(Εγκαίνια αύριο Παρασκευή, 14/ 2 στην γκαλερί Αστρολάβος στη Δεξαμενή)
Το απόσπασμα. Εν αρχή ην το απόσπασμα. Μία γραμμή στην τύχη, ένα ίχνος, μία πινελιά αφημένη στον λευκό καμβά σαν χρυσόμυγα παγιδευμένη σε κλειστό δωμάτιο. Μία υποψία χρώματος. Έπειτα ην η κίνησις. Το εμπρός - πίσω χωρίς νόημα, η αμφίδρομη, αμφίσημη, αμφίβολη κίνηση μόνο και μόνο για να εξορκιστεί η στάση, η ακινησία. Ακόμη χειρότερα το βάλτωμα. Έτσι κι αλλιώς πρέπει κάτι να κάνουμε, έστω κι αν εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει νόημα. Σε τίποτα. Έστω κι αν αποτυγχάνουμε. Ή, μάλλον οφείλουμε να αποτυγχάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε όπως θέλει ο Μπέκετ, ευαγγελιστής του κενού.
Η γραμμή που κινείται λοιπόν ώσπου να βρει έναν ρυθμό. Που θέλει να μην είναι ωραία αλλά να είναι αληθινή. Σαν βελόνα σεισμογράφου. Όσο μεγαλύτερη, όσο πιο επικίνδυνη εμφανίζεται η συχνότητα της, η ένταση της γραφής της, τόσο πιο ουσιαστική, πιο κοντά στο στόχο της. Πιο κοντά στην αλήθεια.
Ο ρυθμός, τώρα. Ο ρυθμός που προκύπτει από την επανάληψη. Απλοϊκός, βαρετός στην αρχή, πιο απρόβλεπτος στη συνέχεια. Πιο ενδιαφέρων. Είναι τότε που η γραμμή χορεύοντας ρυθμικά στο χαρτί αρχίζει να αφηγείται κάτι. Τότε που η γλώσσα του ρυθμού και η ζωγραφική γλώσσα έρχονται πιο κοντά. Που γίνονται και οι δύο μουσική. Τότε που το ένστικτο μιλάει από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης. Τότε που επιτυγχάνεται η έκφραση. Έργο τέχνης; Κάτι σοβαρότερο. Έργο ζωής. Ή μάλλον η ζωή ως έργο. Επειδή δεν γίνεται αλλιώς. Αυτό δηλαδή που επιχειρεί με τις ζωγραφικές του απόπειρες ο Νίκος Κρυωνίδης στην πιο ώριμη, σήμερα, καλλιτεχνική του πορεία.
Και βέβαια καλλιτεχνική ωριμότητα σημαίνει το να ζωγραφίζει κανείς χωρίς το προστατευτικό δίχτυ των παλιότερων του επιτυχιών, με τον φόβο του κενού αλλά και την ευλογία της ουσιαστικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που θέλει να πάρει θέση σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στον κόσμο και που μπορεί να απευθυνθεί τίμια στον σύγχρονο θεατή αυτού του κόσμου. Έτσι πρέπει. Η τέχνη δεν είναι δημοσιοϋπαλληλία. Ποτέ δεν ήταν, έστω κι εξαρτιόταν από τις ποικίλες μορφές εξουσίας.
Τί όμως ζωγραφίζει ο Νίκος Κρυωνίδης προωθώντας τον αισθηματικό - αισθητικό διάλογο του με τους δασκάλους του Γιώργο Λαζόγκα και Cy Twombly;
Μία εύκολη, διεκπεραιωτική απάντηση θα ήταν "αφηρημένη", abstrait. Προσωπικά πιστεύω ότι ο μεγάλος κίνδυνος του abstrait έγκειται ακριβώς στην τεράστια ελευθερία που παρέχει στον δημιουργό του. Μία ελευθερία της οποίας η κατάχρηση, καθιστά κάθε έργο "εύκολο". Δηλαδή το ακυρώνει. Αντίθετα ο Κρυωνίδης επιζητεί το πρόβλημα περισσότερο και λιγότερο τη λύση του. Δηλαδή την διευθέτηση. Και γι' αυτό τον θεωρώ έναν από τους πιο ουσιαστικούς εκφραστές του abstrait στον τόπο μας. Όπως επίσης σέβομαι την επιθυμία του να μην ονομάζει έτσι, δηλαδή abstrait, τη ζωγραφική του. Να μην την (περι)ορίζει.
Προσωπικά χρησιμοποιώ τον όρο αυτόν ως εργαλείο συνεννόησης και προτίθεμαι να εμβαθύνω περισσότερο στα παρουσιάζομενα έργα πάρα στην ονοματοθεσία τους.
Οι πίνακες του, πιο συγκεκριμένα, βρίσκονται σταθερά στα όρια: Στα όρια της τύχης και της πρόθεσης, του λυρισμού και του δράματος, της ολοκλήρωσης και του non finito, της αυτοπειθαρχίας και της ελευθεριότητας, του λόγου και της σιωπής. Είναι εικόνες ενός χρωματικού αυτοματισμού που είναι βαθιά ποιητικός και διαθέτει σπάνια, χρωματική ευαισθησία. Είναι η εξέλιξη και ανήκουν σ' εκείνο το ζωγραφικό κύμα που μάς οδηγεί από τα μέσα του 19ου αι. και την ιμπρεσιονιστική ελευθερία ως τις εικονοποιίες του σήμερα. Κι από τον Monet και τα Νούφαρα του 1910 ως τον Twombly και τις χρωματικές χειρονομίες - γραφές του το 2000. Γιατί υπάρχει μια σχέση που τα συνδέει όλα αυτά. Πρέπει να υπάρχει. Μία σχέση που προτείνει την εγχώρια τέχνη σε παραλληλία και ισότιμα προς ό τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Δύση. Θα έλεγα εδώ παρενθετικά ότι με τον ιμπρεσιονισμό καταγράφεται η ηδονή του βλέμματος ενώ με τον εξπρεσιονισμό η οδύνη του. Με την αφαίρεση πάλι το βλέμμα βυθίζεται στο υποσυνείδητο ανιχνεύοντας εικόνες του ανείδωτου ενώ με την χειρονομιακή ζωγραφική το μάτι γίνεται σώμα - νευρώνας και ως σώμα αναζητεί την δική του μουσική και τον προσωπικό, τον χθόνιο του ρυθμό. Τότε που η εικόνα γίνεται εξομολόγηση και τα χρώματα αφηγούνται εν σιωπή τον εαυτό τους. Είναι όμως αυτό τέχνη, ιδιαίτατα σε μιαν εποχή που φαίνεται να μην έχει ανάγκη ούτε την τέχνη ούτε το οντολογικό της πρόβλημα; Αποφασίστε το εσείς.
14/1/2020 Μάνος Στεφανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου