Από τις 4 Φεβρουαρίου διοργανώνεται στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου
Αθηναίων, στο Πάρκο Ελευθερίας, μια έκθεση διαφορετική και ενδιαφέρουσα,
με τίτλο «Βίοι παράλληλοι». Μια έκθεση «πολυθέαμα», όπως χαρακτηρίζεται
από τους διοργανωτές, που θα περιλαμβάνει εκδηλώσεις λόγου, μουσική,
προβολές, αλλά και τα έργα πενήντα «διφυών» δημιουργών, μελών της
Εταιρείας Συγγραφέων.
Γιώργος Ρωμανός, Κάφκα |
Η ποίηση
είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν
κοιμάται ποτέ.
Γ.
Σαραντάρης
(1908-1941)
Κοινός
τόπος πως η τέχνη είναι εκείνο το ψέμα
που πάντως μπορεί να υπερασπιστεί τη
μόνη υπαρκτή αλήθεια. Κοινός τόπος,
επίσης, πως “γνώση” είναι ο κομψός
τρόπος με τον οποίο συνήθως οι ευφυείς
άνθρωποι καλύπτουν την υπαρξιακή, την
ακατάλυτη τους άγνοια. Εν αρχῆ,
εξάπαντος, των πάντων ην το δράμα των
εικόνων που έκρυβαν λέξεις και το δράμα
των λέξεων που αποκάλυπταν εικόνες.
Εικόνες που με τη σειρά τους αναζητούσαν,
διαρκώς, καινούρια νοήματα: Αρχαίες
λέξεις που ξαναζούν, αρχαίες εικόνες
που φανερώνονται μαγικά για ν’ αφηγηθούν
το ίδιο, το προκατακλυσμιαίο παραμύθι
από την αρχή. Έπειτα η πρωταρχική εικόνα,
το πρόσωπο του μαγεμένου Νάρκισσου που
καθρεφτίζεται στο αρυτίδωτο νερό, έδωσε
τον πρώτο “πίνακα”. Η σχετική ιστορία
ακολούθησε. Προφορικά πρώτα, γραπτά
ύστερα. Από τότε όποιος θέλει να δει το
πρόσωπο του άλλου -ή το δικό του- σκύβει
πάνω από ένα κείμενο.
Στη
συνέχεια υπήρξε εκείνο το πρόσωπο που
δεν έπρεπε να ιδωθεί, μέσα στο έρεβος,
αν ήθελε να ξαναζήσει. Να ξεφύγει απ’
το βασίλειο των σκιών. Μόνος οδηγός η
Μουσική που έπαιζε κάποιος απελπισμένος
του έρωτα για να σώσει τη πολύκλαυστη
Ευρυδίκη του. Ήδη έχουν μαζευτεί πάρα
πολλά στοιχεία ή σύμβολα ώστε να
συγκροτηθεί επαρκής λόγος: Πρόκειται
για εικόνες και λόγια και ήχους και
τραύματα που όμως μαλακώνουν με τη χρήση
των εικόνων, των λόγων ή των ήχων. Κυρίως
όμως γεννήθηκε απ’ όλα αυτά ο πιο
βαρυσήμαντος έκτοτε συμβολισμός της
τέχνης: Πως, δηλαδή, η ίδια μπορεί να μην
νικάει το θάνατο αλλά αποτελεί τη μόνη
μορφή αθανασίας που εμείς οι άνθρωποι
δικαιούμαστε (αλλά και αντέχουμε).
Αυτή
τη τριπλή σχέση λέξεων, ήχων και εικόνων
τιμά σήμερα η Εταιρεία Συγγραφέων
παρουσιάζοντας εκείνα τα μέλη της που
διαθέτουν διπλή ή τριπλή καλλιτεχνική
ιδιότητα. Δηλαδή δεν είναι μόνο γραφιάδες,
εργάτες της πένας ή του πληκτρολογίου
αλλά επιπλέον ζωγραφίζουν, συνθέτουν
ή ασχολούνται με τη φωτογραφία ή τον
κινηματογράφο. Συνεχίζοντας μια παράδοση
του τόπου όχι ευκαταφρόνητη την οποία
κατά καιρούς λάμπρυναν ονόματα του
μεγέθους του Φώτη Κόντογλου, του
Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, του Νίκου
Εγγονόπουλου, του Ανδρέα Εμπειρίκου,
του Νίκου Καρούζου, του Μανώλη Αναγνωστάκη,
του Τάκη Σινόπουλου, του Μπόστ, της
Ελένης και του Γιώργου Βακαλό, του Μίλτου
Σαχτούρη κ.α. Προσωπικά έχω κρατήσει
στα χέρια μου, σε διάφορες περιόδους
και για ποικίλες αιτίες, τα ιχνογραφήματα
του Παπαδιαμάντη, τα collages
του Ελύτη ή του Αναγνωστάκη, τα σχέδια
του Εγγονόπουλου, τα “υδατογραφήματα”
του Καρούζου, τις ζωγραφιές του Αργύρη
Χιόνη και του Σαχτούρη, τα κομψά σαν
αραβουργήματα χειρόγραφα του Χειμωνά,
κι έχω χαρεί τους πίνακες, τα σχέδια ή
τις καρικαρτούρες του Νάνου Βαλαωρίτη,
του Πάνου Κουτρουμπούση, του Αλέξανδρου
Ίσαρη, του Νίκου Χουλιαρά, του Γιάννη
Στεφανάκι, του Δημήτρη Καλοκύρη, του
Δημήτρη Πετσετίδη, της Ηρώς Νικοπούλου,
τις προτάσεις στο σέλιλοϊντ του Αχιλλέα
Κυριακίδη ή του Τάσου Γουδέλη, τις
φωτογραφίες πολλών άξιων συναδέλφων
που δεν φοβούνται ν’ αναμετρηθούν και
με άλλα εκφραστικά μέσα πλην του βασικού
του επιτηδεύματος. Να μην ξεχάσω την
ομάδα οπτικής ποίησης με τον Μιχαήλ
Μήτρα, τον Κωστή Τριανταφύλλου, την
Νατάσσα Χατζιδάκι, την Έρση Σωτηροπούλου
κ.α. Όλοι αυτοί είναι αξιέπαινοι και για
τη προσφορά τους καθαυτή αλλά και για
το θάρρος τους να ταξιδεύουν και σ’
άλλα νερά έξω από την οικεία τους λίμνη.
Αυτά τα allotria
είναι που με κάνουν να τους ζηλεύω
αληθινά (Μην ξεχνάμε πως, allotria
λεγόταν ο καλλιτεχνικός όμιλος του
Μονάχου στον οποίο διακρίθηκε ο Γύζης).
Με αφορμή
αυτή τη πληροφορία ας δούμε και την άλλη
πλευρά του λόφου. Ήγουν τους ζωγράφους
που πλην της ανάγνωσης, γνωρίζουν και
γραφήν. Και τι γραφή! Θυμάμαι αυτή τη
στιγμή τους “Αφορισμούς” του Μπουζιάνη
ή τις έξοχες σελίδες του Γιάννη Τσαρούχη,
τις πλέον εύστοχες που έχουν γραφεί
σχετικά με την ιδιοτυπία του νεοελληνικού
αισθητικού φαινομένου. Αλλά και τα
θεωρητικά κείμενα του Γιάννη Παπά ή του
Χατζηκυριάκου-Γκίκα, τις αυτοβιογραφικές
σημειώσεις του Θανάση Απάρτη και του
Περικλή Βυζάντιου, την άγνωστη φιλοσοφική
ποίηση του ελληνοαμερικανού γλύπτη
Μιχαήλ Λεκάκη, τα πεζά και τα ποιήματα
του Γιώργου Μαυροΐδη, φίλου του Σεφέρη
αλλά και του Εμπειρίκου ή του Γκίκα, την
εύστοχη αρθρογραφία του Άρη Κωνσταντινίδη,
τον πυκνό στοχασμό του Διαμαντή
Διαμαντόπουλου, τη ποίηση του πολυτάλαντου
πλην παραγνωρισμένου Τάκη Σιδέρη, τη
πολύπλευρη προσφορά του Γρηγόρη
Σεμιτέκολο, του Δήμου Σκουλάκη κ.α.
Η έκθεση
αυτή ας είναι αφορμή για να γνωριστούν
καλύτερα μεταξύ των, σήμερα στην εποχή
της απόλυτης όσμωσης των τεχνών αλλά
και των επιστημών, οι επιμέρους τέχνες
-δηλαδή οι τεχνίτες τους-, και να
καταρριφθούν εκείνα τα στεγανά που κατά
καιρούς ύψωσαν η αμάθεια, η προκατάληψη
ή, γιατί όχι, η αλαζονεία. Ώστε να χαρούμε
όλοι όσα δώρα μας προσφέρονται σήμερα
είτε εκ του πλεονάσματος, είτε εκ του
υστερήματος. Το όφελος θα είναι μέγα...
ΥΓ.
“Η ποίηση, που μερικοί τη λένε και
μουσική, υπάρχει για να υπονομεύει αυτό
που βλέπουμε και να ερμηνεύει ό,τι δεν
βλέπουμε. Να ενισχύει δηλαδή την
επικράτεια του αόρατου. «Εκείνο που
υπάρχει δεν υπάρχει, υπάρχει όμως ό,τι
δεν υπάρχει» σιγοτραγουδάει ο Κυριάκος
Χαραλαμπίδης από το «Κυδώνιον Μήλο»
(εκδ. ΑΓΡΑ). Κατά περίεργο τρόπο ανάλογο
πράγμα επιδιώκουν το θέατρο, η ζωγραφική
ακόμη και η φωτογραφία ή το σινεμά, όταν
βρίσκονται βέβαια στα κατάλληλα, τα
ποιητικά, χέρια. Κατά βάθος όλες οι
τέχνες συγκλίνουν σε ποίηση και η ποίηση
είναι ο απώτατος στόχος τους. Εκείνος
ο λόγος, μ' άλλα λόγια, που γεννάει
εικόνες, που αναπνέει σαν μουσική, που
κατ' αρχάς προφέρεται, εκφωνείται,
τραγουδιέται, για να καταστεί στη
συνέχεια γραφή, δηλαδή κείμενο, δηλαδή
εικόνα! (και πάλι απ' την αρχή... αφού
εικόνες κυρίως τροφοδοτούν τα ποιήματα).
Τότε το ποίημα γίνεται τραγούδι, το
τραγούδι χορός και τα βήματα των χορευτών
χαράζουν γραμμές, σχέδια πάνω στην άμμο
σαν τον ξυπόλητο Ζορμπά. Ενας Διόνυσος
καταπλέει τότε με το αμπελοκάραβό του
και κοινωνεί με τρυγία όλους τους
παρευρισκόμενους. Το δισκοπότηρο
ταξιδεύει από χείλη σε χείλη κι ο πιο
μερακλής, ο πιο πιωμένος κι ο πιο
αλαφροΐσκιωτος πιάνει πάλι ένα τραγούδι
-καινούριο αυτή τη φορά- και οι υπόλοιποι
κρατούν το ίσο ή τον αντιγυρίζουν τον
στίχο σε ύφος -ε για μόλα, ε για λέσα-
ώσπου τη νύχτα να καταλάβει εξ απήνης
η μέρα. Στο πρώτο αυτό φως λοιπόν του
αιφνιδιασμού, ένας από τους συμποσιαστές,
σε νηφάλια μέθη ευρισκόμενος, κάτι
ζωγράφισε στα πλευρά και τη βάση της
κούπας του, κάτι χάραξε με το μαχαίρι
του στο ξύλινο τραπέζι. Ενα όνομα, μια
λέξη, ένα πρόσωπο, ένα μεράκι. Ο Διόνυσος
τότε πήρε στο αμπελοκάραβό του τη
ζωγραφισμένη κούπα, όπως πήραν οι Σιληνοί
του τα τραγούδια και τους χορούς για το
νέο τους ταξίδι...” (Ελευθεροτυπία,
Γυάλινο Μάτι
- 12/11/2006)
Μάνος
Στεφανίδης
9/1/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου