Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΑΡΑ




Η φθορά των πραγμάτων και πως αντιμετωπίζεται

Άνοιξη, φθινόπωρο, καλοκαίρι, χειμώνας
o Μπαχ ανεβαίνει στους αιθέρες...
μεγάλος ιδιοκτήτης
Ν. Καρούζος


Περισσότερο από εκείνη την τέχνη που διακοσμεί τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης ευτυχίας προτιμώ την τέχνη που ερμηνεύει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας που θεραπεύει πονώντας και που πληγώνει σωτήρια· που μιλάει γι' αυτό το άγνωστο, σκοτεινό αγρίμι που κάποιοι λένε «ψυχή». Και είναι τότε που ανάβουν φώτα ολόφωτα, όπως προείπε ένας Σκιαθίτης. Η τρέχουσα πάλι «δημοκρατία» της τέχνης, τόσο παρεξηγημένη άλλωστε, αποτελεί τη χαρά των εμπόρων και το ναρκωτικό των ατάλαντων. Οι ιδέες του Duchamp, του Broodthaers, του Manzoni, του Beuys έχουν εκ του πονηρού παρεξηγηθεί. Το «όλα είναι τέχνη» και το «ο καθένας είναι καλλιτέχνης» ήταν συνθήματα που κυρίως ζητούσαν ν' αποσπάσουν την έκφραση από τη μέγκενη του έργου-φετίχ, από τη σαγήνη του ναρκισσευόμενου «εγώ» και από την υστερία της διαμεσολάβησης, η οποία ταυτίζει την ηδονή της τέχνης με την ιδιοκτησία. Φερ' ειπείν είναι δυνατόν να δηλώνουν φιλότεχνοι κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες ή κάποιοι βαρετοί κοσμικοί των εγκαινίων όταν είναι εντελώς άγευστοι μουσικής ή ποίησης; Όταν η πιο προσφιλής και αναγνωρίσιμη εικόνα στην έπαυλη-μπούνκερ που έχτισαν στα σπλάχνα της Πεντέλης, είναι η φωτογραφία τους.
Γύρω μου προσκυνημένοι καλλιτέχνες, παράγοντες, άνθρωποι με θέση ή κύρος που ξέρουν την αλήθεια, που συνειδητοποιούν το τέλμα αλλά που όμως σιωπούν από υστεροβουλία ή φόβο. Η πιο ηρωική τους πράξη, ν' απονείμουν εκ του ασφαλούς εύσημα στο έργο τους ή και να βλασφημήσουν εντύπως δια το θεαθήναι. Μόνο μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα, το αγχωτικό κυνήγι του χρήματος ο μόνος τους στόχος και η ακηδία για ό, τι υπερβαίνει την επικράτεια του αφαλού τους. Η ευθύνη τους μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών. Εξάλλου από τους πολιτικούς δεν απαιτούμε να ονειρευτούν αλλά να αφουγκράζονται όσους ονειρεύονται. Ο μισονεϊσμός, η παντοδυναμία των μέτριων ή των ηλιθίων και η βαθύτατη συντηρητικότητα αυτής της κοινωνίας είναι τα πιο δυσοίωνα προανακρούσματα για το μέλλον που ήρθε ήδη. Κι εγώ βαρέθηκα τις μεμψιμοιρίες. Όμως η παρακμή καλά κρατεί.
Και μόνο που να, το κόασμα των βατράχων στο βούρκο, διώχνει τους αετούς... Πιο πολύ από τους καλλιτέχνες με ενδιαφέρουν όσοι ζουν κατά τέχνην. Όσοι εκτίθενται ζωγραφίζοντας τα όρια μακριά από διακοσμητικές κολακείες.
Επειδή η ηδονή της αναπαράστασης σχεδόν ποτέ δεν σχετίζεται με τον βαθμό ομοιότητας ανάμεσα στην εικόνα και το πρότυπο της. Ιδού ένα μεγάλο μυστικό. Στοχάζομαι την ανθρώπινη συνθήκη, θα πει παρατηρώ την πτώση μου θριαμβικά (άνω) όχι σαν των φύλλων αλλά σαν των άστρων. Ιδού η μέγιστη εικόνα με το απαράμιλλο νόημα. Ένα πεφταστέρι στο διάστημα να επανασηματοδοτεί το κενό και να καθαγιάζει την ανυπαρξία, τον δικό μας παράδεισο. Τίποτε μελαγχολικό ή μακάβριο σ' όλα αυτά. Το σχέδιο του Θεού μπορεί να βρίσκεται στα χέρια μας. Αρκεί να βρούμε τη δύναμη και ν' αδράξουμε το κοντύλι (άνω) ένα τεράστιο, αρραγές αρυτίδωτο σύμπαν μας περιμένει σαν ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Ή σαν ένα λευκό σεντόνι έτοιμο να δεχτεί το σώμα και τα αιμάτινα ίχνη του. Και τότε, το περίγραμμα ενός κορμιού θα ενώσει τη ζωή και το πέρα απ' αυτήν... Ο αληθινός καλλιτέχνης ακολουθεί μοναχική πορεία που ισορροπεί ανάμεσα σε μνήμες παρελθόντων θανάτων και όνειρα μελλοντικών ανατροπών. Κάτι τέτοιο χρειάζεται γενναιότητα αλλά και αξιοπρέπεια εμπρός στη αδήριτη φθορά των πάντων. Ή αλλιώς: Αβέβαια ζήσε. Τίμα την προέλευση σου (Κική Δημουλά). Όπως ακριβώς πράττει ο Γιώργος Λαναράς ισορροπώντας τη ζωγραφική του στο όριο ανάμεσα στην ιερότητα της ανα-παράστασης και τον τρόμο του γκροτέσκου.



«Γένους ανυπεράσπιστου»


Θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της τέχνης ο εξής στίχος της Δημουλά: «Για να μην πάει χαμένο, το χαμένο...». Από την άλλη οι πάντες αγωνίζονται ν' αποσβέσουν τις απώλειες, να μη χαθεί τίποτε. Μακάρι όμως η μόνη μας θλίψη να είναι το κόστος που πληρώνουμε για τις επιλογές της ζωής μας. Οδηγός εδώ ο Κουνέλλης, άγνωστος ακόμη παρά τους κοσμικούς και τους εμπόρους που συνωστίζονται γύρω του: «Θέλω την επιστροφή της ποίησης μ' όλα τα μέσα· με την άσκηση, την παραίτηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση». Α, όλα κι όλα. Στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, ουδείς διαλέγεται, ουδείς εξεγείρεται. Αλλού την άνοιξη θάλλουν άνθη, εδώ μονόλογοι. Κι η οίηση της αμάθειας που αγνοεί το κάλλος του ελάχιστου. Είναι τότε που ο μινιμαλισμός δεν αποξηραίνεται σε αμήχανη φόρμα αλλά δίνει το μέτρο της κρίσης και τους τρόπους υπέρβασης της. Ονειρεύομαι μιαν έκθεση που πηγαίνοντας κόντρα στην αισθητική και τη δεσποτεία της αγοράς, θα σκύβει στο ελάχιστο ώστε να διαχειριστεί λυτρωτικά τη σοβούσα υστέρηση. Χωρίς επικοινωνιακούς μαξιμαλισμούς που ξεχνούν επαρχιωτίλα. Λες και δεν είναι πολύτιμο, το χαμένο. Είτε για έρωτα πρόκειται είτε για θάνατο. Ή λες και δεν κατέχουμε μόνο ό,τι αξιωθήκαμε να χάσουμε. Δηλαδή ό,τι μπορούμε ν' αγναντεύουμε με τα μάτια σφαλιστά. Δωρεά του διαρκώς εφήμερου.
Κι άλλος ορισμός της τέχνης που μου στέλνει η τύχη από ένα, φιλοζωικό(!), άρθρο του Καβάφη, του 1886: Misplaced tenderness, άτοπη, παράταιρη, παραπλανηθείσα, τρυφερότητα. Τρυφερότητα που βρέθηκε αλλού κι έτσι γονιμοποιήθηκε το αναπάντεχο «να ίδωσιν οι άνθρωποι και πιστεύσωσιν». Αλλέως πως «Βρας» που θα πει «πυρ» όπως επιθυμεί ο Εγγονόπουλος στον «Μπολιβάρ» προλαβαίνοντας τον πεσιμισμό του Λεοντάρη, δηλαδή πως είναι ξενιτιά η μητρική μας γλώσσα· αλλά και όπως βροντοφώναζε ο Παύλος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Λήμνου γράφοντας με αφρό και φωτιά ένα εξαίσιο μονόλεκτο ποίημα. Κάθε γλώσσα είναι και πατρίδα και ξενιτιά και, κυρίως, ένα μέσα ρούχο. Σαν τα γλυπτά του Moore που έχουν πάντα ένα εσωτερικό κέλυφος και μια φόρμα εξωτερική για να τα προστατεύει σαν μητέρα. Παρούσα εδώ η έγνοια του Wittgenstein σχετικά μετά όρια και τις δυνατότητες της γλώσσας-πατρίδας ως προς τη χρήση (και κατάχρηση) του αυτονόητου. Αλλά και τη χρησιμότητα της σιωπής. Η Δημουλά το λέει αλλιώς: «Όταν σιωπώ, είναι απίστευτο το πόσο ευφραδής γίνομαι. Εκτιμώ τη σιωπή γιατί συσκοτίζει το όχι ώστε να εκλαμβάνεται σαν ναι». Αυτά ως προς την τέχνη, αυτή τη φωτεινή μοναξιά και την ιδιοτελή ψευδαίσθηση αθανασίας που κομίζει. Ο πολιτισμός όμως είναι άλλο πράγμα.
Είναι αυτός που καθιστά τον «πληθυσμό» κοινωνία και δημιουργεί συλλογικότητα μέσα από κοινά αποδεκτές συμπεριφορές. Κάθε κοινωνική δραστηριότητα φέρει ένα πολιτισμικό πρόσημο. Είναι αυτό που επιτρέπει στους πάντες, και προπαντός στους πολιτικούς, να μιλάνε για τον πολιτισμό σαν ειδήμονες. Ο Sartre πάλι ονόμαζε «ειδήμονες» εκείνους που επεμβαίνουν σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν. Πολιτισμός είναι, εντέλει, η κοινωνικοποίηση της ατομικής μας περίπτωσης, του σώματος και της τιμής του. Να, ένα παράδειγμα:
Ξημερώματα σε σκυλάδικο, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που οι «σταρ» έχουν αποχωρήσει, παίζουν οι δευτεράντζες και οι θαμώνες είναι ένα κουβάρι στην πίστα: Διπλοκοιλιές, ξέκωλα, ξεθυμασμένοι, θείτσες, μαντράχαλοι με ιδρωμένους σβέρκους και τα πουκάμισα έξω, το εθνικό μας χαλί δηλαδή, σε διατεταγμένη υπηρεσία διασκέδασης. (Έτσι τους έμαθαν, έτσι κάνουν απ' όταν καταργήθηκαν σιωπηρά τα οικογενειακά γλέντια.) Αίφνης, σαν αποκάλυψη και για να βγάλουν τον σκασμό οι δήθεν και οι αρτίστες του «λαϊκό-έντεχνου» έθνικ, δύο υπάρξεις από το πουθενά, απαρατήρητες υπό άλλες συνθήκες, ντροπαλές αλλά και με θάρρος, χορεύουν αντικριστά σούστα. Στην κίνηση τους σπαράζει σαν τρικυμία το δόλιο το έθνος, που αντέχει ακόμη παρά τα αλλεπάλληλα κύματα εκσυγχρονισμών και στρογγυλοποιήσεων της εντόπιας διαφοράς. Αμέσως μετά, η παροδική αναγέννηση με τα νησιώτικα αποσύρεται, δεν φτερουγίζουν πλέον άγγελοι στα νερά του Αιγαίου αλλά μόνο τουρκικά αεριωθούμενα, καθώς όλοι ευθυγραμμίζονται με τις τρέχουσες ανοησίες και τα σουξέ. Τα πουκάμισα μπαίνουν πάλι στα παντελόνια και οι αυτοσχέδιοι χορευτές μιας, τις οίδε, παράδοσης, ανακαλούνται στην τάξη.
Κι όμως, το ερωτικότερο τραγούδι δεν είναι το καψουροσιντί της μόδας αλλά το σπαραχτικό κι απέθαντο «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με!». Όπου οι ρόλοι αλλάζουν, η μητριαρχία αποφασίζει όπως παλιά και ο νεαρός ξένος, το αρμενάκι, δέεται στην κυρά με άμεση επίκληση να «τον πάρει». Θυμάμαι αμέσως τον Γρηγόρη όταν τραγούδαγε «Τρέξτε, φτάστε βρε παιδιά να θαυμάστε την κυρά» και αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις του Duchamp όταν φόρεσε μουστάκια στη Mona Lisa, το 1919. Κατ' ουσίαν επιτελούσε έναν ευνουχισμό του θήλεος από την ανάποδη, δημιουργώντας έτσι το τελευταίο φαλλοκρατικό έργο. Κι ενώ πίστευε ότι διαβουκολούσε τα ιερά στερεότυπα της ακαδημαϊκής ακαμψίας, στην πραγματικότητα πειθαρχούσε σ' αυτά, έστω και υποσυνείδητα. Τώρα καταλαβαίνω: η τέχνη έχει γυναικεία υπόσταση και ο πολιτισμός ανδρική. Δηλαδή, η τέχνη γεννά και ο πολιτισμός διατηρεί και διαδίδει. Ο έρωτας πάλι παραμένει γένους ανυπεράσπιστου (Δημουλά)...

Η αισθητική του ανίερου

Είμαστε τα παιδιά του Μαρξ και της Coca-Cola
Ζ. Λ. Γκοντάρ

Τι είναι τέχνη; Το μέσα μας ρούχο. Το άλλοθι στη γυμνότητα μας. Ίσως και η ύστατη δυνατότητα μας για μιαν επανάσταση χωρίς μεσσιανικά πρόσημα· σαν θρησκεία χωρίς μεταφυσική -αλλά με τον τρόμο παρόντα- και σαν φιλοσοφία ενσαρκωμένη σε εικόνες και λέξεις. Η τέχνη είναι ένα ψέμα πιο πολύτιμο από την οποιαδήποτε χρησιμοθηρική αλήθεια και μια εμπειρία τόσο αποκλειστική όσο και ο θάνατος, που βιώνεται μεν κατά μόνας αλλά και που εξορκίζει τη μοναξιά. Τέχνη είναι επίσης εκείνη η διαδικασία που μεταμορφώνει θαυμαστά την πρόσθεση σε πολλαπλασιασμό για να χορτάσει με λίγα ψάρια τους πεντακισχιλίους. Μόνο που εδώ το χόρτασμα δεν έχει να κάνει με την πλησμονή, τη συσσώρευση ή την τρέχουσα υπερεπάρκεια «αγαθών». Η δυστυχία καραδοκεί όταν το ατομικό αδυνατεί να καταστεί συλλογικό όσο κι αν στριγγλίζουν διαφημιστικά οι επικοινωνιακές σειρήνες. Η τέχνη μιας άμεσης κατανάλωσης, που επηρεάζεται από τις στρατηγικές της αγοράς και τη λογική του lifestyle, είναι ό,τι σήμερα δεσπόζει σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό που αποκαλώ coca-cola art. Τέχνη που πάει με όλα και επιδιώκει τη «φαντασμαγορία» αντί της μέθεξης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Phantasmagorie είναι κεντρική έννοια της κριτικής του πολιτισμού που επιχειρεί ο Walter Benjamin ακολουθώντας τον Μαρξ όταν αυτός μιλά για τον φετιχισμό του εμπορεύματος, δηλαδή μιαν ψευδαίσθηση κι ένα υποκατάστατο σχέσης. Εν προκειμένω, ο Baudelaire υποστηρίζει ως τέχνη το ονειροπόλημα που γίνεται έργο, ταυτίζοντας τον καλλιτέχνη με τον ήρωα της νέας εποχής κι εκείνον που θ' απαλλάξει την αστική τάξη από την υστερία της. Σήμερα πάλι περισσεύει η μελαγχολία της ματαίωσης, καθώς η καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα καταπνίγεται ή εξαντλείται άδοξα στο κυρίαρχο περιβάλλον της αισθητικής ταχυφαγίας και της «διασκέδασης» με κάθε τίμημα. Έως την απόλυτη έκλειψη της ύπαρξης εμπρός στη δεσποτεία του θεάματος. Άρα, αντιλαμβάνεστε πως αυτή η τέχνη για την οποία σας μιλώ, μπορεί να λειτουργεί ως μορφή αντίστασης στην επερχόμενη αλλοτρίωση και την επιβεβλημένη άνωθεν ομοιομορφία. Στην ευτυχία της πλήξης, δηλαδή. Εμείς πάλι ομνύουμε σε μιαν έκφραση που δεν αναγνωρίζει αυθεντίες, κατεστημένα ή δυνάστες και θεωρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές και νόμιμες· που είναι πολιτική αλλά όχι στρατευμένη, σύγχρονη αλλά όχι εκβιαστικά «μοντέρνα», με συνείδηση εντοπιότητας αλλά όχι τοπική. Μιαν έκφραση τέλος που βούλεται να υπάρχει εντός Ιστορίας όταν η Ιστορία, παραμερίζοντας τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και τους πυροτεχνουργούς, αρχίσει να επιτελεί το έργο της. Κι έχει πολύ καιρό να γίνει ένα θαύμα σ' αυτόν τον τόπο.
Πριν από ογδόντα τόσα χρόνια η Μαρίνα Τσβετάγιεβα επέμενε πως το να είσαι μοντέρνος σημαίνει να δημιουργείς την εποχή σου κι όχι να την αντανακλάς. Σήμερα το «μοντέρνο» μοιάζει με κουστουμάκι ευκαιρίας που δεν ντύνει μια στάση, αλλά μάλλον κρύβει ένα κουσούρι όπως θα 'λέγε κι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. «Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά μέσα μου», γράψει ο Χειμώνας διεκδικώντας την ταύτιση του πάσχοντος υποκειμένου με την όποια φυσική, όσο κι έωλη πραγματικότητα, παρελθούσα ή μέλλουσα. Κάνουμε λοιπόν τέχνη για να κατανοήσουμε τα προϊόντα και για να παρηγορηθούμε με όσα παρήλθαν, αντιστεκόμενοι στην κυρίαρχη αγορά, που τείνει να καταστεί ο συγγραφέας μιας νέας «Ιστορίας της Τέχνης» χωρίς ιστορία και συχνά χωρίς και τέχνη. Αντίθετα, ο Λαναράς ενσωματώνει στο έργο του όλη τη νεότερη ευρωπαϊκή ζωγραφική με όρους όμως εντοπιότητας και με έμφαση στην προσωπική αγωνία έκφρασης.
Από την άλλη, η έννοια της coca-cola art εξαπλώνεται από τη μουσική στον κινηματογράφο και από τη λογοτεχνία στα εικαστικά με τον μαζικό τρόπο που πολλαπλασιάζονται οι μύκητες, σ' όλο τον πλανήτη. Παγκοσμιοποίηση γαρ! Ρούμι στις Κυκλάδες, ούζο στην Καραϊβική, τέχνη της Ν. Υόρκης στην Αθήνα αλλά όχι και το αντίστροφο, αμερικάνικες ταινίες. Δείτε τι ταινίες προβάλλουν τα ελληνικά ιδιωτικά κανάλια και βγάλτε τα συμπεράσματα, σας. Είδα το «Aviator» και βαρέθηκα. Γραμμικό θέαμα, δισδιάστατοι χαρακτήρες, σκηνογραφία εποχής, χειραγωγημένος εντυπωσιασμός, επίδειξη μέσων για να συγκαλυφθούν οι συγκεχυμένοι στόχοι. Ο «Μπάιρον» του Κούνδουρου, το «Delivery» του Παναγιωτόπουλου, ο «Όμηρος» του Γιάνναρη έχουν πιο κρίσιμες, πιο προσωπικές, πιο παιδαγωγικές φιλμικές αρετές. Κι ας μην ενδίδουν στη φαντασμαγορία του μεγέθους. Στο κάτω - κάτω η συγκίνηση δεν είναι υπόθεση χρημάτων. Τι είναι ρίγος; Άντε να το πεις με λέξεις, έγραφε ο Καρούζος. Κάποιοι έχουν στήσει βιομηχανίες ρίγους και παράγουν μαζικά συγκίνηση. Αντισταθείτε! Κι αυτή εδώ η ζωγραφική που φτιάχτηκε τα τελευταία δέκα χρόνια δεν χαϊδεύει μάτια.
Αν, πάλι, ήξεραν οι άνθρωποι από τι γελοίες, τι αξιοθρήνητες αφορμές γεννιούνται τα μεγάλα έργα, θα ήσαν πολύ πιο ψύχραιμοι απέναντι στην ιδιοφυΐα· και πιο ανοιχτοί στα μικρά θαύματα που συντελούνται κάθε μέρα δίπλα τους. Ίσως, τελικά, τέχνη είναι να δεις ό,τι αδυνατούν να δουν οι πολλοί. Και να πληρώσεις το ανάλογο τίμημα της (απο)μόνωσής σου. Οι θεσμοί αποσβολωμένοι επιτρέπουν ν' αποδίδεται δικαιοσύνη με άδικα μέσα και να φορούν τιβί-αρουραίοι τήβεννο εισαγγελέα. Λόγω Απόκρεω. Αυτή η κοινωνία βουλιάζει στην αυτοτροφοδοτούμενη μιζέρια της πληρώνοντας τα εγκλήματα που διέπραξε πρωτίστως εναντίον της αισθητικής. Παρατηρήστε την αρχιτεκτονική που αυθαδιάζει σ' αυτή την πόλη, αυτή τη χώρα. Δείτε τις αναμονές και τα «πανωσηκώματα» ενός αγοραίου ερωτισμού από μπετόν που δεν θα γίνει ποτέ έρωτας. Θρηνήστε τις σάπιες σωληνώσεις, τους αυθάδεις ορόφους, τους βρώμικους τοίχους κι αφήστε τα υλικά να σας αποκαλύψουν την τραγωδία αυτού του τόπου. Όσα δηλαδή σας αποκρύπτουν οι πολιτικοί ή οι αρχιερείς του ανίερου χρόνια τώρα.

Μια τραγωδία διατυπωμένη σαν κωμωδία

Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις. Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.
Νάσος Βαγενάς

Μιλώντας για τη ζωγραφική του Γ. Λαναρά, μοιραία όφειλα να μιλήσω, έστω σύντομα, έστω συμβολικά, για τη γενικότερη κατάσταση του τόπου γιατί μόνο αν μας πονέσουν τα πράγματα που πονάνε, ίσως μπορέσουμε να παραγάγουμε τέχνη. Έχουμε και λέμε λοιπόν: Ο Γιώργος Λαναράς είναι ένας κλασσικός ζωγράφος με τους τρόπους που και ο Giorgio de Chirico δήλωνε πως pictor classicus sum! Δηλαδή ένας ζωγράφος που κατ’ αρχάς αντιμετωπίζει το προαιώνιο πρόβλημα της τέχνης του που συνίσταται στο πως το θέμα, μια φιγούρα, ένα αντικείμενο σελιδώνεται στο χώρο και πως το πρώτο επίπεδο διαλέγεται με το βάθος. Από τη σχέση αυτή, η οποία σταθερά πρέπει να ανανεώνεται γιατί αλλιώς εκπίπτουμε σε ακαδημαϊσμούς, θα προκύψει η επάρκεια της σύνθεσης. Από εκεί και ύστερα αρχίζουν βέβαια τα δύσκολα. Η ζωγραφική οφείλει μέσω συμβόλων, οπτικής γλώσσας, συνειρμών, δυναμικών εικόνων κλπ. να μιλήσει με κύρος για την ανθρώπινη συνθήκη. Η μορφή να καταστεί λόγος, η ζωγραφιά κείμενο. Θα ‘λεγα πως η εικονοποιία του Λαναρά όπως συγκροτείται την τελευταία δεκαετία σ’ αυτή τη σειρά των έργων ορίζεται ως «εννοιολογικός εξπρεσιονισμός», ή πιο αναλυτικά ως «οι όροι της ανθρώπινης τραγωδίας διατυπωμένης ως κωμωδίας».
Πόσο μπορούν οι εικόνες και τα σύμβολα να παραβιάσουν τα νοήματα, να τρυπήσουν τις λέξεις ώστε αυτές να ματώσουν; Υπάρχουν στη ζωγραφική του Λαναρά άφθονα αίματα, εσταυρωμένοι σαλοί, πιερότοι, τυμπανιστές και ινδιάνοι, ζωόμορφα όντα που γελούν ή σφαδάζουν. Συγκρούσεις ομάδων που διεκδικούν δικαιώματα; Διεκδικούν ύπαρξη; Αγωνιούν για το μέλλον; Ή μήπως για το παρελθόν; Πρόκειται για ένα είδος ζωγραφικής μετά τη ζωγραφική που συνοψίζει τα όσα προηγήθηκαν για ν’ ανατάμει μέσω αυτών τα όσα θα ακολουθήσουν (Δες περισσότερα στη Β’ έκδοση της σειράς ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ, τόμος 10ος, Επτά Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, ο οποίος φέρει τον ενδεικτικό τίτλο: Η ζωγραφική μετά τη ζωγραφική)
Υπάρχουν και ευάριθμοι άλλοι καλλιτέχνες που λειτουργούν ανάλογα: ο Γιώργος Ηλιάδης, ο Γιώργος Ξένος, ο Νίκος Κασκούρας, ο Γιάννης Μεσσήνης, η Λία Σταμοπούλου, ο Γιώργος Καζάζης, ο Δημήτρης Σουλιώτης. Στην περίπτωση του Λαναρά τώρα, έχουμε ένα φόρτο συμβόλων, μία εικονοληπτική «διάρροια» της επίσημης Ιστορίας από τον Μεσαίωνα ως σήμερα, μια γενεαλογία ετερόκλητων μορφών που συμφύρονται οργιαστικά στον παραδοσιακό τρισδιάστατο χώρο. Οι συνθετικές ρητίνες που χρησιμοποιεί και οι ντούκο λαδομπογιές συμβάλλουν ώστε οι κραυγές όλων των όντων να είναι ακόμη πιο αιχμηρές, έτσι ώστε ο μορφασμός του γέλιου να καταστεί λυγμός, να καταστεί κραυγή. Ο ζωγράφος στήνει μια προσωπική μυθολογία έτσι ώστε κατ’ ουσίαν να φιλοτεχνεί το ίδιο έργο. Αναδιφώντας στα πιο σκοτεινά τμήματα της Ιστορίας, στα πιο ζοφερά κομμάτια της ύπαρξης αλλά στο τέλος ν’ αναδύεται ένα ιδιότυπο φως. Το φως της αυτοσυνειδησίας.
Επειδή είπαμε: Άλλο πράγμα τα ωραία πράγματα –η κάθε εποχή προκρίνει τα δικά της- και άλλο πράγμα η τέχνη. Η οποία, μακριά από μιντιακές σπέκουλες, θέλει να είναι όχι ωραία αλλά αληθινή. Και να γιατρεύει πληγώνοντας... Αφού αυτή είναι η ομορφιά της.

1 σχόλιο:

  1. (ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΟ)

    Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗ
    Norma et Regula και ο Νικολά Λουί Ντε Λακάιγ τον οριοθετεί ξεσκεπάζοντας την αρχέγονη
    συμπαντική του κρυψώνα,απο την εποχή που Χάος και Γαία εγέννησαν Έρεβος και την
    έναστρη τέχνη της Νύχτας.
    Οκρίβαντας η ματιά του Χόκινς,νεφελώδης,σκοτεινή,μα τόσο,τόσο φωτεινή για τον μύστη
    της ουράνιας Ερωτοθανάτιας τέχνης.
    Μη δρασκελίσεις το χάος χωρίς την Ορφική σοφία.Η αταξία είναι η τέχνη του Θεού.
    Μη δρασκελίσεις βέβηλα 19 μοίρες βόρεια και 90 μοίρες νότια.Ο Διαβήτης αυτός ανήκει στα χέρια που ζωγράφισαν τον Κύκλοπα Πολύφημο στην λουτροφόρο υδρία της Ελευσίνας.
    Η άγρια ευμορφιά ετυφλώθει,για να γίνει ο "Κανείς",ο ένας και μοναδικός "Οδυσσέας"
    Και η Πηνελόπη;
    Εδώ ο ζυγός ισσοροπεί.
    Έρχομαι.
    Η αναμονή, η γαλήνη, η προσδοκία στην κοιλιά της γυναίκας του Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάννες Βερμέερ διαιωνίζει το αίνιγμα.
    Διαιωνίζει;
    Χα!!!
    Ο Βολταίρος θα εξηγήσει πως "τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται"
    Το ακούσατε κύριε Μποντλαίρ;

    "Η τέχνη για την τέχνη"
    Ναι, ο τυφλός κιθαρωδός θα δει τον Οδυσσέα του να πωλείται εντός φωτεινών αιθουσών
    με pop art πινακίδες.
    Θεάομαι-θέωμαι- θεωρώ
    Χωρίς Θεώρημα
    Χωρίς ΘΕΟΥ ΡΙΜΑ ποιητική
    Ποιός ξέρει τι να σκέφτεται "ένας γέροντας στην ακροποταμιά"


    "Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
    ἐτούτη ἡ χάρη.
    Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
    ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
    καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
    ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
    κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
    ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά."

    Κύριε Σεφέρη,μόλις τελειώσει ετούτη η γιορτή στη γκαλερί του ουρανού,τραβήξτε σας παρακαλώ την πόρτα και κλειδώστε την καλά.
    Γιατί απο το 1971 κρατέτε το κλειδί της.
    Στη γειτονιά μας γυρίζουν πλέον βέβηλοι λαθρομετανάστες της τέχνης
    Καληνύχτα σας...

    ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΟΤΑΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή