Ο
Hockney
για τον Καβάφη
Μέσα στα
καπηλειά και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού
κυλιέμαι. Δεν ήθελα να μένω
στην Αλεξάνδρεια
εγώ. Μ’ άφισεν ο Ταμίδης...
(Μέσα
στα καπηλειά, 1926)
Ηχεί παράδοξα
αλλά μάλλον είναι η αλήθεια. Τον Κ.Π.
Καβάφη τον κατέστησε μεν γνωστό στη
Δύση ο E.M.
Forster τη δεύτερη δεκαετία του
προηγούμενου αιώνα -μέσω του
συμφοιτητή του στην Οξφόρδη Γεωργίου
Βαλασσοπούλου- αλλά τον έκανε διάσημο
στα τέλη του '60 ένας άγνωστος τότε
ζωγράφος ονόματι David
Hockney. Πώς; Μα εικονογραφώντας
με έναν ολωσδιόλου ιδιαίτερο τρόπο
μερικά «ερωτικά» ποιήματα του Αλεξανδρινού
(Illustrations for Fourteen Poems by
C.P. Cavafy,
Alecto editions,
1967). Κατ’ ουσίαν επρόκειτο για δώδεκα
χαλκογραφίες και ακουατίντες οι οποίες
με γραμμικό - απέριττο τρόπο απέδιδαν
τα χλιαρά δωμάτια του ποιητή, τα νεανικά
ζευγάρια, τα εφηβικά σώματα των εραστών,
την επιθυμία. Προπάντων αυτή. Ο Hockney,
ομοφυλόφιλος ο ίδιος, συνέλαβε εντελώς
αποενοχοποιημένα το ιδιαίτερο κλίμα
του ποιητή και σχεδίασε τις εικόνες του
τόσο αθώα σαν ένας Fra
Angelico του εικοστού αιώνα.
Η επιθυμία, η ηδονή, το αποκάρωμα μετά
τον έρωτα, το ημίφως, οι ξαφνικές κηλίδες
του ήλιου στον τοίχο, τα υγρά σεντόνια,
τα κορμιά που μοσχοβολούν σαν λουλούδια.
Συνέλαβε επίσης την κοσμοπολίτικη
Ανατολή την οποία βίωνε ο Καβάφης και
την οποία ενστάλαζε στους στίχους του
με αγάπη αλλά και μ’ ένα αίσθημα υπεροχής.
Με τη δική του συνείδηση της ιστορίας.
Πάντα στα ποιήματά του, τα γεμάτα
υπονοούμενα, υπαινιγμούς, σημαίνοντες
αναχρονισμούς, ανακατασκευές της
ιστορίας, «δημοσιογραφικές» πληροφορίες
που θα μπορούσαν να είναι και προσωπικές
εξομολογήσεις, μοιάζει να κρύβεται ο
ίδιος σε μία γωνία -καλύτερα, σε μία
στροφή- και να κρυφογελάει πίσω από την
πλάτη μας. «Βρείτε
τι εννοώ». Είναι σαν
να λέει. Ο Hockney αντιλαμβάνεται
αυτό το κλείσιμο του ματιού και το
ανταποδίδει όχι σαν ομοφυλόφιλος προς
ομοφυλόφιλο αλλά σαν καλλιτέχνης προς
καλλιτέχνη. Έχει το θάρρος, αυτός ο
φοβισμένος πλην υπερόπτης νεαρός, να
διεκδικήσει ολοκληρωτικά τον Καβάφη
και τα καταφέρνει. Έκτοτε οι εικονογραφήσεις
του ποιητή (ή τα πορτρέτα του) θα διαθέτουν
μεγαλείο, ιστορική ακρίβεια, σχεδιαστική
επάρκεια, αν προτιμάτε, ακόμη και μυστήριο
ή δράμα (ο γέρων της Αλεξάνδρειας
διασκέδαζε αφάνταστα με το προσωπείο
που είχε σκηνοθετήσει για τους θαυμαστές
του) όμως δεν θα έχουν αυτή την παίζουσα
ατμόσφαιρα, το χιούμορ και τον ίμερο
(πείτε τον και καύλα). Για τον Καβάφη τα
σχέδια του Hockney είναι
απλώς ένα από τα πολλά παρεμπίπτοντα
(εικαστικά έργα, ταινίες, μελέτες, άλλα
ποιήματα, μυθιστορίες, άλλα πεζά κ.α.)
που απορρέουν από το έργο του. Για τον
Hockney αυτή η φόρμα και αυτή
η θεματολογία θα κυριαρχήσουν έκτοτε
στη ζωγραφική του και θα του προσδώσουν
μια τέτοια ταυτότητα ώστε να γίνει
αναμφισβήτητα πρωταγωνιστής της Pop
Art και από τις δύο πλευρές
του Ατλαντικού. Επίσης θα εισαγάγει
θριαμβευτικά τον Καβάφη στις gay
κοινότητες της Μ. Βρετανίας και των
Η.Π.Α. μυώντας σχετικώς ονόματα όπως ο
Warhol, o
Rauschenberg, o
Capote, o
Ginsberg κ.α. Ο φιλελευθερισμός
της εποχής περνάει από τις συνοικίες
των καλλιτεχνών στα πανεπιστήμια και
από εκεί στα Μ.Μ.Ε. και το ευρύ κοινό. Ο
Andy Warhol έκανε
απλώς trendy, πολύχρωμες
προσωπογραφίες του μεγάλου Αλεξάνδρου,
του Αλέξανδρου Ιόλα, της Marylin,
του Nixon,
κλπ. Ο Καβάφης δεν
είχε ποτέ την ανάγκη του για 15 λεπτά
δημοσιότητας. Του αρκούσε η αιωνιότητα.
Γιατί όμως
χαρακτικά κι όχι σχέδια για την
εικονογράφηση των ποιημάτων; Νομίζω
ότι ο Hockney γνώριζε την
πασίγνωστη χαλκογραφία του Γιάννη
Κεφαλληνού και εμμέσως όχι από κρυπτομνησία
τη σχολιάζει με το προσωπικό του στιλ.
Προσέξτε: όχι τη φωτογραφία (σαν αυτή
του Μιχ. Τόμπρου) αλλά το εικαστικό έργο.
Όχι την συνεκδοχή αλλά τη μεταφορά*.
Όπως αφηγείται ο ίδιος ήταν μειράκιο
(γεννήθηκε το 1937) όταν πρωτοδιάβασε
ποίηση του Καβάφη σ’ ένα οπισθόφυλλο
του Lawrence Durrell
(προφανώς το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο»).
Τότε έψαξε για τα άπαντα του ποιητή στη
βιβλιοθήκη της γενέθλιας του πόλης το
Bradford και έκλεψε (sic)
το αντίτυπο. Ήταν μέσα της δεκαετίας
του '50. Έκτοτε, πολλά από τα πρώιμα έργα
του βασίζονται στα ποιήματα του
Αλεξανδρινού, όπως πχ μερικά χαρακτικά
του '61 με τίτλο “Kaisarion and all
his beauty” και “Mirror,
Mirror on the Wall” στο οποίο εικονογραφείται
το ποίημα “Ο καθρέπτης στην είσοδο”
του 1930 (το έργο σήμερα στην Tate).
Τέλος τον προφανώς καβαφικό
πίνακα “A Grand Procession of
Dignitaries in Semi-Egyptian Style” που
εξετέθη σε έκθεση σπουδαστών του Royal
College υπό τον τίτλο “Young
Contemporaries”
το 1962.
Ενδεικτική λεπτομέρεια
της μεταφυσικής που σαρώνει και την
αγορά της τέχνης: Ο Hockney
πούλησε τον πίνακα το
1964 έναντι 110 λιρών. Το έργο ξαναπουλήθηκε
του 1989 στη τιμή των 2,2 εκατομμυρίων
δολαρίων. Το 1963, ο Hockney
επισκέφθηκε
το Κάιρο, το Λούξορ και την Αλεξάνδρεια
προς άγραν ηδονής και έμπνευσης. Τον
Ιανουαρίου του 1966 βρίσκεται για τους
ίδιους λόγους στη Βηρυτό όπου φιλοτεχνεί
πολλά σχέδια εκ του φυσικού με πενάκι
και μελάνι.
Έτσι,
σαν έτοιμος από καιρό και θαρραλέος,
αναλαμβάνει την εικονογράφηση των
ποιημάτων για το Alecto και
χαράζει περί τις είκοσι πλάκες. Τελικά,
στην έκδοση του ΄67 θα περιληφθούν δώδεκα
χαρακτικά, σε 500 περιορισμένα αντίτυπα,
εκ των οποίων το ένα είναι πορτραίτο
του ποιητή. Τα πρώτα 250 μάλιστα είχαν
“άδετη” και μια δεύτερη προσωπογραφία
του Καβάφη. Μετά από πολλά τραβήγματα
(limited editions) και
αρκετές περιπέτειες που έκαναν διάσημο
τον δημιουργό τους, οι πλάκες δωρήθηκαν
στη ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης. Ας σημειωθεί
πως τη μετάφραση του ερωτικού Καβάφη
ανέλαβαν ο N. Stangos (1936-2004)
και ο, μετέπειτα sir,
Stephen Harold Spencer (1909-1995), συγγραφέας,
ακτιβιστής και φίλος των W.H.
Auden, Ted Hughes, V. Woolf, T.S. Eliot, κ.α...
Ο
Καβάφης, είναι προφανές, φέρνει τύχη
στον Hockney: το
1967, βραβεύεται με το έπαθλο ζωγραφικής
John Moores ενώ
το 1968 το Art Council παρήγγειλε
ένα σύντομο ντοκιμαντέρ με θέμα τις
χαλκογραφίες του και τίτλο “Loves
Presentations”. Σκηνοθέτης ο
James Scott. Ένα από αυτά
τα χαρακτικά του Hockney, το
“In the dull village” (Στο πληκτικό
χωριό,
1925), συμπεριελήφθη to 2010
στην περίφημη σειρά του
BBC και του
Βρετανικού Μουσείου: “A
History of the
World in 100
Objects”. Επρόκειτο
για το αντικείμενο υπ' αριθμόν 97 και το
εισηγήθηκε ο διευθυντής του μουσείου,
ο πολύς Neil McGregor.
Για την έκδοση
του Alecto, ο
Hockney το 1966 εικονογραφεί
μεταξύ των άλλων τα ποιήματα "Δύο
Νέοι, 23 έως 24 ετών, 1927” (Two Boys
Aged 23 or 24), “Ρωτούσε για τη
ποιότητα, 1930”, (He Enquired
after the quality),
“Προθήκη του Καπνοπωλείου,
1917” (The Shop Window of a Tobacco),
“Κατά τες
συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων Μάγων,
1931” (According to th Prescription of
Ancient Magicians),
“Εν απογνώσει, 1923” (In
Despair), “Ωραία λουλούδια
κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ, 1921”
(Beautiful and White Flowers),
κλπ. Είναι σαφές ότι επιλέγονται
ποιήματα από τη γεροντική και πλέον
ώριμη – όσο και αυτοεξομολογητική –
περίοδο του Καβάφη. Σαν μία ελεγεία στην
ερωτική νεότητα που πλέον απέλειπεν.
Σαν μίαν υπόμνηση του πλησιάζοντος
θιάσου. Ο Hockney σκηνογραφεί
τη δική του Αλεξάνδρεια, εμπνευσμένη
από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο και τη
Βηρυτό. Αναπαράγει τις
αραβικές και τις αγγλικές επιγραφές,
φιλοτεχνεί πορτραίτα φίλων του,
εκσυγχρονίζει τον Καβάφη τοποθετώντας
εραστές του σε μια κρεβατοκάμαρα κάπου
στο Notting Hill. Ο δικός του,
μάλλον βρετανικός, οριενταλισμός είναι
σαφώς διαφορετικός από εκείνον του
Edward Said. Το
βιβλίο τυπώνεται το 1966 αλλά κυκλοφορεί
το 1967, χρονιά κατά την οποία αίρεται σε
Αγγλία και Ουαλία ο νόμος εναντίον των
ομοφυλοφίλων. Η έκδοση κάνει γνωστό από
τη μία μέρα στην άλλη τον Hockney
(σώζονται φιλμάκια από σχετικές του
συνεντεύξεις στο Youtube)
καθώς επαναφέρει τον μυθικό
Καβάφη με άλλους όρους. Είναι, εκ
άλλου, η εποχή που ο Bacon
και ο σαδομαζοχιστικός ομοερωτικός του
κόσμος μεσουρανούν. Όπως και να έχει το
πράγμα τώρα το κορμί – κι όχι το «σώμα»
αφηρημένα – ξανακερδίζει τα δικαιώματά
του… “Τόν μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή
/ με το μολύβι απεικόνισίς του./ Γρήγορα
καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·/
ένα μαγευτικό απόγευμα. /Το Ιόνιον
πέλαγος ολόγυρα μας./ Τόν μοιάζει. Όμως
τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο…Πιο έμορφος
με φανερώνεται/ τώρα που η ψυχή μου τόν
ανακαλεί, από τον Καιρό.” Όχι, το
σχέδιο αυτό δεν μπορεί να το έκανε o
Hockney. Ούτε αναφέρεται στην
αισθητική του Notting Hill.
Αυτή η γλυκόπικρη γεύση της ανάμνησης
ταιριάζει τον Τσαρούχη περισσότερον.
Και ήταν η εικόνα που άρχιζε ν' αναλαμβάνει
τη κηδεμονία της πραγματικότητας...
*Εξαιρετικός
σκηνοθέτης της καβαφικής ατμόσφαιρας
υπήρξε επίσης ο συμπατριώτης του ποιητή,
λιτός και υπαινικτικός, Τάκης Καλμούχος.
Στο πλαίσιο των τρεχουσών καβαφικών αναφορών, νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και το εικαστικό έργο του Ν.Βαλαωρίτη που εκτίθεται αυτη την περίοδο στην γκαλερί Kalfayan στην Αθήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε εκτίμηση,
Δ.Μ.
Μάνο, Καλησπέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΒασίλης
INTER ALIA
(το μεγάλο σαλόνι
κλειδωμένο μέτα θάνατον στο παρελθόν του
μύριζε Καβάφη)
ώρα 12:00 ήρθε ο εκτιμητής
ως είθισται
κι όπως το περιμέναμε
κι όμως δεν είχαμε προβλέψει
να σκουπίσουμε τα αίματα
από το κεφαλόσκαλο
ο καλόγερος στο χoλ
κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του καθρέφτη
προσπαθούσε να κρύψει τις ενοχές του
σε τέσσερα καπέλα
το φοξ τεριέ πανικόβλητο
μας ακολουθούσε κατά πόδας
γρούζοντας lord have mercy
εν πάση περιπτώσει την τελευταία στιγμή
στοιβάξαμε φύρδην μίγδην τους ανέμους
στη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας
για μια ψευδαίσθηση νηνεμίας
το μεγάλο σαλόνι
κλειδωμένο μετά θάνατον στο παρελθόν του
μύριζε Καβάφη
καπνός αιγυπτιώτης
και γυαλιά μυωπίας επιτραπέζια
είχαν διαβρώσει το ήθος των βιβλίων
ο κλητήρας παρουσία όλων
πήρε στα χέρια του μια πραγματεία
σχήμα octavo
με τίτλο Mons Veneris
την ξεφύλλισε σαλιώνοντας γλωσσήματα
στα περιθώρια των σελίδων
inter alia:
α. η Αφροδίτη στην προμετωπίδα
υψώνοντας λευκή σημαία
β. pretty woman
pretty pretty woman
γ. οι δύο μαστοί σου
ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος
οι νεμόμενοι εν κρίνοις
δ. sex specialis derogat sex generali
ώρα δώδεκα παρά πέντε
βγήκαμε στον πηγαιμό για την Ιθάκη
inter alia, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από τη συλλογή προς ρωμαίους 2002-2003