Ελένη
Οικονόμου, Γιάννης Διαμάντης
Υπό την
σκιά των προγόνων
Η τέχνη
φύεται κατά μόνας αλλά αποκτά ιστορικό
στίγμα μόνο όταν αφορά στην κοινότητα.
Τα μουσεία, πάλι, είναι πρωτίστως
πολιτικοί οργανισμοί. Είναι οι χώροι
δηλαδή όπου ο θεατής συνειδητοποιείται
ως πολίτης. Γι' αυτό τα μουσεία πρέπει
να είναι ζωντανοί οργανισμοί, πεδία
έρευνας, πειραματισμού, ελευθερίας,
δημιουργίας.
Τα
μουσεία, ιδιαίτερα τα αρχαιογνωστικά,
δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν, ούτε αυτά,
ούτε τα εκθέματά τους, από τη γειτνίαση
με σύγχρονα έργα. Απεναντίας. Αμφότερα,
και τα αρχαία και τα σύγχρονα έργα,
ανανεώνονται απ’ την ώσμωση σαν ζωντανοί
οργανισμοί, σαν ηλιοτρόπια που στρέφονται
προς μια καινούργια φωτιστική πηγή και
κερδίζουν νέες υποστάσεις, νέες
αναγνωστικές δυνατότητες από το διάλογο
που μοιραία αναπτύσσεται. Όσο και αν
τον παρεμποδίσουν κάποιοι αφελείς,
δήθεν αμύντορες της αρχαίας κληρονομίας.
Φοβούμαι πως όλοι αυτοί απλώς φοβούνται
τις αρχαιότητες, αλλά δεν τις αγαπούν
πραγματικά.
Εξυπακούεται
βέβαια ότι κανείς οφείλει να προσεγγίσει
αυτούς τους χώρους με σεβασμό και
ευλάβεια, χωρίς καμία διάθεση ανταγωνισμού
ή και πρόκλησης. Αλλά και χωρίς κανέναν
φόβο ή μεμψιμοιρία. Σαν το παιδί που
ησυχάζει στην αγκαλιά της μάνας ή που
ηρεμεί στον ίσκιο του πατέρα. Έπειτα, ο
χρόνος, η ιστορία, τα βλέμματα των
ανθρώπων θα κάνουν τη δική τους δουλειά.
Ανεπαισθήτως… όπως θα ‘λεγε κι ο
Αλεξανδρινός.
Και μια
τελευταία παρατήρηση: Είτε πρόκειται
για ένα φειδιακό αριστούργημα, ένα
επιτύμβιο του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ.
που αποδίδεται στον Αγοράκριτο ή τον
Καλλίμαχο, είτε πρόκειται για ένα
σημερινό δημιούργημα κάποιου νέου
καλλιτέχνη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
αναφερόμαστε σε έργα τέχνης. Ασχέτως
της αισθητικής κλίμακας στην οποία θα
τα τοποθετήσει η κριτική και η ιστορία
της τέχνης, ήδη διαφοροποιούνται πλήρως
από τα λοιπά χρηστικά αντικείμενα. Και
το ιδιοφυές αριστούργημα και το
αμφιλεγόμενο, έστω, τέχνημα του σήμερα
έχουν αρχίσει και ανεβαίνουν στα σκαλιά
της τέχνης. Μεταλαμβάνουν ήδη της
αισθητικής δυνατότητας, γίνονται
σιγά-σιγά από πράγματα «ποιήματα».
Μεταμορφώνονται σε οντότητες οιονεί
μεταφυσικές. Κριτική, λοιπόν, ναι απαξίωση
και σχετλιασμός όχι.
Μετά από
αυτά, είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που
προλογίζω την έκθεση ενός καλλιτεχνικού
ζευγαριού, της Ελένης Οικονόμου και του
Γιάννη Διαμάντη, σ’ αυτό το περικαλλές
συγκρότημα του Αρχαιολογικού Μουσείου
των Ιωαννίνων. Εδώ που η διαχρονική
ομορφιά υπηρετείται μέσα από τη δεξιοσύνη
και το πείσμα προικισμένων χεριών των
προγόνων μας. Η νυν έκθεση έρχεται να
υπηρετήσει μία συνέχεια, μία παράδοση,
μιαν ιστορική διαδοχή. Να ξαναβρεί τη
σπασμένη κλωστή, να δώσει νοήματα στα
κομμένα νήματα, να συνομιλήσει με τους
πιο έγκυρους συνομιλητές, τους νεκρούς.
Να υφάνει καινούργιες εικόνες πάνω σε
αρχαίους, συμβολικούς αργαλειούς.
Πρόκειται
για μία δράση που μουσειολογικά είναι
δικαιωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο επειδή
φέρνει στα παραδοσιακά μουσεία ένα άλλο
κοινό κι επειδή μας επιτρέπει να ξαναδούμε
με άλλο μάτι χώρους σεσημασμένους και
εκθέσεις δεδομένες. Tόσο απλά. Γι’ αυτό
και συγχαίρω τους συναδέλφους του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων για
την πρωτοβουλία τους. Ιδιαίτερα όταν
σκέφτομαι ότι τόσο η εγκατάσταση των
κύβων και της πυραμίδας της Ελένης
Οικονόμου με τίτλο «Αρχέτυπα» όσο και
οι συγκινητικές αφηγήσεις της
καθημερινότητας του Γιάννη Διαμάντη
με τίτλο «Πέτρινα Χρόνια» συνδέονται
αριστοτεχνικά τόσο με τη μινιμαλιστική
δωρική αρχιτεκτονική του Άρη Κωνσταντινίδη
όσο και με τη γενικότερη προβληματική
της «αρχαιολογίας του Θανάτου», που
διαπνέει το παρόν εξαιρετικό μουσείο.
Μετά την
παρουσία τους στο Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο της Αθήνας οι δύο καλλιτέχνες
έρχονται στην Ήπειρο με μία σύνθετη
αλληλοσυμπληρούμενη πρόταση, βασισμένη
στο άσπρο και στο μαύρο, στο χώρο και
την ποιητική του, στην ποιητική εικόνα
τελικά, δηλαδή το βασικό μορφοπλαστικό
ιδίωμα που μπορεί να μιλήσει για τη ζωή,
το θάνατο, τη μοναξιά, τον έρωτα, το
χρέος, το δρόμο της ιστορίας, τη μοίρα
των ανθρώπων. Να μιλήσει σε όλους μας,
αλλά και στον καθένα χωριστά.
Η Ελένη
Οικονόμου ευφυώς μετράει με 2.285 λευκούς
κύβους 9 x
9 x
9 εκ. τα έτη που μας χωρίζουν απ’ το
θάνατο του Βασιλέως Ηγήτορος Πύρρου. Ή
μάλλον τον στενό διάδρομο που μας χωρίζει
από ένα παρελθόν που μοιάζει απώτατο
αλλά δεν είναι. Η σύνθεσή της, πυκνή,
λιτή, μελετημένη μιλάει με μαθηματικές
αναφορές και με γεωμετρικά σχήματα
αντιμετωπίζοντας το θάνατο σαν εξίσωση
και τη ζωή σαν θεώρημα.
Ο Γιάννης
Διαμάντης, πάλι, που μιλάει για το χρόνο
και την ιστορία του τόπου με όρους
ποιητικής, εκκινεί επίσης από τα βασικά.
Σχεδιάζει επίμονα τον Ηπειρώτη πατέρα
του τη στιγμή που αναπαύεται, σε μία
σχέση ύπνου-θανάτου. Η σινική μελάνη
και το μολύβι γίνονται αγωγοί που μας
οδηγούν στον Αχέροντα, στη Δωδώνη, στο
επέκεινα. Τα έργα του παραπέμπουν σε
επιτύμβια του σήμερα, σε μικρά έπη της
καθημερινότητας, του αγώνα και της
αγωνίας των απλών ανθρώπων για επιβίωση.
Πέτρα
τη πέτρα, που τραγουδούσε ο Ρίτσος και
που έκτιζε ο Κωνσταντινίδης σ’ αυτό
εδώ το επιβλητικό μουσείο των επτά
μεγάλων αιθουσών, το θεμελιωμένο στην
περιοχή Λιθαρίτσια!
Λιθάρι,
κύβος, κατασκευή, γραμμή, φωτοσκίαση,
χώρος. Το δράμα και η δικαίωσή του. Τίποτα
δεν είναι τυχαίο…
Μάνος Στεφανίδης,
4/11/2013
APEIROTAN*
Eleni
Economou,
Giannis
Diamandis
Under
the watchful gaze of the ancestors
Art
is self-sown; it leaves its historical footprint, however, only when
it refers to the community. Museums, on the other hand, are first and
foremost communal organizations. They are the areas where the
spectators become aware of themselves as citizens. This is why
museums must be regarded as live organisms, as fields of research,
experimentation, freedom and creativity.
Museums,
especially those housing antiquities, have nothing to fear –
neither them nor their exhibits – from their proximity to modern
art works. Far from
it. Both ancient and modern works are renewed by their interaction,
just like live organisms, like sunflowers turning towards a new
source of light; they acquire new qualities and new ways of
interpretation by the dialogue that inevitably takes place, no matter
how some narrow-minded people might try to hamper it, on the pretext
that they are acting as defenders of our ancient heritage. I fear
that all of them are merely afraid of antiquities; they do not really
care for them.
Of
course, it follows that one must approach those areas with respect
and piety, leaving aside any competitiveness and/or provocation.
Also, without any fear or self-pity. Just like the child that quiets
down in the arms of its mother, or feels serene at the sight of its
father. After that, time, history, and people’s eyes will take up
the rest. Imperceptibly... just like the Alexandrian poet would say.1
One
final observation: Whether we are dealing with a Pheidian
masterpiece, a tombstone inscription of the end of the 5th century BC
attributed to Agoracritus or Callimachus, or a modern creation of a
contemporary artist, we must not forget that we are referring to
works of art. Regardless of where on the aesthetic ladder they will
be placed by critics and art history, they already differ completely
from all the other useful things. Both the ingenious masterpiece and
the – somewhat – ambiguous modern creation have begun to climb
the steps of the art ladder. They are already partaking in aesthetic
potentiality, slowly shedding their identity as items, becoming
instead “creations”.
They are changing into quasi-metaphysical entities. So, critique,
yes; disdain and ruthlessness, no.
Having
said that, I am especially happy to be introducing the exhibition of
a couple of artists, Eleni Economou and Giannis Diamandis, held at
the illustrious complex of the Archaeological Museum of Ioannina,
where temporal beauty is tended to by the dexterity and the
determination of the gifted hands of our ancestors. The present
exhibition is here to serve continuity, tradition, and historical
sequence; to rediscover the broken thread, to give meaning to severed
threads, to converse with the most dependable of interlocutors, the
dead; to weave new images on ancient, symbolic looms.
It
is an act that, on museum terms, is globally justified, for the
reason that it attracts a different kind of audience to traditional
museums, and because it allows us to see branded areas and familiar
exhibitions through different eyes. It's as simple as that. For that
reason I am congratulating our colleagues at the Archaeological
Museum of Ioannina for this initiative of theirs. Especially when I
consider that, both Eleni Economou's installation of the cubes and
the pyramid, titled “Archetypes”, and Giannis Diamandis' moving
narrations of everyday life, titled “Stone Years”, are
masterfully connected with Aris Konstantinidis' minimalist Doric
architecture as well as the more general concept of an "Archaeology
of Death" permeating this magnificent Museum.
After
an appearance at the National Archaeological Museum of Athens, the
two artists arrive in Epirus with a composite, counterbalancing
proposal, based on black and white, on the space and its poetics, on
the poetic image, finally, meaning the basic morphoplastic dialect
that can speak about life, death, loneliness, love, duty, the course
of history, the fate of the people. To speak to all of us together,
but also to each one of us individually.
Eleni
Economou, using 2.285 9 x 9 x 9 cm white cubes, has ingeniously
calculated the years that separate us from the death of King Leader
Pyrrhus. Or, to put it differently, the narrow corridor that
separates us from a past that seems remote, but is really not. Her
composition, dense, minimal, well-planned, speaks with mathematical
references and geometric patterns, regarding death as an equation and
life as a theorem.
Giannis
Diamandis, on the other hand, who speaks about time and the history
of the area in poetic terms, also begins from the basics. He
persistently sketches his Epirus-born father as he is resting,
capturing a moment that balances between sleep and death. Indian ink
and pencil become the means through which we are transported to
Acheron, to Dodoni, to the hereafter... His works invoke funerary
inscriptions, small everyday poems, simple people's struggle for
survival.
Stone
by stone, the poet Ritsos sang; thus Konstantinidis the architect
built this imposing museum of the seven large halls, located in the
area of Litharitsia!
Stone,
cube, construction, lines, chiaroscuro, space. Drama and its
vindication. Nothing is left to chance...
Manos
Stefanidis, 4/11/2013
(Transaltion Eleni Dragona)
* Apeirotan
is the Doric form
of “Epiroton”, which means “of those native to Epirus”.
1
TN: C. P. Cavafy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου