Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Ο Δον Μανουέλ Οζόριο και οι μικρές του φίλες

Ιστορίες από τη ζωγραφική της Ηρώς Νικοπούλου.
 
 

Η τέχνη είναι μονάχα μια ιδέα∙ μια ιδέα πιο μακρινή απ' τη δική σας.
Αλέξης Ακριθάκης
 



 


Η ειδωλολατρία και κατ' επέκταση η εικονολατρία είναι κομμάτι της ελληνικής οπτικής μας παράδοσης, όπως εξάλλου είναι και η πολυφορεμένη ορθοδοξία. Αυτή η τελευταία επέβαλε την αναγωγή-αναφορά του σημαίνοντος προς το σημαινόμενο (της εικόνας προς το απεικονιζόμενο) σε βαθμό ώστε να συγκροτήσει, διατρυπώντας το Μεσαίωνα, ολόκληρο αισθητικό δόγμα κατά την εποχή της Αναγέννησης. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ζωγραφισμένη εικόνα δεν εξαντλείται σ' αυτό που απεικονίζει, αλλά διεκδικεί μιαν, οιονεί, μαγική δυνατότητα. Και λέγει και κρύπτει και σημαίνει και υπαινίσσεται. Ακόμη και σήμερα, που δεσπόζουν η φιλμική ή η τηλεοπτική εικόνα. Η πανάρχαια μητέρα τους, η ζωγραφική, ξέρει να παίζει, ακόμη, παιχνίδια υποβολής, γοητείας, εκμαυλισμού. Ξέρει να τρομοκρατεί, αλλά και να καταπραΰνει. Πρωτίστως ξέρει να αφηγείται φτιάχνοντας ρήγματα στο κορμό της ιστορίας και στο υποσυνείδητο του θεατή.
Η ζωγραφική της Ηρώς Νικοπούλου ισορροπεί, με τη σειρά της, ανάμεσα στην αφήγηση και την εξομολόγηση, στην τρυφερότητα και τον ενδιάθετο τρόμο, στις προσωπικές αναφορές και στον απρόσωπο χρόνο που άλλοτε ευλογεί κι άλλοτε καταριέται τις πράξεις των ανθρώπων. Κι η ζωγραφική γενικότερα; Αυτή παραμένει μαρτυρία και μαρτύριο∙ η πρώτη γραφή και η πιο αρχέγονη καταγραφή. Η εικόνα πριν το λόγο, που πάντως τον προϋποθέτει. Ένα συμβολικό, αισθητικό σημείο, στο οποίο εγκιβωτίζονται περασμένες ζωές και μελλούμενες (ακόμη και οι πιο αναίσθητες...). Η ζωγραφική, για να επιβιώσει σ' αυτές τις μέρες του τόσο εργαλειακού ορθολογισμού, οφείλει να καταστεί ένα μετέωρο ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, που όμως υπάρχει. Και ως τέτοια οφείλει, επίσης, να υποστηρίξει μιαν έκφραση άγρια, απόλυτη, που ν' αμφισβητεί την ωραιοπάθεια ή την αισθητική των μικροαστών και ν' αποστρέφεται τους καλλιεπείς συμβιβασμούς. Η ζωγραφική για να υπάρχει πρέπει να είναι. Με φόβο Ιστορίας, αλλά και με μια παρθενικότητα που θ' ανανεώνει συνεχώς τον υμένα της σαν εκείνη τη θεά του αρχαίου μύθου.
Η Ηρώ Νικοπούλου ως σκεπτόμενη δημιουργός επιχειρεί μια φόρμα που αρδεύεται από χθόνια χρώματα, που οργανώνεται μέσα από σκιάσεις και γαιώδεις ποιότητες ώστε το φως, όποτε κι αν εκπέμπει, να εμφανίζεται και ως λύτρωση και ως τιμωρία. Γνωρίζει πως αυτό που επιδιώκει με τα ζωγραφικά της μέσα δεν είναι εύκολο, όσο κι αν το διεκδικεί με επιμονή και με συνέπεια. Δηλαδή το να καταβυθιστεί στην παιδική Εδέμ και να συμφιλιωθεί σήμερα, στην ωριμότητά της, με τους τότε αγγέλους και τα τότε φαντάσματα. Μ' επιθυμίες και έρωτες, σαν νεογνά που δεν επέζησαν, σαν βρέφη που κάποιος τιμώρησε την αθωότητά τους, σαν παιχνίδια που έσπασαν πριν ακόμη βγουν απ' τα κουτιά τους, σαν χαρταετοί καταδικασμένοι να πετούν μέσα σε κελιά. Πώς γίνονται όλα αυτά εικόνα, δηλαδή μορφοποιημένος λόγος; Η Ηρώ Νικοπούλου επιλέγει μια θεματική που θα μπορούσε να στοιχηθεί στην feminine art, αν μας ενδιέφεραν οι ταξινομήσεις και οι συρμοί και οι επικαιρότητες. Πράγμα που δεν συμβαίνει...
Πιστεύω πως τα κορίτσια της και οι ιστορίες τους, μικρές μητέρες που μεγαλώνουν μεγάλα μωρά, ρόλοι που αντιστρέφονται, μεγέθη που συγχέονται σαν τα παραμύθια των αδελφών Grimm, έρχονται από πολύ μακριά κι έχουν λούσει τα μαλλιά τους στα νερά του πιο καίριου Ρομαντισμού, κι έχουν πλέξει τις πλεξούδες τους σε παλαιά κείμενα και βιώματα. Έτσι, αινιγματικές και σιωπηλές, όπως προβάλλουν, μου θυμίζουν έναν πίνακα που μ' έχει στοιχειώσει από όταν τον πρωτοείδα στις αρχές του '90 στην Εθνική Πινακοθήκη και στην περιοδική έκθεση «Από τον Θεοτοκόπουλο στον Cézanne». Πρόκειται για το έργο του πρίγκιπα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού Francisco Goya (1746-1828) «Don Manuel Osorio», που ζωγραφίστηκε το 1787-8 και ανήκει σήμερα στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης. Απεικονίζει έναν μικρό ευγενή ενδεδυμένο με απαστράπτοντα κόκκινα του μαρτυρίου και με ένα σκοτεινό βλέμμα που προαναγγέλλει τα επερχόμενα. Όταν πόζαρε ήταν μόλις τεσσάρων ετών και στα οκτώ του χρόνια πέθανε. Ο Goya ήταν τότε είκοσι δύο ετών και ήξερε ήδη πάρα πολλά για τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Manuel εικονίζεται μαζί με τις συμβολικές μοίρες του, που πάντως δεν τον συμπονούν. Σπάνια έχει αποδοθεί ο παιδικός ψυχισμός, η σκληρότητα, αν προτιμάτε, με πιο άμεσο, πιο εικαστικό τρόπο. Ο μικρός κρατάει μια κίσσα δεμένη, από το ράμφος της οποίας κρέμεται ένα επισκεπτήριο (;). Θα το λέγαμε και «σήματα λυγρά». Πίσω, στο ημίφως, τρεις γάτες απειλούν το ειμαρμένο πουλί, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος. Ο Manuel αριστερά του κουβαλάει κι ένα κλουβί με καρδερίνες. Αυτές δεν απειλούνται. Είναι ασφαλείς μέσα στη φυλακή τους. Είναι ήδη καταδικασμένες. Ο Goya παίρνει ένα κοινότοπο θέμα του ευρωπαϊκού Ροκοκό και από ηθογράφημα το απογειώνει στα ερέβη του πιο ρομαντικού στερεώματος.
Πάντως ο αμφίσημος Don δεν πρέπει να παραπονείται. Η Ηρώ Νικοπούλου τον προίκισε πια με χαρισάμενες φιλενάδες. Εξίσου σκοτεινές και αποκαλυπτικές. Τουλάχιστον για όσους βαρέθηκαν να δηλώνουν αθώοι. Και για όσους η τέχνη δεν είναι άλλοθι, αλλά τρόπος. Ή για εκείνους που έμαθαν πια πως τα νιάτα είναι η πιο επώδυνη εφεύρεση των γηρατειών. 
 
 

ΥΓ. Ο Blanchot έγραφε πως η τέχνη είναι μια πάλη, η πάλη του δημιουργού με το χάος. Πρόκειται όμως για εκείνο το χάος που έχει τη δυνατότητα να γεννά συνείδηση (Jung), την «καταποντισμένη μέσα μας θάλασσα» (Ελύτης). Δεν ξέρω  αν έχει θέση σ' αυτό το κείμενο η παρακάτω σκέψη, αλλά με καίει και θα τη γράψω: Καμία τέχνη δεν μπορεί να απαλύνει τη στοιχειωμένη εικόνα εκείνων των εννιά παιδιών που αφέθηκαν να πνιγούν αβοήθητα στο Φαρμακονήσι, σε μια θάλασσα σπαρακτικά αληθινή, καθόλου μεταφορική, που θα μας κατατρύχει. Καμία ελεγεία, καμία αισθητική, κανένα μοιρολόι της φώκιας, δεν μπορεί να τη δικαιώσει. Σαν συλλογική ντροπή θα μας κυνηγάει, θα φτύνει στον πολιτισμό μας, θα καταριέται τον ευτελισμένο εφησυχασμό μας.
Πόσα ακόμη Φαρμακονήσια-Λαμπεντούζες μας περιμένουν; Πόσες θάλασσες σκοτεινές μας αξίζουν; Πόσο ασφαλή μπορούν να είναι τα παιδιά μας μέσα σε τόση επίσημη, θεσμοποιημένη βία; Α, τα κορίτσια της Ηρώς, πόσους ακόμη φίλους μέλλεται ν' αποκτήσουν;


1 σχόλιο:

  1. Καλώς τον! Κι εγώ το είχα κάνει, αλλά ξαναγύρισα. Είναι κάτι σαν ανεπιτυχής προσπάθεια αυτοκτονίας. Μετά μένεις να κοιτάς. Τις φλέβες που διασώθηκαν. Μαθαίνεις να αντέχεις. Σιγά σιγά.

    Ένα φιλί Μάνο

    ΑπάντησηΔιαγραφή