Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Εικόνες από μια έκθεση

 Φωτογραφίες: Τάκης Σπυρόπουλος















 
















ΠΡΟΣΦΟΡΑ – ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΣΤΟ Ε.Α.Μ.

Στη σύγχρονη τέχνη πρωταγωνιστούν οι αντι-ήρωες της καθημερινότητας, ενώ το ιερό αποβάλλει την όποια μεταφυσική του και ξαναγίνεται ανθρώπινο. Είναι τόσο άπληστα σπαταλημένο το αίμα των ανθρώπων, ώστε δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν αρκεί το αίμα ενός θεού για να το δικαιώσει. Αντίθετα, στην αρχαία τέχνη ο άνθρωπος χτίζει τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του και το ιερό ευλογεί τους θνητούς τη στιγμή ακριβώς που χαίρονται τη χαρά της ζωής στεφανωμένοι με τ’ αρχαϊκά τους χαμόγελα ή που θλίβονται για το αναπόφευκτο του θανάτου αποχαιρετώντας τους αγαπημένους με σιωπηλά βλέμματα. Τι είναι οι κούροι και οι κόρες; Εξιδανικευμένοι νεκροί ή θεοί που ενανθρωπίστηκαν; Ούτως ή άλλως ο Κροίσος, η Φρασίκλεια, ο Αριστίων, η Ηγησώ, ο Αριστοναύτης, ο πυγμάχος Σάτυρος ή το παιδί του Μαραθώνα κέρδισαν προ πολλού την αιωνιότητα ισορροπώντας σαν ιδανικοί χορευτές πάνω στις ιδέες και την ύλη, το δράμα και την ιλαρότητα, το μέτρο και την υπέρβασή του. Τίποτε περισσότερο από την τελειότητα μορφοποιημένη.

Η αρχαία κληρονομιά είναι η πηγή προς την οποία η τέχνη κάθε εποχής επιστρέφει για να αντλήσει νόημα και έμπνευση. Πρόκειται για τα αισθητικά κοινά φαινόμενα που οι ιστορικοί ονομάζουν «κλασικισμούς». Ήδη ο Χαιρέστρατος με το άγαλμα της Θέμιδος του 3ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε το 1890 στον ομώνυμο ναό του Ραμνούντα, αναφερόταν άμεσα στο περίφημο πρότυπο που κατασκεύασε ο αγαπημένος μαθητής του Φειδία, ο Αγοράκριτος. Ανάλογο, εκλεκτικιστικό γούστο αναρριπίζει την εποχή του Αυγούστου τόσο στα κείμενα όσο και στις πλαστικές τέχνες, ενώ από τον Pico della Mirandola ή τον Michelangelo, τους λαμπρούς νόες της Αναγέννησης, ως τον θεωρητικό του Κλασικισμού Johann Joachim Winckelmann η αρχαιοελληνική τέχνη προτείνεται ως το ανυπέρβλητο πρότυπο. Αλλά και στις στιγμές της πιο ανυποχώρητης avantgarde του 19ου και του 20ού αιώνα, από τον Cézanne ως τον Picasso και από τον Rodin ως τον Moore, η πλαστική των αρχαϊκών χρόνων ή το ελληνιστικό, το περγαμηνό, Μπαρόκ παραμένουν σταθερά σημεία αναφοράς.

Δεν θα μπορούσε η νεοελληνική εικαστική έκφραση να μην μετάσχει αυτής της παγκόσμιας παρακαταθήκης. Όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά απλώς και για λόγους... γειτονίας. Για να θυμηθούμε τον Στρατηγό Μακρυγιάννη. Οι νεοέλληνες δικαιούνται, νομίζω, ν’ αναφέρονται στον αρχαίο πολιτισμό κατά προτεραιότητα επειδή ζουν δίπλα στις αγλαές σκιές εκείνων που τον διαμόρφωσαν και μιλούν, εν πολλοίς, την ίδια γλώσσα. Τώρα, το κατά πόσον είναι αντάξιοι κληρονόμοι αυτού του θησαυρού ή ανάλογα αξιοποίησαν το τάλαντο του Ευαγγελίου, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Από τους Άραβες του Μεσαίωνα ως τον Kant και από τους αρχαιολάτρες φιλολόγους και αρχαιολόγους της Οξφόρδης ή του Humboldt Universität είναι εκατοντάδες οι προσωπικότητες που ανέδειξαν, μελέτησαν και ερμήνευσαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στα όμματα της ανθρωπότητας: Ο Nietzsche, ο Wilamowitz, ο Schliemann, ο Hegel, ο Herder, ο Burke, ο Byron, ο Schinkel, ο Klenze, ο Chateaubriand, ο Canova, ο Thordvaldsen, ο Schlegel, ο Keats ήσαν κάποιοι από αυτούς.

Κι εμείς; Τι γυρεύουμε εμείς σήμερα σε αυτήν την κιβωτό του αρχαίου κάλλους, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Τίποτε περισσότερο από ένα έμπρακτο προσκύνημα περιορισμένης χρονικής διάρκειας και από ένα αίτημα ευλογίας. Εδώ δεν χωρούν ούτε συγκρίσεις, ούτε αντιπαραθέσεις, ούτε εξυπνακισμοί. Ούτως ή άλλως η κάθε εποχή φέρει το δικό της σταυρό. Όμως, έστω ως ολιγοήμερη φιλοξενία πλάι στη δαιδαλική γλυπτική ή εκείνη του αυστηρού ρυθμού πλάι στους αμφορείς του Διπύλου και τις λευκές ληκύθους, δικαιούται, ελπίζω, η σύγχρονη ελληνική δημιουργία, συμπτυγμένη συμβολικά στην παρούσα ομάδα των Εβδομήκοντα, να σταθεί για λίγο κάτω από τη σκιά των παππούδων τους. Η ομάδα αυτή, νόμιμη όσο και αυθαίρετη όπως κάθε ομάδα, περιλαμβάνει δημοκρατικά ποικίλες τάσεις ή αντιθέσεις, διαφορετικές ηλικίες και σταδιοδρομίες, όπως επίσης και δυο-τρεις ξένους καλλιτέχνες που έχουν όμως ενσωματωθεί στην ημετέρα παιδεία. Αυτό μόνο ζητάμε, όπως θα έλεγε και ο Σεφέρης, να μας δοθεί αυτή η χάρη.

Οι εβδομήντα περίπου εκθέτες προσέρχονται με ταπεινότητα αλλά και υπερηφάνεια για να δείξουν πως και σήμερα υπάρχει μια Ελλάδα της δημιουργίας, της αξιοπρέπειας, της προσφοράς, της τέχνης και του οραματισμού, και πως ο επιδιωκόμενος διάλογος δεν απευθύνεται προς τις αρχαίες μορφές που τους υποδέχονται και τους φιλοξενούν, αλλά προς τους θεατές του σήμερα. Αυτούς δηλαδή που συχνά λειτουργούν σαν βιαστικοί και απρόσεχτοι καταναλωτές εικόνων. Που μπαίνουν στα μουσεία σαν σε supermarket και που απαιτούν αμέσως από τα έργα ν’ αποκαλύψουν το όποιο μυστικό τους.

Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το στοίχημα: οι νέοι, οι τουρίστες, ένα άλλο κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με αυτόν εδώ τον χώρο, να γνωρίσει μέσω του παρόντος το παρελθόν και ν’ αντιληφθεί πως, εντέλει, υπάρχει μια αόρατη κλωστή που συνδέει τα πράγματα μέσα στο χρόνο εις πείσμα, συχνά, του χρόνου. Ίσως ειπωθεί πως αυτά ακριβώς τα “πράγματα” είναι παντελώς ανόμοια. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, θα απαντήσουμε, αλλά αυτό δεν απομειώνει διόλου την προσφορά των συγχρόνων δημιουργών και τη σημασία μιας τέτοιας εκδήλωσης προσφοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εξήντα περίπου καλλιτέχνες δωρίζουν τα 2/3 της αξίας των έργων τους, ως συμβολική χειρονομία, σάρκα εκ της σαρκός των, για τις ανάγκες του Μουσείου.

Γλυπτική, ζωγραφική, χαρακτική, φωτογραφία, κατασκευές, παραστατικότητα, αφαίρεση, νεορεαλισμός, νεοεξπρεσιονισμός, μινιμαλισμός, εννοιολογική έκφραση, ναϊβισμός, υπερρεαλισμός, είναι κάποια από τα στοιχεία των εκτιθέμενων έργων, ένδειξη του πλουραλισμού που χαρακτηρίζει την πρότασή μας. Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω το γεγονός πως κάθε ομαδική έκθεση – ιδιαίτερα όταν είναι ένας ο επιμελητής και μία η ομάδα που αποφασίζουν- είναι, αναγκαστικά, προϊόν συμβιβασμών. Για τις ελλείψεις, τα κενά ή τις παρανοήσεις λοιπόν, mea culpa. Οι καλές προθέσεις και η διάθεση προσφοράς όμως αντανακλούν σε όλους τους εμπλεκόμενους. Και ιδιαιτέρως σε εκείνους οι οποίοι επιχειρούν, συμφωνώντας με μια διεθνή μουσειολογική πρακτική, να εμφυσήσουν στα αρχαιογνωστικά μας μουσεία σύγχρονη πνοή. Τηρώντας βέβαια ίσες αποστάσεις τόσο από την ιερόσυλη κραυγή όσο και από την έμφοβη τυπολατρία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου