Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Μία βόλτα στο μουσείο...


Με ξεναγό τον Στάθη Βατανίδη
                                                                                                                                                                             
Κατά βάθος όλη η ιστορία της ζωγραφικής είναι μία επανεγγραφή. Οι νεότεροι ζωγράφοι είτε ως άσκηση και μαθητεία είτε ως απάντηση στην πρόκληση της αυθεντίας των μεγάλων δασκάλων, δημιουργούν τις συνθέσεις των σχολιάζοντας έμμεσα ή άμεσα τα έργα των παλαιότερων. Βρίσκοντας έτσι, μέσα από την άσκηση και την υποταγή, τον εαυτό τους. Μέσα από τον διάλογο αλλά και τη ζήλεια. Την ταύτιση αλλά και την εναντίωση. Τον θαυμασμό αλλά και την διαφορά. Ούτε και αυτός ο ιδιοφυής και ανατρεπτικός Πικάσο δεν θέλησε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Απεναντίας. Τον νομιμοποίησε ακόμα περισσότερο. Έτσι, σχεδόν σαν φυσική συνέπεια, στους πίνακες των νεότερων ζωγράφων, ζουν, υπάρχουν και αναπνέουν οι επιδράσεις, τα θέματα ή τα ίχνη των παλαιότερων σε τρόπον ώστε ο οξυδερκής θεατής να διαβάζει ανάγλυφα το παρελθόν βλέποντας τις εικόνες του τρέχοντος καιρού. Τα πράγματα του παρόντος.  

Ο Στάθης Βατανίδης είναι για μένα ένας αγαπημένος φίλος με τον οποίο διατηρώ σχεδόν καθημερινό διάλογο όπως είναι κι ένας ζωγράφος που ακούει πρόθυμα τις παρατηρήσεις μου εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες. Είναι αυτοδίδακτος με την έννοια σύμφωνα με την οποία είμαστε όλοι αυτοδίδακτοι, δηλαδή ο εαυτός μας ο ίδιος είναι ο καλύτερος ή ο χειρότερος μας δάσκαλος. Αν πάντως έπρεπε να του αναγνωρίσω δασκάλους, αυτοί είναι ο Αλέκος Φασιανός κι ο Μάνος Χατζιδάκις. Παράλληλα ο ίδιος διατηρεί μίαν εξαίσια σχέση με τη λαϊκή φόρμα, την άμεση αφήγηση όσο και με εμπειρική, πλην βαθιά γνώση και της καθόλου ιστορίας της τέχνης αλλά και πιο εξειδικευμένα του μοντερνισμού. Έχοντας επισκεφθεί, λόγω επαγγελματικής συγκυρίας, τα πιο σημαντικά μουσεία του κόσμου είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα έργα των γκραν μετρ από κοντά, να τα ζηλέψει, να τα αγαπήσει και να τ’ αφομοιώσει με παραγωγικό τρόπο, στην προσωπική του έρευνα.


Ο Στάθης Βατανίδης έχει χτίσει, όλα αυτά τα χρόνια, βήμα-βήμα και με πολύ κόπο, έναν προσωπικό κόσμο στον οποίο συμπλέκονται ερωτικές ιστορίες ή αφηγήματα μοναξιάς, στιγμές χαράς ή οδύνης των καθημερινών ανθρώπων, εικόνες από μία πόλη που συνέχεια αλλάζει κι όμως μένει βασανιστικά η ίδια στο βάθος, αναφορές σ’ ένα παρελθόν που άλλοτε δυναστεύει κι άλλοτε απελευθερώνει, ευρήματα πλαστικά αλλά και μικρές, ιλουζιονιστικές εκπλήξεις της πανάρχαιας προμάμμης που λέγεται ζωγραφική.
Τα τελευταία χρόνια, νομίζω, ο Βατανίδης έχει δημιουργήσει το opus magnum του. Κατ’ ουσίαν φιλοτεχνεί μίαν εικονογραφημένη ιστορία της τέχνης ενσωματώνοντας στις δικές του συνθέσεις αρχετυπικές λεπτομέρειες από τα κλασικά αριστουργήματα, παλαιότερα και νεότερα, που τα γνώρισε είτε ζωντανά είτε από βιβλία και τον συγκλόνισαν. Κάνει δηλαδή αυτό που συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέγει να πράξει ο κάθε δημιουργός μόνο που τώρα ο Βατανίδης δεν διαχέει την επίδραση μέσα στην προσωπική του γραφή αλλά αντίθετα της δίνει ρόλο πρωταγωνιστικό. Άρα επιλέγει με ταπεινοφροσύνη και αισθαντικότητα να διαλεχθεί με τους μεγάλους δασκάλους προσθέτοντας όμως και τη δική του προσωπική ματιά σ’ εκείνα τα έργα που ούτως ή άλλως εξελίσσονται μέσα στην πορεία του χρόνου και ξαναζωντανεύουν μαγικά κάτω από κάθε καινούργιο βλέμμα. Κάθε εποχή.


Δεν έχουμε λοιπόν εν προκειμένω μία συλλογή φορμαλιστικών ασκήσεων αλλά μάλλον ένα μικρό μουσείο τσέπης με ουσιαστικό θέμα την διαχρονία και την ανθεκτικότητα της ζωγραφικής και ως έπαθλο τον διάλογο ενός σημερινού δημιουργού με τους προπάτορες που αυτός επιλέγει. Εκκινώντας λοιπόν από τους Φλαμανδούς ή τους Βενετσιάνους πριμιτίφ, τον Ροχήρ φαν ντερ Βάιντεν και τον Κάρλο Κριβέλι, περνώντας από τα ιστορικά ορόσημα του Τζιότο και του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα καταλήγει δοξαστικά στους μεγάλους της Αναγέννησης όπως είναι ο Ραφαήλ, ο Λεονάρντο ή ο Μικελάντζελο. Στη συνέχεια φτάνει στο Μπαρόκ και τον Καραβάτζιο – είναι πολύ εντυπωσιακό το εύρημα που ενσωματώνει σ’ ένα μικρό του πίνακα ο Βατανίδης από την περίφημη σύνθεση «Η κλήση του Αποστόλου Ματθαίου» – παράλληλα με την «Γαλατού» ή την «Αποθέωση της Ζωγραφικής» του Βερμέερ. Σειρά έχουν οι δύο κορυφαίοι, ίσως, ζωγράφοι όλων των εποχών ο Βελάσκεθ και ο Ρέμπραντ με τους βαθιά δραματικούς κόσμους τους. Έπεται ο σαρκαστής της κοινωνικής υποκρισίας Γουίλιαμ Χόγκαρθ και το σύμβολο του ρομαντισμού, ο βαθύτατα πολιτικός ζωγράφος που λέγεται Φρανσίσκο Γκόγια. Από εκεί ο δρόμος οδηγεί αναπόφευκτα στους πρώιμους ιμπρεσιονιστές και τον Βαν Γκογκ, στον Μανέ, στον Μονέ, στον Ρενουάρ, στον Ντεγκά, στον Τουλούζ – Λωτρέκ κ.ο.κ.

Θα μπορούσε να είναι η ενότητα αυτή ένα λεξικό ή ένα αλμανάκ τέχνης, δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Ο Βατανίδης, το ξαναλέω, ευρισκόμενος στην πιο ώριμη και την πιο παραγωγική στιγμή της σταδιοδρομίας του, μη θέλοντας τίποτε να αποδείξει και μην χρωστώντας εξηγήσεις σε κανένα, καταθέτει εδώ τους εικαστικούς ή τους φυσικούς έρωτες του, διαπραγματεύεται τα φαντάσματα ή τα όνειρά του και, παίζοντας όμως με τρόπο απόλυτα σοβαρό και υποψιασμένο, δημιουργεί μίαν ενότητα έργων τα οποία φιλοδοξούν να καταστήσουν τον κάθε θεατή, συμμέτοχο της μεγάλης τέχνης. Είναι, δηλαδή, σαν να τον πιάνει από το χέρι ο Στάθης και με τη γνωστή του ευγένεια και απλότητα να τον ξεναγεί στα πιο μεγάλα μουσεία του κόσμου. Ψιθυρίζοντας του μάλιστα στο αυτί τα μυστικά του κάθε αριστουργήματος.
Τέλος η σειρά ολοκληρώνεται με κάποιες σημαδιακές αναφορές στον μοντερνισμό: Πικάσο, Κάρλο Καρά, τον Μαγκρίτ, τον Ντε Κίρικο, τον Νταλί, τον Χόκνεϋ. Αλλά και τις εύστοχες αναφορές στον κυβισμό, τον σουρεαλισμό, την μεταφυσική ζωγραφική, την αφαίρεση. Δεν λείπουν οι Έλληνες, ο Τσαρούχης κι ο Μόραλης, τους οποίους μάλιστα τοποθετεί να «παίζουν» ως πρωταγωνιστές σ’ ένα θερινό σινεμά. Στο σινεμά «Ο Παράδεισος» μιας αιώνιας εφηβείας. Επειδή τα αληθινά έργα τέχνης, αυτά που τα γέννησαν ένας ίμερος κι ένας καημός, μεγαλώνουν, μεγαλώνουν, μεγαλώνουν… αλλά δεν γερνάνε ποτέ. Και μαζί τους δεν γερνάνε όσοι τα αγαπούν. Κι όλα αυτά με το γνωστό, εκλαϊκευτικό ύφος αλλά και την άδολη παιδικότητα που χαρακτηρίζει την έκφραση του Στάθη Βατανίδη. Ωριμότητα μαζί και αθωότητα (naïveté). Τί άλλο καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς;

Υ.Γ. 
Συνοπτικά μιλώντας ας πούμε ότι μεταπολεμικά η ζωγραφική μας αρδεύεται από δύο σχολές: εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα και την άλλη του Τσαρούχη που το αποθεώνει. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος. Και κάπου πιο μακριά ο λυρικός Παπαλουκάς, συνεχιστής της έρευνας του Παρθένη, του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα και του Οικονόμου.
Στην μπουζιανική παράδοση πιστώνω τον Τριανταφυλλίδη, τον Μίμη Βιτσώρη, την Μαραγκοπούλου, την Λαγάνα αλλά και τον νεανικό Φασιανό, τον Μάιπα, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μυταρά, τον Πατρασκίδη, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Πολυμέρη, τον Μορταράκο, τον Ξένο, τον Μαντζαβίνο κλπ. Στην τσαρουχική πάλι ουκ έστιν αριθμός. Από τον Λευτέρη Κανακάκι, τον Κυριάκο Κατζουράκη ως τον Παύλο Σάμιο, τον Χρίστο Καρά, τον Πέτρο Ζουμπουλάκη, τον Μιχάλη Μακρουλάκη, τον Ρόρρη, τον Μποκόρο, τον Κώστα Παπανικολάου, τον Κώστα Ντιό, τον Αχιλλέα Παπακώστα ή τον Στέφανο Δασκαλάκη. Με τον Σακαγιάν και τον Αντωναρόπουλο σταθερά στο μεταίχμιο της αφήγησης περί το σώμα αλλά και της αποδόμησης του προσώπου και της ιστορίας του. Χωρίς να παραβλέπω την προσωπική γλώσσα ή τα επιτεύγματα του καθενός (όπου υπάρχουν). Σ’ αυτή την τσαρουχική παράδοση θα τοποθετούσα ακριβοδίκαια και τον Στάθη Βατανίδη. Με το κατακτημένο ύφος και την αυτοφυή παιδικότητα. Και με το αθώο βλέμμα που είναι πάντα έτοιμο να εκπλαγεί εμπρός στο θαύμα του κόσμου... Το θαύμα της τέχνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου