόμα αρχίζει καθώς το πνεύμα του προηγούμενου σέρνεται ράθυμο στις δύο, πρώτες δεκαετίες της νέας χιλιετίας ενώ το διαλεκτικό δίπολο μοντέρνο - μεταμοντέρνο δεν έχει εισέτι ολοκληρωθεί.
Και τότε τι; Έχω την αίσθηση ότι προσώρας η καθόλου Ιστορία διακόπτει καθώς ούτε ένα κίνημα άξιο του ονόματός του, ούτε μία συγκολλητική θεωρία έχουν εμφανιστεί κατά την διαρρεύσασα εικοσαετία πλην φαντασμαγορικών εκπυρσοκροτήσεων που καταφάσκουν στην κοινωνία του θεάματος, την "ιμπεριαλιστική" πολιτική των μεγάλων μουσείων Σύγχρονης Τέχνης και στην αδηφάγο ανάγκη του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας για νέα ονόματα και νέα έργα. Νέες ευκαιρίες! Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τόση και τέτοια υπερπαραγωγή καλλιτεχνικών προϊόντων αλλά και δημιουργών, αλλά και σχολών, ακαδημιών, κολεγίων κοκ που παράγουν κατ' έτος καλλιτέχνες με βιομηχανικούς ρυθμούς. Που ετοιμάζουν καλλιτέχνες θεσμικά κατοχυρωμένους με άλλα λόγια μέσω διπλωμάτων, σπουδών, εκθέσεων, ευρύτερης αναγνώρισης βραβείων κλπ. Δημιουργούς που κάποια, μικρή, τοπική ιστορία θα προλάβει να καταγράψει, έστω για λίγο, προτού η άλλη, η μεγάλη Ιστορία ρίξει διαπαντός στην παγωμένη λήθη και τη σιωπή των επόμενων αιώνων και τους ίδιους και τα δημιουργήματα τους. Τους Οζυμανδίες του 21ου αιώνα. Αν όμως κάτι υπερβαίνει τις μόδες, τα κινήματα ή την εξέλιξη που επιφέρει η ροή του χρόνου, αν κάτι συνδέει καλλιτέχνες εντελώς διαφορετικών εποχών ή τεχνοτροπιών, αν υπάρχει μια γλώσσα απαραβίαστη για κάθε εικαστικό δημιουργό, αυτή είναι το σχέδιο. Το σχέδιο που νομοτελειακά προηγείται κάθε μεγάλης δημιουργίας. Το σχέδιο που ενώνει τα αισθητικώς διεστώτα. Ο Θανάσης Μακρής αποδεικνύεται ένας δεινός σχεδιαστής σκιών και φαντασμάτων.
Περί σχεδίου
Ο Θανάσης Μακρής βρίσκεται εδώ και χρόνια κλεισμένος στο ατελιέ του σ' ένα αληθινό, καλλιτεχνικό ντελίριο καθώς εμφορείται από μίαν έμμονη, εξαιρετικά φιλόδοξη, καλλιτεχνική ιδέα. Κοιτώντας σαν τον Παζολίνι τα πρόσωπα της καθημερινότητας, τους πληβείους και τους περιθωριακούς της ζωής, ψάχνει να βρει σε αυτούς τα σημάδια ενός παρελθόντος που δεν είναι τόσο μακρινό.
Τον κατέχει σχεδόν η ψύχωση ότι μπορεί να βρει σε μίαν από τις παρόδους της οδού Αθηνάς στο πρόσωπο ή τη στάση ενός κλοσάρ τον γέρο Πλαπούτα, θυμωμένο ακόμα για την άδικη φυλάκιση ενώ ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι ο ξαπλωμένος ναρκομανής στην είσοδο της Ρωμαϊκής Αγοράς, τόσο κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του. Φιλοδοξία του να αποδώσει στον καθένα την απολεσθείσα, ιστορική του αξιοπρέπεια. Ακόμη ο ζωγράφος ανακαλύπτει ότι τα συγγενικά του πρόσωπα, οι θείοι του, οι παππούδες του, οι γέροι του χωριού του στη Μάνη έχουν - ή καλύτερα διεκδικούν - τα πρόσωπα των παλιών αγωνιστών του Μύθου αφού είναι φύτρα τους, δισέγγονα τους. Ενώ υπάρχουν φορές που φέρουν κατάσαρκα και τις λαβωματιές τους στις ίδιες.
Βλέπετε σ' αυτό τον τόπο οι πόλεμοι και ιδιαίτερα οι εμφύλιοι δεν σταματούν ποτέ κι οι ψυχές των σκοτωμένων ψάχνουν εναγωνίως καινούργια πρόσωπα για να φωλιάσουν ξανά ώστε να μην σταματήσει αυτός ο ατέρμονος κύκλος του αίματος.
Πώς όμως άρχισαν όλα;
Το απόσπασμα. Εν αρχή ην το απόσπασμα. Μία γραμμή στην τύχη, ένα ίχνος από κάρβουνο, το παστέλ να χορεύει στο λευκό χαρτί. Μια χρυσόμυγα παγιδευμένη σε κλειστό δωμάτιο. Η υποψία του χρώματος. Έπειτα ην η κίνησις. Το εμπρός - πίσω χωρίς νόημα, η αμφίδρομη, αμφίσημη, αμφίβολη κίνηση μόνο και μόνο για να εξορκιστεί η στάση, η
ακινησία. Ακόμη χειρότερα το βάλτωμα. Έτσι κι αλλιώς πρέπει κάτι να κάνουμε, έστω κι αν εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει νόημα. Σε τίποτα. Έστω κι αν
αποτυγχάνουμε. Ή, μάλλον οφείλουμε να αποτυγχάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε όπως θέλει ο Μπέκετ, ευαγγελιστής του κενού.
Η γραμμή που κινείται λοιπόν ώσπου να βρει έναν ρυθμό. Που θέλει να μην είναι ωραία αλλά να είναι αληθινή. Σαν βελόνα σεισμογράφου. Όσο μεγαλύτερη, όσο πιο επικίνδυνη εμφανίζεται η συχνότητα της, η ένταση της γραφής της, τόσο πιο
ουσιαστική, πιο κοντά στο στόχο της. Πιο κοντά στην αλήθεια. Αυτό που είναι ο ασυμβίβαστος στόχος αυτού του επίμονου, εμμονικού καλλιτέχνη.
Ο ρυθμός, τώρα. Ο ρυθμός που προκύπτει από την επανάληψη. Απλοϊκόςστην αρχή, πιο απρόβλεπτος στη συνέχεια. Πιο ενδιαφέρων. Είναι τότε που η γραμμή στριφογυρίζοντας ρυθμικά στο χαρτί αρχίζει να αφηγείται κάτι. Να ψάχνει τα πρόσωπα των φαντασμάτων. Τότε που η γλώσσα του ρυθμού και η ζωγραφική γλώσσα έρχονται πιο κοντά. Που γίνονται και οι δύο τραχιά μουσική. Τότε που το ένστικτο μιλάει από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης. Τότε που επιτυγχάνεται η έκφραση. Έργο τέχνης; Κάτι σοβαρότερο. Έργο ζωής. Ή, μάλλον, η ζωή η ίδια. Όμως, αλλιώς.

Ποιά ιστορία;
που έφυγαν, ανθρώπων που έρχονται και ανθρώπων που δεν πρόλαβαν ούτε να φύγουν ούτε να έρθουν... Τελικά τί είναι τέχνη; Το μέσα μας ρούχο. Το άλλοθι στη γυμνότητά μας. Ίσως και η ύστατη δυνατότητά μας για μιαν επανάσταση χωρίς μεσσιανικά πρόσημα· σαν θρησκεία χωρίς μεταφυσική -αλλά με τον τρόμο παρόντα- και σαν φιλοσοφία
ενσαρκωμένη σε εικόνες και λέξεις. Η τέχνη είναι ένα ψέμα πιο πολύτιμο από την οποιαδήποτε χρησιμοθηρική αλήθεια και μια εμπειρία τόσο αποκλειστική όσο και ο θάνατος, που βιώνεται μεν κατά μόνας αλλά και που εξορκίζει τη μοναξιά.Τέχνη
είναι επίσης εκείνη η διαδικασία που μεταμορφώνει θαυμαστά την πρόσθεση σε πολλαπλασιασμό για να χορτάσει με λίγα ψάρια τούς πεντακισχιλίους. Μόνο που εδώ
το χόρτασμα δεν έχει να κάνει με την πλησμονή, τη συσσώρευση ή την τρέχουσα υπερεπάρκεια «αγαθών». Η δυστυχία καραδοκεί όταν το ατομικό αδυνατεί να καταστεί συλλογικό όσο κι αν στριγγλίζουν διαφημιστικά οι επικοινωνιακές σειρήνες.
Ο Μακρής υπακούοντας σ' ένα διαβολεμένο ένστικτο στήνει το δικό του '21 όχι με τις δάφνες και τις λαζούρες των κλασικιστών, όχι με την ακρίβεια και τον μετρονόμο των Βαυαρών ούτε,τέλος, με το εκστατικό βλέμμα των Φιλελλήνων. Δεν εικονογραφεί την ιστορία αλλά κι ούτε φοβάται να αναμετρηθεί με τα πρόσωπα της ή το μέγεθός τους γιατί επιδιώκει κάτι πολύ πιο διαφορετικό: Όχι να ξαναζωγραφίσει τους επώνυμους αλλά κυρίως να δώσει πρόσωπο στο ανώνυμο, το φουρτουνιασμένο πλήθος. Τους αδικημένους. Και μάλιστα ένα πρόσωπο άγριο, ασυμβίβαστο, έτοιμο να σκοτώσει και να σκοτωθεί ξανά. Σε τρόπον ώστε να μην είναι το κόκκινο απλώς ένα χρώμα της ζωγραφικής αλλά να γίνεται το αίμα η ζωγραφική, η ίδια. Και μάλιστα ένα αίμα μαύρο και όχι κόκκινο σαν θολό νερό, σκοτεινό κι απόλυτο σαν τη γραμμή που αφήνει το κάρβουνο πάνω στο χαρτί. Τότε που το σχέδιο γίνεται, αυτό που υπήρξε ανέκαθεν, μία αποκάλυψη, μία ενόραση η οποία διεκδικεί εναγώνια την αλήθεια της. Δηλαδή μια δυνατότητα επιστροφής, μια χαραμάδα ζωής. Τότε πού η εικόνα δεν αφηγείται απλώς ένα κείμενο αλλά γίνεται ελεγεία, μοιρολόι, ουρλιαχτό.
Αυτό κάνει ο Μακρής τελικά: Διεκδικεί με τα πυρετικά σχέδια του ένα πρόσωπο για τους νεκρούς. Τα περισσότερα από τα σχέδια αυτά είναι ασπρόμαυρα, με λίγους παστέλ φωτισμούς και γραφές στα όρια του αυτοσχεδιαστικού παροξυσμού. Αξιώνοντας όμως ένα πρόσωπο για τους νεκρούς μέσω των πλασμάτων της φαντασίας του ξεκαθαρίζει τη δική του σχέση, μία σχέση αγχώδη νευρωτική αλλά και βαθιά αγαπητική, όχι με τα πρόσωπα του παρελθόντος αλλά αυτά του παρόντος. Με τα σύγχρονα φαντάσματα. "Το πινέλο φτιάχτηκε για να σώζει τα πράγματα από το χάος" θυμάται ο John Berger την περίφημη φράση του κινέζου ζωγράφου Σιτάο από τον 17ο αιώνα στο βιβλίο του " Θύλακες Αντίστασης", εκδ. Antilogos, 2007, μτφρ. Μιχάλης Παναγιωτάκης, σ. 13. Το πινέλο, το μολύβι, η εικόνα που προκύπτει από τη χρήση τους, αποτελούν μιαν ασφάλεια. Την ασφάλεια του ορατού, την παγίωση του δεδομένου κόσμου, το σταμάτημα του ιλίγγου που δημιουργεί η αέναη, οπτική εμπειρία. Η ζωή που δεν ακινητεί ούτε δευτερόλεπτο. Το διαρκές Ουκίγιο -ε του κόσμου με τις εικόνες του να ταξιδεύουν ασταμάτητα. Όμως αμέσως μετά αρχίζει άλλο μαρτύριο Η σωτηρία από το ένα χάος δημιουργεί καινούργιο. Επειδή καμία εικόνα δεν είναι αθώα και η σταθερότητα της ζωγραφισμένης μορφής, η ακινησία της είναι απατηλή. Καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί τρελαίνονται κάποιοι ζωγράφοι κοιτώντας τα έργα τους. Είναι ο ίλιγγος της κίνησης που βλέπουν αυτοί μόνοι και κανείς άλλος. Όπως επίσης αντιλαμβάνομαι το λόγο που πέφτουν από τις ταράτσες των ουρανοξυστών οι απελπισμένοι ήρωες τις αμερικανικές ταινίες. Είναι επειδή κοιτούν κάτω στις φωτισμένες λεωφόρους με την κίνηση που δεν σταματάει ποτέ. Έτσι είναι η ζωγραφική: ξεκινάει για να αποδώσει έναν παράδεισο αλλά το φόρτε της είναι η κόλαση. Η επιβεβαίωση του ορατού, το ξέρουμε πια και πλέον οι αφελείς, δεν φτάνει.
Η μεγαλύτερη γοητεία των σχεδίων, ολοκληρωμένων έργων, του Θανάση Μακρή είναι ο τρόπος που αναδύονται τα πρόσωπα μέσα από τον λαβύρινθο των συστραμμένων, νευρικών γραμμών. Το σχέδιο ξεκινάει συνήθως ως πυκνό παραλήρημα πάνω στο χαρτί και καταλήγει σε μία νεκροφάνεια φωτισμένη από άγριο φως. Τα πρόσωπα που υπήρξαν, είναι σαν να λέει ο ζωγράφος, δεν γίνεται να παύουν να υπάρχουν. Χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι με όνομα και επώνυμο, μία ζωή να τη ζήσουν
και μία ευτυχία για να την ονειρευτούν, καταλήγουν ξεχασμένοι και ανώνυμοι, σκιές σκιών στα ανήλιαγα, ανηλεή σαγόνια της ιστορίας. Πού πήγαν όλοι αυτοί; Ποιοί ήταν; Ανώφελο το ότι μίσησαν, ανώφελο και το αίμα που έχυσαν, δικό τους ή ξένο. Αυτή η μεταφυσική αδικία της ιστορίας είναι η τρομερή ζωγραφική που προτείνει ο Θανάσης Μακρής. Χωρίς καμία illustration διάθεση. Αφού περισσότερο από το να τιμήσει μίαν επέτειο, ενδιαφέρεται να κατανοήσει. Κι αφού τον απασχολούν άλλα πράγματα, πιο σπαρακτικά και βαθιά, πέρα και έξω από την όποια εικονογράφηση.
Να φτιάξει ας πούμε το πρόσωπο των παππούδων του, να γυρίσει πίσω το χρόνο να ψαύσει τις πληγές, τ' αποκαΐδια τα πυρωμένα από πόθο ή την οργή σώματα, τις ρυτίδες, τον τρόπο που φωτίζει τρέλα το μέτωπο των ανθρώπων και το παγώνει ο θάνατος. Τα πρόσωπα του Μακρή, τα σώματα με τις νευρικές κινήσεις, οι αναβάτες που τρέχουν προς το θάνατό τους - γιατί τί άλλο σημαίνει Ελευθερία παρά απελευθέρωση από τα κάτεργα της ζωής; - έστω κι αν δεν έζησαν ποτέ, υπάρχουν τώρα έτσι λαμπρά μέσα στο σκοτεινό δράμα τους, τρομακτικά στην αλλόκοτη ομορφιά τους. Ο Μακρής τα κατάφερε. Όχι να φτιάξει τους ήρωες, τους αγωνιστές, τον Θεόφιλο - που αποτελεί εμμονή και αφετηρία του, με αφοσίωση μεγαλύτερη από εκείνη του Τσαρούχη - τον ξιφήρη Νικηταρά, τον Γκούρα, τις προτομές της παράδοσης ή τις γκραβούρες και τις λιθογραφίες του δέκατου ένατου αιώνα, ή την εικονογράφηση των σχολικών εγχειριδίων. Όχι. Κατάφερε κάτι πιο δύσκολο: να φτιάξει το πρόσωπό του.
Αντί επιλόγου
Beauty is momentary in the mind
The fitful tracing of a portal
But in the flesh is immortal.
Wallace Stevens
Εμείς πάλι ομνύουμε σε μιαν έκφραση που δεν αναγνωρίζει αυθεντίες, κατεστημένα ή δυνάστες και θεωρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές και νόμιμες· που είναι πολιτική
αλλά όχι στρατευμένη, σύγχρονη αλλά όχι εκβιαστικά «μοντέρνα», με συνείδηση εντοπιότητας αλλά όχι τοπική. Αυτό δηλαδή με το οποίο χρόνια παλεύει ο Θανάσης Μακρής. Μιαν έκφραση τέλος που βούλεται να υπάρχει εντός Ιστορίας όταν η Ιστορία, παραμερίζοντας τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και τους πυροτεχνουργούς, αρχίσει να επιτελεί το έργο της. Κι έχει πολύ καιρό να γίνει ένα θαύμα σ' αυτόν τον τόπο. Είναι που κι ο Θεόφιλος στάθηκε σταθερά άτυχος ακόμη και στην απρόσμενη ευτυχία του. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο θάνατο του αλλά στο γεγονός ότι πίσω από την λερή του φουστανέλα κρύφτηκε όλος ο ιδεολογικός και αισθητικός κομπασμός της γενιάς του '30. Κι αυτή η τελευταία λεπτομέρεια νομίζω πως έχει ιδιαίτερη σημασία: Ο Μακρής ψηλαφίζει έναν άλλο Θεόφιλο. Πιο αυθεντικό.
Κατά τ' άλλα παρατηρούμε - νομίζουμε - το φαινόμενο ζωή άλλοτε έντρομοι, κι άλλοτε εκστατικοί. Είμαστε μέσα σ' αυτό σαν από θαύμα αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Καμωνόμαστε τους παρατηρητές της ζωής μας της ίδιας ενώ είναι
η ζωή μόνο που μάς παρατηρεί. Μεγάλα, διεσταλμένα μάτια, υγρό βλέμμα. Αυτό είναι το άλλο όνομα της τέχνης. Το υγρό, το συγκινημένο βλέμμα...
Και βέβαια τι άλλο είναι η τέχνη παρά να ψιθυρίσουμε την προσωπική μας ιστορία στο αυτί της Αιωνιότητας;

ΥΓ. Κι ο Χριστός όταν μετέτρεψε το νερό σε κρασί, περισσότερο από θαύμα έκανε μια πράξη ζωγραφικής. Επειδή αναζητούσε το ιδανικό κόκκινο...Κι επειδή, όσο
επιμένουμε ν' αφηγούμαστε τον κόσμο, τόσο ο κόσμος γίνεται λιγότερο σκοτεινός. Παύει να είναι ακατανόητος. Και τότε το κόκκινο γίνεται το χρώμα του...
Υπάρχουν ζωγράφοι οι οποίοι ζωγραφίζουν με μεγάλη δεξιοτεχνία το προφανές. Υπάρχουν όμως και ζωγράφοι που ζωγραφίζουν - όπως μπορούν και όσο αντέχουν -
αυτό που συμβαίνει πίσω ή και πέρα από τα πράγματα."Την βοήν των προσιόντων"
που θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός. Την πίσω όψη των φαινομένων, τη σκοτεινή
πλευρά της Σελήνης. Την άβυσσο και τη γοητεία της. Το πρόσωπο σαν μάσκα ή, ακόμη πιο χαρακτηριστικά, σαν ένα τοπίο στο οποίο τα πάντα μπορούν να συμβούν. Σαν τον κρατήρα ενός ενεργού ηφαιστείου.
Μέσα απ' το φως ακόμη και το κενό αποκτά υπόσταση. Και η τέχνη είναι εκείνος ο Λαβύρινθος, στον οποίο ο Μίτος δίνεται στην έξοδο κι όχι στην είσοδο. Και εκείνο το ψέμα που υποστηρίζει την κρυμμένη αλήθεια του καθενός. Θα το πω εν είδει
αφορισμού: Ο κλασικιστής ζωγράφος ζωγραφίζει τον κόσμο, ο εξπρεσιονιστής σαν τον Θανάση Μακρή το χάος του κόσμου. Την εσωτερική άβυσσο. Το τοπίο σαν λαβύρινθο της ψυχής.
ΥΓ. Η έκθεση που οργάνωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη παρουσιάζεται -με ελεύθερη είσοδο - στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ως το τέλος Οκτωβρίου. Το κείμενο προέρχεται από τον σχετικό κατάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου