Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Material for my lecture in Stanford


From the book “Picasso – Jankulovski, Unexpected dialogue

Πικασό, με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο… 
Το καλοκαίρι του ’51 που η τύχη το ‘φερε να ζήσω για δεύτερη φορά κοντά στον Πικασό (στη Γαλλία, γνώρισα τον Πικάσο μέσω του Έλληνα εκδότη και συλλέκτη Τεριάντ.). Ο Πικασό με το παράδειγμά του, μ’ έβγαλε από πολλά συμπλέγματα, κυρίως από τη δυσκολία συναρμογής ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό πνεύμα. Ο Πικασό ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, σ’ ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμίζουν τα δικά μας τα νησιώτικα.  Κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golf-Juan μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε με τα τέσσερα, για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι. Την αίσθηση που οι Έλληνες είχανε απαρνηθεί – του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία -, την ασκούσε σαν παλιός μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία, αλλά στις απλές κι άνετες χειρονομίες του.
[…] Σε μια μεγάλη ξύλινη παράγκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρησιμοποιούσε για εργαστήριο γλυπτικής, έβρισκες έναν άλλο θησαυρό βγαλμένον από τα ίδια μυθικά μεσογειακά βάθη, αρχέτυπα της κουκουβάγιας, σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη και σχήματα, της κατσίκας, που κατάφερνε να ενσωματώσει μπουκάλες και τενεκέδες και τρύπια πανέρια, όλα τα τυχαία ευρήματα μιας έρημης ακρογιαλιάς, που ακόμη διατηρούσανε, θα ‘λεγες, επάνω τους τη φρέσκια κάψα του μεσημεριού και τη γεύση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετούμενα, ψαράκια, κοκόρια, περιστέρια. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα», έλεγε. «Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως».
Και μια μέρα που του κλαιγόμουνα για την κατάσταση στην Ελλάδα με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του αυστηρά:
«Να τα βλέπεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγματα», μου είπε. «Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;», και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται…Μιαν άλλη φορά, ένα μεσημέρι, με πήρε απ’ το μπράτσο και κάναμε όλη τη διαδρομή της αμμουδιάς. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», μου έκανε κάθε τόσο κι έδειχνε με το δάχτυλο μπροστά τις καταμέλαψες ξανθές που κυκλοφορούσανε με πελώριους φελλούς στα πόδια και πελώριες ψάθες στο κεφάλι και σχεδόν τίποτε άλλο…. «Έτσι είναι και σε σας στην Ελλάδα;
Τις άτιμες… έχουν το διάολο μέσα τους…». Φαινότανε περισσότερο ένας μάγκας στα δεκαεφτά του χρόνια παρά ένας ένδοξος στα εβδομήντα του. Και μόνον η φυσική μου δειλία μ’ εμπόδιζε να του φωνάξω πόσο τον παραδέχομαι τέτοιον που είναι, τι τεράστιο μάθημα δίνει με το παράδειγμά του στους σοβαροφανείς (τους δικούς μας προπάντων), τι συνέπεια ανάμεσα στα καθημερινά του «χούγια» και στα «χούγια» της τέχνης του… Ήμουνα τρομερά κολακευμένος να παρακολουθώ στις πιο ιδιωτικές του στιγμές έναν άνθρωπο που πολλοί αγωνίζονταν μήνες, μόνο και μόνο για να του σφίξουν το χέρι…"

(Ο. Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας»- » Ανοιχτά χαρτιά», Ίκαρος)


“Picasso; the light pouring out of the Galaxy and heading towards infinity…”
In the summer of ’51, I had the good fortune to be living next to Picasso for the second time (in France, where I had met the artist through the Greek publisher and collector Tériade). Following Picasso’s example, I was able to overcome many complexes, namely the difficulty balancing between the eastern and the western world. Picasso was like my ancient Greek companion; half-maked, well-built, tanned. He inhabited a small humble home in Vallauris, reminiscent of Greek island homes, in spite of his millions. He moved around in his underwear, painted, went swimming in Golf-Juan, stuffed his face, and got down on all fours pretending to be a donkey for his then-young daughter, Paloma. The sensation that the Greeks had renounced – of the sun and of love, in their original meaning – Picasso practiced like an old mythical king whose greatness lies not in his power but in his simple and comfortable gestures.
[…] In a large wooden shack just down the street, which he used as a sculpture workshop, one could find other treasures emerging from the same fabulous depths of the Mediterranean Sea; owl and goat archetypes in all possible shapes and sizes, bottles and tins and leaky baskets, all the random findings of a deserted beach, which in a way still held on to the fresh afternoon heat and the taste of the sea. Finally, other small animals and birds, small fish, roosters, doves. “At night, you may dream,” he used to say. “But when dawn breaks, keep the window wide open. All things are entitled to light.”
One day, as I was moaning about the situation in Greece, he looked at me with his big black eyes and said sternly:
“You have to look at things from all angles. If there were no conservative regimes, how could you and I be revolutionists?” He burst into loud laughter so I couldn’t tell whether he was serious or not. Another time – it was afternoon – he took me by the arm and we roamed all around the beach. “Look, look,” he would say every so often, pointing to the tanned blondes walking around in huge platforms on their feet and enormous straw hats on their heads, and almost nothing else on… “Is it the same in Greece?
Damn them… They got the devil in them…” He more resembled a seventeen-year-old hotshot rather than the seventy-year old man he was. It was only my timidity that kept me from declaring how much I admired him, what a great example he set to all those straitlaced people (mostly of our kind), what consistency he displayed between his everyday “quirks” and the “quirks” of his art… I was extremely flattered to be able to observe in his most private life a man who others strived for months even to be able to shake his hand…

Ο. Elytis, “Chronicle of a Decade,” Open Papers, Ikaros Publishing

 *****


Picasso was always inspired by other artists; he never neglected having unexpected dialogues with old masters and with his contemporaries, and also being an inspiration for others, especially the poets. In 1950, Louis Aragon signed the preface of the catalogue for La Maison de la Pensée Française in Paris under the title “Picasso, sculptures, dessins.” Pablo Neruda also wrote about him the poem Arrivée à Port Picasso in Les Lettres Françaises, 1956:

Picasso d’Altamira, Taureau de l’Orénoque,
tour d’eau que l’amour fait solide,
terre de mains minérales qui ont converti
la grandeur de la mouche en
accouchement, comme le labour.
[…]

All this reveals what the Mediterranean Sea and light meant to Picasso and his emblematic constructions. Let me finish with a last example of an unexpected dialogue between ancient and modern Greece, art and life, tradition and avant-garde, and the legendary artist from Spain:
The famous Greek poet and painter who, as a young artist, was dynamically involved with the Surrealistic movement, Nikos Engonopoulos (1907-1984), as early as 1950 published in French his poem Picasso, in Cahiers du Sud, no 303, 1950, pp. 268-270:

A Pablo Picasso
Le toréador vit présentement à Elassona
installé à longueur de journée sur la place
aux gros pavés sous les platanes
et l’homme du café va vient revient
sans cesse et renouvelle
le café dans la tasse et le tabac dans
le narguilé du toréador
jusqu’à ce que nostalgiquement
passent les heures
[…]
et les jeunes filles aux seins merveilleux
s’étendirent par terre
et dans leurs yeux radieux
se couchaient
et se levaient
des soleils





*****

Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ

.....
Να πεθαίνεις είναι τέχνη, όπως κάθε τι εξάλλου
Εγώ το κάνω εξαιρετικά.

Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αλήθεια
Μπορείτε να πείτε πως έχω ταλέντο σ' αυτό.

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω παραμένοντας εκεί.
Είναι ο θεατράλε

Γυρισμός μέρα μεσημέρι
Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη,
γελαστή κραυγή:

Ένα «Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Προβλέπεται χρέωση

Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, προβλέπεται χρέωση
Για ν ακούσετε την καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.

Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,

Ή, μία κλωστή απ' τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.

Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα βρέφος, ατόφιο χρυσάφι
 

Που ξεσπά σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.

Στάχτη στάχτη -
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί  -

Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.

Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.

Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τρώω τ' αντράκια
Τα κάνω μια χαψιά.

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

11 Φεβρουαρίου του 1963

(Απόδοση: Μάνος Στεφανίδης)


Lady Lazarus

....
Dying
Is an art, like everything else. 
I do it exceptionally well.

I do it so it feels like hell. 
I do it so it feels real.
I guess you could say I’ve a call.

It’s easy enough to do it in a cell.
It’s easy enough to do it and stay put. 
It’s the theatrical

Comeback in broad day
To the same place, the same face, the same brute 
Amused shout:

‘A miracle!’
That knocks me out. 
There is a charge

For the eyeing of my scars, there is a charge 
For the hearing of my heart——
It really goes.

And there is a charge, a very large charge 
For a word or a touch 
Or a bit of blood
  
Or a piece of my hair or my clothes. 
So, so, Herr Doktor. 
So, Herr Enemy.
  
I am your opus,
I am your valuable, 
The pure gold baby

That melts to a shriek. 
I turn and burn.
Do not think I underestimate your great concern.

Ash, ash—
You poke and stir.
Flesh, bone, there is nothing there——

A cake of soap, 
A wedding ring, 
A gold filling.

Herr God, Herr Lucifer 
Beware
Beware.

Out of the ash
I rise with my red hair 
And I eat men like air.


Sylvia Plath

11th February 1963

*****

 

From the book “Eros kalos

Το " Σ' αγαπώ " και πως κλίνεται

Όχι, ποτέ μη το κλίνεις αυτό το ρήμα με εύκολα χείλη. Ποτέ με τα κρύα χέρια του Αόριστου, ποτέ με τον παραλυτικό, τον απόμακρο Παρατατικό. Όσο άμαθος ή βιαστικός κι αν είσαι. "Σ' αγάπησα" είναι μια κλίση που ακυρώνει έναν χρόνο, που φτηναίνει όποιον τη λέει και σκοτώνει όποιον την ακούει. Το "Σ' αγαπούσα" πάλι είναι το μαχαίρι των δειλών. Κόβει και χωρίς λάμα.
Πάντα, μα πάντα θα το κλίνεις σαν μία λέξη. Το εγώ και το εσύ ενωμένα σαν σε αιώνια αγκαλιά. Σαγαπώ λοιπόν κι όχι σ' αγαπώ. Γιατί να μπουν ανάμεσα μας διαστήματα και αποστάσεις; Σε τί χρησιμεύουν οι απόστροφοι και τα σημεία στίξης που ορίζουν το κενό ; Σε θέλω τόσο δίπλα μου ώστε να μας χωρίζει μόνο μια επιδερμίδα.
Αυτός ο γραφειοκράτης πάλι, ο δημόσιος υπάλληλος Παρακείμενος είναι εντελώς ακατάλληλος για να κλίνει τέτοιο ρήμα. Ενώ ανέκαθεν ο Υπερσυντέλικος μού έφερνε φόβο και μελαγχολία. Το παρελθόν, ένας βράχος και μας πλακώνει στο διηνεκές.
Με τον γελαστό Ενεστώτα λοιπόν κλίνεται το σαγαπώ. Αποκλειστικά. Κλίνεται και κρίνεται και μας κρίνει όλους. Μικρούς, μεγάλους. Τις αντοχές ή τις αδυναμίες μας. Τους παραλυτικούς μας φόβους. Τους παρατατικούς. Προπάντων αυτούς. Και ο Μέλλων, αυτόν που λένε στιγμιαίο οι ανόητοι, ας μην σε ξεγελάσει. Επειδή είναι εγωιστής και αλαζών. Επειδή δεν αγαπάει, απλώς υπόσχεται. Σαν τον τελευταίο πολιτικάντη. Όχι δεν αξίζει τέτοια τύχη, τέτοιο ρήμα. Όσο για τους συντελεσμένους δεν θέλω ούτε να το συζητάω. Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται να παύει να υπάρχει. 
Σε Ενεστώτα λοιπόν κλίνεται αυτό το ρήμα. Κα ακόμα καλύτερα με τον φωτεινόν  εκείνο Μέλλοντα διαρκείας που σε παίρνει στα χέρια του μόνο και μόνο για να σε ανεβάσει ψηλά. Κι ας ζαλιστείς. Έτσι που σε κρατάει, δεν πέφτεις. Αφού δεν τελειώνουν στην αγάπη οι συντελεσμένοι χρόνοι  αλλά μόνο στο συντακτικό. Αντίθετα,  πολλαπλασιάζονται και συνεχίζουν σε άλλα επίπεδα, άλλες εγκλίσεις. Σε σκοτοδίνες ηδονής άφατης.
Και αν έγραψες ποτέ τον έρωτα με το ο μικρόν, μικρό το κακό. Όσοι ξέρουν, καταλαβαίνουν πως το έκανες για να τον προστατεύσεις, αυτόν τον μικρούλη θεό, από την ίδια του την αλαζονεία. Την μεγαλοστομία και την κομπορρημοσύνη. Όσο πιο ταπεινός, πιο ταπεινωμένος ο έρωτας, τόσο πιο μεγάλος. Μέλλων διαρκείας. Και διαρκείας!
Δεν υπάρχει ω μέγα χωρίς ο μικρόν. Μάθε το. Και βέβαια ποτέ μην γράψεις την αγάπη με ήττα. Γίνε όσο πιο ανορθόγραφος γίνεται με την αγάπη σου και δεν θα σου βρει ούτε το παραμικρό λάθος η γραμματική της καρδιάς. Το συντακτικό των άναρχων, των άναρθρων αισθημάτων.
Όλο θα παίρνεις άριστα αγαπώντας.

ΥΓ. Και μην διαβάσεις ποτέ τον κόσμο του σήμερα με τα γράμματα του χτες. Αγάπα και το αύριο θα αρχίζει πάντα από το τώρα.


From the book “Body - Eros

Who are you?

-When do we know the other better? When we are together or when we are apart? When we hold each other in our arms and feel the sweetness of security passionately or when he has left in anger slamming the door behind him? I don't honestly know. Even if I had actually met somebody then, when distance and time came between us, like a cloud of mist. Mist between bodies. And I saw them, recognized their body, l mean, as they really were, when I, no longer, was with them. With her. Just in order to understand even later that I was with someone else. With someone unknown. Maybe even for years. Someone I didn't suspect, someone I doubt and someone who my sentimentality, in other words my self-blindness, stop me from recognizing. On the other hand, I believe that every meeting, every relationship is a kind of exercise for the great love story. which will come sometime, if it ever will. That's how it is. We use the others and they, the others, use us instinctively until, I'm thinking, someone appears who will be the one. Just for the shortest time in which the eternity of humans exists. That's how it is.  Till them will fall in love with a ghost, this model, like the anthropoids of Giorgio de Chirico, which we have made with our hands which means with real material, as well as with our imagination. But our actual partner, we will recognize, if we do recognize him, much later. And only with distance between us. So speaking, without the look of adoration or the moist lips of a lover. Without words. Especially without them. But with silence. Particularly with silence. As we step back in order to see a picture better. To see it completely. And then this is the moment that the knowledge of other, the essence of recognition has no importance anymore.


The angels in my life
I am lucky. There have always been angels in my life. Sometimes mournful and sad, sometimes blithe, amorous, overwhelmed with joy for life. Sometimes there were white and transparent, sometimes incorporeal and inconspicuous and sometimes total physical…blue, earthen Cherubs and red, juicy Seraphs. Every time I think about it, I blush.
But always my angels had wings. Beautiful, long, golden wings, a little cloudy and a little earthy. Stable, safe wings for every use. In other words, wings to fly high and upwind, not decorative wings. Because my angels, they were, and they are fighting. They don’t impersonate the angels by wearing plastic wings like other angels in an inelegant performance in a theater.
They were and they stay real angels from solid angelic material... Angels who always fly. Besides, they can't do anything else. And me, I can fly with them. At least, occasionally. I borrow, namely, something from their volatile obsession and I can fly high. Anyway, I cogitate the human condition, it means that I observe my downfall with triumph. Not like the leaves' fall but like the falling stars. They are lucky whoever did flights. Even though they fell down then.
How many times I count that the angels' wings and their travels didn't become totally mine. 
The angels – guardians (protectors) were and they are always beside me even though they are a long way off. Just like now, for example. But I am not complaining.
Besides, this is the Angel's job: they fly and they fly high... and finally they go away.


                                               *****



From the “Alphabetical book of small loves

L like Lamppost

At the street corner
stands a lamppost.
At the hedge of my heart
hope burns.
Somewhere there is a passage
across the wide river
and for me, it's enough
that I saw you.


A like Angel

Angel or Love?
And Angel and Love?
And Death?
And Death.
Who could dare
to call Lucifer
a tiny God?

L like limits

The limits of my world
the limits of your body.
The very end of your body
my inner borders.
The borders of my heart
located in two eyelashes.

Postscript

A poem is nothing
two poems are still even nothing
but if you would,
you could make something from nothing.

By leaving, someone really remains.

 
From the book “Songs for mourning

Instant

People once laughing
On black and white pictures
Now white skulls
In black soil.


The tear

Neither a river,
Nor even rain is the tear.
Sometimes it is a bridge
Sometimes a consolation call
to speak with the dead
Sometimes an emergency line.
You speak, but the dead refuse
To answer.


In the park

The elderly dog carefully leads his master to the park.
Around of the park, around of the world. 
Discreetly the dog waits for his master who is pumping and exhausted, pretending to pee the dog, in order for the man not to feel bad.
Obediently pretending to be tired, 
the dog takes him home. 
Every day I observe the pair copies of each other in their weakness
and I feel comfortable in this uncomfortable world. 
A dog with a deep wise look
and an old man in silent despair. 
The dog pulling the leash just enough for the patron not to feel offended.
Not to show his age and injuries. 
In this velvet relationship of authority dog and man have found balance. Maybe time is to blame that made them just the same. Maybe death 
that covers them in affection already with its frozen wings.


The warranties of God

Savonarola became great
when the bank of Medici collapsed. Gray Florence of 1494, guilty canvases of Botticelli, an art which is ashamed of its existence and a God who stands on your chest with His right knee. 
The joy of Life become remorse.
-Take off your velvet clothes immediately, put on the priestly robe and confess.
Always when a bank collapses like,
the bad moment, the Lehman Brothers, everyone pretends that they feel regret for the indulgence of their lives. While the fanatically religious mock maliciously taking courage by identifying their God with the warranties.
"Hadn't we told you that?"


Infantilism - Childish

To my friend Kiki Dimoula

With incompleteness and mistakes
And after many years of practice
We learn -almost from school-age period
The role of youth. And each and every one of us without exception,
Became protagonists

But as soon as we incarnate the role sufficiently
And we feel comfortable in its costumes and masks,
Out of the blue the director starts yelling:
“What an old-fashioned style, How unacceptable…
You play like elderly men!”


The cats' prayer

I gaze at the famished cat at the corner
With the bitten ear and the shed fur
And I instantly think of every stray cat in Christian solidarity
What are they eating today?
What does tomorrow bring?
Siamese cats, cats from Brazil, Indochina, Canada, Cuba, Senegal, thousands of cats that are struggling to survive keeping their dignity
In a hostile and unfair world for the doomed and the
cats
But you, dear God, who created the cats and the humans, don't give up on them, don't let them fall into oblivion
Grant them generously the sunshine and your shade
Keep the humans and the unwanted cats warm.


The contractors

They arrived late at night and cut down the cypress trees
The day after the dew came up with other ways to mourn.



Reflexion upon

Reflecting upon means "reflecting on my death"
Better say, "it is my own death that right now reflects upon me"


Thought for a sunshiny morning

It costs me never a stab or squirm
To tread by chance upon a worm.
"Aha, my little dear" I say
"Your clan will pay me back one day".

Dorothy Parker


Σκέψεις ενός ηλιόλουστου πρωινού

Διόλου δεν διστάζω να πατήσω
ή να ζουλήξω όταν βρω ένα σκουλήκι.
" Άχου γλυκό μου μικρούλι" του λέω
"Θα στο ξεπληρώσει η φάρα σου μια μέρα".

Ντόροθι Πάρκερ (1893 - 1967)







 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου