Γράφει ο Στράτης Δούκας στο «βίο ενός αγίου» αναφερόμενος στον Γιαννούλη Χαλεπά: «Μια δυνατή, ασυνήθιστη πνοή, καλλιτεχνικής ζωής και δημιουργίας φυσά από μέσα του και μας συνεπαίρνει. Ένα οπτασιακό φως περιβάλλει το έργο του, καθώς αγρυπνεί σε στάση εποπτείας αγνώστου κόσμου. Οι στερνές του συνθέσεις, γύρω στο 1930, που λύνουν έναν εφιάλτη, θα υποβάλλουν πάντα στη μυστική ψυχή του ανθρώπου και του λαού που είναι δεμένος, την ηδονή και τη δύναμη της ζωής...» Ο ίδιος πάλι έγραφε για τον καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα: «Ήταν ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Σεμνός, ακέραιος, ασυμβίβαστος. Η προσωπικότητά του ακτινοβολούσε. Έτσι που άρχιζε να μιλάει πίσω από τον μπερντέ, μάγευε και πειθαρχούσε κάθε ακροατήριο. Άνθρωπος με μεγάλες αντιθέσεις, τόλμες και φόβους. Μπορούσε να σταθεί αγέρωχος μπροστά σ' ένα εκτελεστικό απόσπασμα ή να τρομάξει από ένα ποντίκι...». Ιδού, λοιπόν, κι άλλος ορισμός του καλλιτέχνη εκτός απ' αυτόν του μάρτυρα-πολεμιστή: εκείνος που έχει τόλμες αλλά και φόβους. Και, μάλιστα, συνδυάζοντας λαϊκότητα και πρωτοπορία.
Ο Γιάννης Δημητράκης με την αγάπη του για τα παραμύθια-σχέδια και τις εικόνες-μουσικές είναι ένα ευαίσθητο όσο και σπάνιο δείγμα δημιουργού που συνδυάζει λαϊκότητα και αβαντγκαρντισμό. Δύσκολα πράγματα. Τ' άλογά του τρέχουν σε ασβεστωμένους τοίχους ή σε όνειρα ενώ οι ιππείς του βρίσκονται τόσο στα σύννεφα όσο και στα έγκατα της γης. Τα μαύρα του ασημίζουν χαρμόσυνα, παραμένουν όμως μαύρα.
Το θέμα βέβαια είναι εμείς τι κάνουμε. Τρέχουμε ζαλισμένοι πίσω από τους δήθεν και τον επικοινωνιακό ορυμαγδό τους ή χαζεύουμε τον αφαλό μας περιμένοντας να τον καύσει, αλλά να μην τον κατακαύσει, το άκτιστον φως, σαν τους Ησυχαστές. Δηλαδή να ησυχάσουμε στη μικροαστική βολή μας ή να βάλουμε εναντίον κάθε σταθερού και κινούμενου στόχου μήπως και κάτι ξεκουνηθεί; Αφήστε που είναι το άκρον άωτον της υποκρισίας να τα περιμένουμε όλα από τους περιδεείς και ολίγιστους πολιτικούς μας οι οποίοι είναι ακριβώς ό, τι πρέπει να είναι. Βρίσκονται δηλαδή εντός όλων των τρεχουσών προδιαγραφών. Σαν δεξιοί οι εκσυγχρονιστές, σαν εκσυγχρονιστές οι δεξιοί. Τιμιότεροι πάντως προσώρας. Πήξαμε, τέλος, στις παρομοιώσεις στις λεκτικές εικόνες, αλλά καμία μεταφορά στον ορίζοντα, δηλαδή εκείνο το σχήμα του λόγου που δημιουργεί, μαζί με την, πιο συντηρητική, μετωνυμία, τις αληθινές ρήξεις. Αφήστε που μια έντιμη συντήρηση θα μπορούσε να είναι η επανάσταση του μέλλοντος. Γιατί είπαμε: το μέλλον μας είναι αμετάβλητο! Ο Γιάννης Δημητράκης το ξέρει καλά και γι' αυτό ζει, σαν τον Γκύζη, ονειρευόμενος...
ΥΓ.
Περισσότερο από εκείνη την τέχνη που διακοσμεί τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης ευτυχίας προτιμώ την τέχνη που ερμηνεύει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας· που θεραπεύει πονώντας και που πληγώνει σωτήρια· που μιλάει γι' αυτό το άγνωστο, σκοτεινό αγρίμι που κάποιοι λένε «ψυχή». Και είναι τότε που ανάβουν φώτα ολόφωτα, όπως προείπε ένας Σκιαθίτης. Η τρέχουσα πάλι «δημοκρατία» της τέχνης, τόσο παρεξηγημένη άλλωστε, αποτελεί τη χαρά των εμπόρων και το ναρκωτικό των αταλάντων. Οι ιδέες του Ντισάν, του Μπροτέρ, του Μαντσόνι, του Μπόις έχουν εκ του πονηρού παρεξηγηθεί. Το «όλα είναι τέχνη» και το «ο καθένας είναι καλλιτέχνης» ήσαν συνθήματα που κυρίως ζητούσαν ν' αποσπάσουν την έκφραση από τη μέγκενη του έργου-φετίχ, από τη σαγήνη του ναρκισσευόμενου «εγώ» και από την υστερία της διαμεσολάβησης, η οποία ταυτίζει την ηδονή της τέχνης με την ιδιοκτησία. Φέρ' ειπείν είναι δυνατόν να δηλώνουν φιλότεχνοι κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες ή κάποιοι βαρετοί κοσμικοί των εγκαινίων όταν είναι εντελώς άγευστοι μουσικής ή ποίησης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου