Στον κ. Πάνο Ν. Εγγονόπουλο
...Τη βραδιά των εγκαινίων του... Κι ενώ οι επίσημοι, κοσμικοί, πολιτικοί, φιλότεχνοι, συνωθούνται εκστομίζοντας λόγους που δεν κατανοούν κι εκφράζοντας συναισθήματα που δεν νιώθουν, μελαγχολικοί, κατά βάθος, κάτω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους και τα ποτήρια που φαίνονται πολύτιμα με τόσο κόκκινο μέσα τους...
ζωγράφος, αθέατος ούτως ή άλλως, περιφέρεται σαν σκιά -ούτως ή άλλως- και πλήττει κοιτώντας όλους αυτούς που θαυμάζουν ετοιματζίδικα χωρίς να κοιτάζουν, κουρασμένοι από την επίπεδη, ανάμεσα σε events και δεξιώσεις, ζωή τους, οι ίδιοι και οι ίδιοι, στα χωρίς λόγω στρας ή βελούδα κι έπειται μόνοι στο ομοιόμορφο πλήθος και την πολυτελή αίθουσα, αμήχανοι εμπρός στους πίνακες και απογοητευμένοι από το φοβικό τρόπο με τον οποίο τους έμαθαν ν' αντιδρούν στο αγρίμι που λέγεται τέχνη... Κι οι πίνακες πάλι τους κοιτάνε με τη σειρά τους ξελιγωμένοι στα γέλια. Με τον ζωγράφο πιο μοναχικό απ' όλους, είτε έφυγε το 1957, είτε το 1985, πάντα παρών όμως για όσους μπορούν να τον δουν πίσω από τη σκιά του... Ενώ για τους άλλους οι εύγλωττες εικόνες του έστω κι αν τραγουδούν με τα χρώματα ή τα αινίγματά τους, φαίνονται βουβές, άδειοι καθρέφτες που αντανακλούν το κενό, γιατί δεν είναι τα χρήματα ή η εξουσία που γοητεύουν το ωραίο, αλλά το αντίθετο.
ι ο ζωγράφος σιωπά βλέποντας όλους αυτούς που βρήκαν την ευκαιρία να υπάρξουν μέσα από το έργο του, λες και το ταλέντο είναι θέμα εφορίας ή η χάρις κληρονομείται ή τα ορφανά και τα εγγόνια δικαιούνται να ορίζουν το ποιος θα μιλήσει ή θα γράψει γι' αυτόν και ποιος όχι, επειδή απλώς έχουν την επικαρπία του έργου και μπορούν να στήνουν φάμπρικες μ' αυτό. Ή, πάλι, ν' αψηφούν δωρεές σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που έγιναν ακριβώς για να προβάλουν αυτό το έργο, και ν' αξιώνουν εδώ και τώρα money back. Η αγορά όμως και η τελετουργία των δημοπρασιών αφήνουν αδιάφορο τον ζωγράφο, όπως και τότε, μόνο που τώρα λυπάται γιατί στις Ινδίες καίνε τις χήρες στην πυρά του εκλιπόντος για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, ενώ εδώ τις αφήνουν ν' αλωνίζουν σε ό,τι ουσιαστικά δεν τους ανήκει, εκτός κι αν η ιστορία της τέχνης συγγράφεται στα συμβολαιογραφεία και η ευαισθησία είναι τόσο κολλητική όσο και η ιλαρά. Ιλεως γενού Κύριε της ζωγραφικής...
το Ιδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη στη Βασ. Σοφίας είδα την αναδρομική έκθεση του σημαντικότερου, ίσως, νεοέλληνα ζωγράφου -μαζί με τον Γύζη, τον Παρθένη, τον Μπουζιάνη και τον Διαμαντόπουλο-, του Σπύρου Παπαλουκά από τη Δεσφίνα. (Δες το εκτενές κείμενό μου «Ενας χωρικός στοχάζεται τη θάλασσα» στον τόμο του προτελευταίου συνεδρίου της «Εντελέχειας» στο Ε.Ι.Ε. το 2003. Και τα σχόλιά μου στους τόμους Α και Β του «Ελληνομουσείου», εκδ. Μίλητος 2001.) Πρόκειται για ένα μέγιστο πολιτιστικό γεγονός, πλαισιωμένο με παράπλευρες εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Κι είναι πραγματικά κρίμα που μια τέτοια προσφορά -αλλά και η δαψιλής δωρεά της Ασημίνας Παπαλουκά, κόρης του ζωγράφου- αντιμετωπίζει «κληρονομικά» προβλήματα. Στους χώρους του ιδρύματος λάμπει ένα έργο μοναδικό, ένας έλληνας Γκογκέν που δεν ταξίδεψε στις θάλασσες του Νότου αλλά στον Αθω, την Αίγινα και την Πάρο για ν' ανακαλύψει την πνευματικότητα του υλικού φωτός και την αγιότητα των φθαρτών αντικειμένων. Και για να δώσει, μαζί με τον Χαλεπά και τον Κόντογλου, τη στιβαρότερη πρόταση μιας νεωτερικότητας φτιαγμένης από ιθαγενή ορυκτά. Τον Παπαλουκά πρωτοπαρουσίασε αναδρομικά ο Δημ. Παπαστάμος στην Εθνική Πινακοθήκη πριν από 30 χρόνια. Εκτοτε το Ιδρυμα αδιαφόρησε και για τον ζωγράφο και για τη δωρεά του, η οποία σαπίζει στις αποθήκες αναξιοποίητη (ανθίβολα, σπουδές, νεανικά μικρά και μεγάλα έργα).
ίχα τη χαρά να παρουσιάσω την πρώτη έκθεση ζωγραφικής του Βασίλη Θεοχαράκη, μαθητή του Παπαλουκά, στην γκαλερί «Ζυγός», τη δεκαετία του '80. Εκτοτε παρακολουθώ το συνεπές έργο του αλλά και τις προσπάθειες όλων, σχεδόν, των συναδέλφων μου να το προσεταιριστούν, όχι, πάντα, με άδολες προθέσεις. Ο λόγος προφανής. Αλλά εξίσου προφανής και η δική μου βούληση να σταθώ μακριά προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ας παίξουν άλλοι το ρόλο του κόλακα ή της υγρασίας. Τους πηγαίνει καλύτερα... Μετά όμως από τόσον καιρό είμαι ευτυχής που του σφίγγω το χέρι και εύχομαι να συνεχίσει, αυτός, ένας ιδιώτης, να πράττει όσα οι επίσημοι θεσμοί αμελούν... Και να μην λησμονεί ποτέ ότι η μοναξιά είναι η καλύτερη συντροφιά του ζωγράφου. Και το πρόσωπό της το πιο περιμάχητο θέμα του.
ΥΓ. 1: Ολίγον βαρετός ο «Πόθος» του Αγνκ Λι. Φαίνεται πως το Χόλιγουντ πειράζει σοβαρά τους επιρρεπείς σκηνοθέτες. Αντίθετα, η «Περσέπολη», καθηλωτική.
ΥΓ. 2: Ελαβα σημειώματα διαφόρων γκαλερί που με πληροφορούσαν ότι ο τάδε καλλιτέχνης τους συμμετέχει στην έκθεση «Σε ενεστώτα χρόνο» του ΕΜΣΤ. Από ένα Εθνικό Μουσείο όμως δεν περιμένω την τρέχουσα εσοδεία της αγοράς. Αυτή την βρίσκω στις foires ή τις biennale. Από ένα μουσείο περιμένω την αρχαιολογία του παρόντος και την ερμηνευτική του σύνθεση. Και βέβαια ιστορικές εκθέσεις. Φαίνεται όμως ότι πρέπει ν' αναμένουν πολύ ο Παντελής Ξαγοράρης, ο Στάθης Λογοθέτης, ο Βασίλης Σκυλάκος, η Καίτη Αντύπα και οι λοιποί πιονιέροι του μοντερνισμού μας.
ΥΓ3: Τρελάθηκες Δύση; Βγάλε αμέσως τα κόκκινα ντροπή στην κηδεία σου πας
ζωγράφος, αθέατος ούτως ή άλλως, περιφέρεται σαν σκιά -ούτως ή άλλως- και πλήττει κοιτώντας όλους αυτούς που θαυμάζουν ετοιματζίδικα χωρίς να κοιτάζουν, κουρασμένοι από την επίπεδη, ανάμεσα σε events και δεξιώσεις, ζωή τους, οι ίδιοι και οι ίδιοι, στα χωρίς λόγω στρας ή βελούδα κι έπειται μόνοι στο ομοιόμορφο πλήθος και την πολυτελή αίθουσα, αμήχανοι εμπρός στους πίνακες και απογοητευμένοι από το φοβικό τρόπο με τον οποίο τους έμαθαν ν' αντιδρούν στο αγρίμι που λέγεται τέχνη... Κι οι πίνακες πάλι τους κοιτάνε με τη σειρά τους ξελιγωμένοι στα γέλια. Με τον ζωγράφο πιο μοναχικό απ' όλους, είτε έφυγε το 1957, είτε το 1985, πάντα παρών όμως για όσους μπορούν να τον δουν πίσω από τη σκιά του... Ενώ για τους άλλους οι εύγλωττες εικόνες του έστω κι αν τραγουδούν με τα χρώματα ή τα αινίγματά τους, φαίνονται βουβές, άδειοι καθρέφτες που αντανακλούν το κενό, γιατί δεν είναι τα χρήματα ή η εξουσία που γοητεύουν το ωραίο, αλλά το αντίθετο.
ι ο ζωγράφος σιωπά βλέποντας όλους αυτούς που βρήκαν την ευκαιρία να υπάρξουν μέσα από το έργο του, λες και το ταλέντο είναι θέμα εφορίας ή η χάρις κληρονομείται ή τα ορφανά και τα εγγόνια δικαιούνται να ορίζουν το ποιος θα μιλήσει ή θα γράψει γι' αυτόν και ποιος όχι, επειδή απλώς έχουν την επικαρπία του έργου και μπορούν να στήνουν φάμπρικες μ' αυτό. Ή, πάλι, ν' αψηφούν δωρεές σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που έγιναν ακριβώς για να προβάλουν αυτό το έργο, και ν' αξιώνουν εδώ και τώρα money back. Η αγορά όμως και η τελετουργία των δημοπρασιών αφήνουν αδιάφορο τον ζωγράφο, όπως και τότε, μόνο που τώρα λυπάται γιατί στις Ινδίες καίνε τις χήρες στην πυρά του εκλιπόντος για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, ενώ εδώ τις αφήνουν ν' αλωνίζουν σε ό,τι ουσιαστικά δεν τους ανήκει, εκτός κι αν η ιστορία της τέχνης συγγράφεται στα συμβολαιογραφεία και η ευαισθησία είναι τόσο κολλητική όσο και η ιλαρά. Ιλεως γενού Κύριε της ζωγραφικής...
το Ιδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη στη Βασ. Σοφίας είδα την αναδρομική έκθεση του σημαντικότερου, ίσως, νεοέλληνα ζωγράφου -μαζί με τον Γύζη, τον Παρθένη, τον Μπουζιάνη και τον Διαμαντόπουλο-, του Σπύρου Παπαλουκά από τη Δεσφίνα. (Δες το εκτενές κείμενό μου «Ενας χωρικός στοχάζεται τη θάλασσα» στον τόμο του προτελευταίου συνεδρίου της «Εντελέχειας» στο Ε.Ι.Ε. το 2003. Και τα σχόλιά μου στους τόμους Α και Β του «Ελληνομουσείου», εκδ. Μίλητος 2001.) Πρόκειται για ένα μέγιστο πολιτιστικό γεγονός, πλαισιωμένο με παράπλευρες εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Κι είναι πραγματικά κρίμα που μια τέτοια προσφορά -αλλά και η δαψιλής δωρεά της Ασημίνας Παπαλουκά, κόρης του ζωγράφου- αντιμετωπίζει «κληρονομικά» προβλήματα. Στους χώρους του ιδρύματος λάμπει ένα έργο μοναδικό, ένας έλληνας Γκογκέν που δεν ταξίδεψε στις θάλασσες του Νότου αλλά στον Αθω, την Αίγινα και την Πάρο για ν' ανακαλύψει την πνευματικότητα του υλικού φωτός και την αγιότητα των φθαρτών αντικειμένων. Και για να δώσει, μαζί με τον Χαλεπά και τον Κόντογλου, τη στιβαρότερη πρόταση μιας νεωτερικότητας φτιαγμένης από ιθαγενή ορυκτά. Τον Παπαλουκά πρωτοπαρουσίασε αναδρομικά ο Δημ. Παπαστάμος στην Εθνική Πινακοθήκη πριν από 30 χρόνια. Εκτοτε το Ιδρυμα αδιαφόρησε και για τον ζωγράφο και για τη δωρεά του, η οποία σαπίζει στις αποθήκες αναξιοποίητη (ανθίβολα, σπουδές, νεανικά μικρά και μεγάλα έργα).
ίχα τη χαρά να παρουσιάσω την πρώτη έκθεση ζωγραφικής του Βασίλη Θεοχαράκη, μαθητή του Παπαλουκά, στην γκαλερί «Ζυγός», τη δεκαετία του '80. Εκτοτε παρακολουθώ το συνεπές έργο του αλλά και τις προσπάθειες όλων, σχεδόν, των συναδέλφων μου να το προσεταιριστούν, όχι, πάντα, με άδολες προθέσεις. Ο λόγος προφανής. Αλλά εξίσου προφανής και η δική μου βούληση να σταθώ μακριά προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ας παίξουν άλλοι το ρόλο του κόλακα ή της υγρασίας. Τους πηγαίνει καλύτερα... Μετά όμως από τόσον καιρό είμαι ευτυχής που του σφίγγω το χέρι και εύχομαι να συνεχίσει, αυτός, ένας ιδιώτης, να πράττει όσα οι επίσημοι θεσμοί αμελούν... Και να μην λησμονεί ποτέ ότι η μοναξιά είναι η καλύτερη συντροφιά του ζωγράφου. Και το πρόσωπό της το πιο περιμάχητο θέμα του.
ΥΓ. 1: Ολίγον βαρετός ο «Πόθος» του Αγνκ Λι. Φαίνεται πως το Χόλιγουντ πειράζει σοβαρά τους επιρρεπείς σκηνοθέτες. Αντίθετα, η «Περσέπολη», καθηλωτική.
ΥΓ. 2: Ελαβα σημειώματα διαφόρων γκαλερί που με πληροφορούσαν ότι ο τάδε καλλιτέχνης τους συμμετέχει στην έκθεση «Σε ενεστώτα χρόνο» του ΕΜΣΤ. Από ένα Εθνικό Μουσείο όμως δεν περιμένω την τρέχουσα εσοδεία της αγοράς. Αυτή την βρίσκω στις foires ή τις biennale. Από ένα μουσείο περιμένω την αρχαιολογία του παρόντος και την ερμηνευτική του σύνθεση. Και βέβαια ιστορικές εκθέσεις. Φαίνεται όμως ότι πρέπει ν' αναμένουν πολύ ο Παντελής Ξαγοράρης, ο Στάθης Λογοθέτης, ο Βασίλης Σκυλάκος, η Καίτη Αντύπα και οι λοιποί πιονιέροι του μοντερνισμού μας.
ΥΓ3: Τρελάθηκες Δύση; Βγάλε αμέσως τα κόκκινα ντροπή στην κηδεία σου πας
(Κ. Δημουλά).
Αυτοπροσωπογραφία, 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου