Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Αντηλιά

Θέλω τον ήλιο!
(φινάλε των «Βρικολάκων» του Ιψεν)

Μνήμη τεθνεώτων

Στις μέρες του χειμώνα, με την περιορισμένη ηλιοφάνεια, η λιακάδα βιωνόταν, τότε που οι άνθρωποι ζούσαν το χρόνο, σαν υπέρτατη προσφορά. Κυριακή, δεκαετία του '50, σε μια γειτονιά του Νέου Κόσμου, στη οδό Πυθέου. Λίγο πριν από το μεσημεριανό φαγητό, συνήθως πατάτες με κρέας στο φούρνο ή κοκκινιστό με μακαρόνια, η οικογένεια ποζάρει γύρω από τον λευκασμένο παππού ρουφώντας κυριολεκτικά τον ήλιο και μισοκλείνοντας τα μάτια στην αντηλιά με ευδαιμονία. «Αντηλιά», λέξη η έννοια της οποίας δύσκολα συναντάται σ' άλλη γλώσσα, καθώς σημαίνει τη μουσική αντήχηση του φωτός σε μιαν επιφάνεια που δημιουργεί τις απόλυτες σκιές προσώπων και αντικειμένων.

Οι άνθρωποι εδώ εκτίθενται στον φακό, ευτυχείς που έχουν επιζήσει από μια λαίλαπα και αθώοι, ακόμη, από τα επερχόμενα κακά. Εκφράζουν το ήθος της εποχής, το στηριγμένο στην απόλυτη ανέχεια και την αυτονόητη αξιοπρέπεια. Οι μικρές χαρές είναι τεράστιες στα μάτια τους, τα θαμπωμένα απ' την αντηλιά του καινούριου άγνωστου που έρχεται γοργά. Τρεις γενιές έχουν παραταχθεί μ' ενστικτώδη ιεράρχηση βάζοντας συνειδητά στο κέντρο τον γέροντα και τα δύο μικρά. Χωρίς τις σάχλες ενός μελό ρομαντισμού τύπου Ιακωβίδη και γερμανικής σχολής, το γήρας δεν καθιστάται γραφικό και η παιδικότητα δεν αναλίσκεται αδαπάνως (νεοελληνιστί, «τζάμπα μπεμπέ»). Ούτε βέβαια παρατείνεται εσαεί, όπως συμβαίνει σήμερα με τους παλιμπαιδίζοντες μεσήλικους και τους δεσμώτες ή τις δεσμώτριες μιας παρατεταμένης, με ψυχικά μπότοξ, εφηβείας.

Σας έλεγα τις προάλλες πως ο χρόνος είναι χρώμα, εννοώντας πως η στιγμή μπορεί (και) να συλλαβίζεται σύμφωνα με την κίνηση του ήλιου στον απέναντι τοίχο ή τη μεταβολή της απόχρωσης του βιολέ κατά την ώρα της Δύσης. Είναι τότε, δηλαδή κάθε μέρα (!), που όλοι (θα μπορούσαμε να) μεγαλώνουμε ευτυχισμένοι μέσα από την έκσταση του ηλιοβασιλέματος, χωρίς μιζέριες για την απώλεια του χρόνου αλλά με τη συνείδηση (ενός ακόμη) θριάμβου. Το φαντάζεστε; Κάθε δειλινό θριαμβεύουμε απλώς (επι)ζώντας! Αρκεί, βεβαίως, να έχουμε αξιοποιήσει πριν την επίσκεψη της αντηλιάς στο κατώφλι των επιθυμιών μας.

Ο άντρας με το μουστάκι, η γυναίκα με τα μαύρα, το κοριτσάκι με το φιόγκο, το αγοράκι με τα λουστρίνια και τα σοσόνια, τα γιλέκα, οι καρό φούστες και τα ταγέρ των ενηλίκων, οι καρέκλες με τις σκιές τους στον ξεφλουδισμένο τοίχο, η μορφή δεξιά που μόλις φαίνεται από το σπαστό παράθυρο, το τσιμεντένιο, χωρίς πλακάκια, πεζοδρόμιο, το χώμα του δρόμου, όλα τα επιμέρους συγκροτούν ένα όλον που ως συγκολλητική ουσία του έχει την κυρίαρχη αντηλιά. Αυτή μελώνει τα βλέμματα των προσώπων τυραννώντας τα τρυφερά, αυτή διαγράφει τις λιγνές σιλουέτες -η εθνική μας παχυσαρκία δεν έχει ενσκήψει ακόμα ούτε βέβαια έχει εκδηλώσει ηγετικές φιλοδοξίες-, αυτή εμψυχώνει τον πεζοπόρο φωτογράφο που γύριζε τις γειτονιές προσφέροντας επαγγελματικά εκδοχές αιωνιότητας, αυτή τον καθιστά πραγματικό άγγελο φωτός. Η συγκυρία, τέλος, έκανε ώστε πέντε βλέμματα να κοιτούν το φακό και τρία να υποκύπτουν στην αντηλιά δημιουργώντας αντιστικτικά, φούγκα. Ο χειμώνας και η υγρασία του τοίχου εδώ κατατροπώθηκαν και οι άνθρωποι του ήλιου κυνηγούν το φωτεινό θήραμά τους από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο...

Προφανώς είναι Κυριακή. Επειδή οι άνθρωποι φορούν τα καλά τους, επειδή ανταλλάσσουν επισκέψεις -με πάστες ή φοντάν και, το απαραίτητο, λικέρ-, επειδή έχουν χρόνο να σπαταλήσουν χαζολογώντας στην αντηλιά. Μια καθημερινή μέρα θα βρίσκονταν στις δουλειές τους, σοβαροί και συγκεντρωμένοι, χωρίς διάθεση για φωτογραφικούς συναισθηματισμούς ή άλλα τέτοια. Η Κυριακή, όμως, είναι το γέρας της εβδομάδας, είναι ο χρόνος που πλατειάζει εορταστικά για να εξορκιστεί η μεγαγχολία που επίκειται. Μόλις βραδιάσει. Ακόμη, όμως, ο ήλιος κρατάει, η αντηλιά αντηχεί και το τραπέζι-σύμβολο της family reunion, περιμένει. Η φωτογραφία θα βγει σε αρκετά αντίγραφα και θα μοιραστεί ενθύμιον σε συγγενείς ή φίλους. Για να στολίσει πορτοφόλια, άλμπουμ ή εταζέρες...

Τώρα κάποιοι έχουν πεθάνει και κάποιοι βρίσκονται σε ηλικίες που (πρέπει να) διαλογίζονται το θάνατο. Τώρα το μονώροφο σπίτι κι ο μέσα κήπος έγιναν νευρωτική πολυκατοικία με θυροτηλέφωνο για να ελέγχει τους επισκέπτες και τον ήλιο. Τώρα ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε. Η αντηλιά, όμως, επιμένει πάντα στον νέο, σαγρέ τοίχο με τα γκράφιτι και τα μηχανάκια. Κι οι καινούριοι άνθρωποι δεν έχουν παρά να βγουν έξω...

Αλληλογρ.: Κυρία Μαρία Μπασλή, συμφωνώ με τα περισσότερα της πολυσέλιδης επιστολής σας. Φοβάμαι, όμως, πως δεν κάνω ούτε για γκουρού ούτε, καν, για τεκνό. Κυρία Αλ. Γούλα, μ' αρέσει όπως διατυπώνετε. Ιδιαίτερα όταν γράφετε για μουσική.

Ιακ. Γιακομίδης, φωτοοπτικά, Χαλκίς.


7 - 07/10/2007

2 σχόλια:

  1. "Σ'ανοίγματα φωταδερά οι πρωινές
    ελπίδες ξεχνάνε τους θανάτους..."

    από το "Στου Γλυτωμού το Χάζι" του
    Ντόρρου , χαρισμένο με πολλή αγάπη και εκτίμηση , σαν αντίδωρο στο όμορφο κείμενο που μόλις διαβάσαμε ...

    [ Σπύρος + Κάλλυ - Ν.Επίδαυρος ].

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να είστε καλά για την ομορφιά και την ψυχική ηρεμία που προσφέρετε,το μόνο σχόλιο που πιθανόν θα έκανα είναι οτι θα ευχόμουν τετοιες απόψεις να απευθύνονταν στούς πολλούς μπας και σωθούν μαζικά ψυχές και ίσως και εμείς μαζί τους

    ΑπάντησηΔιαγραφή